Ο Θουκυδίδης θεμελίωσε διαχρονικά την ωμή πραγματικότητα: «οι δυνατοί κάνουν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και αποδέχονται». Στον αρχαίο κόσμο, δύναμη σήμαινε ουσιαστικά στρατιωτική ισχύ.
Στο σύγχρονο πολύπλοκο κόσμο της παγκοσμιοποίησης, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν διάφορους παράγοντες ισχύος (αμυντικούς, πολιτικούς, νομικούς, οικονομικούς κ.ά.) για διαχείριση σχέσεων -ιδίως αντιπαλότητας- με άλλες χώρες. Πως μπορεί λοιπόν η αδύνατη Κύπρος να ακολουθήσει αξιόπιστη στρατηγική με στόχο την αποφυγή υποδούλωσής της στη δυνατή Τουρκία;
Πάμπολλα παραδείγματα δείχνουν περιπτώσεις όπου ο αδύνατος ανέτρεψε τις συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις. Πέραν από τον αστάθμιτο παράγοντα της Ιστορίας, η νίκη προκύπτει πολλές φορές ως αποτέλεσμα σωστού σχεδιασμού με αξιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος στην κατάλληλη ώρα. Το 480 π.Χ. στη Σαλαμίνα, οι στρατηγοί (οι «ηγέτες» της εποχής με πολύ γινάτι και χωρίς διορατικότητα) επέμεναν να δοθεί η μάχη στο ανοιχτό πέλαγος, εναντίον των αριθμητικά υπέρτερων περσικών δυνάμεων. Ο Θεμιστοκλής οδήγησε τελικά τους Έλληνες στον θρίαμβο επειδή αξιοποίησαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα στην συγκεκριμένη συγκυρία (στενότητα του κόλπου σε συνδυασμό με το μικρό και ευέλικτο σχήμα ελληνικών πλοίων κ.ά.). Αιώνες αργότερα, το 1974 μ.Χ. και ενόσω ο συντριπτικά υπέρτερος τουρκικός Αττίλας επιχειρούσε απόβαση στις ακτές της Κερύνειας, εκεί ακριβώς εντοπίζεται το συγκριτικό πλεονέκτημα για καίριο χτύπημα. Που δυστυχώς, η ΕΟΚΑ-βήτα χρόνια πριν, η CIA και η χούντα, «φρόντισαν» να εξουδετερωθεί και να αποδυναμωθεί η αξιόπιστη αποτρεπτική μας δυνατότητα. Εκ των υστέρων, εύκολα κατανοούμε το πως αξιοποιήθηκε το συγκριτικό πλεονέκτημα στη Σαλαμίνα το 480 π.Χ. και πως χάθηκε στην Κερύνεια το 1974 μ.Χ. Το δύσκολο είναι να αντιληφθεί κάποιος τις πραγματικές διαστάσεις μιας κατάστασης ενόσω βρίσκονται σε εξέλιξη τα γεγονότα.
Στη σημερινή κατάσταση, η ένταξη στην Ε.Ε. δεν ανέτρεψε το ανισοζύγιο δυνάμεων αλλά δημιούργησε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την Κυπριακή Δημοκρατία, με δεδομένο και τον στρατηγικό στόχο της Τουρκίας για ένταξη. Φυσικά, όπως κάθε συγκριτικό πλεονέκτημα, έχει κορύφωση, έχει και αποδυνάμωση. Η προνοητικότητα του λαού να απορρίψει το σχέδιο Ανάν, κατέστησαν την Κυπριακή Δημοκρατία θεσμικό κριτή των ενταξιακών της Τουρκίας, με στόχο την αξιοποίησή του, πράγμα όμως που δεν έγινε. Η κορύφωση του πλεονεκτήματος υπήρξε στα ορόσημα αξιολόγησης των ενταξιακών της Τουρκίας, όπου η Κυπριακή ηγεσία δεν ενεργοποιήθηκε για να τελματώσει τις ενταξιακές της Τουρκίας ως μοχλό πίεσης. Και καθώς επιτρέπαμε στην Τουρκία να προχωρά, καλούσαμε άλλους να την πιέσουν «για να καμφθεί η αδιαλλαξία της»!
Αναπόφευκτα, το συγκριτικό πλεονέκτημα στο ευρωπαϊκό μας χαρτί συνεχώς αποδυναμώνεται. Από την ομόφωνη απόφαση των 27 της Ε.Ε. του 2006, φτάσαμε στη μονομερή δήλωση του 2009 με τις θέσεις μας έκτοτε συνεχώς να διολισθαίνουν. Σήμερα, προβάλλεται η άποψη ότι στο τέλος (!) δεν θα επιτρέψουμε στην Τουρκία να ενταχθεί χωρίς λύση. Αλλά ώσπου να έρθει το … τέλος, ο χρόνος περνά ανεκμετάλλευτος, η κατοχή εμπεδώνεται και το χειρότερο είναι που στο τέλος (!) άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δυνατόν να αποκλείσουν την ένταξη της Τουρκίας για λόγους άσχετους με το Κυπριακό.
Σε συνδυασμό με το ευρωπαϊκό μας χαρτί, το ενδεχόμενο αξιοποίησης ενεργειακού πλούτου στον υποθαλάσσιό μας χώρο, ενδυναμώνει σοβαρά την παρουσία μας στον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής με σοβαρές συνέπειες στο Κυπριακό. Εύχομαι πραγματικά η ηγεσία μας να μην εξουδετερώσει και αυτό το χαρτί. Δυστυχώς, το γινάτι και η εμμονή να αντιμετωπίζονται οι πραγματικότητες χωρίς ιστορικό ρεαλισμό, μας έφεραν ως εδώ. Οι διαπραγματεύσεις δεν είναι κακό. Κακό είναι που το περιεχόμενο τους μετατοπίζεται ολοένα εις βάρος μας. Για τούτο δεν φταίνε οι διαπραγματεύσεις, αλλά οι διαπραγματευτές μας. Και το τρισχειρότερο είναι που όλα ήταν προβλεπτά και γνωστά προ καιρού. Όσοι παρακολούθησαν την αρθρογραφία μου για τα έγγραφα Ντάουνερ, γνωρίζουν καλά τι εννοώ.
Κώστας Μαυρίδης
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου