EPA, MICHAEL KLIMENTYEV, SPUTNIK / KREMLIN POOL
Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΥΡΙΓΟΥ*
Η νέα ανακοίνωση της Μόσχας για τη Συμφωνία των Πρεσπών δείχνει ότι η πληγή στις ελληνορωσικές σχέσεις δεν έχει ακόμα επουλωθεί. Η απάντηση της Αθήνας ήταν μεν προσεκτική και μετρημένη, αλλά έθεσε μία κόκκινη γραμμή. Ουσιαστικά μίλησε για παρέμβαση της ρωσικής διπλωματίας, η οποία, από την πλευρά της, δεν έχει σταματήσει να αποδίδει τη Συμφωνία των Πρεσπών σε παρεμβάσεις της Δύσης.
Σημαντικό τμήμα της δημόσιας εικόνας του Βλαντιμίρ Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας είναι η διασύνδεση με την Ορθοδοξία και το ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν. Το γεγονός αυτό εκ των πραγμάτων αποτελεί έναν δεσμό με τον Ελληνισμό, που σφραγίζει τις ελληνορωσικές σχέσεις. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι είναι χρόνιος ο ανταγωνισμός με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ανταγωνισμός, που λόγω της Ουκρανικής Εκκλησίας το τελευταίο διάστημα προσέλαβε πολεμικούς τόνους.
Τοανατολικό (και συναισθηματικό) τμήμα της ελληνικής ψυχής, ωστόσο, συνεχίζει να φαντασιώνεται πολύ περισσότερα από όσα πράγματι αντιπροσωπεύουν οι ελληνορωσικές σχέσεις τον 20ο και τον 21ο αιώνα. Άλλωστε, ήδη από το 18ο αιώνα και τη Μεγάλη Αικατερίνη περιμένουμε να έλθει ο «Μόσκοβος» που λέει και το δημοτικό τραγούδι.
Πόσο ρεαλιστικό είναι η Ρωσία να θέλει να έλθει σε εμάς; Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στα Ορλωφικά του 1770, στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878, όταν η Ρωσία επέλεξε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Βουλγαρία στο χώρο της Μακεδονίας, ή στο Κυπριακό τις δεκαετίες του 1960-70. Το 2015, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα αναζητούσε εναγωνίως χρηματοδότηση για να απαλλαγεί από τα μνημόνια, η Ρωσία στάθηκε απόμακρη. Έδειξε ότι μας υπολογίζει ως τμήμα της Δύσεως με τα μεγάλα κράτη της οποίας (ειδικά με τη Γερμανία) δεν ενδιαφέρεται να χαλάσει τις σχέσεις της.
Είναι ενδιαφέρον ότι η Ρωσία συνέδραμε ανεπαρκώς την Κυπριακή Δημοκρατία, όταν αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση, αν και πρέπει να ομολογήσουμε ότι και από την πλευρά της κυβέρνησης Αναστασιάδη δεν έγιναν οι σωστοί χειρισμοί. Όλα αυτά πριν προκύψει το ειδύλλιο Πούτιν-Ερντογάν, το οποίο έχει ανατρέψει τα γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή.
Είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε τη διαφορά μεταξύ αφ’ ενός στρατηγικών συμμάχων και αφ’ ετέρου χωρών που λειτουργούν ως αντίβαρα. Ευρώπη και ΗΠΑ είναι στρατηγικοί μας σύμμαχοι. Σε έναν κόσμο που η μόνη μακροχρόνια σταθερή είναι η αστάθεια και οι ανατροπές, η Δύση έχει δημιουργήσει το πιο πλήρες σύστημα στρατιωτικής, οικονομικής και πολιτικής ασφαλείας με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Στρατηγικοί εταίροι και χώρες-αντίβαρα
Σε αυτό το σύστημα εμείς μετέχουμε, όχι απαραιτήτως με τον τρόπο που θα θέλαμε, αλλά μετέχουμε. Σε μία γειτονιά με πολλά προβλήματα, τα ζωτικά συμφέροντα της ασφάλειας του ελληνικού λαού, της εδαφικής ακεραιότητας και της μακροπρόσθεσμης οικονομικής μας ευημερίας συνδέονται με αυτά των εταίρων και συμμάχων, παρά το γεγονός ότι και οι Ελλαδίτες και οι Ελληνοκύπριοι υπέστησαν βαρύτατα τραύματα από τα Μνημόνια.
Η Ρωσία (όπως η Κίνα και το Ιράν) λειτουργεί ως χώρα-αντίβαρο. Οι χώρες-αντίβαρα μπορούν να βοηθήσουν σε επιμέρους πολιτικές (π.χ. τροφοδοσία με αέριο). Οι καλές σχέσεις μαζί τους είναι αναγκαίες, επειδή μπορούν να μετριάσουν ακρότητες των στρατηγικών συμμάχων μας. Αυτό ισχύει και για τις ελληνορωσικές σχέσεις στην παρούσα συγκυρία, όπου η Μόσχα αναπτύσσει με την Άγκυρα δεσμούς στρατηγικών διαστάσεων. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι και το Κρεμλίνο δεν θα ταχθεί υπέρ της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό.
Οι χώρες-αντίβαρα προσφέρουν ερείσματα που καθιστούν λιγότερο προβλέψιμες τις αντιδράσεις των μικρών ή μεσαίων χωρών στις πιέσεις των μεγάλων στρατηγικών τους συμμάχων. Οι χώρες-αντίβαρα, όμως, είναι αυτό που λέει το όνομά τους. Βοηθούν τις ισορροπίες. Δεν είναι στρατηγικοί σύμμαχοι και προφανώς δεν είναι ο «άλλος» πόλος που εναγωνίως αναζητούσαν κάποιοι στην Ελλάδα, έχοντας ξεμείνει στην εποχή του κινήματος των Αδεσμεύτων. Αυτές τις ψευδαισθήσεις δεν τις έχουν πρωτίστως οι ίδιες οι χώρες-αντίβαρα, όπως αποδεικνύεται και από τη διαχρονική στάση της Ρωσίας έναντι της Ελλάδος.
Με αυτά τα δεδομένα και χωρίς φαντασιώσεις, το ρήγμα που προκλήθηκε το περασμένο καλοκαίρι στις ελληνορωσικές σχέσεις καλώς έγινε προσπάθεια να κλείσει. Η Μόσχα, λοιπόν, είναι απαραίτητη στο ευρύτερο σύστημα ισορροπιών. Αυτό το είχαν συνειδητοποιήσει ελληνικές κυβερνήσεις από την πολύ πιο δύσκολη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Υπενθυμίζουμε ότι το 1979, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφθηκε την τότε Σοβιετική Ένωση και την Κίνα.
*Ο Άγγελος Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής διεθνούς δικαίου και εξωτερικής πολιτικής στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Έχει επανειλημμένως ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά, το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα από θέσεις ευθύνης.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΥΡΙΓΟΥ*
Η νέα ανακοίνωση της Μόσχας για τη Συμφωνία των Πρεσπών δείχνει ότι η πληγή στις ελληνορωσικές σχέσεις δεν έχει ακόμα επουλωθεί. Η απάντηση της Αθήνας ήταν μεν προσεκτική και μετρημένη, αλλά έθεσε μία κόκκινη γραμμή. Ουσιαστικά μίλησε για παρέμβαση της ρωσικής διπλωματίας, η οποία, από την πλευρά της, δεν έχει σταματήσει να αποδίδει τη Συμφωνία των Πρεσπών σε παρεμβάσεις της Δύσης.
Σημαντικό τμήμα της δημόσιας εικόνας του Βλαντιμίρ Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας είναι η διασύνδεση με την Ορθοδοξία και το ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν. Το γεγονός αυτό εκ των πραγμάτων αποτελεί έναν δεσμό με τον Ελληνισμό, που σφραγίζει τις ελληνορωσικές σχέσεις. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι είναι χρόνιος ο ανταγωνισμός με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ανταγωνισμός, που λόγω της Ουκρανικής Εκκλησίας το τελευταίο διάστημα προσέλαβε πολεμικούς τόνους.
Τοανατολικό (και συναισθηματικό) τμήμα της ελληνικής ψυχής, ωστόσο, συνεχίζει να φαντασιώνεται πολύ περισσότερα από όσα πράγματι αντιπροσωπεύουν οι ελληνορωσικές σχέσεις τον 20ο και τον 21ο αιώνα. Άλλωστε, ήδη από το 18ο αιώνα και τη Μεγάλη Αικατερίνη περιμένουμε να έλθει ο «Μόσκοβος» που λέει και το δημοτικό τραγούδι.
Πόσο ρεαλιστικό είναι η Ρωσία να θέλει να έλθει σε εμάς; Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στα Ορλωφικά του 1770, στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878, όταν η Ρωσία επέλεξε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Βουλγαρία στο χώρο της Μακεδονίας, ή στο Κυπριακό τις δεκαετίες του 1960-70. Το 2015, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα αναζητούσε εναγωνίως χρηματοδότηση για να απαλλαγεί από τα μνημόνια, η Ρωσία στάθηκε απόμακρη. Έδειξε ότι μας υπολογίζει ως τμήμα της Δύσεως με τα μεγάλα κράτη της οποίας (ειδικά με τη Γερμανία) δεν ενδιαφέρεται να χαλάσει τις σχέσεις της.
Είναι ενδιαφέρον ότι η Ρωσία συνέδραμε ανεπαρκώς την Κυπριακή Δημοκρατία, όταν αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση, αν και πρέπει να ομολογήσουμε ότι και από την πλευρά της κυβέρνησης Αναστασιάδη δεν έγιναν οι σωστοί χειρισμοί. Όλα αυτά πριν προκύψει το ειδύλλιο Πούτιν-Ερντογάν, το οποίο έχει ανατρέψει τα γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή.
Είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε τη διαφορά μεταξύ αφ’ ενός στρατηγικών συμμάχων και αφ’ ετέρου χωρών που λειτουργούν ως αντίβαρα. Ευρώπη και ΗΠΑ είναι στρατηγικοί μας σύμμαχοι. Σε έναν κόσμο που η μόνη μακροχρόνια σταθερή είναι η αστάθεια και οι ανατροπές, η Δύση έχει δημιουργήσει το πιο πλήρες σύστημα στρατιωτικής, οικονομικής και πολιτικής ασφαλείας με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Στρατηγικοί εταίροι και χώρες-αντίβαρα
Σε αυτό το σύστημα εμείς μετέχουμε, όχι απαραιτήτως με τον τρόπο που θα θέλαμε, αλλά μετέχουμε. Σε μία γειτονιά με πολλά προβλήματα, τα ζωτικά συμφέροντα της ασφάλειας του ελληνικού λαού, της εδαφικής ακεραιότητας και της μακροπρόσθεσμης οικονομικής μας ευημερίας συνδέονται με αυτά των εταίρων και συμμάχων, παρά το γεγονός ότι και οι Ελλαδίτες και οι Ελληνοκύπριοι υπέστησαν βαρύτατα τραύματα από τα Μνημόνια.
Η Ρωσία (όπως η Κίνα και το Ιράν) λειτουργεί ως χώρα-αντίβαρο. Οι χώρες-αντίβαρα μπορούν να βοηθήσουν σε επιμέρους πολιτικές (π.χ. τροφοδοσία με αέριο). Οι καλές σχέσεις μαζί τους είναι αναγκαίες, επειδή μπορούν να μετριάσουν ακρότητες των στρατηγικών συμμάχων μας. Αυτό ισχύει και για τις ελληνορωσικές σχέσεις στην παρούσα συγκυρία, όπου η Μόσχα αναπτύσσει με την Άγκυρα δεσμούς στρατηγικών διαστάσεων. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι και το Κρεμλίνο δεν θα ταχθεί υπέρ της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό.
Οι χώρες-αντίβαρα προσφέρουν ερείσματα που καθιστούν λιγότερο προβλέψιμες τις αντιδράσεις των μικρών ή μεσαίων χωρών στις πιέσεις των μεγάλων στρατηγικών τους συμμάχων. Οι χώρες-αντίβαρα, όμως, είναι αυτό που λέει το όνομά τους. Βοηθούν τις ισορροπίες. Δεν είναι στρατηγικοί σύμμαχοι και προφανώς δεν είναι ο «άλλος» πόλος που εναγωνίως αναζητούσαν κάποιοι στην Ελλάδα, έχοντας ξεμείνει στην εποχή του κινήματος των Αδεσμεύτων. Αυτές τις ψευδαισθήσεις δεν τις έχουν πρωτίστως οι ίδιες οι χώρες-αντίβαρα, όπως αποδεικνύεται και από τη διαχρονική στάση της Ρωσίας έναντι της Ελλάδος.
Με αυτά τα δεδομένα και χωρίς φαντασιώσεις, το ρήγμα που προκλήθηκε το περασμένο καλοκαίρι στις ελληνορωσικές σχέσεις καλώς έγινε προσπάθεια να κλείσει. Η Μόσχα, λοιπόν, είναι απαραίτητη στο ευρύτερο σύστημα ισορροπιών. Αυτό το είχαν συνειδητοποιήσει ελληνικές κυβερνήσεις από την πολύ πιο δύσκολη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Υπενθυμίζουμε ότι το 1979, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφθηκε την τότε Σοβιετική Ένωση και την Κίνα.
*Ο Άγγελος Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής διεθνούς δικαίου και εξωτερικής πολιτικής στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Έχει επανειλημμένως ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά, το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα από θέσεις ευθύνης.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου