Προσφάτως, γίνεται πολύ λόγος και πάλι για την αρμενική γενοκτονία, λόγω ψηφισμάτων σε εθνικά κοινοβούλια (ΗΠΑ, Σουηδία,κλπ.). Στους Έλληνες το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα προσφιλές. Όχι επειδή υπάρχει καμιά ιδιαίτερη ευαισθησία για σφαγές και γενοκτονίες (άρα σιωπή για Σρεμπρένιτσα) αλλά για δύο άλλους λόγους. Πρώτον γιατί επιβεβαιώνει το γνωστό ελληνικό στερεότυπο περί «βαρβάρων Τούρκων» και δεύτερον
επειδή ανοίγει την όρεξη σε πολλούς για ψηφίσματα περί «γενοκτονιών» σε βάρος των Ελλήνων στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους (Μικρασιατική Καταστροφή, περίπτωση Ποντίων). Ας δούμε όμως τα πράγματα σε σχέση με την τραγική μοίρα των Αρμενίων, τότε, πως έλαβαν χώρα.
Η Αρμενική γενοκτονία του 1915-16 είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Βέβαια την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η έννοια της γενοκτονίας, που πρωτοεμφανίστηκε ως έννοια το 1944 (από τον Πολωνό-Εβραίο δικηγόρο Λέμκιν), σε σχέση με το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα σχεδόν 6 εκατομμυρίων Εβραίων από τους Ναζί. Στη συνέχεια η έννοια γενοκτονία απέκτησε και νομική διάσταση, με την περίφημη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά τη Γενοκτονίας του 1948, που ορίζει τη γενοκτονία ως το υπ’ αριθμόν ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Όταν έλαβε χώρα η αρμενική γενοκτονία («αρμενικές σφαγές» ή «αρμενικές ωμότητες», όπως λεγόντουσαν τότε), η βίαιη καταστολή, ειδικά στην περίπτωση εξέγερσης, ήταν μεν κατακριτέα και υφίστατο διεθνή κατακραυγή, αλλά δεν ήταν απαγορευμένη νομικά, στη βάση του τότε ισχύοντος διεθνούς δικαίου. Στην βάση της αρχής της κυριαρχίας και της μη επέμβασης στα εσωτερικά των κρατών, οι περισσότερες χώρες, ειδικά αν ήταν ισχυρές, δεν υφίσταντο διεθνείς κυρώσεις (σε αντίθεση με την περίπτωση των σφαγών των Ελλήνων από τον Ιμπραήμ το 1825-27 ή των Βουλγαρικών ωμοτήτων το 1876), όπως η Βρετανικές σφαγές στη Τζαμάικα, οι σφαγές και εθνοκαθάρσεις στην Αυστραλία κα τις ΗΠΑ κατά των γηγενών κατοίκων ή τα πογκρόμ κατά των Εβραίων στην Τσαρική Ρωσία.
Στην περίπτωση των Αρμενίων το 1915-16, τα πραγματικά γεγονότα έχουν ως εξής: Όταν οι Αρμένιοι εξεγέρθηκαν και επιπλέον ζήτησαν βοήθεια από τη Ρωσία (την οποία και έλαβαν, αφού οι Ρώσοι πολεμούσαν τότε κατά των Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), ο Ενβέρ (υπουργός άμυνας) και κυρίως ο Ταλαάτ (υπουργός εσωτερικών), οι δύο από την τριανδρία που κυβερνούσε τότε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τον Δεκέμβριο του 1912, μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, συνέλαβαν την ιδέα της μαζικής εκδίωξης και εξολόθρευσης των Αρμενίων. Δηλαδή, με σημερινούς όρους επρόκειτο για ένα συνδυασμό «εθνοκάθαρσης», υπό την έννοια της βίαιης ομαδικής εκδίωξης, με γενοκτονία. Το αποτρόπαιο αυτό εγχείρημα το ανέλαβε κατ’ εντολή του Ταλαάτ, ο Μπαχεϊντίν Σακίρ, που προΐστατο της φονικής Ειδικής Οργάνωσης, που είχε προβεί σε επιθέσεις και κατά των Οθωμανών Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο τελικός στόχος ήταν να εκδιωχθούν όλοι οι Αρμένιοι από την Ανατολία (Μικρά Ασία) στη συριακή έρημο Ζορ, εννοείται όσοι είχαν επιβιώσει από τις επιθέσεις που υφίσταντο κατά την εκδίωξη τους. Όσον αφορά των αριθμό των νεκρών – που η συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν άμαχοι, δηλαδή όχι οι ένοπλοι εξεγερθέντες Αρμένιοι - κυμαίνονται μεταξύ 800 000 και 1.2 εκατομμύρια, αριθμός συγκλονιστικός.
Αξίζει να αναφερθούμε σε μία αποκαλυπτική στιχομυθία της εποχής. Όταν ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Χένρυ Μόργκενθαου (φίλος του Αμερικανού προέδρου Γούντροου Ουίλσον) πληροφορήθηκε τις πρώτες εκτοπίσεις και σφαγές, διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Ταλαάτ. Ο Ταλαάτ, ατάραχος, δεν αρνήθηκε τις εκτοπίσεις και σφαγές, αλλά είπε ότι επρόκειτο για αναγκαίο μέτρο, γιατί (1) οι Αρμένιοι είχαν εξεγερθεί, και ενόπλως επιζητούσαν ανεξαρτησία, και η ένοπλη βία ανταρτών αντιμετωπίζεται με το ίδιο νόμισμα, (2) οι Αρμένιοι είναι «προδότες» γιατί είχαν ζητήσει (και λάβει) την αμέριστη συμπαράσταση της Τσαρικής Ρωσίας, δηλαδή της μίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, με την οποία οι Οθωμανοί βρισκόντουσαν σε πόλεμο τότε. Ο Ταλαάτ δεν του έκρυψε το μίσος του για τους Αρμένιους, που, κατ’ αυτόν χτύπησαν πισώπλατα τον «ευεργέτη» τους το Οθωμανικό κράτος, στο οποίο ευημερούσαν επί αιώνες, όσο καμία άλλη κοινότητα, με τις τεράστιες τους περιουσίες, επιχειρήσεις και κυρίως με τις μεγάλες τους τράπεζες, με τις οποίες (μαζί με τους Ρωμιούς και τις μεγάλες τράπεζες τους) κυριολεκτικά έλεγχαν οικονομικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η αρμενική γενοκτονία ήταν έργο μίας μικρής ομάδας και όχι του συνόλου της οθωμανικής κυβέρνησης. Αυτό βέβαια κάθε άλλο παρά «ξεπλένει» τους Οθωμανούς από αυτή την αποτρόπαιη πράξη, κατά τη δύση της αυτοκρατορίας τους. Με το τέλος του Α ’Παγκοσμίου Πολέμου, οι πρωταίτιοι της γενοκτονίας διέφυγαν νύκτα από την Κωνσταντινούπολη, σ’ένα γερμανικό υποβρύχιο για να γλυτώσουν από τους Συμμάχους που φοβόντουσαν ότι θα τους καταδίκαζαν σε θάνατο για τη γενοκτονία (πάντως, λίγο μετά, ο Ταλαάτ και ο Σεκίρ δεν γλίτωσαν το αρμενικό βόλι). Η τελευταία οθωμανική Βουλή (το 1919-20) συζήτησε διεξοδικά τις σφαγές των Αρμενίων και καταδίκασε τις ειδεχθείς αυτές πράξεις.
Το προφανές ερώτημα είναι γιατί η σημερινή επίσημη Τουρκία δεν παραδέχεται τη γενοκτονία αυτή, που άλλωστε έλαβε χώρα πριν την ίδρυση της Τουρκίας ως έθνους-κράτους (το 1923) και πριν την ανάδυση των Τούρκων ως έθνους, κάτι που έγινε επί Κεμάλ, κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922. Με την φοβική αυτή στάση η Τουρκία δείχνει ένοχη, σαν το έγκλημα να είχε διαπραχτεί από την Τουρκία. Ίσως η μόνη λογική εξήγηση γι’ αυτή τη στάση είναι ότι οι Αρμένιοι δεν ζητούν μόνο αποδοχή της γενοκτονίας και επίσημο συγνώμη (της Τουρκίας ως διαδόχου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), αλλά και «αποκατάσταση», που οι Τούρκοι, με το γνωστό παρανοϊκό φόβο περί διαμελισμού της χώρας τους που τους διακατέχει («Σύνδρομο των Σεβρών») εκλαμβάνουν ως κίνδυνο ακρωτηριασμό της μητέρας-πατρίδας, την αλλαγή των συνόρων σε βάρος τους.
επειδή ανοίγει την όρεξη σε πολλούς για ψηφίσματα περί «γενοκτονιών» σε βάρος των Ελλήνων στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους (Μικρασιατική Καταστροφή, περίπτωση Ποντίων). Ας δούμε όμως τα πράγματα σε σχέση με την τραγική μοίρα των Αρμενίων, τότε, πως έλαβαν χώρα.
Η Αρμενική γενοκτονία του 1915-16 είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Βέβαια την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η έννοια της γενοκτονίας, που πρωτοεμφανίστηκε ως έννοια το 1944 (από τον Πολωνό-Εβραίο δικηγόρο Λέμκιν), σε σχέση με το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα σχεδόν 6 εκατομμυρίων Εβραίων από τους Ναζί. Στη συνέχεια η έννοια γενοκτονία απέκτησε και νομική διάσταση, με την περίφημη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά τη Γενοκτονίας του 1948, που ορίζει τη γενοκτονία ως το υπ’ αριθμόν ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Όταν έλαβε χώρα η αρμενική γενοκτονία («αρμενικές σφαγές» ή «αρμενικές ωμότητες», όπως λεγόντουσαν τότε), η βίαιη καταστολή, ειδικά στην περίπτωση εξέγερσης, ήταν μεν κατακριτέα και υφίστατο διεθνή κατακραυγή, αλλά δεν ήταν απαγορευμένη νομικά, στη βάση του τότε ισχύοντος διεθνούς δικαίου. Στην βάση της αρχής της κυριαρχίας και της μη επέμβασης στα εσωτερικά των κρατών, οι περισσότερες χώρες, ειδικά αν ήταν ισχυρές, δεν υφίσταντο διεθνείς κυρώσεις (σε αντίθεση με την περίπτωση των σφαγών των Ελλήνων από τον Ιμπραήμ το 1825-27 ή των Βουλγαρικών ωμοτήτων το 1876), όπως η Βρετανικές σφαγές στη Τζαμάικα, οι σφαγές και εθνοκαθάρσεις στην Αυστραλία κα τις ΗΠΑ κατά των γηγενών κατοίκων ή τα πογκρόμ κατά των Εβραίων στην Τσαρική Ρωσία.
Στην περίπτωση των Αρμενίων το 1915-16, τα πραγματικά γεγονότα έχουν ως εξής: Όταν οι Αρμένιοι εξεγέρθηκαν και επιπλέον ζήτησαν βοήθεια από τη Ρωσία (την οποία και έλαβαν, αφού οι Ρώσοι πολεμούσαν τότε κατά των Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), ο Ενβέρ (υπουργός άμυνας) και κυρίως ο Ταλαάτ (υπουργός εσωτερικών), οι δύο από την τριανδρία που κυβερνούσε τότε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τον Δεκέμβριο του 1912, μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, συνέλαβαν την ιδέα της μαζικής εκδίωξης και εξολόθρευσης των Αρμενίων. Δηλαδή, με σημερινούς όρους επρόκειτο για ένα συνδυασμό «εθνοκάθαρσης», υπό την έννοια της βίαιης ομαδικής εκδίωξης, με γενοκτονία. Το αποτρόπαιο αυτό εγχείρημα το ανέλαβε κατ’ εντολή του Ταλαάτ, ο Μπαχεϊντίν Σακίρ, που προΐστατο της φονικής Ειδικής Οργάνωσης, που είχε προβεί σε επιθέσεις και κατά των Οθωμανών Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο τελικός στόχος ήταν να εκδιωχθούν όλοι οι Αρμένιοι από την Ανατολία (Μικρά Ασία) στη συριακή έρημο Ζορ, εννοείται όσοι είχαν επιβιώσει από τις επιθέσεις που υφίσταντο κατά την εκδίωξη τους. Όσον αφορά των αριθμό των νεκρών – που η συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν άμαχοι, δηλαδή όχι οι ένοπλοι εξεγερθέντες Αρμένιοι - κυμαίνονται μεταξύ 800 000 και 1.2 εκατομμύρια, αριθμός συγκλονιστικός.
Αξίζει να αναφερθούμε σε μία αποκαλυπτική στιχομυθία της εποχής. Όταν ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Χένρυ Μόργκενθαου (φίλος του Αμερικανού προέδρου Γούντροου Ουίλσον) πληροφορήθηκε τις πρώτες εκτοπίσεις και σφαγές, διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Ταλαάτ. Ο Ταλαάτ, ατάραχος, δεν αρνήθηκε τις εκτοπίσεις και σφαγές, αλλά είπε ότι επρόκειτο για αναγκαίο μέτρο, γιατί (1) οι Αρμένιοι είχαν εξεγερθεί, και ενόπλως επιζητούσαν ανεξαρτησία, και η ένοπλη βία ανταρτών αντιμετωπίζεται με το ίδιο νόμισμα, (2) οι Αρμένιοι είναι «προδότες» γιατί είχαν ζητήσει (και λάβει) την αμέριστη συμπαράσταση της Τσαρικής Ρωσίας, δηλαδή της μίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, με την οποία οι Οθωμανοί βρισκόντουσαν σε πόλεμο τότε. Ο Ταλαάτ δεν του έκρυψε το μίσος του για τους Αρμένιους, που, κατ’ αυτόν χτύπησαν πισώπλατα τον «ευεργέτη» τους το Οθωμανικό κράτος, στο οποίο ευημερούσαν επί αιώνες, όσο καμία άλλη κοινότητα, με τις τεράστιες τους περιουσίες, επιχειρήσεις και κυρίως με τις μεγάλες τους τράπεζες, με τις οποίες (μαζί με τους Ρωμιούς και τις μεγάλες τράπεζες τους) κυριολεκτικά έλεγχαν οικονομικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η αρμενική γενοκτονία ήταν έργο μίας μικρής ομάδας και όχι του συνόλου της οθωμανικής κυβέρνησης. Αυτό βέβαια κάθε άλλο παρά «ξεπλένει» τους Οθωμανούς από αυτή την αποτρόπαιη πράξη, κατά τη δύση της αυτοκρατορίας τους. Με το τέλος του Α ’Παγκοσμίου Πολέμου, οι πρωταίτιοι της γενοκτονίας διέφυγαν νύκτα από την Κωνσταντινούπολη, σ’ένα γερμανικό υποβρύχιο για να γλυτώσουν από τους Συμμάχους που φοβόντουσαν ότι θα τους καταδίκαζαν σε θάνατο για τη γενοκτονία (πάντως, λίγο μετά, ο Ταλαάτ και ο Σεκίρ δεν γλίτωσαν το αρμενικό βόλι). Η τελευταία οθωμανική Βουλή (το 1919-20) συζήτησε διεξοδικά τις σφαγές των Αρμενίων και καταδίκασε τις ειδεχθείς αυτές πράξεις.
Το προφανές ερώτημα είναι γιατί η σημερινή επίσημη Τουρκία δεν παραδέχεται τη γενοκτονία αυτή, που άλλωστε έλαβε χώρα πριν την ίδρυση της Τουρκίας ως έθνους-κράτους (το 1923) και πριν την ανάδυση των Τούρκων ως έθνους, κάτι που έγινε επί Κεμάλ, κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922. Με την φοβική αυτή στάση η Τουρκία δείχνει ένοχη, σαν το έγκλημα να είχε διαπραχτεί από την Τουρκία. Ίσως η μόνη λογική εξήγηση γι’ αυτή τη στάση είναι ότι οι Αρμένιοι δεν ζητούν μόνο αποδοχή της γενοκτονίας και επίσημο συγνώμη (της Τουρκίας ως διαδόχου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), αλλά και «αποκατάσταση», που οι Τούρκοι, με το γνωστό παρανοϊκό φόβο περί διαμελισμού της χώρας τους που τους διακατέχει («Σύνδρομο των Σεβρών») εκλαμβάνουν ως κίνδυνο ακρωτηριασμό της μητέρας-πατρίδας, την αλλαγή των συνόρων σε βάρος τους.
Δημοσίευση σχολίου