Οι πρόσφατες σαρωτικές πολιτικές ανακατατάξεις στη Βόρεια Αφρική και η αβεβαιότητα στον λοιπό αραβικό κόσμο δημιούργησαν την προσδοκία του συνταγματισμού, του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Αν και δεν είναι άτοπη αυτή η προσδοκία, πρέπει κανείς να την προσεγγίσει με γνώμονα τη θεσμική και ιστορική πορεία της δημοκρατίας και συναφών μορφών διακυβέρνησης στους κόλπους του Ισλάμ.
Οι πηγές του Ισλάμ ανάγονται κατά κύριο λόγο στον εκπεφρασμένο λόγο του Θεού προς τον Μωάμεθ (το Κοράνι, δηλαδή), τις πράξεις και τους λόγους του Μωάμεθ (η λεγόμενη σούνα) και την ερμηνεία των δύο αυτών πηγών από πεφωτισμένους διδασκάλους. Σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων δεν αποτελεί απλώς ένα θρησκευτικό κείμενο που αποτυπώνει τον θείο λόγο, αλλά είναι επιπλέον ένας λεπτομερής κώδικας κανόνων που ρυθμίζει κάθε πτυχή της ζωής ενός μουσουλμάνου. Για τον λόγο αυτό Ισλάμ και ισλαμικό δίκαιο (ή άλλως σαρία, που σημαίνει κυριολεκτικά δρόμος) είναι όροι συνώνυμοι και αλληλένδετοι.
Ετσι λοιπόν εξηγείται γιατί ο μέσος μουσουλμάνος δέχεται αδιαμαρτύρητα τις βάναυσες ποινές που επιτάσσει το Κοράνι ή την άνιση μεταχείριση των γυναικών, μεταξύ άλλων. Υπό τη βάση αυτή είναι λογικό λοιπόν οι ερμηνευτές του ισλαμικού δικαίου να σφετερίζονται τις πηγές του με τέτοιον τρόπο που να βολεύει τις όποιες επιδιώξεις τους. Δεν είναι διόλου παράξενο λοιπόν το γεγονός ότι παραδοσιακά έχουν αναπτυχθεί στον μουσουλμανικό κόσμο τέσσερις κύριες ερμηνευτικές σχολές, μία εκ των οποίων έχει υιοθετηθεί από κάθε μουσουλμανικό κράτος και υπό τις διδαχές της οποίας συντάσσονται νόμοι και πολιτικές γραμμές.
Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι κατά πόσο το Κοράνι και οι πηγές του συντάσσονται υπέρ κάποιας μορφής δημοκρατίας. Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό γίνεται αντιληπτό ότι ακόμη και αν προβλεπόταν δημοκρατική διακυβέρνηση στο Κοράνι ή τη σούνα, οι διάφοροι κορανικοί ερμηνευτές, οι αποφάσεις των οποίων έχουν δεσμευτική ισχύ στις περισσότερες μουσουλμανικές χώρες, θα μπορούσαν κάλλιστα να απορρίψουν την ύπαρξή της. Εξ ορισμού, ένα κοινωνικο-θρησκευτικό σύστημα, το οποίο υπάγεται σε λεπτομερείς κανόνες καλής συμπεριφοράς και κοινωνικής δικαιοσύνης και το οποίο ουδόλως αναγνωρίζει υπέρτατους επίγειους -πολύ δε περισσότερο κληρονομικούς- άρχοντες, δεν μπορεί να αντίκειται σε δημοκρατική διακυβέρνηση σε ευρεία έννοια. Πολλώ δε μάλλον τη στιγμή που ο ίδιος ο Μωάμεθ όρισε ότι οι σημαντικές αποφάσεις των κατά τόπο μουσουλμανικών κοινοτήτων πρέπει να λαμβάνονται από συμβούλια σοφών ή γερόντων (τη λεγόμενη σούρα), κάτι που αντιστοιχεί με το αρχαιοελληνικό πολίτευμα της αριστοκρατίας.
Είναι έκδηλο ότι η έλλειψη δημοκρατικών παραστάσεων στο Ισλάμ, ιδίως δε στο σύγχρονο, είναι αποτέλεσμα παραποίησης των θεμελιωδών αρχών του από συγκεκριμένες οικογενειοκρατίες και τους υποστηρικτές τους. Η Σαουδική Αραβία μάλιστα πήρε το όνομά της από την άρχουσα οικογένεια, αυτή του οίκου των Σαούδ. Τα τελευταία τριάντα χρόνια μαίνεται μία φιλοσοφική πάλη σχετικά με το πώς θα εξέλθει το Ισλάμ από τον πολιτικό και θεολογικό μεσαίωνα στον οποίο βρίσκεται. Η κρατούσα γνώμη μεταξύ φιλελεύθερων μουσουλμάνων στοχαστών -και με την οποία ταυτίζομαι απόλυτα- είναι ότι η οιαδήποτε αποδοχή δυτικού στυλ ατομικών ελευθεριών και δημοκρατικών ιδεωδών πρέπει – για να είναι βιώσιμη και καθολικά αποδεκτή- να προέλθει μέσα από τους ίδιους τους κόλπους και τις πηγές του Ισλάμ.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου