Bakai via Getty Images
Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας*
Η Συμφωνία των Πρεσπών αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης εύθραυστων πολιτικών ισορροπιών σε Αθήνα και Σκόπια και ταυτόχρονα λειτουργεί ως μοντέλο επίλυσης μακροχρόνιων αντιπαλοτήτων στην έκρυθμη περιοχή των δυτικών Βαλκανίων. Οι πιέσεις Ουάσιγκτον, Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΝΑΤΟ προς τα δυο συμβαλλόμενα μέρη για την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών έχουν στόχο την ένταξη της πΓΔΜ στις ευρωατλανικές δομές για να διασφαλιστεί η ενότητα της.
Η προς επικύρωση Συμφωνία των Πρεσπών στο ελληνικό κοινοβούλιο αλλάζει τα δεδομένα στην πολιτική σκηνή καθώς αποχώρησε από την κυβέρνηση ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ Πάνος Καμμένος. Το «διαζύγιο» δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ευρύτερη αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπώνκυρίως από στελέχη της κεντροαριστεράς και αποσκοπεί στο να επηρεάσει το θυμικό των πολιτών που πρόσκεινται στο ευρύτερο χώρο του κέντρου και της αριστεράς έναντι της ακροδεξιάς καθώς και του ευκαιριακού εθνικιστικού καιροσκοπισμού.
Τη στρατηγική αυτή έκανε εμφανή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της εκδήλωσης «Το στοίχημα της Συμφωνίας των Πρεσπών». Ο πρωθυπουργός επιδιώκει: (α) να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, (β) να πλαγιοκοπήσει το ΚΙΝ.ΑΛ για να τραβήξει ψηφοφόρους του προς το ΣΥΡΙΖΑ και (γ) να εκμεταλλευτεί τις αντιδράσεις της Νέας Δημοκρατίας χρεώνοντάς της ακροδεξιά ατζέντα.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης από την πλευρά του απορρίπτει τη Συμφωνία των Πρεσπών και χαρακτηρίζει την αποχώρηση Καμμένου «σκηνοθετημένο διαζύγιο Τσίπρα – Καμμένου». Παράλληλα, δήλωσε ότι «αν η συμφωνία δεν περάσει από τη Βουλή διαπραγματευόμαστε από την αρχή» χωρίς όμως να αναφέρει τη στρατηγική διαπραγμάτευσης και το πως θα μπορούσε να πείσει Ουάσιγκτον και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Κυριακός Μητσοτάκης έχει υιοθετήσει στο Μακεδονικό μια στρατηγική που απευθύνεται κυρίως στη λαϊκή δεξιά αλλά και δίνει την ευκαιρία στο ΣΥΡΙΖΑ να τον κατηγορήσει για ακροδεξιά ατζέντα. Η αντίδραση του Μητσοτάκη θεωρείται ετεροχρονισμένη καθώς σημαία της Νέας Δημοκρατίας εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών έγινε ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς με την παρουσία του στα πρώτα μαζικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε αρχικά μια παθητική στάση στη Συμφωνία των Πρεσπών και στη συνέχεια δεν έκανε την αντιθεσή του κύριο θέμα της εξωτερικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας με μια δυναμική παρουσία σε διεθνή και ευρωπαϊκά φόρουμ. Δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τις μαζικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης για το Μακεδονικό. Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται να αποτελείται στο εσωτερικό της από τρεις τάσεις: την καραμανλική πτέρυγα, τη φιλελεύθερη και τη λαϊκή δεξιά.
Ισορροπίες στα Σκόπια
Ταυτόχρονα, ευαίσθητες είναι και οι πολιτικές ισορροπίες που επικρατούν στα Σκόπια καθώς και οι σχέσεις μεταξύ των σλαβόφωνων και των αλβανόφωνων. Η επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το κοινοβούλιο έδειξε ότι υπάρχει εκ των πραγμάτων μια εύθραυστη συναίνεση. Επιπλέον, παρατηρείται στο σλαβικό τμήμα και μια ενσωμάτωση του παλαιού εκλογικού σώματος του Νίκολα Γκρούεφσκι στο πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ ο οποίος όμως δεν θεωρείται και μια δυναμική ηγετική προσωπικότητα χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα πολιτικά δεδομένα των Σκοπίων δείχνουν ότι υπάρχει μια συμφωνία της στιγμής μεταξύ του σλαβόφωνου και του αλβανόφωνου παράγοντα για τους εν δύναμη πληθυσμούς που μπορεί να δημιουργηθούν σε ένα μελλοντικό μετασχηματισμό.
Επιπροσθέτως, ο αλβανικός εθνικισμόςθεωρείται ένας αστάθμητος παράγοντας που επηρεάζει τις εξελίξεις στα δυτικά Βαλκάνια. Θα υπάρχει πάντα η σύγκρουση για το αν θα έχει βασικό κέντρο την Πρίστινα ή τα Τίρανα ενώ ενδιάμεσα κέντρα θα είναι το Τέτοβο και το Γκόστιβαρ. Ωστόσο το σημαντικό ζήτημα είναι το ποιες θα είναι οι πολιτικές ισορροπίες που θα δημιουργηθούν στις επόμενες γενιές της πΓΔΜ και αυτό θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτόμαστε την επόμενη καθώς και τη μεθεπόμενη μέρα.
Το ονοματολογικό είναι απλά και μόνο το σύμπτωμα που επιφανειακά βλέπουμε, διότι υπάρχουν ακόμα άλυτα προβλήματα. Ενδεχομένως η επίλυση του Μακεδονικού να θεωρείται η αρχή για ομαλοποίηση και άλλων διενέξεων στα δυτικά Βαλκάνια. Αν όμως δεν λειτουργήσει τότε θα εκτεθούν τα ισχυρά ξένα κέντρα εξουσίας που δεν λαμβάνουν υπόψη την εθνική ταυτότητα των πληθυσμών στο πλαίσιο του nation engineering κέντρα και επιτρέπουν την ανάδειξη ενός ευκαιριακού εθνικιστικού καιροσκοπισμού. Τα δυτικά Βαλκάνια ανά πάσα στιγμή μπορεί να «εκραγούν» εκ νέου και να επηρεάσουν τις περιφερειακές ισορροπίες.
Παράλληλα αν θεωρήσουμε ότι το Μακεδονικό έπρεπε να διευθετηθεί σε επίπεδο διεθνών σχέσεων ή ιστορικών σχέσεων ή διεθνούς δικαίου θα ήταν δύσκολο καθώς καμία διευθέτηση δεν θα ήταν εφικτή με βάση αυτές τις παραμέτρους. Τη δεδομένη στιγμή φαίνεται να επικρατεί ένας ρεαλισμός αλλά κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί το πως θα εξελιχθεί η Συμφωνία των Πρεσπών και με ποιους τρόπους θα αντιδράσει η Μόσχα. Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών σε ανακοίνωσή του ανάφερε ότι η απόφαση της πΓΔΜ που ψήφισε υπέρ της αλλαγής της ονομασίας της χώρας, έχει επιβληθεί έξωθεν και ότι η Αθήνα αγνόησε τη γνώμη του ελληνικού λαού και ότι δεν μιλάει καν για δημοψήφισμα στο θέμα αυτό.
Τα δυτικά Βαλκάνια αποτελούν στο πλαίσιο αυτό έντονο πεδίο ανταγωνισμού Δύσης και Ρωσίας που αναμένεται να κλιμακωθεί ακόμα περισσότερο. Η Σερβία που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Μόσχα εντάσσεται στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση και η αναμενόμενη επίσκεψη του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στις 17 Ιανουαρίου στο Βελιγράδι έχει το δικό της ιδιαίτερο συμβολισμό. Μια άλλη παράμετρο που επηρεάζει τις εξελίξεις και ιδιαίτερα τα ελληνικά συμφέροντα είναι ο ρόλος που διαδραματίζει η Τουρκία σε Αλβανία και Σκόπια.
Η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να θεωρηθεί το τέλος ενός πειράματος και να χαρακτηριστεί ένα μεσαίο βήμα που εξαρτάται από τις εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες σε Αθήνα και Σκόπια. Ουάσιγκτον και Ρωσία είχαν αναγνωρίσει την πΓΔΜ με τη συνταγματική τη ονομασία «Μακεδονία όταν ήταν ακόμα σε διαπραγμάτευση η Ενδιάμεση Συμφωνία. Ήταν μια ενέργεια μαξιμαλιστική και είχε σκοπό να ενισχυθεί η επιρροή των δυο κρατών μέσα μέσα στα δυτικά Βαλκάνια.
Συμπερασματικά η συναίνεση σε Αθήνα και Σκόπια καθιστά τη Συμφωνία των Πρεσπών επισφαλή καθώς φαίνεται να θεωρείται μια ρεαλιστική λύση για τώρα, μόνο που το τώρα μπορεί εύκολα να γίνει χθες.
*Διεθνολόγος και Strategic – Μedia Analyst στο Crisis Monitor
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας*
Η Συμφωνία των Πρεσπών αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης εύθραυστων πολιτικών ισορροπιών σε Αθήνα και Σκόπια και ταυτόχρονα λειτουργεί ως μοντέλο επίλυσης μακροχρόνιων αντιπαλοτήτων στην έκρυθμη περιοχή των δυτικών Βαλκανίων. Οι πιέσεις Ουάσιγκτον, Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΝΑΤΟ προς τα δυο συμβαλλόμενα μέρη για την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών έχουν στόχο την ένταξη της πΓΔΜ στις ευρωατλανικές δομές για να διασφαλιστεί η ενότητα της.
Η προς επικύρωση Συμφωνία των Πρεσπών στο ελληνικό κοινοβούλιο αλλάζει τα δεδομένα στην πολιτική σκηνή καθώς αποχώρησε από την κυβέρνηση ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ Πάνος Καμμένος. Το «διαζύγιο» δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ευρύτερη αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπώνκυρίως από στελέχη της κεντροαριστεράς και αποσκοπεί στο να επηρεάσει το θυμικό των πολιτών που πρόσκεινται στο ευρύτερο χώρο του κέντρου και της αριστεράς έναντι της ακροδεξιάς καθώς και του ευκαιριακού εθνικιστικού καιροσκοπισμού.
Τη στρατηγική αυτή έκανε εμφανή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της εκδήλωσης «Το στοίχημα της Συμφωνίας των Πρεσπών». Ο πρωθυπουργός επιδιώκει: (α) να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, (β) να πλαγιοκοπήσει το ΚΙΝ.ΑΛ για να τραβήξει ψηφοφόρους του προς το ΣΥΡΙΖΑ και (γ) να εκμεταλλευτεί τις αντιδράσεις της Νέας Δημοκρατίας χρεώνοντάς της ακροδεξιά ατζέντα.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης από την πλευρά του απορρίπτει τη Συμφωνία των Πρεσπών και χαρακτηρίζει την αποχώρηση Καμμένου «σκηνοθετημένο διαζύγιο Τσίπρα – Καμμένου». Παράλληλα, δήλωσε ότι «αν η συμφωνία δεν περάσει από τη Βουλή διαπραγματευόμαστε από την αρχή» χωρίς όμως να αναφέρει τη στρατηγική διαπραγμάτευσης και το πως θα μπορούσε να πείσει Ουάσιγκτον και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Κυριακός Μητσοτάκης έχει υιοθετήσει στο Μακεδονικό μια στρατηγική που απευθύνεται κυρίως στη λαϊκή δεξιά αλλά και δίνει την ευκαιρία στο ΣΥΡΙΖΑ να τον κατηγορήσει για ακροδεξιά ατζέντα. Η αντίδραση του Μητσοτάκη θεωρείται ετεροχρονισμένη καθώς σημαία της Νέας Δημοκρατίας εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών έγινε ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς με την παρουσία του στα πρώτα μαζικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε αρχικά μια παθητική στάση στη Συμφωνία των Πρεσπών και στη συνέχεια δεν έκανε την αντιθεσή του κύριο θέμα της εξωτερικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας με μια δυναμική παρουσία σε διεθνή και ευρωπαϊκά φόρουμ. Δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τις μαζικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης για το Μακεδονικό. Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται να αποτελείται στο εσωτερικό της από τρεις τάσεις: την καραμανλική πτέρυγα, τη φιλελεύθερη και τη λαϊκή δεξιά.
Ισορροπίες στα Σκόπια
Ταυτόχρονα, ευαίσθητες είναι και οι πολιτικές ισορροπίες που επικρατούν στα Σκόπια καθώς και οι σχέσεις μεταξύ των σλαβόφωνων και των αλβανόφωνων. Η επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το κοινοβούλιο έδειξε ότι υπάρχει εκ των πραγμάτων μια εύθραυστη συναίνεση. Επιπλέον, παρατηρείται στο σλαβικό τμήμα και μια ενσωμάτωση του παλαιού εκλογικού σώματος του Νίκολα Γκρούεφσκι στο πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ ο οποίος όμως δεν θεωρείται και μια δυναμική ηγετική προσωπικότητα χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα πολιτικά δεδομένα των Σκοπίων δείχνουν ότι υπάρχει μια συμφωνία της στιγμής μεταξύ του σλαβόφωνου και του αλβανόφωνου παράγοντα για τους εν δύναμη πληθυσμούς που μπορεί να δημιουργηθούν σε ένα μελλοντικό μετασχηματισμό.
Επιπροσθέτως, ο αλβανικός εθνικισμόςθεωρείται ένας αστάθμητος παράγοντας που επηρεάζει τις εξελίξεις στα δυτικά Βαλκάνια. Θα υπάρχει πάντα η σύγκρουση για το αν θα έχει βασικό κέντρο την Πρίστινα ή τα Τίρανα ενώ ενδιάμεσα κέντρα θα είναι το Τέτοβο και το Γκόστιβαρ. Ωστόσο το σημαντικό ζήτημα είναι το ποιες θα είναι οι πολιτικές ισορροπίες που θα δημιουργηθούν στις επόμενες γενιές της πΓΔΜ και αυτό θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτόμαστε την επόμενη καθώς και τη μεθεπόμενη μέρα.
Το ονοματολογικό είναι απλά και μόνο το σύμπτωμα που επιφανειακά βλέπουμε, διότι υπάρχουν ακόμα άλυτα προβλήματα. Ενδεχομένως η επίλυση του Μακεδονικού να θεωρείται η αρχή για ομαλοποίηση και άλλων διενέξεων στα δυτικά Βαλκάνια. Αν όμως δεν λειτουργήσει τότε θα εκτεθούν τα ισχυρά ξένα κέντρα εξουσίας που δεν λαμβάνουν υπόψη την εθνική ταυτότητα των πληθυσμών στο πλαίσιο του nation engineering κέντρα και επιτρέπουν την ανάδειξη ενός ευκαιριακού εθνικιστικού καιροσκοπισμού. Τα δυτικά Βαλκάνια ανά πάσα στιγμή μπορεί να «εκραγούν» εκ νέου και να επηρεάσουν τις περιφερειακές ισορροπίες.
Παράλληλα αν θεωρήσουμε ότι το Μακεδονικό έπρεπε να διευθετηθεί σε επίπεδο διεθνών σχέσεων ή ιστορικών σχέσεων ή διεθνούς δικαίου θα ήταν δύσκολο καθώς καμία διευθέτηση δεν θα ήταν εφικτή με βάση αυτές τις παραμέτρους. Τη δεδομένη στιγμή φαίνεται να επικρατεί ένας ρεαλισμός αλλά κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί το πως θα εξελιχθεί η Συμφωνία των Πρεσπών και με ποιους τρόπους θα αντιδράσει η Μόσχα. Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών σε ανακοίνωσή του ανάφερε ότι η απόφαση της πΓΔΜ που ψήφισε υπέρ της αλλαγής της ονομασίας της χώρας, έχει επιβληθεί έξωθεν και ότι η Αθήνα αγνόησε τη γνώμη του ελληνικού λαού και ότι δεν μιλάει καν για δημοψήφισμα στο θέμα αυτό.
Τα δυτικά Βαλκάνια αποτελούν στο πλαίσιο αυτό έντονο πεδίο ανταγωνισμού Δύσης και Ρωσίας που αναμένεται να κλιμακωθεί ακόμα περισσότερο. Η Σερβία που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Μόσχα εντάσσεται στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση και η αναμενόμενη επίσκεψη του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στις 17 Ιανουαρίου στο Βελιγράδι έχει το δικό της ιδιαίτερο συμβολισμό. Μια άλλη παράμετρο που επηρεάζει τις εξελίξεις και ιδιαίτερα τα ελληνικά συμφέροντα είναι ο ρόλος που διαδραματίζει η Τουρκία σε Αλβανία και Σκόπια.
Η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να θεωρηθεί το τέλος ενός πειράματος και να χαρακτηριστεί ένα μεσαίο βήμα που εξαρτάται από τις εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες σε Αθήνα και Σκόπια. Ουάσιγκτον και Ρωσία είχαν αναγνωρίσει την πΓΔΜ με τη συνταγματική τη ονομασία «Μακεδονία όταν ήταν ακόμα σε διαπραγμάτευση η Ενδιάμεση Συμφωνία. Ήταν μια ενέργεια μαξιμαλιστική και είχε σκοπό να ενισχυθεί η επιρροή των δυο κρατών μέσα μέσα στα δυτικά Βαλκάνια.
Συμπερασματικά η συναίνεση σε Αθήνα και Σκόπια καθιστά τη Συμφωνία των Πρεσπών επισφαλή καθώς φαίνεται να θεωρείται μια ρεαλιστική λύση για τώρα, μόνο που το τώρα μπορεί εύκολα να γίνει χθες.
*Διεθνολόγος και Strategic – Μedia Analyst στο Crisis Monitor
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου