Γράφει ο ΔΑΜΩΝΙΔΗΣ-ΠΑΡΟΝ
«Έργα και ημέραι» της κ. Ντόρας Μπακογιάννη ως υπουργού Εξωτερικών της χώρας...Η αναφορά των θέσεων της υπουργού Εξωτερικών στις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και μάλιστα σε αντιδιαστολή από εκείνες του κ. Κ. Καραμανλή, ως εκφράσθηκαν στο περιβόητο αντιπυραυλικό σύστημα του αλήστου μνήμης Προέδρου των ΗΠΑ Μπους του Νεώτερου, στο Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, τους ρωσικούς αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, επιβεβαιώνουν, έστω και με καθυστέρηση, ότι η κ. Μπακογιάννη ενάσκησε εξωτερική πολιτική προσαρμοσμένη στις βλέψεις της να διαδεχθεί τον κ. Καραμανλή στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, με προοπτική την πρωθυπουργία, υπό τις ευλογίες της υπερατλαντικής υπερδύναμης και του ατλαντισμού......
Η εξωτερική πολιτική των «δύο όψεων» της κ. Μπακογιάννη -η μια όψη απόκρυψης της αλήθειας από τον ελληνικό λαό και η άλλη, κατά την ποιητική έκφραση, «για σατραπείες και άλλα τέτοια»- δρομολογεί καταστάσεις περιπλοκής σε καίρια θέματα εξωτερικής πολιτικής και ανοίγει διόδους για ανύπαρκτα μειονοτικά θέματα και περιουσιακών διεκδικήσεων.
Η κ. Μπακογιάννη ήταν υπουργός Εξωτερικών το 2007 κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισσαβώνας (13 Δεκεμβρίου 2007), αλλά και κατά την επικύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων (11 Ιουνίου 2008), και «η ελληνική πλευρά δεν έθεσε ως προϋπόθεση τη συμπερίληψη αστερίσκου, όπως έπραξε η Τσεχία, ώστε η εν λόγω συνθήκη να μην παρέχει σε δωσίλογους το δικαίωμα να διεκδικήσουν να διεκδικήσουν περιουσίες από την Ελλάδα». ( Όπως προκύπτει από το έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών το οποίο παραθέτουμε).
Ήδη μετά την πρόσφατη αποδοχή από το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της αίτησης της Αλβανίας για ένταξη στην Ένωση και εξαιτίας της εγκληματικής παράλειψης του υπουργείου Εξωτερικών να θέσει «αστερίσκο» στη Συνθήκη της Λισσαβώνας παρατηρείται «αισιοδοξία στους κύκλους των Τσάμηδων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η προσέγγιση και μελλοντική ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ ανοίγει τον δρόμο για τη διεκδίκηση των περιουσιών τους από την Ελλάδα». ( Όπως αναφέρεται στο έγγραφο του ΥΠΕΞ.)
Οι αλβανικές κυβερνήσεις και η νυν του Δημοκρατικού Κόμματος (Μπερίσα) και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (Φατός Νάνο κ.ά), κατά το παρελθόν, σε αντιστάθμισμα της καταπάτησης των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου και της Χιμάρας, και των αντιδράσεων που έχουν εγερθεί σε διεθνείς Οργανισμούς λόγω αυτής της αλβανικής τακτικής, επιδιώκουν συστηματικώς την προβολή και προώθηση «τσάμικου ζητήματος».
Μάλιστα, με πρωταγωνιστές τα δύο εθνικιστικά κόμματα PDI και PDU, τα οποία, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, κινούνται υπό την κάλυψη των επίσημων αρχών των Τιράνων, ο μεν πρόεδρος του πρώτου, T. Muhedini, ζητεί να συμπεριληφθούν Τσάμηδες στην αλβανική εκπροσώπηση στους διεθνείς Οργανισμούς, ο δε πρόεδρος του δεύτερου, S. Sidrizi, με δηλώσεις του ζητεί την προσφυγή στα δικαστήρια της Χάγης και του Στρασβούργου για το «τσάμικο ζήτημα».
Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΤΣΑΜΗΔΩΝ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Οι αλβανικής καταγωγής, έλληνες πολίτες, Τσάμηδες της Ηπείρου (κυρίως στην περιοχή της Θεσπρωτίας) συνεργάστηκαν την περίοδο της Ιταλικής και Γερμανικής Κατοχής (1941-1944) με τους κατακτητές, προκειμένου να εξυπηρετήσουν ίδιους στόχους - την ενσωμάτωση της Ηπείρου στην αλβανική επικράτεια.
Στη διαπίστωση αυτήν συμφωνούν όλες οι διαθέσιμες πηγές, όλων των πολιτικών και ιδεολογικών αποχρώσεων. Έγγραφα και πληροφορίες που προέρχονται από το επίσημο ελληνικό κράτος, από τις συμμαχικές αποστολές στην Ελλάδα και την Αλβανία, τις ελληνικές ανταρτικές οργανώσεις του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ μαρτυρούν τις συνθήκες τρομοκρατίας, τις αμέτρητες αυθαιρεσίες, βιαιοπραγίες, δολοφονίες, καταστροφές και πυρπολήσεις πόλεων και χωριών που επέβαλαν στην Ήπειρο με αποκορύφωση την εκτέλεση 43 διακεκριμένων πολιτών της Παραμυθιάς από τις συμμορίες των Τσάμηδων, υπό την καθοδήγηση των Ιταλών, και μετά τη συνθηκολόγηση Μπαντόλιο, των Γερμανών.
Η σύμπραξη των Τσάμηδων με τις ιταλικές δυνάμεις ανάγονται στις πρώτες ακόμη ημέρες της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας. Χίλιοι περίπου άτακτοι Τσάμηδες είναι από τους πρώτους που συνοδεύουν τους Ιταλούς που εισέρχονται στη Θεσπρωτία, ενώ Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί από ιταλούς ανιχνευτές και δολιοφθορείς τη δεύτερη κιόλας ημέρα της επίθεσης.
Από τη στιγμή αυτήν μέχρι και το 1943 η εμπέδωση της εξουσίας των ιταλικών αρχών κατοχής βάδισε παράλληλα με την εσκεμμένη χρησιμοποίηση των Τσάμηδων ως του καταλληλότερου μέσου για την άσκηση ελέγχου και τον εκφοβισμό του ντόπιου πληθυσμού. Άλλοτε με την ανοχή, άλλοτε με την ενεργό υποστήριξη των Ιταλών, οι Τσάμηδες απέκτησαν σταδιακά απόλυτη ελευθερία κινήσεων σε πόλεις και χωριά, καθώς και ένα ιδιότυπο καθεστώς ατιμωρησίας, γεγονός που συνέτεινε στην εκτράχυνση της συμπεριφοράς τους έναντι των Ελλήνων.
Τα τσάμικα στρατιωτικά τμήματα, οργανωμένα από τους Ιταλούς και με ιταλικές στρατιωτικές στολές, υπήρξαν πραγματική μάστιγα στην περιοχή της Θεσπρωτίας καθ' όλη την κατοχική περίοδο. Διατελούσαν δε υπό την αρχηγία γνωστών τοπικών παραγόντων, φορέων μέχρι τότε της αλυτρωτικής προπαγάνδας στην περιοχή, όπως η οικογένεια Ντίνο, Μζαρ, Νουρί, Νουρί και Ρετζέπ, Γιασίν, Σαντίκ, Ρεφή και Αμπτουλάχ Πρόνιο, Χουσεΐν Χαϊρουλά, Αβδουλά Χασίμ κ.ά.
Μετά τον Σεπτέμβριο 1943 και την αντικατάσταση των Ιταλών από τους Γερμανούς, αναλαμβάνεται από τους τελευταίους η πιο ενεργός συμμετοχή των Τσάμηδων στην τακτική των καταστολών και της «εξιλέωσης» που ακολουθούσαν οι Ναζί. Το σύνολο του τσάμικου πληθυσμού από 14 ετών και άνω εξοπλίστηκε και δημιουργήθηκαν νέα ένοπλα τμήματα συμμοριών.
Το καλοκαίρι του 1944 η Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή, αφού μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού κατέβαλε προσπάθειες, χωρίς επιτυχία, να πείσει τους Τσάμηδες να εγκαταλείψουν του Γερμανούς, έδωσε εντολή στον ΕΔΕΣ να εκκαθαρίσει την περιοχή.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, οι πρωταγωνιστές του τσάμικου δωσιλογισμού κατέφυγαν στην Αλβανία, ενώ το σύνολό τους παραπέμφθηκε και δικάσθηκε με την κατηγορία των εγκληματιών πολέμου στα αρμόδια δικαστήρια με βάση τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης.
«Έργα και ημέραι» της κ. Ντόρας Μπακογιάννη ως υπουργού Εξωτερικών της χώρας...Η αναφορά των θέσεων της υπουργού Εξωτερικών στις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και μάλιστα σε αντιδιαστολή από εκείνες του κ. Κ. Καραμανλή, ως εκφράσθηκαν στο περιβόητο αντιπυραυλικό σύστημα του αλήστου μνήμης Προέδρου των ΗΠΑ Μπους του Νεώτερου, στο Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, τους ρωσικούς αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, επιβεβαιώνουν, έστω και με καθυστέρηση, ότι η κ. Μπακογιάννη ενάσκησε εξωτερική πολιτική προσαρμοσμένη στις βλέψεις της να διαδεχθεί τον κ. Καραμανλή στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, με προοπτική την πρωθυπουργία, υπό τις ευλογίες της υπερατλαντικής υπερδύναμης και του ατλαντισμού......
Η εξωτερική πολιτική των «δύο όψεων» της κ. Μπακογιάννη -η μια όψη απόκρυψης της αλήθειας από τον ελληνικό λαό και η άλλη, κατά την ποιητική έκφραση, «για σατραπείες και άλλα τέτοια»- δρομολογεί καταστάσεις περιπλοκής σε καίρια θέματα εξωτερικής πολιτικής και ανοίγει διόδους για ανύπαρκτα μειονοτικά θέματα και περιουσιακών διεκδικήσεων.
Η κ. Μπακογιάννη ήταν υπουργός Εξωτερικών το 2007 κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισσαβώνας (13 Δεκεμβρίου 2007), αλλά και κατά την επικύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων (11 Ιουνίου 2008), και «η ελληνική πλευρά δεν έθεσε ως προϋπόθεση τη συμπερίληψη αστερίσκου, όπως έπραξε η Τσεχία, ώστε η εν λόγω συνθήκη να μην παρέχει σε δωσίλογους το δικαίωμα να διεκδικήσουν να διεκδικήσουν περιουσίες από την Ελλάδα». ( Όπως προκύπτει από το έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών το οποίο παραθέτουμε).
Ήδη μετά την πρόσφατη αποδοχή από το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της αίτησης της Αλβανίας για ένταξη στην Ένωση και εξαιτίας της εγκληματικής παράλειψης του υπουργείου Εξωτερικών να θέσει «αστερίσκο» στη Συνθήκη της Λισσαβώνας παρατηρείται «αισιοδοξία στους κύκλους των Τσάμηδων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η προσέγγιση και μελλοντική ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ ανοίγει τον δρόμο για τη διεκδίκηση των περιουσιών τους από την Ελλάδα». ( Όπως αναφέρεται στο έγγραφο του ΥΠΕΞ.)
Οι αλβανικές κυβερνήσεις και η νυν του Δημοκρατικού Κόμματος (Μπερίσα) και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (Φατός Νάνο κ.ά), κατά το παρελθόν, σε αντιστάθμισμα της καταπάτησης των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου και της Χιμάρας, και των αντιδράσεων που έχουν εγερθεί σε διεθνείς Οργανισμούς λόγω αυτής της αλβανικής τακτικής, επιδιώκουν συστηματικώς την προβολή και προώθηση «τσάμικου ζητήματος».
Μάλιστα, με πρωταγωνιστές τα δύο εθνικιστικά κόμματα PDI και PDU, τα οποία, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, κινούνται υπό την κάλυψη των επίσημων αρχών των Τιράνων, ο μεν πρόεδρος του πρώτου, T. Muhedini, ζητεί να συμπεριληφθούν Τσάμηδες στην αλβανική εκπροσώπηση στους διεθνείς Οργανισμούς, ο δε πρόεδρος του δεύτερου, S. Sidrizi, με δηλώσεις του ζητεί την προσφυγή στα δικαστήρια της Χάγης και του Στρασβούργου για το «τσάμικο ζήτημα».
Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΤΣΑΜΗΔΩΝ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Οι αλβανικής καταγωγής, έλληνες πολίτες, Τσάμηδες της Ηπείρου (κυρίως στην περιοχή της Θεσπρωτίας) συνεργάστηκαν την περίοδο της Ιταλικής και Γερμανικής Κατοχής (1941-1944) με τους κατακτητές, προκειμένου να εξυπηρετήσουν ίδιους στόχους - την ενσωμάτωση της Ηπείρου στην αλβανική επικράτεια.
Στη διαπίστωση αυτήν συμφωνούν όλες οι διαθέσιμες πηγές, όλων των πολιτικών και ιδεολογικών αποχρώσεων. Έγγραφα και πληροφορίες που προέρχονται από το επίσημο ελληνικό κράτος, από τις συμμαχικές αποστολές στην Ελλάδα και την Αλβανία, τις ελληνικές ανταρτικές οργανώσεις του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ μαρτυρούν τις συνθήκες τρομοκρατίας, τις αμέτρητες αυθαιρεσίες, βιαιοπραγίες, δολοφονίες, καταστροφές και πυρπολήσεις πόλεων και χωριών που επέβαλαν στην Ήπειρο με αποκορύφωση την εκτέλεση 43 διακεκριμένων πολιτών της Παραμυθιάς από τις συμμορίες των Τσάμηδων, υπό την καθοδήγηση των Ιταλών, και μετά τη συνθηκολόγηση Μπαντόλιο, των Γερμανών.
Η σύμπραξη των Τσάμηδων με τις ιταλικές δυνάμεις ανάγονται στις πρώτες ακόμη ημέρες της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας. Χίλιοι περίπου άτακτοι Τσάμηδες είναι από τους πρώτους που συνοδεύουν τους Ιταλούς που εισέρχονται στη Θεσπρωτία, ενώ Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί από ιταλούς ανιχνευτές και δολιοφθορείς τη δεύτερη κιόλας ημέρα της επίθεσης.
Από τη στιγμή αυτήν μέχρι και το 1943 η εμπέδωση της εξουσίας των ιταλικών αρχών κατοχής βάδισε παράλληλα με την εσκεμμένη χρησιμοποίηση των Τσάμηδων ως του καταλληλότερου μέσου για την άσκηση ελέγχου και τον εκφοβισμό του ντόπιου πληθυσμού. Άλλοτε με την ανοχή, άλλοτε με την ενεργό υποστήριξη των Ιταλών, οι Τσάμηδες απέκτησαν σταδιακά απόλυτη ελευθερία κινήσεων σε πόλεις και χωριά, καθώς και ένα ιδιότυπο καθεστώς ατιμωρησίας, γεγονός που συνέτεινε στην εκτράχυνση της συμπεριφοράς τους έναντι των Ελλήνων.
Τα τσάμικα στρατιωτικά τμήματα, οργανωμένα από τους Ιταλούς και με ιταλικές στρατιωτικές στολές, υπήρξαν πραγματική μάστιγα στην περιοχή της Θεσπρωτίας καθ' όλη την κατοχική περίοδο. Διατελούσαν δε υπό την αρχηγία γνωστών τοπικών παραγόντων, φορέων μέχρι τότε της αλυτρωτικής προπαγάνδας στην περιοχή, όπως η οικογένεια Ντίνο, Μζαρ, Νουρί, Νουρί και Ρετζέπ, Γιασίν, Σαντίκ, Ρεφή και Αμπτουλάχ Πρόνιο, Χουσεΐν Χαϊρουλά, Αβδουλά Χασίμ κ.ά.
Μετά τον Σεπτέμβριο 1943 και την αντικατάσταση των Ιταλών από τους Γερμανούς, αναλαμβάνεται από τους τελευταίους η πιο ενεργός συμμετοχή των Τσάμηδων στην τακτική των καταστολών και της «εξιλέωσης» που ακολουθούσαν οι Ναζί. Το σύνολο του τσάμικου πληθυσμού από 14 ετών και άνω εξοπλίστηκε και δημιουργήθηκαν νέα ένοπλα τμήματα συμμοριών.
Το καλοκαίρι του 1944 η Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή, αφού μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού κατέβαλε προσπάθειες, χωρίς επιτυχία, να πείσει τους Τσάμηδες να εγκαταλείψουν του Γερμανούς, έδωσε εντολή στον ΕΔΕΣ να εκκαθαρίσει την περιοχή.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, οι πρωταγωνιστές του τσάμικου δωσιλογισμού κατέφυγαν στην Αλβανία, ενώ το σύνολό τους παραπέμφθηκε και δικάσθηκε με την κατηγορία των εγκληματιών πολέμου στα αρμόδια δικαστήρια με βάση τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης.
Δημοσίευση σχολίου