Καθώς η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση οδεύει στη λύση της, μπορούμε να γυρίσουμε σελίδα και να κάνουμε ορισμένες προβλέψεις για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας και, εν τέλει, της Ευρώπης.Η Ελλάδα θα ζητήσει και θα λάβει ένα πακέτο διάσωσης. Όπως επισημαίνει ο Κρις Πράις, αναλυτής της ελληνικής οικονομίας στον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch, στο πρακτορείο Reuters, «είναι τώρα στο χέρι της ελληνικής κυβέρνησης να κάνει επίσημο διάβημα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητώντας κεφάλαια και στήριξη»
. Μαζί του συμφωνεί και ο Λόρεντ Μπίλκε του Nomura. Θεωρεί ότι «γίνεται όλο και πιο πιθανό τώρα πια πως η ελληνική κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να αναζητήσει διάσωση». Και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ διαβεβαιώνει «ότι δεν υπάρχει περίπτωση στάσης πληρωμών της Ελλάδας», ίσως ανασκευάζοντας τις αντιρρήσεις του για το ρόλο του ΔΝΤ στην ελληνική διάσωση. Αλλά η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν πρέπει να αποκλείεται: ακόμα κι αν λάβει δανειοδότηση ύψους 20 ως 30 δις ευρώ, η Ελλάδα παραμένει επιβαρημένη με ένα δύσκολα διαχειρίσιμο χρέος.
Μπορεί ο Έλληνας κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιώργος Πεταλωτής να δηλώνει ότι δεν υπάρχει «επί του παρόντος» ανάγκη για διάσωση και να επιμένει ότι η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει τα κεφάλαια που θέλει από τις αγορές. Αλλά η Ελλάδα δεν θα πληρώσει αυτό που αποκαλεί ‘βαρβαρικά’ επιτόκια. Όμως τα 10ετή ελληνικά ομόλογα έχουν φτάσει το 7% και τα 2ετή το 8%. Οι επενδυτές της Ασίας δεν θέλουν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα και οι Αμερικανοί δεν δείχνουν καμία προθυμία να καλύψουν το κενό.
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου θα επισκεφθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες για να καλέσει τους επενδυτές να αγοράσουν το σύνολο ή τμήμα της έκδοσης ελληνικών ομολόγων σε δολάριο που έχει προγραμματιστεί για τον Απρίλιο και το Μάιο. Το έργο του δεν θα είναι εύκολο: τα κεφάλαια εγκαταλείπουν την Ελλάδα, η βιομηχανική παραγωγή και οι νέες παραγγελίες μειώνονται με ανησυχητικούς ρυθμούς και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέγεθος των ‘κουρεμάτων’ που η ΕΚΤ θα επιβάλει προκειμένου να συνεχίσει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών.
Όπως και οι δύο αναλυτές επισημαίνουν, ο μόνος τρόπος για να αποφύγει η Ελλάδα να καταβάλει τα ‘βαρβαρικά’ επιτόκια είναι να διασφαλίσει κεφάλαια με επιτόκια χαμηλότερα από της αγοράς, κάτι το οποίο η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ δεν πρόκειται να αποδεχτεί μέχρι τις 9 Μαΐου, ημερομηνία των κρίσιμων για τον κυβερνητικό της συνασπισμό εκλογών στην Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία. Μετά από αυτή την ημερομηνία, με τη συμμετοχή του ΔΝΤ και υπό τον όρο της αυστηρής εποπτείας των ελληνικών κρατικών δαπανών, μπορεί να διακινδυνεύσει μια πρόκληση προς το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Οι Γερμανοί μισούν την ιδέα της χρηματοδότησης της διάσωσης ενός λαού που έχει όριο ηλικίας συνταξιοδότησης μικρότερο από το δικό τους, αλλά μισούν ακόμα περισσότερο τη σκέψη της κατάρρευσης του ‘ευρωπαϊκού σχεδίου’, που το θεωρούν ως τον ύστατο περιορισμό για την αποτροπή της επανεμφάνισης του εθνικισμού που ιστορικά έχει κάνει τόση ζημιά στη χώρα τους.
Από τη στιγμή που οι αγορές θα απορροφήσουν το γεγονός ότι δεν προβλέπεται καμία χρεοκοπία της Ελλάδας ούτε των άλλων αδύναμων κρίκων της Ευρωζώνης, θα στρέψουν την προσοχή τους στις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ε.Ε. Και τότε οι αναλυτές θα αρχίσουν να βλέπουν τα ‘πράσινα βλαστάρια’ που τόσο αναζητούν στη θέση της ύφεσης.
Σύμφωνα με τον δείκτη Markit, η Ευρωζώνη εμφάνισε τον Μάρτιο ανάπτυξη για 8ο συνεχόμενο μήνα. Ο ίδιος μήνας είχε τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον Αύγουστο του 2007. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, αλλά και η Ισπανία – αυτή για πρώτη φορά από το Δεκέμβριο του 2007 – κατέγραψαν ανάπτυξη.
Μέχρις εδώ καλά, αλλά δεν δείχνουν όλα τα οικονομικά στοιχεία προς την ίδια κατεύθυνση. Η Economist Intelligence Unit προβλέπει πως η δυτική Ευρώπη δεν θα έχει τη δυνατότητα να αγγίξει το έτσι κι αλλιώς μη ικανοποιητικό ποσοστό ανάπτυξης του 2% παρά μόνο προς το 2014, δηλαδή θα έχει ρυθμό ανάπτυξης κατώτερου του μισού από ό,τι προβλέπεται για την ανάπτυξη του υπόλοιπου κόσμου εκείνη την εποχή. Η Γερμανία που αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης είναι σε καλύτερη κατάσταση από πριν, χάρη στην αύξηση των εξαγωγών της, αλλά η εγχώρια ζήτηση κινείται πολύ χαμηλά και δεν της επιτρέπει να γίνει η ατμομηχανή που θα οδηγούσε την ανάπτυξη της Ευρώπης προς ένα 3% και πάνω που πιάνει ήδη η Αμερική. Η γερμανική κυβέρνηση προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης για φέτος μόλις 1.4%, μετά από συρρίκνωση κατά 5% το 2009.
Οι μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις της Γερμανίας, που αποτελούν την παραδοσιακή ραχοκοκαλιά της οικονομίας, παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Σύμφωνα με την MittelstandMonitor, ετήσια έκθεση του κλάδου, προβλέπεται φέτος το λουκέτο 40.000 τέτοιων επιχειρήσεων, αριθμός που αντιπροσωπεύει μια αύξηση κατά 16,6% σε σχέση με το 2009 και αποτελεί ιστορικό υψηλό.
Παρά ταύτα, ακόμη κι οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές κάποιας ανάπτυξης στη Γερμανία και στο υπόλοιπο της Ευρωζώνης αντιπροσωπεύουν μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με το βάθος της ύφεσης του 2009. Αλλά μακροπρόθεσμα τα πράγματα είναι μάλλον ανησυχητικά. Σε κάποια στιγμή η ΕΚΤ που κράτησε το επιτόκιο της αμετάβλητο στο 1% την περασμένη βδομάδα, θα προχωρήσει στην υιοθέτηση μιας στρατηγικής εξόδου από αυτό που αποκαλεί ‘μέτρα τόνωσης της οικονομίας σημαντικής έκτασης’. Αν κινηθεί πρόωρα, ακόμα και αυτή η πενιχρή ανάπτυξη που προβλέπεται επί του παρόντος θα καταστεί ανέφικτος στόχος.
Το πιο σημαντικό είναι ότι μακροπρόθεσμα οι οικονομίες της Ευρωζώνης θα έχουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, εκτός και αν προχωρήσουν στις μεταρρυθμίσεις των αγορών εργασίας που για πολύ καιρό υπόσχονταν και για πολύ καιρό απέφευγαν - μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα καταστήσουν ευκολότερη την ίδρυση νέων επιχειρήσεων και θα ελαφρύνουν το φορολογικό βάρος και τους παραγωγούς πλούτου με τη μείωση του κράτους πρόνοιας. Σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί συμφωνούν ότι αυτό πρέπει να γίνει αλλά η αποκαλούμενη μεταρρυθμιστική στρατηγική ‘Ευρώπη 2020’ υπάρχει μόνο στα χαρτιά.
* Ο Irwin Stelzer είναι διευθυντής των σπουδών Οικονομικής Πολιτικής στο Hudson Institute.
. Μαζί του συμφωνεί και ο Λόρεντ Μπίλκε του Nomura. Θεωρεί ότι «γίνεται όλο και πιο πιθανό τώρα πια πως η ελληνική κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να αναζητήσει διάσωση». Και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ διαβεβαιώνει «ότι δεν υπάρχει περίπτωση στάσης πληρωμών της Ελλάδας», ίσως ανασκευάζοντας τις αντιρρήσεις του για το ρόλο του ΔΝΤ στην ελληνική διάσωση. Αλλά η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν πρέπει να αποκλείεται: ακόμα κι αν λάβει δανειοδότηση ύψους 20 ως 30 δις ευρώ, η Ελλάδα παραμένει επιβαρημένη με ένα δύσκολα διαχειρίσιμο χρέος.
Μπορεί ο Έλληνας κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιώργος Πεταλωτής να δηλώνει ότι δεν υπάρχει «επί του παρόντος» ανάγκη για διάσωση και να επιμένει ότι η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει τα κεφάλαια που θέλει από τις αγορές. Αλλά η Ελλάδα δεν θα πληρώσει αυτό που αποκαλεί ‘βαρβαρικά’ επιτόκια. Όμως τα 10ετή ελληνικά ομόλογα έχουν φτάσει το 7% και τα 2ετή το 8%. Οι επενδυτές της Ασίας δεν θέλουν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα και οι Αμερικανοί δεν δείχνουν καμία προθυμία να καλύψουν το κενό.
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου θα επισκεφθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες για να καλέσει τους επενδυτές να αγοράσουν το σύνολο ή τμήμα της έκδοσης ελληνικών ομολόγων σε δολάριο που έχει προγραμματιστεί για τον Απρίλιο και το Μάιο. Το έργο του δεν θα είναι εύκολο: τα κεφάλαια εγκαταλείπουν την Ελλάδα, η βιομηχανική παραγωγή και οι νέες παραγγελίες μειώνονται με ανησυχητικούς ρυθμούς και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέγεθος των ‘κουρεμάτων’ που η ΕΚΤ θα επιβάλει προκειμένου να συνεχίσει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών.
Όπως και οι δύο αναλυτές επισημαίνουν, ο μόνος τρόπος για να αποφύγει η Ελλάδα να καταβάλει τα ‘βαρβαρικά’ επιτόκια είναι να διασφαλίσει κεφάλαια με επιτόκια χαμηλότερα από της αγοράς, κάτι το οποίο η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ δεν πρόκειται να αποδεχτεί μέχρι τις 9 Μαΐου, ημερομηνία των κρίσιμων για τον κυβερνητικό της συνασπισμό εκλογών στην Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία. Μετά από αυτή την ημερομηνία, με τη συμμετοχή του ΔΝΤ και υπό τον όρο της αυστηρής εποπτείας των ελληνικών κρατικών δαπανών, μπορεί να διακινδυνεύσει μια πρόκληση προς το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Οι Γερμανοί μισούν την ιδέα της χρηματοδότησης της διάσωσης ενός λαού που έχει όριο ηλικίας συνταξιοδότησης μικρότερο από το δικό τους, αλλά μισούν ακόμα περισσότερο τη σκέψη της κατάρρευσης του ‘ευρωπαϊκού σχεδίου’, που το θεωρούν ως τον ύστατο περιορισμό για την αποτροπή της επανεμφάνισης του εθνικισμού που ιστορικά έχει κάνει τόση ζημιά στη χώρα τους.
Από τη στιγμή που οι αγορές θα απορροφήσουν το γεγονός ότι δεν προβλέπεται καμία χρεοκοπία της Ελλάδας ούτε των άλλων αδύναμων κρίκων της Ευρωζώνης, θα στρέψουν την προσοχή τους στις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ε.Ε. Και τότε οι αναλυτές θα αρχίσουν να βλέπουν τα ‘πράσινα βλαστάρια’ που τόσο αναζητούν στη θέση της ύφεσης.
Σύμφωνα με τον δείκτη Markit, η Ευρωζώνη εμφάνισε τον Μάρτιο ανάπτυξη για 8ο συνεχόμενο μήνα. Ο ίδιος μήνας είχε τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον Αύγουστο του 2007. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, αλλά και η Ισπανία – αυτή για πρώτη φορά από το Δεκέμβριο του 2007 – κατέγραψαν ανάπτυξη.
Μέχρις εδώ καλά, αλλά δεν δείχνουν όλα τα οικονομικά στοιχεία προς την ίδια κατεύθυνση. Η Economist Intelligence Unit προβλέπει πως η δυτική Ευρώπη δεν θα έχει τη δυνατότητα να αγγίξει το έτσι κι αλλιώς μη ικανοποιητικό ποσοστό ανάπτυξης του 2% παρά μόνο προς το 2014, δηλαδή θα έχει ρυθμό ανάπτυξης κατώτερου του μισού από ό,τι προβλέπεται για την ανάπτυξη του υπόλοιπου κόσμου εκείνη την εποχή. Η Γερμανία που αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης είναι σε καλύτερη κατάσταση από πριν, χάρη στην αύξηση των εξαγωγών της, αλλά η εγχώρια ζήτηση κινείται πολύ χαμηλά και δεν της επιτρέπει να γίνει η ατμομηχανή που θα οδηγούσε την ανάπτυξη της Ευρώπης προς ένα 3% και πάνω που πιάνει ήδη η Αμερική. Η γερμανική κυβέρνηση προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης για φέτος μόλις 1.4%, μετά από συρρίκνωση κατά 5% το 2009.
Οι μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις της Γερμανίας, που αποτελούν την παραδοσιακή ραχοκοκαλιά της οικονομίας, παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Σύμφωνα με την MittelstandMonitor, ετήσια έκθεση του κλάδου, προβλέπεται φέτος το λουκέτο 40.000 τέτοιων επιχειρήσεων, αριθμός που αντιπροσωπεύει μια αύξηση κατά 16,6% σε σχέση με το 2009 και αποτελεί ιστορικό υψηλό.
Παρά ταύτα, ακόμη κι οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές κάποιας ανάπτυξης στη Γερμανία και στο υπόλοιπο της Ευρωζώνης αντιπροσωπεύουν μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με το βάθος της ύφεσης του 2009. Αλλά μακροπρόθεσμα τα πράγματα είναι μάλλον ανησυχητικά. Σε κάποια στιγμή η ΕΚΤ που κράτησε το επιτόκιο της αμετάβλητο στο 1% την περασμένη βδομάδα, θα προχωρήσει στην υιοθέτηση μιας στρατηγικής εξόδου από αυτό που αποκαλεί ‘μέτρα τόνωσης της οικονομίας σημαντικής έκτασης’. Αν κινηθεί πρόωρα, ακόμα και αυτή η πενιχρή ανάπτυξη που προβλέπεται επί του παρόντος θα καταστεί ανέφικτος στόχος.
Το πιο σημαντικό είναι ότι μακροπρόθεσμα οι οικονομίες της Ευρωζώνης θα έχουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, εκτός και αν προχωρήσουν στις μεταρρυθμίσεις των αγορών εργασίας που για πολύ καιρό υπόσχονταν και για πολύ καιρό απέφευγαν - μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα καταστήσουν ευκολότερη την ίδρυση νέων επιχειρήσεων και θα ελαφρύνουν το φορολογικό βάρος και τους παραγωγούς πλούτου με τη μείωση του κράτους πρόνοιας. Σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί συμφωνούν ότι αυτό πρέπει να γίνει αλλά η αποκαλούμενη μεταρρυθμιστική στρατηγική ‘Ευρώπη 2020’ υπάρχει μόνο στα χαρτιά.
* Ο Irwin Stelzer είναι διευθυντής των σπουδών Οικονομικής Πολιτικής στο Hudson Institute.
Δημοσίευση σχολίου