Παράξενη σιωπή για μια τέτοιας έκτασης ήττα. Ούτε κουβέντα για το εκλογικό αποτέλεσμα και τις αιτίες του
Πέρασαν 40 ημέρες από τις εκλογές, το γαλάζιο δράμα εκτυλίσσεται με ανατροπές επί σκηνής, ρόλοι εναλλάσσονται, γενναίοι λόγοι εκφωνούνται, μανιφέστα συντάσσονται, μάχες ομηρικές δίδονται κάθε βράδυ στις 8, αλλά για ένα θέμα, ούτε κουβέντα. Για το εκλογικό αποτέλεσμα και τις αιτίες του, τσιμουδιά.....
Παράξενη σιωπή για μια τέτοιας έκτασης ήττα. Η Νέα Δημοκρατία- ας το υπενθυμίσουμε- συγκέντρωσε στις εκλογές αυτές το χαμηλότερο ποσοστό ψήφων στην ιστορία τηςσυντηρητικής παράταξης από τον πόλεμο και ύστερα. Και υποχρεώθηκε, για δεύτερη φορά στα χρόνια της μεταπολίτευσης, αυτήν τη φορά μάλιστα χωρίς τη δικαιολογία της εσωτερικής αμφισβήτησης και ρήξης που υπήρχε το 1993, να εγκαταλείψει πρόωρα και άδοξα την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας- ευθύνη έναντι της οποίας απεδείχθη εντελώς ανεπαρκής.
Κι όμως, ούτε λέξη γι΄ αυτά. Και όποιες συζητήσεις γίνονται, κινούνται στα ρηχά νερά των «συμπεριφορών που πλήγωσαν», των εκλογών που έγιναν σε λάθος ώρα, κάποιου ανασχηματισμού που δεν έγινε ή των υπουργικών γραφείων που είχαν «κλειστές τις πόρτες στους αγωνιστές της παράταξης»- που δεν έκαναν, τουτέστιν, ακόμη περισσότερα ρουσφέτια στα δικά μας παιδιά.
Η συνήθης δικαιολογία είναι ότι η συζήτηση δεν είναι της ώρας αυτής, ότι θα γίνει μετά την εκλογή αρχηγού.
Η αλήθεια όμως είναι ότι οι βαρόνοι του κόμματος προτιμούν να αντιμετωπίζουν την εκλογική συντριβή ως μια «κακή στιγμή» που οφείλεται σε συγκυρίες, στον Βουλγαράκη ή σε τακτικά λάθη. Κι έτσι αποφεύγουν να αναμετρηθούν με την πικρή αλήθεια ότι η εκλογική αποτυχία ήταν το μοιραίο αποτέλεσμα μιας αποτυχίας στη διακυβέρνηση που προηγήθηκε. Αποφεύγουν έτσι και την οδυνηρή δοκιμασία της αναζήτησης των αιτιών αυτής της αποτυχίας. Αλλά αν ο(η) νέος(α) πρόεδρος φιλοδοξεί να θεραπεύσει τα βαθιά προβλήματα ενός μεγάλου και ιστορικού κόμματος εξουσίας, που αποδείχθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε μία εικοσαετία ακατάλληλο προς άσκηση εξουσίας, αυτή η αναζήτηση είναι αναγκαία. Και μερικά δύσκολα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Γιατί λοιπόν ένα κόμμα που ήρθε στην εξουσία εν χορδαίς και οργάνοις και με ευρύτατη, διακομματική, ανοχή, δεν κατόρθωσε να υφάνει ένα στοιχειώδες σχέδιο για τη χώρα, να θέσει έναν δυο στόχους και να τους παλέψει; Γιατί παραιτήθηκε έμφοβο και από τη φιλοδοξία «επανίδρυσης» του κράτους, την οποία υποσχόταν και από όλες τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες εξήγγελλε, τη συναίνεση στις οποίες εξασφάλιζε, αλλά καθ΄ οδόν εγκατέλειπε αμαχητί; Γιατί απέτυχε πολιτικά, ενώ είχε μέχρι τέλους την ιδεολογική ηγεμονία;
Και γιατί ένας νέος, χαρισματικός και αδιαμφισβήτητος ηγέτης, όπως ήταν ο Κ. Καραμανλής, δεν κατόρθωσε να προσελκύσει γύρω του ανθρώπους της προκοπής; Πώς βρέθηκε να τριγυρίζεται είτε από ανειδίκευτους της κομματικής επετηρίδας είτε από γκόλντεν μπόις της ΟΝΝΕΔ, που είχαν μάτι που γυάλιζε για μέρισμα εξουσίας; Γιατί χάθηκε η διακυβέρνησή του σε ένα τέτοιο πέλαγος μετριοκρατίας, που τον έπνιξε και τον ίδιο, περιστοιχισμένο από ανθρώπους μετριότατους, και κατά τις ικανότητες και κατά το ήθος;
Πώς έγινε και αποδείχθηκε ο βαθύς, πελατειακός μηχανισμός του κόμματος ισχυρότερος από την εκσυγχρονιστική επαγγελία της ηγεσίας του; Και πώς οδηγήθηκε η Νέα Δημοκρατία στη βαρύτατη, για ένα συντηρητικό κόμμα και μάλιστα της καραμανλικής παράδοσης, αμαρτία της αποχαλίνωσης των δημοσίων δαπανών; Πώς φορτώθηκε την ευθύνη μιας δημοσιονομικής καταστροφής;
Ο(η) νέος(α) αρχηγός είναι υποχρεωμένος να θέσει τα ερωτήματα αυτά- έστω κι αν τώρα όλοι τα αποφεύγουν. Είναι η μία δοκιμασία από την οποία θα κριθεί. Η άλλη δοκιμασία, ακόμη δυσκολότερη, είναι να διατηρήσει σε καιρούς οικονομικής κρίσης και μεγάλων κοινωνικών εντάσεων την, έτσι κι αλλιώς, εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στις δύο «ψυχές», που από συστάσεώς της έχει η παράταξη αυτή- την έμφυτη «αβερωφική» ψυχή της λαϊκής Δεξιάς και την επίκτητη «νεο-καραμανλική», μεταρρυθμιστική και ευρωπαϊκή ψυχή της, χωρίς να χάσει η δεύτερη, και μειοψηφική, την ηγεμονία της επί της πρώτης και πλειοψηφικής.
Πέρασαν 40 ημέρες από τις εκλογές, το γαλάζιο δράμα εκτυλίσσεται με ανατροπές επί σκηνής, ρόλοι εναλλάσσονται, γενναίοι λόγοι εκφωνούνται, μανιφέστα συντάσσονται, μάχες ομηρικές δίδονται κάθε βράδυ στις 8, αλλά για ένα θέμα, ούτε κουβέντα. Για το εκλογικό αποτέλεσμα και τις αιτίες του, τσιμουδιά.....
Παράξενη σιωπή για μια τέτοιας έκτασης ήττα. Η Νέα Δημοκρατία- ας το υπενθυμίσουμε- συγκέντρωσε στις εκλογές αυτές το χαμηλότερο ποσοστό ψήφων στην ιστορία τηςσυντηρητικής παράταξης από τον πόλεμο και ύστερα. Και υποχρεώθηκε, για δεύτερη φορά στα χρόνια της μεταπολίτευσης, αυτήν τη φορά μάλιστα χωρίς τη δικαιολογία της εσωτερικής αμφισβήτησης και ρήξης που υπήρχε το 1993, να εγκαταλείψει πρόωρα και άδοξα την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας- ευθύνη έναντι της οποίας απεδείχθη εντελώς ανεπαρκής.
Κι όμως, ούτε λέξη γι΄ αυτά. Και όποιες συζητήσεις γίνονται, κινούνται στα ρηχά νερά των «συμπεριφορών που πλήγωσαν», των εκλογών που έγιναν σε λάθος ώρα, κάποιου ανασχηματισμού που δεν έγινε ή των υπουργικών γραφείων που είχαν «κλειστές τις πόρτες στους αγωνιστές της παράταξης»- που δεν έκαναν, τουτέστιν, ακόμη περισσότερα ρουσφέτια στα δικά μας παιδιά.
Η συνήθης δικαιολογία είναι ότι η συζήτηση δεν είναι της ώρας αυτής, ότι θα γίνει μετά την εκλογή αρχηγού.
Η αλήθεια όμως είναι ότι οι βαρόνοι του κόμματος προτιμούν να αντιμετωπίζουν την εκλογική συντριβή ως μια «κακή στιγμή» που οφείλεται σε συγκυρίες, στον Βουλγαράκη ή σε τακτικά λάθη. Κι έτσι αποφεύγουν να αναμετρηθούν με την πικρή αλήθεια ότι η εκλογική αποτυχία ήταν το μοιραίο αποτέλεσμα μιας αποτυχίας στη διακυβέρνηση που προηγήθηκε. Αποφεύγουν έτσι και την οδυνηρή δοκιμασία της αναζήτησης των αιτιών αυτής της αποτυχίας. Αλλά αν ο(η) νέος(α) πρόεδρος φιλοδοξεί να θεραπεύσει τα βαθιά προβλήματα ενός μεγάλου και ιστορικού κόμματος εξουσίας, που αποδείχθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε μία εικοσαετία ακατάλληλο προς άσκηση εξουσίας, αυτή η αναζήτηση είναι αναγκαία. Και μερικά δύσκολα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Γιατί λοιπόν ένα κόμμα που ήρθε στην εξουσία εν χορδαίς και οργάνοις και με ευρύτατη, διακομματική, ανοχή, δεν κατόρθωσε να υφάνει ένα στοιχειώδες σχέδιο για τη χώρα, να θέσει έναν δυο στόχους και να τους παλέψει; Γιατί παραιτήθηκε έμφοβο και από τη φιλοδοξία «επανίδρυσης» του κράτους, την οποία υποσχόταν και από όλες τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες εξήγγελλε, τη συναίνεση στις οποίες εξασφάλιζε, αλλά καθ΄ οδόν εγκατέλειπε αμαχητί; Γιατί απέτυχε πολιτικά, ενώ είχε μέχρι τέλους την ιδεολογική ηγεμονία;
Και γιατί ένας νέος, χαρισματικός και αδιαμφισβήτητος ηγέτης, όπως ήταν ο Κ. Καραμανλής, δεν κατόρθωσε να προσελκύσει γύρω του ανθρώπους της προκοπής; Πώς βρέθηκε να τριγυρίζεται είτε από ανειδίκευτους της κομματικής επετηρίδας είτε από γκόλντεν μπόις της ΟΝΝΕΔ, που είχαν μάτι που γυάλιζε για μέρισμα εξουσίας; Γιατί χάθηκε η διακυβέρνησή του σε ένα τέτοιο πέλαγος μετριοκρατίας, που τον έπνιξε και τον ίδιο, περιστοιχισμένο από ανθρώπους μετριότατους, και κατά τις ικανότητες και κατά το ήθος;
Πώς έγινε και αποδείχθηκε ο βαθύς, πελατειακός μηχανισμός του κόμματος ισχυρότερος από την εκσυγχρονιστική επαγγελία της ηγεσίας του; Και πώς οδηγήθηκε η Νέα Δημοκρατία στη βαρύτατη, για ένα συντηρητικό κόμμα και μάλιστα της καραμανλικής παράδοσης, αμαρτία της αποχαλίνωσης των δημοσίων δαπανών; Πώς φορτώθηκε την ευθύνη μιας δημοσιονομικής καταστροφής;
Ο(η) νέος(α) αρχηγός είναι υποχρεωμένος να θέσει τα ερωτήματα αυτά- έστω κι αν τώρα όλοι τα αποφεύγουν. Είναι η μία δοκιμασία από την οποία θα κριθεί. Η άλλη δοκιμασία, ακόμη δυσκολότερη, είναι να διατηρήσει σε καιρούς οικονομικής κρίσης και μεγάλων κοινωνικών εντάσεων την, έτσι κι αλλιώς, εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στις δύο «ψυχές», που από συστάσεώς της έχει η παράταξη αυτή- την έμφυτη «αβερωφική» ψυχή της λαϊκής Δεξιάς και την επίκτητη «νεο-καραμανλική», μεταρρυθμιστική και ευρωπαϊκή ψυχή της, χωρίς να χάσει η δεύτερη, και μειοψηφική, την ηγεμονία της επί της πρώτης και πλειοψηφικής.
Δημοσίευση σχολίου