Η έμφαση και η σημασία που δίνει μία χώρα στην ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας ήταν ανέκαθεν μία σημαντική ένδειξη του ρόλου που σκοπεύει να διαδραματίσει στη διεθνή σκηνή, αλλά και των επιδιώξεων της στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Ο Νταβούτογλου, για παράδειγμα, που αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας» για την αμυντική βιομηχανία, αναφέρει χαρακτηριστικώς ότι η ιστορία μίας χώρας επηρεάζει απευθείας και κατ’ αναλογία τη βαρύτητα της, την εξωτερική πολιτική, την πορεία εξελίξεως και την κατεύθυνση της αμυντικής της βιομηχανίας. Κατά τον ίδιο, οι χώρες οι οποίες έχουν εγκλωβιστεί στη συζήτηση περί των προτεραιοτήτων μεταξύ της οικονομικής αναπτύξεως και της ασφάλειας, είναι πολύ δύσκολο να σημειώσουν σοβαρά και συνεπή βήματα σε αμφότερους τους χώρους…
Οι χώρες που κάνουν τις πιο αναποτελεσματικές εφαρμογές, συνεχίζει παρακάτω, είναι εκείνες που από τη μια διοχετεύουν τις ισχνές αποταμιεύσεις τους στην αγορά όπλων, τα οποία φυσικά από οικονομική άποψη δεν αποφέρουν κάποιο εισόδημα, και από την άλλη έρχονται αντιμέτωπες με τα αρνητικά αποτελέσματα των επιλογών τους, όπως η ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, η εξάρτηση τους από ξένες πηγές οπλισμού και η παραμέληση της αμυντικής τους βιομηχανίας, η οποία από μόνη της είναι ένας οικονομικός κλάδος, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο το οικονομικό και στρατιωτικό μέλλον τους.
Στο θέμα αυτό, υποστηρίζει, οι χώρες που λειτουργούν πιο αποτελεσματικά είναι εκείνες που, έχοντας αντιληφτεί τον αμυντικό (βιομηχανικό) τους κλάδο ως έναν πραγματικό οικονομικό τομέα, κάνουν στον σχεδιασμό τους με τρόπο ώστε αφενός να αντιμετωπίζουν τις δικές τους αμυντικές ανάγκες και αφετέρου να εξασφαλίζουν οικονομικό εισόδημα από τα όπλα και τα αμυντικά συστήματα που παράγουν.
Η μικρή αυτή… διδακτική εισαγωγή για τη δική μας πλευρά, η πολιτική της οποίας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας ασκείται με ένα ψαλίδι στο χέρι και εξαντλείται σε αέναες διακηρύξεις περί εξορθολογισμού, εξωστρέφειας (!) και λοιπά φαιδρά ενός χρεοκοπημένου τομέα της χώρας, χωρίς να γίνεται τίποτε εδώ και αρκετό καιρό πλέον, είναι φυσικά άχρηστη για την έμπειρη ρωσική ηγεσία.
Η τελευταία ανακοίνωση πρόσφατα ότι η Ρωσία πρόκειται να διοχετεύσει 100 δισ. δολάρια μέσα στα επόμενα 9 χρόνια για την ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας, ένα σεβαστό ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας για τα έτη μέχρι το 2020. Η ανακοίνωση αυτή, που έγινε από τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Σεργκέι Ιβανόφ, αναφέρει ότι το ποσό αυτό θα διατεθεί στην αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας στο πλαίσιο του τομέα εκσυγχρονισμού του αμυντικού τομέα της χώρας. Σκοπός της σημαντικής αυτής επενδύσεως είναι η επανακεφαλαιοποίηση, όπως ανεφέρθη, του οπλοστασίου των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων σε οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας.
Η ανακοίνωση αυτή έγινε την ίδια ημέρα που ο Ρώσος πρωθυπουργός Βλ. Πούτιν δήλωσε ότι η παραγωγή βαλλιστικών πυραύλων θα διπλασιασθεί από το 2013 και ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας θα λάβουν νέα συστήματα, όπως οι πύραυλοι RS-24 Yars, Bulava και Iskander-M. Προς τον σκοπό αυτό, ο Πούτιν δήλωσε ότι ένα ποσό εκ 2,2 δισ. δολαρίων, εκ των 100 δισ. που προβλέπει το όλο πρόγραμμα, θα διατεθεί για την επιτάχυνση της παραγωγής βαλλιστικών πυραύλων. Το ποσό των 100 δισ. για την ανάπτυξη της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας, πέραν των όσων επενδύθηκαν τα τελευταία χρόνια, εκτός από ιδιαίτερα υψηλό, δεν έχει προηγούμενο στα τελευταία χρόνια σε παγκόσμια βάση. Μία ένδειξη του μεγέθους των ενισχύσεων που έλαβε η αμυντική βιομηχανία της χώρας τα τελευταία δύο χρόνια ήταν το γεγονός ότι μόνο η Ενωμένη Αεροπορική Βιομηχανία (United Aircraft Company) της Ρωσίας έλαβε ως ενίσχυση το 2009 το ποσό των 2,28 δισ. δολαρίων, ένα ποσό που διοχετεύθη απευθείας από τον προϋπολογισμό της χώρας. Μία άλλη ένδειξη του μεγέθους των παραγγελιών που άρχισαν να δίδοντα στη ρωσική αμυντική βιομηχανία είναι αυτή που εδόθη τον περασμένο Ιανουάριο στα ναυπηγεία Sevemaya, για 6 φρεγάτες και 11 κορβέτες, υπολογιζόμενης αξίας 10,5 δισ. δολαρίων. Σημειώνεται ότι η παραγγελία αυτή είναι τμήμα μόνο ενός προγράμματος το οποίο προβλέπει τη ναυπήγηση 35 κορβέτων και 15 φρεγατών στο διάστημα των ετών 2011-2010.
Η εσπευσμένη αυτή προσπάθεια για τη διάσωση και του εκσυγχρονισμό της αμυντικής βιομηχανικής βάσεως της Ρωσίας είναι το αποτέλεσμα της τεράστιας καθυστερήσεως που σημειώθηκε στην αναδιοργάνωση της, μετά τις καταστρεπτικές συνέπειες από τη διάλυση της Σ. Ενώσεως και της παραμελήσεως της αμυντικής βιομηχανίας ολόκληρη τη δεκαετία του ’90 και στις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι έναν χρόνο πριν από την ανακοίνωση των νέων μέτρων, ο γενικός διευθυντής της κρατικής εξαγωγικής εταιρείας όπλων Rosoboronexport είχε δηλώσει ότι η Ρωσία κινδύνευε να πέσει στο επίπεδο του παραγωγού «σιδερικών», ενώ μόλις πρόσφατα ακόμη (15 Μαρτίου) ο στρατηγός Αλεξάντερ Πόστνικοφ είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια μίας παρουσιάσεως στη ρωσική Βουλή ότι τα μοντέλα των όπλων που κατασκευάζει η ρωσική αμυντική βιομηχανία είναι κάτω από τα επίπεδα όχι μόνο του NATO, αλλά και της Κίνας.
ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ
Του Μάνου Ηλιάδη
Ο Νταβούτογλου, για παράδειγμα, που αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας» για την αμυντική βιομηχανία, αναφέρει χαρακτηριστικώς ότι η ιστορία μίας χώρας επηρεάζει απευθείας και κατ’ αναλογία τη βαρύτητα της, την εξωτερική πολιτική, την πορεία εξελίξεως και την κατεύθυνση της αμυντικής της βιομηχανίας. Κατά τον ίδιο, οι χώρες οι οποίες έχουν εγκλωβιστεί στη συζήτηση περί των προτεραιοτήτων μεταξύ της οικονομικής αναπτύξεως και της ασφάλειας, είναι πολύ δύσκολο να σημειώσουν σοβαρά και συνεπή βήματα σε αμφότερους τους χώρους…
Οι χώρες που κάνουν τις πιο αναποτελεσματικές εφαρμογές, συνεχίζει παρακάτω, είναι εκείνες που από τη μια διοχετεύουν τις ισχνές αποταμιεύσεις τους στην αγορά όπλων, τα οποία φυσικά από οικονομική άποψη δεν αποφέρουν κάποιο εισόδημα, και από την άλλη έρχονται αντιμέτωπες με τα αρνητικά αποτελέσματα των επιλογών τους, όπως η ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, η εξάρτηση τους από ξένες πηγές οπλισμού και η παραμέληση της αμυντικής τους βιομηχανίας, η οποία από μόνη της είναι ένας οικονομικός κλάδος, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο το οικονομικό και στρατιωτικό μέλλον τους.
Στο θέμα αυτό, υποστηρίζει, οι χώρες που λειτουργούν πιο αποτελεσματικά είναι εκείνες που, έχοντας αντιληφτεί τον αμυντικό (βιομηχανικό) τους κλάδο ως έναν πραγματικό οικονομικό τομέα, κάνουν στον σχεδιασμό τους με τρόπο ώστε αφενός να αντιμετωπίζουν τις δικές τους αμυντικές ανάγκες και αφετέρου να εξασφαλίζουν οικονομικό εισόδημα από τα όπλα και τα αμυντικά συστήματα που παράγουν.
Η μικρή αυτή… διδακτική εισαγωγή για τη δική μας πλευρά, η πολιτική της οποίας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας ασκείται με ένα ψαλίδι στο χέρι και εξαντλείται σε αέναες διακηρύξεις περί εξορθολογισμού, εξωστρέφειας (!) και λοιπά φαιδρά ενός χρεοκοπημένου τομέα της χώρας, χωρίς να γίνεται τίποτε εδώ και αρκετό καιρό πλέον, είναι φυσικά άχρηστη για την έμπειρη ρωσική ηγεσία.
Η τελευταία ανακοίνωση πρόσφατα ότι η Ρωσία πρόκειται να διοχετεύσει 100 δισ. δολάρια μέσα στα επόμενα 9 χρόνια για την ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας, ένα σεβαστό ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας για τα έτη μέχρι το 2020. Η ανακοίνωση αυτή, που έγινε από τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Σεργκέι Ιβανόφ, αναφέρει ότι το ποσό αυτό θα διατεθεί στην αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας στο πλαίσιο του τομέα εκσυγχρονισμού του αμυντικού τομέα της χώρας. Σκοπός της σημαντικής αυτής επενδύσεως είναι η επανακεφαλαιοποίηση, όπως ανεφέρθη, του οπλοστασίου των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων σε οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας.
Η ανακοίνωση αυτή έγινε την ίδια ημέρα που ο Ρώσος πρωθυπουργός Βλ. Πούτιν δήλωσε ότι η παραγωγή βαλλιστικών πυραύλων θα διπλασιασθεί από το 2013 και ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας θα λάβουν νέα συστήματα, όπως οι πύραυλοι RS-24 Yars, Bulava και Iskander-M. Προς τον σκοπό αυτό, ο Πούτιν δήλωσε ότι ένα ποσό εκ 2,2 δισ. δολαρίων, εκ των 100 δισ. που προβλέπει το όλο πρόγραμμα, θα διατεθεί για την επιτάχυνση της παραγωγής βαλλιστικών πυραύλων. Το ποσό των 100 δισ. για την ανάπτυξη της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας, πέραν των όσων επενδύθηκαν τα τελευταία χρόνια, εκτός από ιδιαίτερα υψηλό, δεν έχει προηγούμενο στα τελευταία χρόνια σε παγκόσμια βάση. Μία ένδειξη του μεγέθους των ενισχύσεων που έλαβε η αμυντική βιομηχανία της χώρας τα τελευταία δύο χρόνια ήταν το γεγονός ότι μόνο η Ενωμένη Αεροπορική Βιομηχανία (United Aircraft Company) της Ρωσίας έλαβε ως ενίσχυση το 2009 το ποσό των 2,28 δισ. δολαρίων, ένα ποσό που διοχετεύθη απευθείας από τον προϋπολογισμό της χώρας. Μία άλλη ένδειξη του μεγέθους των παραγγελιών που άρχισαν να δίδοντα στη ρωσική αμυντική βιομηχανία είναι αυτή που εδόθη τον περασμένο Ιανουάριο στα ναυπηγεία Sevemaya, για 6 φρεγάτες και 11 κορβέτες, υπολογιζόμενης αξίας 10,5 δισ. δολαρίων. Σημειώνεται ότι η παραγγελία αυτή είναι τμήμα μόνο ενός προγράμματος το οποίο προβλέπει τη ναυπήγηση 35 κορβέτων και 15 φρεγατών στο διάστημα των ετών 2011-2010.
Η εσπευσμένη αυτή προσπάθεια για τη διάσωση και του εκσυγχρονισμό της αμυντικής βιομηχανικής βάσεως της Ρωσίας είναι το αποτέλεσμα της τεράστιας καθυστερήσεως που σημειώθηκε στην αναδιοργάνωση της, μετά τις καταστρεπτικές συνέπειες από τη διάλυση της Σ. Ενώσεως και της παραμελήσεως της αμυντικής βιομηχανίας ολόκληρη τη δεκαετία του ’90 και στις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι έναν χρόνο πριν από την ανακοίνωση των νέων μέτρων, ο γενικός διευθυντής της κρατικής εξαγωγικής εταιρείας όπλων Rosoboronexport είχε δηλώσει ότι η Ρωσία κινδύνευε να πέσει στο επίπεδο του παραγωγού «σιδερικών», ενώ μόλις πρόσφατα ακόμη (15 Μαρτίου) ο στρατηγός Αλεξάντερ Πόστνικοφ είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια μίας παρουσιάσεως στη ρωσική Βουλή ότι τα μοντέλα των όπλων που κατασκευάζει η ρωσική αμυντική βιομηχανία είναι κάτω από τα επίπεδα όχι μόνο του NATO, αλλά και της Κίνας.
ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ
Του Μάνου Ηλιάδη
Δημοσίευση σχολίου