Χρήστος Ιακώβου - Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Χριστόφιας απέφυγε το Κοινό Ανακοινωθέν, κάτι που επεδίωκε η Τουρκία, η έκδοση της Κοινής Δήλωσης, στην ουσία, οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι η Κοινή Δήλωση μπορεί να εξελιχθεί σε ανάλογη παγίδα τακτικής, όπως απεδείχθη η συμφωνία της Νέας Υόρκης το Φεβρουάριο του 2004 για τον Τάσσο Παπαδόπουλο, η οποία οδήγησε στο Μπούργκενστοκ και στο Σχέδιο Ανάν 5.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι ελληνοκύπριοι ηγέτες δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν έγκαιρα τις παγίδες που τους είχαν στήσει οι διεθνείς διαμεσολαβητές. Σε επίπεδο τακτικής, η Κοινή Δήλωση αποτελεί μία προσθήκη στο προεκλογικό κεφάλαιο του Ταλάτ, που προσπαθούν εντέχνως τόσο η Τουρκία όσο και ο ξένος παράγοντας να δημιουργήσουν.
Επίσης, ενισχύει την άμυνα του Ερντογάν έναντι των Ευρωπαϊκών πιέσεων, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες και μη τυχαίες δηλώσεις της Άγκελα Μέρκελ, αναφερόμενες στην αθέτηση εκ μέρους της Τουρκίας της δέσμευσης για εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της επέκτασης της Τελωνειακής Ένωσης προς την Κύπρο και της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Τόσο διεθνώς, όσο και εγχωρίως, υπάρχει μία τάση που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εκλογή Έρογλου θα αποτελέσει ανασταλτικό και, πιθανόν, ανατρεπτικό παράγοντα σε σχέση με την μέχρι τώρα πορεία που πήραν οι συνομιλίες. Επομένως, το πιο σημαντικό ερώτημα στρατηγικής υπόθεσης που τίθεται με βάση την πιθανότητα εκλογής Έρογλου είναι το εξής: μπορεί ο Έρογλου να αλλάξει την μέχρι τώρα πορεία των συνομιλιών στη βάση της ρητορικής και των διακηρύξεων του;
Σε σχέση με την ρητορική του είναι ξεκάθαρη η άποψη του ότι είναι θιασώτης της διεθνούς κατοχύρωσης των στρατηγικών κεκτημένων της Τουρκίας στην Κύπρο από το 1974 και εντεύθεν, δηλαδή της δημιουργίας Τουρκικού κράτους στο βορρά και της διατήρησης της στρατηγικής ομηρίας του νοτίου τμήματος. Σε αυτή τη βάση είναι πλήρως ευθυγραμμισμένος με την στρατηγική στοχοθεσία της Τουρκίας στο Κυπριακό. Επομένως, η ουσία του ερωτήματος δεν αφορά στην πιθανότητα αλλαγής της Τουρκικής στρατηγικής αλλά της Τουρκικής τακτικής των τελευταίων ετών στο Κυπριακό.
Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη το τεράστιο σφάλμα της Ελληνικής πλευράς, τον Φεβρουάριο του 2004, η οποία απεδέχθη μία στημένη διαδικασία που οδηγούσε τελεολογικώς στην παγίδα του δημοψηφίσματος, κατάφερε να εξέλθει κερδισμένη και εν πολλοίς αποενοχοποιημένη και έκτοτε να προσμετρά νίκες τακτικής, κυρίως στην Ευρωπαϊκή της πορεία. Αυτό που η Τουρκία επιδιώκει σήμερα είναι να συνεχίζονται οι συνομιλίες στο Κυπριακό επιδιώκοντας δύο στόχους τακτικής: πρώτον, να διασφαλίζει ότι το Κυπριακό δεν θα αποτελεί εμπόδιο στην Ευρωπαϊκή της πορεία και δεύτερον, να χρησιμοποιεί την αρνητική πίεση που ασκεί ο χρόνος και τον αμερικανικόβρετανικό παράγοντα για να καταγράφει όσον το δυνατόν περισσότερες υποχωρήσεις από την Ελληνική πλευρά (π.χ. εκ περιτροπής προεδρία, έποικοι, σταθμισμένη ψήφος).
Με αυτά τα δεδομένα τακτικής, ο Έρογλου μπορεί να διαφοροποιηθεί από τον Ταλάτ δυναμιτίζοντας τις συνομιλίες; Η απάντηση είναι σαφώς όχι. Εκτός από τον μοχλό που πιθανόν να του δώσει η πλειοψηφία στα κατεχόμενα οι άλλες πραγματικότητες δεν μπορούν να του παράσχουν πολλά περιθώρια ελιγμών. Έστω και αν επιχειρήσει να διαφοροποιηθεί από την ήδη προδιαγεγραμμένη τακτική της Άγκυρας πολύ σύντομα η Τουρκία θα τον αναγκάσει να ευθυγραμμιστεί στην δική της ρότα και να λειτουργήσει στα πραγματικά πλαίσια πολιτικής, οικονομικής και πάνω απ’ όλα στρατιωτικής εξάρτησης των κατεχομένων από την «μητέρα πατρίδα».
Επομένως, το πρώτο συμπέρασμα στην ανάλυση της υπόθεσης στρατηγικής που θέσαμε είναι ότι πάντα η βάση στρατηγικής πρόβλεψης σε μία επικείμενη πολιτική αλλαγή δεν είναι το τι λέει ο πολιτικός δρων αλλά το τι μπορεί να κάνει, στη βάση των πραγματικοτήτων που του επιβάλλει το πολιτικό περιβάλλον. Θα ήταν τουλάχιστον αφέλεια να πιστέψει κάποιος ότι μερικές χιλιάδες ψήφοι στην κατεχόμενη Κύπρο θα επιβάλουν αλλαγή τακτικής στην Τουρκία σε μία περίοδο όπου η υπερεξάπλωση της εξωτερικής της πολιτικής ιεραρχεί ψηλότερα πολύ πιο σημαντικές προτεραιότητες απ’ ό,τι το Κυπριακό. Η Τουρκία θέλει κάποιον εντολοδόχο να συνομιλεί στο Κυπριακό και ο Έρογλου θα συνομιλήσει, είτε το θέλει είτε όχι.
Το δεύτερο και πιο ουσιαστικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε από αυτήν την υπόθεση είναι ότι, εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση η ουσία της διαπραγμάτευσης δεν είναι θέμα προσώπων, όπως έχει εγκλωβιστεί η Ελληνική πλευρά, η Κοινή Δήλωση εξυπηρετεί τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα την Τουρκική στρατηγική στοχοθεσία. Από τη στιγμή που η Ελληνική πλευρά δέχθηκε να καταγραφεί «πρόοδος» στα κεφάλαια που αφορούν την διζωνικότητα και την πολιτική ισότητα που ήταν πάγιες τουρκικές επιδιώξεις θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν στη συνέχεια των συνομιλιών θα τεθούν κρίσιμα για την ελληνική πλευρά θέματα όπως είναι η ασφάλεια, οι εγγυήσεις, οι έποικοι κά. Επομένως, έχοντας αποσπάσει καθοριστικής σημασίας παραχωρήσεις που ικανοποιούν σημαντικές στρατηγικές της επιδιώξεις, η «ουδέτερη» Τουρκία εξασφαλίζει το πλεονέκτημα τακτικής να σκληρύνει τη στάση της στις διαπραγματεύσεις και να απαιτήσει ακόμη περισσότερες υποχωρήσεις. Αυτόν τον ρόλο μπορεί να παίξει με μεγάλη επιτυχία ο «κακός» Έρογλου και χωρίς πρόβλημα ο «καλός» Ταλάτ. Τότε η Ελληνική πλευρά θα βρεθεί προ του εκβιαστικού διλήμματος να αποχωρήσει και να χρεωθεί το αδιέξοδο ή να παραμείνει σε μία διαδικασία εκφυλισμού των συνομιλιών έχοντας δώσει πολλά και χωρίς να λάβει τίποτα. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, η «ουδέτερη» Τουρκία βρίσκεται πλησίον ενός σημαντικού τακτικού στόχου. Να αποσυνδέσει το Κυπριακό οριστικά από τις Ευρωτουρκικές σχέσεις.
Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Χριστόφιας απέφυγε το Κοινό Ανακοινωθέν, κάτι που επεδίωκε η Τουρκία, η έκδοση της Κοινής Δήλωσης, στην ουσία, οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι η Κοινή Δήλωση μπορεί να εξελιχθεί σε ανάλογη παγίδα τακτικής, όπως απεδείχθη η συμφωνία της Νέας Υόρκης το Φεβρουάριο του 2004 για τον Τάσσο Παπαδόπουλο, η οποία οδήγησε στο Μπούργκενστοκ και στο Σχέδιο Ανάν 5.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι ελληνοκύπριοι ηγέτες δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν έγκαιρα τις παγίδες που τους είχαν στήσει οι διεθνείς διαμεσολαβητές. Σε επίπεδο τακτικής, η Κοινή Δήλωση αποτελεί μία προσθήκη στο προεκλογικό κεφάλαιο του Ταλάτ, που προσπαθούν εντέχνως τόσο η Τουρκία όσο και ο ξένος παράγοντας να δημιουργήσουν.
Επίσης, ενισχύει την άμυνα του Ερντογάν έναντι των Ευρωπαϊκών πιέσεων, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες και μη τυχαίες δηλώσεις της Άγκελα Μέρκελ, αναφερόμενες στην αθέτηση εκ μέρους της Τουρκίας της δέσμευσης για εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της επέκτασης της Τελωνειακής Ένωσης προς την Κύπρο και της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Τόσο διεθνώς, όσο και εγχωρίως, υπάρχει μία τάση που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εκλογή Έρογλου θα αποτελέσει ανασταλτικό και, πιθανόν, ανατρεπτικό παράγοντα σε σχέση με την μέχρι τώρα πορεία που πήραν οι συνομιλίες. Επομένως, το πιο σημαντικό ερώτημα στρατηγικής υπόθεσης που τίθεται με βάση την πιθανότητα εκλογής Έρογλου είναι το εξής: μπορεί ο Έρογλου να αλλάξει την μέχρι τώρα πορεία των συνομιλιών στη βάση της ρητορικής και των διακηρύξεων του;
Σε σχέση με την ρητορική του είναι ξεκάθαρη η άποψη του ότι είναι θιασώτης της διεθνούς κατοχύρωσης των στρατηγικών κεκτημένων της Τουρκίας στην Κύπρο από το 1974 και εντεύθεν, δηλαδή της δημιουργίας Τουρκικού κράτους στο βορρά και της διατήρησης της στρατηγικής ομηρίας του νοτίου τμήματος. Σε αυτή τη βάση είναι πλήρως ευθυγραμμισμένος με την στρατηγική στοχοθεσία της Τουρκίας στο Κυπριακό. Επομένως, η ουσία του ερωτήματος δεν αφορά στην πιθανότητα αλλαγής της Τουρκικής στρατηγικής αλλά της Τουρκικής τακτικής των τελευταίων ετών στο Κυπριακό.
Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη το τεράστιο σφάλμα της Ελληνικής πλευράς, τον Φεβρουάριο του 2004, η οποία απεδέχθη μία στημένη διαδικασία που οδηγούσε τελεολογικώς στην παγίδα του δημοψηφίσματος, κατάφερε να εξέλθει κερδισμένη και εν πολλοίς αποενοχοποιημένη και έκτοτε να προσμετρά νίκες τακτικής, κυρίως στην Ευρωπαϊκή της πορεία. Αυτό που η Τουρκία επιδιώκει σήμερα είναι να συνεχίζονται οι συνομιλίες στο Κυπριακό επιδιώκοντας δύο στόχους τακτικής: πρώτον, να διασφαλίζει ότι το Κυπριακό δεν θα αποτελεί εμπόδιο στην Ευρωπαϊκή της πορεία και δεύτερον, να χρησιμοποιεί την αρνητική πίεση που ασκεί ο χρόνος και τον αμερικανικόβρετανικό παράγοντα για να καταγράφει όσον το δυνατόν περισσότερες υποχωρήσεις από την Ελληνική πλευρά (π.χ. εκ περιτροπής προεδρία, έποικοι, σταθμισμένη ψήφος).
Με αυτά τα δεδομένα τακτικής, ο Έρογλου μπορεί να διαφοροποιηθεί από τον Ταλάτ δυναμιτίζοντας τις συνομιλίες; Η απάντηση είναι σαφώς όχι. Εκτός από τον μοχλό που πιθανόν να του δώσει η πλειοψηφία στα κατεχόμενα οι άλλες πραγματικότητες δεν μπορούν να του παράσχουν πολλά περιθώρια ελιγμών. Έστω και αν επιχειρήσει να διαφοροποιηθεί από την ήδη προδιαγεγραμμένη τακτική της Άγκυρας πολύ σύντομα η Τουρκία θα τον αναγκάσει να ευθυγραμμιστεί στην δική της ρότα και να λειτουργήσει στα πραγματικά πλαίσια πολιτικής, οικονομικής και πάνω απ’ όλα στρατιωτικής εξάρτησης των κατεχομένων από την «μητέρα πατρίδα».
Επομένως, το πρώτο συμπέρασμα στην ανάλυση της υπόθεσης στρατηγικής που θέσαμε είναι ότι πάντα η βάση στρατηγικής πρόβλεψης σε μία επικείμενη πολιτική αλλαγή δεν είναι το τι λέει ο πολιτικός δρων αλλά το τι μπορεί να κάνει, στη βάση των πραγματικοτήτων που του επιβάλλει το πολιτικό περιβάλλον. Θα ήταν τουλάχιστον αφέλεια να πιστέψει κάποιος ότι μερικές χιλιάδες ψήφοι στην κατεχόμενη Κύπρο θα επιβάλουν αλλαγή τακτικής στην Τουρκία σε μία περίοδο όπου η υπερεξάπλωση της εξωτερικής της πολιτικής ιεραρχεί ψηλότερα πολύ πιο σημαντικές προτεραιότητες απ’ ό,τι το Κυπριακό. Η Τουρκία θέλει κάποιον εντολοδόχο να συνομιλεί στο Κυπριακό και ο Έρογλου θα συνομιλήσει, είτε το θέλει είτε όχι.
Το δεύτερο και πιο ουσιαστικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε από αυτήν την υπόθεση είναι ότι, εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση η ουσία της διαπραγμάτευσης δεν είναι θέμα προσώπων, όπως έχει εγκλωβιστεί η Ελληνική πλευρά, η Κοινή Δήλωση εξυπηρετεί τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα την Τουρκική στρατηγική στοχοθεσία. Από τη στιγμή που η Ελληνική πλευρά δέχθηκε να καταγραφεί «πρόοδος» στα κεφάλαια που αφορούν την διζωνικότητα και την πολιτική ισότητα που ήταν πάγιες τουρκικές επιδιώξεις θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν στη συνέχεια των συνομιλιών θα τεθούν κρίσιμα για την ελληνική πλευρά θέματα όπως είναι η ασφάλεια, οι εγγυήσεις, οι έποικοι κά. Επομένως, έχοντας αποσπάσει καθοριστικής σημασίας παραχωρήσεις που ικανοποιούν σημαντικές στρατηγικές της επιδιώξεις, η «ουδέτερη» Τουρκία εξασφαλίζει το πλεονέκτημα τακτικής να σκληρύνει τη στάση της στις διαπραγματεύσεις και να απαιτήσει ακόμη περισσότερες υποχωρήσεις. Αυτόν τον ρόλο μπορεί να παίξει με μεγάλη επιτυχία ο «κακός» Έρογλου και χωρίς πρόβλημα ο «καλός» Ταλάτ. Τότε η Ελληνική πλευρά θα βρεθεί προ του εκβιαστικού διλήμματος να αποχωρήσει και να χρεωθεί το αδιέξοδο ή να παραμείνει σε μία διαδικασία εκφυλισμού των συνομιλιών έχοντας δώσει πολλά και χωρίς να λάβει τίποτα. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, η «ουδέτερη» Τουρκία βρίσκεται πλησίον ενός σημαντικού τακτικού στόχου. Να αποσυνδέσει το Κυπριακό οριστικά από τις Ευρωτουρκικές σχέσεις.
Δημοσίευση σχολίου