γράφει ο Αντρέας Πανταζόπουλος
Αν είναι αλήθεια ότι διάγουμε περίοδο ρευστοποίησης των κομματικών ταυτίσεων, τότε και οι ταυτότητες «Δεξιά» και «Κεντροδεξιά» βρίσκονται και αυτές σε προφανή δυσαρμονία με τα παραδοσιακά τους ακροατήρια. Στην καλύτερη περίπτωση, το πολιτικό προσωπικό που εξακολουθεί να αναγνωρίζεται σε αυτές είναι παραπλανημένο, στη χειρότερη δημαγωγεί και εργαλειοποιεί υπολειμματικές ευαισθησίες που διαρκώς εξανεμίζονται...... Αν, ωστόσο, είμαστε αναγκασμένοι να σκεπτόμαστε ακόμη με όρους κομματικής γεωγραφίας, παρά τις ορατές συγκλίσεις, τις διά γυμνού οφθαλμού επικαλύψεις και τους ισχυρούς αλληλοπροσδιορισμούς μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και τις πορώδεις σχέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές οικογένειες, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι διαδηλώνεται ένα κοινωνικό αίτημα πολιτικών ή και αξιακών διαιρέσεων.
Τι συγκροτεί τη διαφορά μιας Δεξιάς από μια Κεντροδεξιά; Δύσκολο να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα αν δεν θεωρήσει τη δεύτερη αναπόσπαστο τμήμα της πρώτης και στο πλαίσιο αυτό δεν επιχειρήσει να δει τους υπαρκτούς όντως μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό αυτής της «παράταξης». Γιατί η αφετηρία εκκίνησης είναι η Δεξιά και όχι το Κέντρο. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη το ειδικό βάρος των εθνικών ιδιαιτεροτήτων που χρωματίζουν και διαμορφώνουν έναν αστερισμό τέτοιων μετασχηματισμών, δεν θα είμαστε πολύ μακράν της πραγματικότητας αν υποστηρίζαμε ότι αυτές οι εξελίξεις δίνουν έδαφος σε υβρίδια φιλελευθερισμού και συντηρητισμού: φιλελεύθερος συντηρητισμός ή συντηρητικός φιλελευθερισμός είναι τα αξιακά πρόσημα νέων, ανέκδοτων πολιτικών συνθέσεων που θέλουν να συγκεράσουν τη νεο-προοδευτική υπόσχεση με μια επανεπινόηση των παραδόσεων. Την οικονομική πρόοδο και την τεχνολογική καινοτομία με την «αναβίωση» των παραμελημένων, απωθημένων αξιών της πατρίδας, της οικογένειας, της θρησκείας, πρώτα από όλες, σωρευτικά ή εναλλακτικά. Κοντολογίς, τη φιλελεύθερη «πρόοδο» με τη συντηρητική «παράδοση». Το αναπόφευκτο «άνοιγμα» στον κόσμο με το ταυτόχρονο κλείσιμο στη δοκιμασμένη και «ανεξάλειπτη» αξία του εθνικού εαυτού.
Στην αφετηρία μιας τέτοιας, από πολλές απόψεις αντιφατικής, συναίρεσης βρίσκεται μια ομολογημένη ή ανομολόγητη άρνηση του γνωστού νεοφιλελεύθερου (θατσερικού, για την ακρίβεια) αξιώματος σύμφωνα με το οποίο «υπάρχουν μόνο άτομα, η κοινωνία δεν υπάρχει». Μαρτυρά επ΄ αυτού η απόπειρα αξιακής «επανίδρυσης» των βρετανών Συντηρητικών, η επινόηση ενός «συντηρητισμού του 21ου αιώνα», αγκιστρωμένου πλέον στην κοινωνία και όχι στις υποτιθέμενες ορθολογικές επιλογές των μεμονωμένων ατόμων. Η ρήξη τους με τη θατσερική Δεξιά πριμοδοτεί έναν σύγχρονο συμπονετικό συντηρητισμό, που αξιοδοτεί σε μια πραγματιστική (και αντι-κρατική, είναι αλήθεια), ωστόσο μη-ιδεολογική, βάση τις αλληλέγγυες δράσεις της κοινωνίας των πολιτών για την προαγωγή της κοινωνικής συνοχής. Η επικέντρωση στην «κοινωνική ευθύνη», ακόμη και στην οικολογική προβληματική («πράσινος συντηρητισμός»), η σχετική υποβάθμιση στο πλαίσιο αυτό του «οικονομικού ανθρώπου», η επίκληση στο εξής μιας συμπεριφορικής ψυχολογίας προκειμένου να κατανοηθούν επαρκώς τα ανορθολογικά κριτήρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όλα αυτά συντείνουν στην υπερτίμηση εκείνων των κοινωνικών πρακτικών που εμπεδώνουν μια κοινωνία ενσωμάτωσης, μη-αποκλεισμού. Μέσα σε τέτοια συμφραζόμενα αναδιατυπώνεται ο πολιτικός λόγος της βρετανικής Δεξιάς σε «πραγματιστικό κέντρο», δηλαδή σε Κεντροδεξιά.
Η σχετική ευρεία δημόσια συζήτηση που διεξάγεται αυτή την περίοδο στη Γαλλία, με κυβερνητική πρωτοβουλία της κεντροδεξιάς πλειοψηφίας (στην οποία, όπως είναι γνωστό, συμμετέχουν και αρκετοί σοσιαλιστές), για τη γαλλική εθνική ταυτότητα αποτελεί μια άλλη απόδειξη αυτής της τάσης «επιστροφής» στο παρελθόν, φυσικά προς εξυπηρέτηση αναγκών του παρόντος. Ο ίδιος ο σαρκοζισμός είναι ακατανόητος έξω από ένα πλαίσιο ανάδειξης της γαλλικής ιδιαιτερότητας, της ρεπουμπλικανικής παράδοσης, ακόμη και ενός «ήπιου» αυταρχισμού, ενός προσωπικού λαϊκιστικού ύφους του φορέα του, στοιχεία συνοδευόμενα από έναν χείμαρρο φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων με στόχο τον εκσυγχρονισμό. Και η γαλλική Κεντροδεξιά συνεπώς υπάρχει ως τμήμα μιας αξιακά αναπροσανατολισμένης Δεξιάς, όχι ως αυτόνομος κεντρώος-τεχνοκρατικός θύλακας.
Με όλες τις σοβαρές ιδιαιτερότητές της και η ελληνική περίπτωση μπορεί να εγγραφεί, εν μέρει τουλάχιστον, σε αυτή την τάση επαναπροσδιορισμού των αξιακών προϋποθέσεων της δεξιάς «αναγέννησης». Μόνο που εδώ η επινόηση ενός ελληνικού συντηρητισμού, με την κυριαρχία ενός εθνικιστικού ορθοδοξισμού, από κοινού με τις παλαιοκομματικές-πελατειακές συμφύσεις του, μπορεί να λειτουργήσει εξ αντικειμένου περισσότερο ιδεολογικά και πολύ λιγότερο πραγματιστικά. Περισσότερο δεξιά, ακόμη και ακροδεξιά, και λιγότερο κεντροδεξιά. Πολύ περισσότερο παραδοσιοκρατικά και πολύ λιγότερο φιλελεύθερα. Ενώ στις άλλες περιπτώσεις η εμφανής τάση αναδίπλωσης προς μια ορισμένη μορφή «μονοπολιτισμικότητας» θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να γίνει αντικείμενο μιας κοσμικής πολιτικής διαχείρισης, στην ελληνική περίπτωση αυτή η μονοπολιτισμικότητα γίνεται εύκολα λεία ενός εθνικοορθόδοξου λαϊκισμού.
Σχηματοποιώντας, και πολιτικά μιλώντας, το πρόβλημα με την ελληνική (κεντρο-)δεξιά είναι ότι η πρωτοβουλία για την ανασυγκρότησή της προήλθε από τη δεξιά της πτέρυγα, στο έδαφος που εκουσίως της παραχώρησε η φιλελεύθερη-κεντρώα τάση. Αν η Κεντροδεξιά δεν μπορεί να μιλήσει και ως «Δεξιά», η ανασυγκρότηση της δεύτερης ενδεχομένως θα γίνει ερήμην της πρώτης, αν όχι εναντίον της.
Αν είναι αλήθεια ότι διάγουμε περίοδο ρευστοποίησης των κομματικών ταυτίσεων, τότε και οι ταυτότητες «Δεξιά» και «Κεντροδεξιά» βρίσκονται και αυτές σε προφανή δυσαρμονία με τα παραδοσιακά τους ακροατήρια. Στην καλύτερη περίπτωση, το πολιτικό προσωπικό που εξακολουθεί να αναγνωρίζεται σε αυτές είναι παραπλανημένο, στη χειρότερη δημαγωγεί και εργαλειοποιεί υπολειμματικές ευαισθησίες που διαρκώς εξανεμίζονται...... Αν, ωστόσο, είμαστε αναγκασμένοι να σκεπτόμαστε ακόμη με όρους κομματικής γεωγραφίας, παρά τις ορατές συγκλίσεις, τις διά γυμνού οφθαλμού επικαλύψεις και τους ισχυρούς αλληλοπροσδιορισμούς μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και τις πορώδεις σχέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές οικογένειες, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι διαδηλώνεται ένα κοινωνικό αίτημα πολιτικών ή και αξιακών διαιρέσεων.
Τι συγκροτεί τη διαφορά μιας Δεξιάς από μια Κεντροδεξιά; Δύσκολο να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα αν δεν θεωρήσει τη δεύτερη αναπόσπαστο τμήμα της πρώτης και στο πλαίσιο αυτό δεν επιχειρήσει να δει τους υπαρκτούς όντως μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό αυτής της «παράταξης». Γιατί η αφετηρία εκκίνησης είναι η Δεξιά και όχι το Κέντρο. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη το ειδικό βάρος των εθνικών ιδιαιτεροτήτων που χρωματίζουν και διαμορφώνουν έναν αστερισμό τέτοιων μετασχηματισμών, δεν θα είμαστε πολύ μακράν της πραγματικότητας αν υποστηρίζαμε ότι αυτές οι εξελίξεις δίνουν έδαφος σε υβρίδια φιλελευθερισμού και συντηρητισμού: φιλελεύθερος συντηρητισμός ή συντηρητικός φιλελευθερισμός είναι τα αξιακά πρόσημα νέων, ανέκδοτων πολιτικών συνθέσεων που θέλουν να συγκεράσουν τη νεο-προοδευτική υπόσχεση με μια επανεπινόηση των παραδόσεων. Την οικονομική πρόοδο και την τεχνολογική καινοτομία με την «αναβίωση» των παραμελημένων, απωθημένων αξιών της πατρίδας, της οικογένειας, της θρησκείας, πρώτα από όλες, σωρευτικά ή εναλλακτικά. Κοντολογίς, τη φιλελεύθερη «πρόοδο» με τη συντηρητική «παράδοση». Το αναπόφευκτο «άνοιγμα» στον κόσμο με το ταυτόχρονο κλείσιμο στη δοκιμασμένη και «ανεξάλειπτη» αξία του εθνικού εαυτού.
Στην αφετηρία μιας τέτοιας, από πολλές απόψεις αντιφατικής, συναίρεσης βρίσκεται μια ομολογημένη ή ανομολόγητη άρνηση του γνωστού νεοφιλελεύθερου (θατσερικού, για την ακρίβεια) αξιώματος σύμφωνα με το οποίο «υπάρχουν μόνο άτομα, η κοινωνία δεν υπάρχει». Μαρτυρά επ΄ αυτού η απόπειρα αξιακής «επανίδρυσης» των βρετανών Συντηρητικών, η επινόηση ενός «συντηρητισμού του 21ου αιώνα», αγκιστρωμένου πλέον στην κοινωνία και όχι στις υποτιθέμενες ορθολογικές επιλογές των μεμονωμένων ατόμων. Η ρήξη τους με τη θατσερική Δεξιά πριμοδοτεί έναν σύγχρονο συμπονετικό συντηρητισμό, που αξιοδοτεί σε μια πραγματιστική (και αντι-κρατική, είναι αλήθεια), ωστόσο μη-ιδεολογική, βάση τις αλληλέγγυες δράσεις της κοινωνίας των πολιτών για την προαγωγή της κοινωνικής συνοχής. Η επικέντρωση στην «κοινωνική ευθύνη», ακόμη και στην οικολογική προβληματική («πράσινος συντηρητισμός»), η σχετική υποβάθμιση στο πλαίσιο αυτό του «οικονομικού ανθρώπου», η επίκληση στο εξής μιας συμπεριφορικής ψυχολογίας προκειμένου να κατανοηθούν επαρκώς τα ανορθολογικά κριτήρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όλα αυτά συντείνουν στην υπερτίμηση εκείνων των κοινωνικών πρακτικών που εμπεδώνουν μια κοινωνία ενσωμάτωσης, μη-αποκλεισμού. Μέσα σε τέτοια συμφραζόμενα αναδιατυπώνεται ο πολιτικός λόγος της βρετανικής Δεξιάς σε «πραγματιστικό κέντρο», δηλαδή σε Κεντροδεξιά.
Η σχετική ευρεία δημόσια συζήτηση που διεξάγεται αυτή την περίοδο στη Γαλλία, με κυβερνητική πρωτοβουλία της κεντροδεξιάς πλειοψηφίας (στην οποία, όπως είναι γνωστό, συμμετέχουν και αρκετοί σοσιαλιστές), για τη γαλλική εθνική ταυτότητα αποτελεί μια άλλη απόδειξη αυτής της τάσης «επιστροφής» στο παρελθόν, φυσικά προς εξυπηρέτηση αναγκών του παρόντος. Ο ίδιος ο σαρκοζισμός είναι ακατανόητος έξω από ένα πλαίσιο ανάδειξης της γαλλικής ιδιαιτερότητας, της ρεπουμπλικανικής παράδοσης, ακόμη και ενός «ήπιου» αυταρχισμού, ενός προσωπικού λαϊκιστικού ύφους του φορέα του, στοιχεία συνοδευόμενα από έναν χείμαρρο φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων με στόχο τον εκσυγχρονισμό. Και η γαλλική Κεντροδεξιά συνεπώς υπάρχει ως τμήμα μιας αξιακά αναπροσανατολισμένης Δεξιάς, όχι ως αυτόνομος κεντρώος-τεχνοκρατικός θύλακας.
Με όλες τις σοβαρές ιδιαιτερότητές της και η ελληνική περίπτωση μπορεί να εγγραφεί, εν μέρει τουλάχιστον, σε αυτή την τάση επαναπροσδιορισμού των αξιακών προϋποθέσεων της δεξιάς «αναγέννησης». Μόνο που εδώ η επινόηση ενός ελληνικού συντηρητισμού, με την κυριαρχία ενός εθνικιστικού ορθοδοξισμού, από κοινού με τις παλαιοκομματικές-πελατειακές συμφύσεις του, μπορεί να λειτουργήσει εξ αντικειμένου περισσότερο ιδεολογικά και πολύ λιγότερο πραγματιστικά. Περισσότερο δεξιά, ακόμη και ακροδεξιά, και λιγότερο κεντροδεξιά. Πολύ περισσότερο παραδοσιοκρατικά και πολύ λιγότερο φιλελεύθερα. Ενώ στις άλλες περιπτώσεις η εμφανής τάση αναδίπλωσης προς μια ορισμένη μορφή «μονοπολιτισμικότητας» θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να γίνει αντικείμενο μιας κοσμικής πολιτικής διαχείρισης, στην ελληνική περίπτωση αυτή η μονοπολιτισμικότητα γίνεται εύκολα λεία ενός εθνικοορθόδοξου λαϊκισμού.
Σχηματοποιώντας, και πολιτικά μιλώντας, το πρόβλημα με την ελληνική (κεντρο-)δεξιά είναι ότι η πρωτοβουλία για την ανασυγκρότησή της προήλθε από τη δεξιά της πτέρυγα, στο έδαφος που εκουσίως της παραχώρησε η φιλελεύθερη-κεντρώα τάση. Αν η Κεντροδεξιά δεν μπορεί να μιλήσει και ως «Δεξιά», η ανασυγκρότηση της δεύτερης ενδεχομένως θα γίνει ερήμην της πρώτης, αν όχι εναντίον της.
Δημοσίευση σχολίου