GuidePedia

0
Στα πρόθυρα ενός νέου ελληνοτουρκικού διαλόγου βρισκόμαστε και πάλι, μετά τη σχετική επιστολή που απέστειλε προς τον κ. Παπανδρέου ο κ. Ερντογάν, και το ερώτημα είναι αν υπάρχουν τη φορά αυτή οι προϋποθέσεις ώστε οι διμερείς αυτές επαφές να καταλήξουν κάπου. Το ερώτημα αυτό δεν στερείται σημασίας, αν αναλογισθεί κανείς πόσες επαφές έχουν γίνει από το 1975 και μετά .....
για την επίλυση των γνωστών προβλημάτων, χωρίς να έχει σημειωθεί καμία απολύτως πρόοδος. Αρκεί να υπενθυμίσουμε εδώ ότι οι περίφημες διερευνητικές συνομιλίες σε επίπεδο πρέσβεων έχουν ξεπεράσει τις σαράντα, ενώ στο παρελθόν είχαμε σειρά διαπραγματεύσεων σε όλα τα επίπεδα, από την περιώνυμη συνάντηση στο Νταβός έως τον θεσμοθετημένο διάλογο τη δεκαετία του ΄70 σε επίπεδο γενικών γραμματέων του υπουργείου Εξωτερικών. Πολλές ελπίδες είχαν καλλιεργηθεί και τότε, οι οποίες όμως διαψεύσθηκαν στην πράξη, με εξαίρεση το θετικό κλίμα που δημιουργήθηκε την περίοδο όπου υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών ήταν οι κκ. Παπανδρέου και Τζεμ.

Σε αυτό το θετικό κλίμα- το οποίο διακόπηκε από τη γνωστή πολιτική των κυβερνήσεων της ΝΔ- θέλησε να επενδύσει ο κ. Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός πλέον, και γι΄ αυτό επέλεξε να πραγματοποιήσει την πρώτη επίσκεψή του στο εξωτερικό στην Τουρκία και να έχει την πρώτη συνάντησή του με ξένο ηγέτη με τον κ. Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας δεν άργησε να ανταποκριθεί στο άνοιγμα αυτό και προτείνει τώρα διάλογο εφ΄ όλης της ύλης με την Ελλάδα. Αυτή άλλωστε είναι η πάγια θέση της Τουρκίας εδώ και πολλά χρόνια, τη στιγμή που η Αθήνα συνεχίζει να επιμένει ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, θεωρώντας όλα τα υπόλοιπα μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις. Στη διαφορετική αυτή προσέγγιση οφείλεται άλλωστε το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί. Αν λοιπόν οι δύο πλευρές συνεχίσουν να εμμένουν στις γνωστές από το παρελθόν θέσεις τους, τότε είναι βέβαιο ότι και η νέα προσπάθεια θα αποτύχει. Θα έχει όμως προσφέρει στην Αγκυρα ένα πρώτης τάξεως διπλωματικό ατού, εν όψει της αξιολόγησης τον ερχόμενο Δεκέμβριο της ενταξιακής της πορείας. Θα εμφανισθεί δηλαδή στη διεθνή κοινή γνώμη ότι δεν ακολουθεί αδιάλλακτη πολιτική και ότι αντίθετα είναι ανοιχτή να συζητήσει με την Ελλάδα όλα τα προβλήματα.

Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η Αθήνα θα πρέπει να αρνηθεί την πρόταση για τον νέο διάλογο. Οι πληροφορίες που υπάρχουν οδηγούν άλλωστε στο συμπέρασμα ότι θα τον αποδεχθεί. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί από ΄κεί και πέρα. Διότι για να πετύχει τη φορά αυτή ο διάλογος θα πρέπει, πρώτον, να υπάρξει συμφωνία ως προς τα θέματα που θα συζητηθούν και, δεύτερον, να υπάρξει επίσης συμφωνία για το τι θα γίνει σε περίπτωση διαφωνίας. Θα συμφωνηθεί, π.χ., προσφυγή στη Χάγη ή άλλου είδους διεθνής διαιτησία και για ποια ακριβώς θέματα; Ευνόητο είναι ότι για να υπάρξει μια προοπτική συμφωνίας θα πρέπει και οι δύο πλευρές να επιδείξουν την απαραίτητη πολιτική βούληση και να είναι έτοιμες να δεχθούν έναν συμβιβασμό, μακριά από τους γνωστούς λαϊκισμούς για εσωτερική κατανάλωση και τις ατελέσφορες εθνικιστικές ρητορείες. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε και η νέα προσπάθεια θα έχει την τύχη των προηγουμένων.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top