Του ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ Συγγραφέα, καθηγητή του
Πανεπιστημίου Πειραιώς
Οποιαδήποτε πρόταση γίνεται στη Γερμανία προκειμένου να συμβάλλει στην ισορροπία του παγκόσμιου συστήματος, ακόμα και από τον Ομπάμα στη σύνοδο των G20 στη Σεούλ, χαρακτηρίζεται από το Βερολίνο σταλινική, που αρμόζει σε σχεδιασμένες οικονομίες.
Το Βερολίνο θεωρεί ότι οι προτάσεις για περισσότερη ισορροπία στη διεθνή οικονομία στοχεύουν «στην τιμωρία της Γερμανίας» ως πρωταθλήτριας στις εξαγωγές. Ως «μέτρο σε βάρος των πετυχημένων» που πορεύονται σε έναν οικονομικά ορθό δρόμο.
Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτό που προτείνεται στη Γερμανία, είναι να κατανοήσει ότι τα πλεονάσματα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα επιτυχημένων στρατηγικών εξωτερικού εμπορίου, αλλά συνδέονται με μια ιδιόμορφη πολιτική προστατευτισμού που συνίσταται στην καθήλωση της εσωτερικής αγοράς. Η Γερμανία, λοιπόν, ψεύδεται όταν εμφανίζεται ως εκβιαζόμενη να «κόψει τις εξαγωγές της». Αυτό που της τονίζει η άλλη πλευρά, είναι ότι οφείλει να στηρίξει την εσωτερική ζήτηση, ώστε να μπορούν οι μέχρι τώρα ελλειμματικοί εταίροι της να εξάγουν σ' αυτήν.
Η κυβέρνηση του Βερολίνου δεν αποσκοπεί, πρώτον, να εφαρμόσει εισοδηματικές και φορολογικές πολιτικές ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς, εκτός αν πιεστεί. Δεν επιθυμεί, δηλαδή, μια μεγάλη αύξηση μισθών και συντάξεων, στοιχείο ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς. Αν κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση θα το κάνει περιορισμένα και κάτω από την πίεση των κινημάτων. Δεύτερον, η Γερμανία έχει καταληφθεί από τη φαντασίωση της μετεξέλιξής της σε αυστηρό ηγεμόνα της Ε.Ε. του οποίου η ισχύς στο παγκόσμιο στερέωμα θα ενισχύεται διαρκώς. Νομίζει δε, ότι ο καλύτερος τρόπος επίτευξης αυτής της φαντασίωσης θα ήταν η ανεξαρτητοποίησή της από τα όποια δεσμά της ευρωζώνης.
Θα ήταν η άμεση συνεργασία με την πλεονασματική Κίνα και η πρόσδεση της Ρωσίας στους σχεδιασμούς της. Η τελευταία θα της διασφάλιζε «ζωτικό χώρο», πρώτες ύλες και ενέργεια, καθώς και μεγάλες επενδύσεις στο πλαίσιο του νέου προγράμματος εκσυγχρονισμού της. Ας μην ξεχνάμε ότι κάτι τέτοιο είχε επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης.
Στο πλαίσιο της ως άνω στρατηγικής, η Γερμανία θα επιθυμούσε ένα ακόμα πιο ισχυρό ευρώ, αλλά ελεγχόμενο άμεσα και μονοσήμαντα από την ίδια και το οποίο θα της εξασφάλιζε νομισματική παγκόσμια ισχύ. Γι' αυτό και επιθυμεί να «απαλλάξει» το ευρώ από «αδυναμίες». Είτε με το να σπάσει την Ε.Ε. σε δύο ζώνες: μία του Βορρά (των πλεονασματικών κρατών) και μία του Νότου (των ελλειμματικών), είτε να απαλλάξει την ευρωζώνη από τους αδύναμους. Γνωρίζει ότι αυτό έχει πολλαπλές δυσκολίες και φοβάται, ταυτόχρονα, ότι τέτοιες επιλογές μπορεί να συνοδευτούν με αρνητικές εξελίξεις για τα στενά της συμφέροντα. Οπως να οδηγήσουν σε μια μη ελεγχόμενη διάλυση της ευρωζώνης, ακόμα και της Ε.Ε., καθώς και τη διεθνή απομόνωσή της.
Γι' αυτό επιλέγει άμεσα να κάνει πιο προσεκτικά βήματα, προωθώντας α) την ελεγχόμενη υποβάθμιση (αν χρειαστεί και χρεοκοπία) του Ευρωπαϊκού Νότου και των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης, β) την αύξηση της οικονομικής εξάρτησης αυτών των χωρών από το Βερολίνο, γ) την απεξάρτηση της Γερμανίας από την Ουάσιγκτον και δ) τη διασφάλιση νέων συμμαχιών-μετώπων, κινούμενη και πάλι, όπως μέχρι το 1945, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, από τα δυτικοκεντρικά της Ευρώπης προς τα ανατολικά.
ΠΗΓΗ
Πανεπιστημίου Πειραιώς
Οποιαδήποτε πρόταση γίνεται στη Γερμανία προκειμένου να συμβάλλει στην ισορροπία του παγκόσμιου συστήματος, ακόμα και από τον Ομπάμα στη σύνοδο των G20 στη Σεούλ, χαρακτηρίζεται από το Βερολίνο σταλινική, που αρμόζει σε σχεδιασμένες οικονομίες.
Το Βερολίνο θεωρεί ότι οι προτάσεις για περισσότερη ισορροπία στη διεθνή οικονομία στοχεύουν «στην τιμωρία της Γερμανίας» ως πρωταθλήτριας στις εξαγωγές. Ως «μέτρο σε βάρος των πετυχημένων» που πορεύονται σε έναν οικονομικά ορθό δρόμο.
Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτό που προτείνεται στη Γερμανία, είναι να κατανοήσει ότι τα πλεονάσματα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα επιτυχημένων στρατηγικών εξωτερικού εμπορίου, αλλά συνδέονται με μια ιδιόμορφη πολιτική προστατευτισμού που συνίσταται στην καθήλωση της εσωτερικής αγοράς. Η Γερμανία, λοιπόν, ψεύδεται όταν εμφανίζεται ως εκβιαζόμενη να «κόψει τις εξαγωγές της». Αυτό που της τονίζει η άλλη πλευρά, είναι ότι οφείλει να στηρίξει την εσωτερική ζήτηση, ώστε να μπορούν οι μέχρι τώρα ελλειμματικοί εταίροι της να εξάγουν σ' αυτήν.
Η κυβέρνηση του Βερολίνου δεν αποσκοπεί, πρώτον, να εφαρμόσει εισοδηματικές και φορολογικές πολιτικές ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς, εκτός αν πιεστεί. Δεν επιθυμεί, δηλαδή, μια μεγάλη αύξηση μισθών και συντάξεων, στοιχείο ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς. Αν κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση θα το κάνει περιορισμένα και κάτω από την πίεση των κινημάτων. Δεύτερον, η Γερμανία έχει καταληφθεί από τη φαντασίωση της μετεξέλιξής της σε αυστηρό ηγεμόνα της Ε.Ε. του οποίου η ισχύς στο παγκόσμιο στερέωμα θα ενισχύεται διαρκώς. Νομίζει δε, ότι ο καλύτερος τρόπος επίτευξης αυτής της φαντασίωσης θα ήταν η ανεξαρτητοποίησή της από τα όποια δεσμά της ευρωζώνης.
Θα ήταν η άμεση συνεργασία με την πλεονασματική Κίνα και η πρόσδεση της Ρωσίας στους σχεδιασμούς της. Η τελευταία θα της διασφάλιζε «ζωτικό χώρο», πρώτες ύλες και ενέργεια, καθώς και μεγάλες επενδύσεις στο πλαίσιο του νέου προγράμματος εκσυγχρονισμού της. Ας μην ξεχνάμε ότι κάτι τέτοιο είχε επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης.
Στο πλαίσιο της ως άνω στρατηγικής, η Γερμανία θα επιθυμούσε ένα ακόμα πιο ισχυρό ευρώ, αλλά ελεγχόμενο άμεσα και μονοσήμαντα από την ίδια και το οποίο θα της εξασφάλιζε νομισματική παγκόσμια ισχύ. Γι' αυτό και επιθυμεί να «απαλλάξει» το ευρώ από «αδυναμίες». Είτε με το να σπάσει την Ε.Ε. σε δύο ζώνες: μία του Βορρά (των πλεονασματικών κρατών) και μία του Νότου (των ελλειμματικών), είτε να απαλλάξει την ευρωζώνη από τους αδύναμους. Γνωρίζει ότι αυτό έχει πολλαπλές δυσκολίες και φοβάται, ταυτόχρονα, ότι τέτοιες επιλογές μπορεί να συνοδευτούν με αρνητικές εξελίξεις για τα στενά της συμφέροντα. Οπως να οδηγήσουν σε μια μη ελεγχόμενη διάλυση της ευρωζώνης, ακόμα και της Ε.Ε., καθώς και τη διεθνή απομόνωσή της.
Γι' αυτό επιλέγει άμεσα να κάνει πιο προσεκτικά βήματα, προωθώντας α) την ελεγχόμενη υποβάθμιση (αν χρειαστεί και χρεοκοπία) του Ευρωπαϊκού Νότου και των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης, β) την αύξηση της οικονομικής εξάρτησης αυτών των χωρών από το Βερολίνο, γ) την απεξάρτηση της Γερμανίας από την Ουάσιγκτον και δ) τη διασφάλιση νέων συμμαχιών-μετώπων, κινούμενη και πάλι, όπως μέχρι το 1945, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, από τα δυτικοκεντρικά της Ευρώπης προς τα ανατολικά.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου