Mε τις μεγάλες γεωπολιτικές ανατροπές που επισυμβαίνουν τώρα στην ανατολική Μεσόγειο, με αιχμή την ενέργεια, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη να αποκτήσει η Ελλάδα επιτέλους ένα ισχυρό, σύγχρονο και ρεαλιστικό στρατηγικό δόγμα.
Ένα δόγμα που θα ξεφεύγει από τα παθογενή άγκιστρα του μικροελλαδικού αθηναισμού και θα έχει πανεθνικό παρονομαστή. Ένα δόγμα που θα ορίζει πλαίσια και κόκκινες γραμμές, και που θα υπηρετείται από μια εξωτερική πολιτική που θα αγωνίζεται πραγματικά για τα εθνικά συμφέροντα. Ένα δόγμα που μπορεί να διαθέτει σήμερα η Βουλγαρία ή ακόμη και η Αλβανία, δεν διαθέτει όμως η Ελλάδα.
Η εξωτερική πολιτική της χώρας κινείται, δεκαετίες τώρα, μεταξύ μυστικής διπλωματίας και αυτοσχεδιασμού. Ακριβώς γιατί λείπει το εργαλείο που λέγεται «εθνικό στρατηγικό δόγμα», το εργαλείο που θα εξορθολογίσει επιτέλους την πορεία μας, αποβάλλοντας τα διαχρονικά σύνδρομα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: κατευνασμός, τουρκοφοβία, ιδεοληψίες, μη ρεαλιστικές προσεγγίσεις, έλλειψη πολυσχιδούς πολιτικής.
Το σημερινό Status στην Ευρωπαϊκή συλλογική ασφάλεια
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδος και της Κύπρου μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, παρέχει αυξημένες δυνατότητες στον έλεγχο ζωτικών χερσαίων, θαλάσσιων και εναέριων γραμμών συγκοινωνιών σε μια ευρεία αλλά και άκρως ευαίσθητη περιοχή, όπου νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες βρίσκονται σε εξέλιξη.
Τα πιθανολογούμενα εκτεταμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου στην μεταξύ Ρόδου και Ισραήλ, είναι αυτά που μας κάνουν να μιλούμε για νέες πραγματικότητες, για μείζονες ανατροπές στην Αν. Μεσόγειο.
Από την μία, είναι το σημερινό κυρίαρχο πλαίσιο του ΝΑΤΟ το οποίο, όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο, ρέπει προς υποκατάσταση του ρόλου του ΟΗΕ. Υπάρχει στην εξίσωση το «κλειδί» που λέγεται Τουρκία και που το ΝΑΤΟ δεν θέλει (ή και αδυνατεί πλέον) να ελέγξει, ως προς τον αναθεωρητισμό που διέπει τη χώρα αυτή. Η συσσωρευμένη πικρή πείρα δεκαετιών για την Ελλάδα, έχει κάνει αποδεκτή σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα του ελληνικού πολιτικού κόσμου, την γενική άποψη πως από τον «ποντιοπιλατισμό» του ΝΑΤΟ τα ελληνικά δίκαια σε Αιγαίο και Κύπρο, σαφώς επηρεάζονται αρνητικά. Διότι η στρατηγική επιλογή της Ουάσινγκτον στην περιοχή, παραμένει η Τουρκία, παρά τις όποιες «ασυμφωνίες χαρακτήρα». Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να εμφανίζονται απρόθυμες να δυσαρεστήσουν την Άγκυρα, ιδίως σήμερα που φοβούνται στροφή της προς ανατολάς.
Το ΝΑΤΟ δηλαδή εξακολουθεί να θεωρεί την Τουρκία πολυτιμότερη από την Ελλάδα, ακόμη και μετά τη ρήξη της με το Ισραήλ. Αυτή η αδυναμία όμως για ενδο-συμμαχική ηρεμία και ασφάλεια, πλήττει την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ διεθνώς, και τραυματίζει το κύρος του. Διότι εύλογα κάποιος θα ρωτούσε: Πως μπορεί το ΝΑΤΟ να προσφέρει μια αποτελεσματική λύση στην ευρωπαϊκή και διεθνή ασφάλεια, όταν δεν μπορεί να το πετύχει μέσα στους κόλπους του και ανάμεσα στα ίδια τα κράτη-μέλη του;
Δεύτερος πόλος διαμόρφωσης ενός πλαισίου συλλογικής ασφάλειας, είναι η ευρωκεντρική προσέγγιση, με κύριους εκφραστές τις παραδοσιακές χερσαίες δυνάμεις ισχύος Γερμανία και Γαλλία. Η πρώτη παραμένει ο στυλοβάτης του ευρώ και της όποιας ευρωπαϊκής προοπτικής, υπό την δική της προφανώς ηγεμονία, οικονομική και όχι μόνο. Η δε Γαλλία, επιχειρεί μια δυναμική γεωστρατηγική «επιστροφή» στη Μεσόγειο για να ισοσκελίσει τις φιλοδοξίες του Βερολίνου.
Η ΚΕΠΠΑ, η οποία παραμένει ατελής και ανολοκλήρωτη, αναδεικνύει βεβαίως μια διάθεση της Ε.Ε. (πρωτίστως Γερμανίας και Γαλλίας) να διαδραματίσει ενισχυμένο ρόλο στα διεθνή ζητήματα. Θα ήταν όμως εκτός πραγματικότητας να υποστηριχθεί πως η Ε.Ε. διαθέτει επάρκεια σε μια αμυντική πολιτική που παραμένει ατελής. Η Ελλάδα το βίωσε αυτό στην κρίση των Ιμίων, αλλά και σε άλλα ζητήματα, όπως το κυπριακό.
Όπως και να έχει, Αθήνα και Λευκωσία έχουν συμφέρον να «ακουμπήσουν» έστω σε μια ανολοκλήρωτη ΚΕΠΠΑ, σε μια άτολμη Ε.Ε., οικονομικά και γεωστρατηγικά. Πάντα σε ρεαλιστική βάση και δίχως ψευδαισθήσεις. Σε απλά ελληνικά, Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να στηρίξουν ενεργά δράσεις και πολιτικές που θα συνδράμουν μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας, παράλληλα όμως οφείλουν να φροντίζουν και από μόνες τους και με ίδια μέσα για την εθνική τους ασφάλεια.
Ο τρίτος και πλέον πρόσφατος πόλος, ως προς τη διαμόρφωση πλαισίου διαλόγου για μια πανευρωπαική στρατηγική συλλογικής ασφάλειας, συγκροτείται από τις προτάσεις της Μόσχας για μια νέα αρχιτεκτονική στο πεδίο αυτό. Η ρωσική πρόταση χαρακτηρίστηκε ατελής και εμπεριέχει στοιχεία ίσως όχι ρεαλιστικά. Και ας μην ξεχνούμε πως ταυτόχρονα, η πολιτική της Μόσχας έναντι του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντιφατική, μια πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών. Διότι από τη μια η Ρωσία ασκεί για επί μέρους ζητήματα συχνά κριτική στο ΝΑΤΟ, από την άλλη όμως διευρύνει τους τομείς συνεργασίας μαζί του. Η Ρωσία «κάνει παιχνίδι» με το ΝΑΤΟ, αλλά την ίδια ώρα δεν επιτρέπει το ίδιο σε κράτη όπως η Γεωργία, η Ουκρανία ή η Αρμενία.
Εδώ, η Ελλάδα θα μπορούσε να λάβει πρωτοβουλίες. Θα μπορούσε για παράδειγμα, επικαλούμενη και τη διεθνή αστάθεια αλλά κυρίως την αρνητική προς τη σταθερότητα συμπεριφορά της Τουρκίας, να προτείνει ένα καλά προετοιμασμένο συνέδριο κορυφής. To oποίο συνέδριο θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια αφετηρία διαλόγου, ως ένα κομβικό σημείο θεμελίωσης-εκκίνησης μιας διαδικασίας, με την υψηλή συμμετοχή όλων των ευρωπαϊκών κρατών, των ΗΠΑ και του Καναδά, των κρατών της πρώην ΕΣΣΔ, του Ισραήλ, ακόμα και της Κίνας. Σταθερό ζητούμενο: Η επίτευξη πλαισίου συλλογικής ασφάλειας για το σύνολο του ευρωατλαντικού και ευρασιατικού χώρου.
Συμπερασματικά η Αθήνα, αλλά και η Λευκωσία, χρειάζονται συμμαχίες, χρειάζονται πλαίσιο ασφάλειας, αφού μόνες τους δεν έχουν σήμερα την ισχύ προς διαχείριση του τουρκικού επεκτατισμού, που αναμένεται να οξυνθεί προς το χειρότερο τα επόμενα χρόνια
Ουσιαστική προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας εξυπηρετεί τα ελληνικά Εθνικά συμφέροντα
Εξαιρετικά σημαντικό, ως προς την επίτευξη ενός ρεαλιστικού συστήματος ασφάλειας για ολόκληρη την Ευρώπη και την κατάρτιση ενός ελληνικού εθνικού στρατηγικού δόγματος, θα είναι να επιτύχουν οι ΗΠΑ και η Ρωσία μια διευθέτηση / ευθυγράμμιση των συμφερόντων τους. Αυτό δεν είναι ανέφικτο. Για παράδειγμα, Αμερικανοί και Ρώσοι έχουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις ασφάλειας που εκπορεύονται από το ίδιο κέντρο: Την τρομοκρατία του φονταμενταλιστικού Ισλάμ. Η εξόντωση του Οσάμα μπιν Λάντεν πιθανότατα ανακούφισε πολλούς και όχι μόνο την Ουάσινγκτον. Αμερικανοί και Ρώσοι προβληματίζονται, επίσης από κοινού, για τη ραγδαία άνοδο, οικονομικά αλλά και εξοπλιστικά, του κινεζικού γίγαντα.
Είναι προφανές πως μια βαθμιαία και γόνιμη προσέγγιση Ουάσιγκτον και Μόσχας, απέναντι στις πολλές όσο και κοινές απειλές του σήμερα και του αύριο, μειώνει την στρατηγική σημασία της Τουρκίας. Γενικότερα, μια πιο στενή συνεργασία ΝΑΤΟ-ΕΕ-Ρωσίας και η αύξηση της επακόλουθης σταθερότητας, θα ευνοήσουν Ελλάδα και Κύπρο, αφού αυτές δεν θα οφείλουν να «παίρνουν θέση» υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, σε διενέξεις που δεν συμφέρουν τελικά κανέναν.
Σε μια ρευστή εποχή, όπου οι ΗΠΑ αναζητούν νέους ρόλους, η Κίνα παλεύει να εδραιωθεί ως υπερδύναμη, και η Ρωσία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, φαίνεται πως ωριμάζουν οι συνθήκες για ένα νέο λειτουργικό πλαίσιο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Και όσο πιο προωθημένη και λειτουργική αποδειχθεί η συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη, τόσο θα ωφεληθούν χώρες υποστηρικτικές της σταθερότητας, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Εδώ πρέπει να «ακουμπήσει», αναζητώντας ερείσματα, μια πολυσχιδής ελληνική εξωτερική πολιτική, ένα ρεαλιστικό εθνικό στρατηγικό δόγμα.
Πανεθνικό δόγμα- Πανεθνική Στρατηγική
Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να επιδείξουν σήμερα εξωστρέφεια, ενεργή βούληση και να αναλάβουν ενδεχομένως και πρωτοβουλίες, αντί απλώς να παρακολουθούν τις μελλοντικές εξελίξεις. Το Αιγαίο και η Κύπρος δεν είναι Ελβετία, ούτε Λουξεμβούργο. Ο Ελληνισμός συνολικά, αντιμετωπίζει παραδοσιακές απειλές που εντείνονται επί ολιστικής βάσης (Τουρκία) αλλά βεβαίως και ασύμμετρες (κυριότερη: ο παράγων λαθρομετανάστευση).
Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να παλέψουν επομένως:
- Για την οικονομική, δημογραφική και κοινωνική ισχυροποίησή τους, η οποία προϋποθέτει βεβαίως ανάκαμψη οικονομικά και σε βάθος χρόνου της Ελλάδας.
- Για την οικοδόμηση πανεθνικής στρατηγικής ανάσχεσης του τουρκικού επεκτατισμού, με αιχμή την αποτροπή, δηλαδή ισχυρή κοινή άμυνα, ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.
- Για την αποτροπή, πάση θυσία, διχοτομικών τετελεσμένων σε Κύπρο - Αιγαίο.
- Εντός του ΝΑΤΟ (η Ελλάδα) προς άμβλυνση των κενών που αυτό αφήνει σε βάρος της εθνικής μας ασφάλειας.
- Μέσα στην Ε.Ε. αλλά και πανευρωπαϊκά, για πληρέστερη συλλογική ασφάλεια, μέσα από διάλογο στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.
- Για στρατηγικές προσεγγίσεις και συμμαχίες με χώρες (πχ Γαλλία, Ισραήλ) που έχουν δικά τους συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο, διαφοροποιημένα από αυτά της Τουρκίας.
Επιμένουμε στην αναζήτηση στρατηγικών συμμαχιών και ισχυρού πλαισίου ευρωπαϊκής ασφάλειας, διότι τα μεγέθη ως προς την διαρκώς ενισχυόμενη Τουρκία, σε λίγα χρόνια θα είναι μη συγκρίσιμα. Το 2025 οι Έλληνες σε Ελλάδα και Κύπρο δεν θα ξεπερνούμε τα 13.000.000, με μόνο 4-5.000.000 εξ’ αυτών νέους και οικονομικά ενεργούς. Την ίδια εποχή η Τουρκία, της οποίας η βιομηχανία προχωρά αλματωδώς, θα αγγίζει τα 100.000.000, με 70.000.000 εξ’ αυτών να είναι νέοι. Αντιλαμβάνεται κανείς τα ζητήματα, όχι πλέον εθνικής ασφάλειας, αλλά εθνικής επιβίωσης που θα προκύψουν για τον Ελληνισμό.
Αυτές τις σύγχρονες ανάγκες και προκλήσεις, οφείλει να συγκεκριμενοποιήσει ένα νέο πανεθνικό στρατηγικό δόγμα. Τι χαρακτηριστικά θα πρέπει να εμπεριέχει αυτό;
- Να είναι πανεθνικό (Ελλάδα-Κύπρος -ελληνικές εθνικές μειονότητες-ομογένεια), μέσα από σταθερό συντονισμό των παραπάνω (π.χ με υιοθέτηση πανεθνικής διάσκεψης σε ετήσια βάση).
- Να ορίζει σαφείς κόκκινες γραμμές (π.χ για το όνομα «Μακεδονία», την επίλυση του κυπριακού κ.ο.κ) στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Να είναι δηλαδή «δεσμευτικός οδηγός» για τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες σήμερα πορεύονται αυτοσχεδιάζοντας και στη λογική «βλέποντας και κάνοντας».
- Να δίνει ρεαλιστικές απαντήσεις στο πως π.χ. μπορούν να αντιμετωπιστούν ο τουρκικός επεκτατισμός. Είναι καιρός να εξοβελιστούν συναισθηματισμοί, ιδεοληψίες και αυτιστικά σύνδρομα στην πολιτική Ελλάδας και Κύπρου.
- Να πιστεύει στην αποτροπή και όχι στον κατευνασμό (π.χ επαναφορά δόγματος ενιαίου αμυντικού χώρου, μελέτη προς διακήρυξη ΑΟΖ και έναρξη σχετικής διαδικασίας με Κύπρο, δραστική αντιμετώπιση λαθρομετανάστευσης κ.ο.κ).
- Να είναι επικαιροποιημένο, παρακολουθώντας τις ραγδαίες εξελίξεις (τρέχον παράδειγμα: ενεργειακός πλούτος στην ανατολική Μεσόγειο και κρίση Ισραήλ-Τουρκίας) και προτείνοντας εκμετάλλευσή τους, μέσα από νέες συμμαχίες και πολυμερή/πολυσχιδή διπλωματία.
Ένα τέτοιο πανεθνικό στρατηγικό δόγμα, με πάγιους και αναλλοίωτους τους στρατηγικούς μας στόχους, και ευελιξία/επικαιροποίηση στις τακτικές επιλογές, θα είναι η καλύτερη απάντηση του Ελληνισμού σε όσους τον επιβουλεύονται σήμερα, θα είναι όμως και η ρεαλιστικότερη απάντηση στις γεωστρατηγικές προκλήσεις του σήμερα και του αύριο.
Γράφει ο Σταύρος Καρκαλέτσης
Αμυντικός αναλυτής, πρόεδρος του ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
Ένα δόγμα που θα ξεφεύγει από τα παθογενή άγκιστρα του μικροελλαδικού αθηναισμού και θα έχει πανεθνικό παρονομαστή. Ένα δόγμα που θα ορίζει πλαίσια και κόκκινες γραμμές, και που θα υπηρετείται από μια εξωτερική πολιτική που θα αγωνίζεται πραγματικά για τα εθνικά συμφέροντα. Ένα δόγμα που μπορεί να διαθέτει σήμερα η Βουλγαρία ή ακόμη και η Αλβανία, δεν διαθέτει όμως η Ελλάδα.
Η εξωτερική πολιτική της χώρας κινείται, δεκαετίες τώρα, μεταξύ μυστικής διπλωματίας και αυτοσχεδιασμού. Ακριβώς γιατί λείπει το εργαλείο που λέγεται «εθνικό στρατηγικό δόγμα», το εργαλείο που θα εξορθολογίσει επιτέλους την πορεία μας, αποβάλλοντας τα διαχρονικά σύνδρομα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: κατευνασμός, τουρκοφοβία, ιδεοληψίες, μη ρεαλιστικές προσεγγίσεις, έλλειψη πολυσχιδούς πολιτικής.
Το σημερινό Status στην Ευρωπαϊκή συλλογική ασφάλεια
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδος και της Κύπρου μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, παρέχει αυξημένες δυνατότητες στον έλεγχο ζωτικών χερσαίων, θαλάσσιων και εναέριων γραμμών συγκοινωνιών σε μια ευρεία αλλά και άκρως ευαίσθητη περιοχή, όπου νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες βρίσκονται σε εξέλιξη.
Τα πιθανολογούμενα εκτεταμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου στην μεταξύ Ρόδου και Ισραήλ, είναι αυτά που μας κάνουν να μιλούμε για νέες πραγματικότητες, για μείζονες ανατροπές στην Αν. Μεσόγειο.
Από την μία, είναι το σημερινό κυρίαρχο πλαίσιο του ΝΑΤΟ το οποίο, όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο, ρέπει προς υποκατάσταση του ρόλου του ΟΗΕ. Υπάρχει στην εξίσωση το «κλειδί» που λέγεται Τουρκία και που το ΝΑΤΟ δεν θέλει (ή και αδυνατεί πλέον) να ελέγξει, ως προς τον αναθεωρητισμό που διέπει τη χώρα αυτή. Η συσσωρευμένη πικρή πείρα δεκαετιών για την Ελλάδα, έχει κάνει αποδεκτή σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα του ελληνικού πολιτικού κόσμου, την γενική άποψη πως από τον «ποντιοπιλατισμό» του ΝΑΤΟ τα ελληνικά δίκαια σε Αιγαίο και Κύπρο, σαφώς επηρεάζονται αρνητικά. Διότι η στρατηγική επιλογή της Ουάσινγκτον στην περιοχή, παραμένει η Τουρκία, παρά τις όποιες «ασυμφωνίες χαρακτήρα». Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να εμφανίζονται απρόθυμες να δυσαρεστήσουν την Άγκυρα, ιδίως σήμερα που φοβούνται στροφή της προς ανατολάς.
Το ΝΑΤΟ δηλαδή εξακολουθεί να θεωρεί την Τουρκία πολυτιμότερη από την Ελλάδα, ακόμη και μετά τη ρήξη της με το Ισραήλ. Αυτή η αδυναμία όμως για ενδο-συμμαχική ηρεμία και ασφάλεια, πλήττει την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ διεθνώς, και τραυματίζει το κύρος του. Διότι εύλογα κάποιος θα ρωτούσε: Πως μπορεί το ΝΑΤΟ να προσφέρει μια αποτελεσματική λύση στην ευρωπαϊκή και διεθνή ασφάλεια, όταν δεν μπορεί να το πετύχει μέσα στους κόλπους του και ανάμεσα στα ίδια τα κράτη-μέλη του;
Δεύτερος πόλος διαμόρφωσης ενός πλαισίου συλλογικής ασφάλειας, είναι η ευρωκεντρική προσέγγιση, με κύριους εκφραστές τις παραδοσιακές χερσαίες δυνάμεις ισχύος Γερμανία και Γαλλία. Η πρώτη παραμένει ο στυλοβάτης του ευρώ και της όποιας ευρωπαϊκής προοπτικής, υπό την δική της προφανώς ηγεμονία, οικονομική και όχι μόνο. Η δε Γαλλία, επιχειρεί μια δυναμική γεωστρατηγική «επιστροφή» στη Μεσόγειο για να ισοσκελίσει τις φιλοδοξίες του Βερολίνου.
Η ΚΕΠΠΑ, η οποία παραμένει ατελής και ανολοκλήρωτη, αναδεικνύει βεβαίως μια διάθεση της Ε.Ε. (πρωτίστως Γερμανίας και Γαλλίας) να διαδραματίσει ενισχυμένο ρόλο στα διεθνή ζητήματα. Θα ήταν όμως εκτός πραγματικότητας να υποστηριχθεί πως η Ε.Ε. διαθέτει επάρκεια σε μια αμυντική πολιτική που παραμένει ατελής. Η Ελλάδα το βίωσε αυτό στην κρίση των Ιμίων, αλλά και σε άλλα ζητήματα, όπως το κυπριακό.
Όπως και να έχει, Αθήνα και Λευκωσία έχουν συμφέρον να «ακουμπήσουν» έστω σε μια ανολοκλήρωτη ΚΕΠΠΑ, σε μια άτολμη Ε.Ε., οικονομικά και γεωστρατηγικά. Πάντα σε ρεαλιστική βάση και δίχως ψευδαισθήσεις. Σε απλά ελληνικά, Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να στηρίξουν ενεργά δράσεις και πολιτικές που θα συνδράμουν μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας, παράλληλα όμως οφείλουν να φροντίζουν και από μόνες τους και με ίδια μέσα για την εθνική τους ασφάλεια.
Ο τρίτος και πλέον πρόσφατος πόλος, ως προς τη διαμόρφωση πλαισίου διαλόγου για μια πανευρωπαική στρατηγική συλλογικής ασφάλειας, συγκροτείται από τις προτάσεις της Μόσχας για μια νέα αρχιτεκτονική στο πεδίο αυτό. Η ρωσική πρόταση χαρακτηρίστηκε ατελής και εμπεριέχει στοιχεία ίσως όχι ρεαλιστικά. Και ας μην ξεχνούμε πως ταυτόχρονα, η πολιτική της Μόσχας έναντι του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντιφατική, μια πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών. Διότι από τη μια η Ρωσία ασκεί για επί μέρους ζητήματα συχνά κριτική στο ΝΑΤΟ, από την άλλη όμως διευρύνει τους τομείς συνεργασίας μαζί του. Η Ρωσία «κάνει παιχνίδι» με το ΝΑΤΟ, αλλά την ίδια ώρα δεν επιτρέπει το ίδιο σε κράτη όπως η Γεωργία, η Ουκρανία ή η Αρμενία.
Εδώ, η Ελλάδα θα μπορούσε να λάβει πρωτοβουλίες. Θα μπορούσε για παράδειγμα, επικαλούμενη και τη διεθνή αστάθεια αλλά κυρίως την αρνητική προς τη σταθερότητα συμπεριφορά της Τουρκίας, να προτείνει ένα καλά προετοιμασμένο συνέδριο κορυφής. To oποίο συνέδριο θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια αφετηρία διαλόγου, ως ένα κομβικό σημείο θεμελίωσης-εκκίνησης μιας διαδικασίας, με την υψηλή συμμετοχή όλων των ευρωπαϊκών κρατών, των ΗΠΑ και του Καναδά, των κρατών της πρώην ΕΣΣΔ, του Ισραήλ, ακόμα και της Κίνας. Σταθερό ζητούμενο: Η επίτευξη πλαισίου συλλογικής ασφάλειας για το σύνολο του ευρωατλαντικού και ευρασιατικού χώρου.
Συμπερασματικά η Αθήνα, αλλά και η Λευκωσία, χρειάζονται συμμαχίες, χρειάζονται πλαίσιο ασφάλειας, αφού μόνες τους δεν έχουν σήμερα την ισχύ προς διαχείριση του τουρκικού επεκτατισμού, που αναμένεται να οξυνθεί προς το χειρότερο τα επόμενα χρόνια
Ουσιαστική προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας εξυπηρετεί τα ελληνικά Εθνικά συμφέροντα
Εξαιρετικά σημαντικό, ως προς την επίτευξη ενός ρεαλιστικού συστήματος ασφάλειας για ολόκληρη την Ευρώπη και την κατάρτιση ενός ελληνικού εθνικού στρατηγικού δόγματος, θα είναι να επιτύχουν οι ΗΠΑ και η Ρωσία μια διευθέτηση / ευθυγράμμιση των συμφερόντων τους. Αυτό δεν είναι ανέφικτο. Για παράδειγμα, Αμερικανοί και Ρώσοι έχουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις ασφάλειας που εκπορεύονται από το ίδιο κέντρο: Την τρομοκρατία του φονταμενταλιστικού Ισλάμ. Η εξόντωση του Οσάμα μπιν Λάντεν πιθανότατα ανακούφισε πολλούς και όχι μόνο την Ουάσινγκτον. Αμερικανοί και Ρώσοι προβληματίζονται, επίσης από κοινού, για τη ραγδαία άνοδο, οικονομικά αλλά και εξοπλιστικά, του κινεζικού γίγαντα.
Είναι προφανές πως μια βαθμιαία και γόνιμη προσέγγιση Ουάσιγκτον και Μόσχας, απέναντι στις πολλές όσο και κοινές απειλές του σήμερα και του αύριο, μειώνει την στρατηγική σημασία της Τουρκίας. Γενικότερα, μια πιο στενή συνεργασία ΝΑΤΟ-ΕΕ-Ρωσίας και η αύξηση της επακόλουθης σταθερότητας, θα ευνοήσουν Ελλάδα και Κύπρο, αφού αυτές δεν θα οφείλουν να «παίρνουν θέση» υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, σε διενέξεις που δεν συμφέρουν τελικά κανέναν.
Σε μια ρευστή εποχή, όπου οι ΗΠΑ αναζητούν νέους ρόλους, η Κίνα παλεύει να εδραιωθεί ως υπερδύναμη, και η Ρωσία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, φαίνεται πως ωριμάζουν οι συνθήκες για ένα νέο λειτουργικό πλαίσιο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Και όσο πιο προωθημένη και λειτουργική αποδειχθεί η συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη, τόσο θα ωφεληθούν χώρες υποστηρικτικές της σταθερότητας, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Εδώ πρέπει να «ακουμπήσει», αναζητώντας ερείσματα, μια πολυσχιδής ελληνική εξωτερική πολιτική, ένα ρεαλιστικό εθνικό στρατηγικό δόγμα.
Πανεθνικό δόγμα- Πανεθνική Στρατηγική
Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να επιδείξουν σήμερα εξωστρέφεια, ενεργή βούληση και να αναλάβουν ενδεχομένως και πρωτοβουλίες, αντί απλώς να παρακολουθούν τις μελλοντικές εξελίξεις. Το Αιγαίο και η Κύπρος δεν είναι Ελβετία, ούτε Λουξεμβούργο. Ο Ελληνισμός συνολικά, αντιμετωπίζει παραδοσιακές απειλές που εντείνονται επί ολιστικής βάσης (Τουρκία) αλλά βεβαίως και ασύμμετρες (κυριότερη: ο παράγων λαθρομετανάστευση).
Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να παλέψουν επομένως:
- Για την οικονομική, δημογραφική και κοινωνική ισχυροποίησή τους, η οποία προϋποθέτει βεβαίως ανάκαμψη οικονομικά και σε βάθος χρόνου της Ελλάδας.
- Για την οικοδόμηση πανεθνικής στρατηγικής ανάσχεσης του τουρκικού επεκτατισμού, με αιχμή την αποτροπή, δηλαδή ισχυρή κοινή άμυνα, ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.
- Για την αποτροπή, πάση θυσία, διχοτομικών τετελεσμένων σε Κύπρο - Αιγαίο.
- Εντός του ΝΑΤΟ (η Ελλάδα) προς άμβλυνση των κενών που αυτό αφήνει σε βάρος της εθνικής μας ασφάλειας.
- Μέσα στην Ε.Ε. αλλά και πανευρωπαϊκά, για πληρέστερη συλλογική ασφάλεια, μέσα από διάλογο στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.
- Για στρατηγικές προσεγγίσεις και συμμαχίες με χώρες (πχ Γαλλία, Ισραήλ) που έχουν δικά τους συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο, διαφοροποιημένα από αυτά της Τουρκίας.
Επιμένουμε στην αναζήτηση στρατηγικών συμμαχιών και ισχυρού πλαισίου ευρωπαϊκής ασφάλειας, διότι τα μεγέθη ως προς την διαρκώς ενισχυόμενη Τουρκία, σε λίγα χρόνια θα είναι μη συγκρίσιμα. Το 2025 οι Έλληνες σε Ελλάδα και Κύπρο δεν θα ξεπερνούμε τα 13.000.000, με μόνο 4-5.000.000 εξ’ αυτών νέους και οικονομικά ενεργούς. Την ίδια εποχή η Τουρκία, της οποίας η βιομηχανία προχωρά αλματωδώς, θα αγγίζει τα 100.000.000, με 70.000.000 εξ’ αυτών να είναι νέοι. Αντιλαμβάνεται κανείς τα ζητήματα, όχι πλέον εθνικής ασφάλειας, αλλά εθνικής επιβίωσης που θα προκύψουν για τον Ελληνισμό.
Αυτές τις σύγχρονες ανάγκες και προκλήσεις, οφείλει να συγκεκριμενοποιήσει ένα νέο πανεθνικό στρατηγικό δόγμα. Τι χαρακτηριστικά θα πρέπει να εμπεριέχει αυτό;
- Να είναι πανεθνικό (Ελλάδα-Κύπρος -ελληνικές εθνικές μειονότητες-ομογένεια), μέσα από σταθερό συντονισμό των παραπάνω (π.χ με υιοθέτηση πανεθνικής διάσκεψης σε ετήσια βάση).
- Να ορίζει σαφείς κόκκινες γραμμές (π.χ για το όνομα «Μακεδονία», την επίλυση του κυπριακού κ.ο.κ) στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Να είναι δηλαδή «δεσμευτικός οδηγός» για τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες σήμερα πορεύονται αυτοσχεδιάζοντας και στη λογική «βλέποντας και κάνοντας».
- Να δίνει ρεαλιστικές απαντήσεις στο πως π.χ. μπορούν να αντιμετωπιστούν ο τουρκικός επεκτατισμός. Είναι καιρός να εξοβελιστούν συναισθηματισμοί, ιδεοληψίες και αυτιστικά σύνδρομα στην πολιτική Ελλάδας και Κύπρου.
- Να πιστεύει στην αποτροπή και όχι στον κατευνασμό (π.χ επαναφορά δόγματος ενιαίου αμυντικού χώρου, μελέτη προς διακήρυξη ΑΟΖ και έναρξη σχετικής διαδικασίας με Κύπρο, δραστική αντιμετώπιση λαθρομετανάστευσης κ.ο.κ).
- Να είναι επικαιροποιημένο, παρακολουθώντας τις ραγδαίες εξελίξεις (τρέχον παράδειγμα: ενεργειακός πλούτος στην ανατολική Μεσόγειο και κρίση Ισραήλ-Τουρκίας) και προτείνοντας εκμετάλλευσή τους, μέσα από νέες συμμαχίες και πολυμερή/πολυσχιδή διπλωματία.
Ένα τέτοιο πανεθνικό στρατηγικό δόγμα, με πάγιους και αναλλοίωτους τους στρατηγικούς μας στόχους, και ευελιξία/επικαιροποίηση στις τακτικές επιλογές, θα είναι η καλύτερη απάντηση του Ελληνισμού σε όσους τον επιβουλεύονται σήμερα, θα είναι όμως και η ρεαλιστικότερη απάντηση στις γεωστρατηγικές προκλήσεις του σήμερα και του αύριο.
Γράφει ο Σταύρος Καρκαλέτσης
Αμυντικός αναλυτής, πρόεδρος του ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
Δημοσίευση σχολίου