GuidePedia

0
Ο κλάδος των βιοκαυσίμων είναι ένας από τους λίγους που συνέχισαν να σημειώνουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2008 και το 2009, εν μέσω κρίσης, όπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή της η Crédit Agricole. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Πλέον η κρατική ενίσχυση μοιάζει να είναι περισσότερο απαραίτητη συγκριτικά με το παρελθόν, ακόμα και όταν ο κλάδος βρισκόταν στα πρώτα του «βήματα»....
. ενίσχυση όμως που σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη αφενός λόγω χρηματοδοτικής «στενότητας», αφετέρου λόγω της αυξανόμενης αμφισβήτησης για τη σκοπιμότητα στήριξης του συγκεκριμένου κλάδου.

Τόσο η παραγωγή αιθανόλης, υποκατάστατου του πετρελαίου που παράγεται από τη ζάχαρη ή τα δημητριακά, όσο και του βιοντίζελ, που παράγεται από φυτικά έλαια, συνέχισε να καταγράφει αύξηση και το 2008 και το 2009. Για το τρέχον έτος όμως, η πρόβλεψη για αυξημένη συνολική παραγωγή κατά 8% μοιάζει εξαιρετικά χαμηλή σε σχέση με το +36% του 2008 ή το +30% των ετών 2007 και 2006.

Ο κλάδος αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα και στις τρεις κύριες «ζώνες» παραγωγής. Στις ΗΠΑ, τουλάχιστον 25 από τις συνολικά 193 μονάδες παραγωγής έχουν διακόψει τη λειτουργία τους, ενώ ακόμη 28 ανήκουν σε εταιρείες που ήδη έχουν αιτηθεί υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ.

Στη Βραζιλία πολυάριθμες εταιρείες του κλάδου λειτουργούν με ζημία, ενώ στην Ευρώπη -που είναι και ο μεγαλύτερος παραγωγός βιοκαυσίμων- το 50% περίπου της παραγωγικής δυναμικότητας έμεινε αναξιοποίητο το 2009, σύμφωνα με στοιχεία του European Biodiesel Board (EBB).


Το πρώτο πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός ότι οι τιμές πώλησης μετά βίας καλύπτουν το κόστος παραγωγής, αναφέρει η Crédit Agricole. Από τα μέσα του 2008 οι τιμές πώλησης έχουν υποχωρήσει σημαντικά, ευθυγραμμισμένες με τις τιμές του πετρελαίου. Πτώση σημείωσαν και οι τιμές των πρώτων υλών, όμως δείχνουν να επανέρχονται σε ανοδική πορεία ήδη από τις αρχές του 2009, με τις τιμές της αιθανόλης και του βιοντίζελ να διατηρούνται σχεδόν αμετάβλητες. Και αυτό ισχύει και για τις τρεις κύριες «ζώνες» παραγωγής.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι αυτό της ρευστότητας και επιδεινώθηκε λόγω της παγκόσμιας κρίσης. Με «βαριές» επενδύσεις, η βιομηχανία της αιθανόλης δείχνει εξαιρετικά ευάλωτη απέναντι σε αυτό το πρόβλημα, το οποίο βιώνει ακόμα πιο έντονα η Βραζιλία λόγω και της υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος.

Το ευνοϊκό περιβάλλον του 2006 μοιάζει να αποτελεί μακρινό παρελθόν, σχολιάζει η Crédit Agricole, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η παγκόσμια κρίση δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα ο κλάδος σχετίζονται περισσότερο με την πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα. Οι ποσότητες που καταναλώνοντας σε ΗΠΑ και Ευρώπη δεν υπερβαίνουν τις ποσοστώσεις που προβλέπουν οι κυβερνήσεις. Την ίδια στιγμή, η παραγωγική δυναμικότητα στις ΗΠΑ έχει ήδη φτάσει στα επίπεδα της προβλεπόμενης κατανάλωσης το 2012. Στην Ευρώπη, η Γερμανία έχει περιορίσει τα φορολογικά κίνητρα κι έτσι έχει περιοριστεί, έστω και προσωρινά, η δυνατότητα «απορρόφησης» της παραγωγής, ενώ η Βραζιλία, που υπολόγιζε να στηριχθεί στις εξαγωγές, αντιλαμβάνεται πλέον ότι ο στόχος αυτό είναι δυσκολότερος απ’ όσο αρχικά είχε εκτιμηθεί. Και οι ΗΠΑ, που εξήγαγαν στην Ευρώπη αιθανόλη από επιδοτούμενες παραγωγές σόγιας, βρέθηκαν τελικά αντιμέτωπες με δασμούς anti-dumping.

Τα βιοκαύσιμα απέχουν επίσης πολύ ακόμα από το να γίνουν οικονομικά ανταγωνιστικά. Ακόμη κι αν δεν ληφθεί υπόψη η διαφορά ενεργειακής αποδοτικότητας (που στην περίπτωση της αιθανόλης είναι μεγάλη, καθώς η ενεργειακή της αξία αντιστοιχεί μόλις στο 62% του πετρελαίου), η διαφορά μεταξύ των τιμών του αργού και των αγροτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή βιοκαυσίμων δεν είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να προσφέρει τα απαραίτητα περιθώρια για την κάλυψη του κόστους.

Έτσι οι κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει στη θέσπιση φορολογικών κινήτρων και άλλων μέτρων για να δώσουν μία διέξοδο στον κλάδο, το τελικό κόστος της οποίας επωμίζονται όμως οι φορολογούμενοι και οι καταναλωτές.

Πρόσφατα, οι συνθήκες για τη βιωσιμότητα του κλάδου έχουν βελτιωθεί ελαφρά, με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και την προβλεπόμενη αύξηση της ζήτησης για καύσιμα λόγω της παγκόσμιας ανάκαμψης. Επίσης, οι τιμές των δημητριακών δεν προβλέπεται να αυξηθούν στο άμεσο μέλλον, αλλά για τα φυτικά έλαια αυτό δεν μοιάζει και τόσο σίγουρο. Οι παραγόμενοι όγκοι εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, βρίσκοντας στήριξη στο υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο, που δείχνει να γίνεται ακόμα πιο ευνοϊκό: μία ευρωπαϊκή Οδηγία από τον Απρίλιο του 2009 ορίζει ως υποχρεωτικό στόχο το 10% στην κατανάλωση βιοκαυσίμων για τον κλάδο των μεταφορών έως το 2020, ενώ στις ΗΠΑ τα πρότυπα που έχουν τεθεί από το 2007 προβλέπουν αύξηση κατά 50% στην κατανάλωση συμβατικών βιοκαυσίμων έως το 2015, λαμβάνοντας ως έτος βάσης το 2009.

Η πτώση στην κατανάλωση βιοκαυσίμων στην Ευρώπη οφείλεται κατά κύριο λόγο στην απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να περιορίζει τα φορολογικά κίνητρα. Και αυτό, τόσο λόγω του κόστους τους, όσο και λόγω των αυξανόμενων αμφιβολιών για τα περιβαλλοντικά οφέλη της παραγωγής βιοκαυσίμων. Και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αναθεωρήσει καθοδικά τις σχετικές ποσοστώσεις, ακριβώς λόγω των αρνητικών αναφορών περί των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Και η ίδια βιομηχανία των βιοκαυσίμων από την πλευρά της, αναφέρει η έκθεση της Crédit Agricole, θεωρεί ότι η βαρύτητα που δίδεται στις έμμεσες συνέπειες που σχετίζονται με την αποψίλωση των δασών αποτελεί ένα ζήτημα καθοριστικής σημασίας για το μέλλον του κλάδου.

Σε καθαρά οικονομικούς όρους, η ενίσχυση που έχει λάβει μέχρι σήμερα ο κλάδος έχει αποδειχθεί ανεπαρκής, καθώς η διαφορά των τιμών μεταξύ του αργού πετρελαίου και των πρώτων υλών για τα βιοκαύσιμα από το 2007και έπειτα δεν προσφέρει τα απαραίτητα περιθώρια.

Το ερώτημα παραμένει ως προς το κατά πόσον πρόκειται για ένα πιο γενικό, δομικό ενδεχομένως, πρόβλημα ή για αποτέλεσμα παρεμβάσεων στην αγορά. Η κρατική ανάμιξη είναι τελικά η μοναδική στήριξη του κλάδου, αλλά μόνο αν είναι εξαιρετικά ισχυρή μπορεί να εξασφαλίσει την ισορροπία του κλάδου, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Γαλλίας.

Στο μεταξύ, η αιτιολογική βάση για αυτή τη στήριξη τίθεται όλο και πιο έντονα εν αμφιβόλω και πρόκειται για ένα ερώτημα που θα μπορέσει να απαντηθεί πειστικά μόνο μετά το τέλος της κρίσης.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top