«Πώς η Ελλάδα κέρδισε την αυτοκρατορία των ονείρων της ερήμην της και πώς την απέρριψε όταν ξύπνησε».Οι Συνθήκες των Σεβρών αποτελούσαν μια υπέρτατη στιγμή διπλωματικής νίκης με την αναγνώριση αγώνων και δικαίων. Στις 31 Ιουλίου 1920 (με το παλαιό ημερολόγιο) η «Κ» έφερε στην πρώτη σελίδα της κύριο άρθρο του εκδότη της, Γεωργίου Α. Βλάχου, με τίτλο «Η Συνθήκη των Σεβρών». Στις 28 Ιουλίου 1920 (10 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο), ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέγραφε στο δημαρχείο του παρισινού προαστίου τις Συνθήκες των Σεβρών, καθώς από τις οκτώ συνολικά συμφωνίες, τέσσερις αφορούσαν άμεσα την Ελλάδα......
Στις Σέβρες το ελληνικό κράτος αποκτούσε τη μεγαλύτερη έκταση που θα κατελάμβανε ποτέ. Το 1832, την Ελλάδα όριζαν η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η Εύβοια, οι Σποράδες και οι Κυκλάδες. Το 1864 οι Βρετανοί μας εκχώρησαν τις Ιονίους Νήσους. Το 1881, ήρθε η σειρά της Θεσσαλίας και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους τα σύνορα μεγάλωσαν για να περιλάβουν τη νότια Ηπειρο, τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου (τα οποία, όμως, οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη αναγνωρίσει ως ανήκοντα στην ελληνική επικράτεια). Οι Συνθήκες των Σεβρών αποτελούσαν μιαν υπέρτατη στιγμή διπλωματικής νίκης για την Ελλάδα, που μόλις το 1897 έκειτο εν διαλύσει, ταπεινωμένη από την Τουρκία.
Οι σκληροί αγώνες των Ελλήνων από το 1909 ανταμείβονταν με την επίσημη διεθνή αναγνώριση των δικαίων του Ελληνισμού και την αποδοχή μεγάλου μέρους των διεκδικήσεών του, ένα άλμα προς την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Μέχρι και στην «Κ», που ήταν παγίως αντιβενιζελική, ο Βλάχος αναγνώριζε πως η τουρκική συνθήκη αποτελούσε «σημαντικώτατον κεφάλαιον της ελληνικής πολιτικής ιστορίας». Τα ελληνικά σύνορα που ορίστηκαν στις Σέβρες, όμως, δεν έμελλε να κρατήσουν για πολύ.
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός θα εισχωρούσε στα βάθη της Μικράς Ασίας, σε μια καταδικασμένη πορεία. Τρία χρόνια μετά, τα σύνορα της χώρας και ο πληθυσμός της θα άλλαζαν ξανά, αυτή τη φορά με την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ισως η μοίρα της τουρκικής συνθήκης στις Σέβρες, που δεν επικύρωσε ποτέ κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη, να συνοψίζεται με τον πλέον κατάλληλο τρόπο στα γραφόμενα του Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Πώς η Ελλάδα κέρδισε την αυτοκρατορία των ονείρων της ερήμην της και πώς την απέρριψε όταν ξύπνησε».
Ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Ελληνισμού
Του Νικου Πετσαλη-Διομηδη
Του Νικου Πετσαλη-Διομηδη
Στο δημαρχιακό μέγαρο των Σεβρών, στην όχθη του Σηκουάνα πέντε χιλιόμετρα από το κέντρο των Παρισίων, υπογράφηκαν στις 10 Αυγούστου 1920 οκτώ συνολικά συνθήκες ή συμφωνίες, τέσσερις από τις οποίες αφορούσαν άμεσα την Ελλάδα. Σημαντικότερη από αυτές, η συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία, που συνέπεσε με την έβδομη επέτειο της συνθήκης του Βουκουρεστίου, κάτι που ο Βενιζέλος ανέφερε με πρόσθετη υπερηφάνεια στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό. Το μέγεθος του ελληνικού θριάμβου ήταν όντως τεράστιο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαμελιζόταν, τιθέμενη υπό συμμαχική απαγόρευση, ενώ η Ελλάδα αποκτούσε -χωρίς υπολογισμό τής υπό εντολήν ακόμα ζώνης στη Μικρά Ασία- πληθυσμό 5.531.474 και έκταση 150.833 τ. χλμ, τη μεγαλύτερη στην ιστορία της. Προσαρτούσε όλη τη Θράκη, σχεδόν ώς την Τσατάλτζα, τα νησιά του βορείου Αιγαίου (Ιμβρο, Τένεδο, Λήμνο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία), και -από την Ιταλία, στην οποία τα παραχωρούσε η Τουρκία- το Καστελλόριζο και τα Δωδεκάνησα εκτός της Ρόδου, που θα έχαιρε ευρείας αυτονομίας ώσπου η Αγγλία να παραχωρήσει στην Ελλάδα την Κύπρο, και εν πάση περιπτώσει όχι πριν από 15 χρόνια. Η Σμύρνη και σημαντική ενδοχώρα -22.936 τ. χλμ. με πληθυσμό 960.000- παρέμεναν υπό τουρκική επικυριαρχία (suzerainty), αλλά μόνο για πέντε χρόνια, αφού δημοψήφισμα που θα διεξαγόταν το 1925 σίγουρα θα ενέκρινε την προσάρτησή τους στην Ελλάδα. Τότε, η έκτασή της θα έφθανε τις 174.000 τ. χλμ. και ο πληθυσμός της τα 6.500.000.
Η συνθήκη για τη Θράκη μεταβίβαζε τη Δυτική Θράκη από τους εγγυητές και θεσμοφύλακες Συμμάχους στην Ελλάδα. Εξασφάλιζε το διαμετακομιστικό εμπόριο της Βουλγαρίας, παραχωρώντας της δικαιώματα -προς μελλοντική ρύθμιση- στα λιμάνια του Αιγαίου που προσαρτούσε η Ελλάδα, ενώ η Αλεξανδρούπολη κηρυσσόταν λιμάνι «διεθνούς συμφέροντος». Η ελληνο-ιταλική συνθήκη για τα Δωδεκάνησα όριζε βασικά ότι η Ιταλία παραιτείτο από τα δικαιώματά της επί των νησιών και νησίδων που κατείχε στο Αιγαίο, εκτός της Ρόδου, στην οποία θα διενεργείτο δημοψήφισμα το 1935. Η τέταρτη συνθήκη των Σεβρών που αφορούσε την Ελλάδα, ρύθμιζε θεμελιώδη ζητήματα των μειονοτήτων της, και -μαζί με τη συνθήκη για τη Δυτική Θράκη- επρόκειτο να επιζήσει της Συνθήκης της Λωζάννης, το 1923. Σύμφωνα με αυτήν και με την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών, η Ελλάδα αναγνώριζε ως Ελληνες υπηκόους τους Βούλγαρους και τους Οθωμανούς ή Αλβανούς -μόνη έμμεση μνεία του βορειοηπειρωτικού ζητήματος- που κατοικούσαν εδάφη τα οποία είχαν γίνει ελληνικά από το 1913.
Ηδη από τη στιγμή του θριάμβου, οι αντιπολιτευόμενοι κύκλοι των Αθηνών και ο πιστός στη βασιλική παράταξη Τύπος μείωναν την αξία του επιτεύγματος, διακηρύσσοντας πως η Βρετανία είχε υπογράψει τη συνθήκη «ατενίζοντας μετ’ ελπίδων» όσα δεν είχε ακόμα πετύχει στη Μέση Ανατολή, δι’ ίδιον δηλαδή καθαρά συμφέρον, όργανα του οποίου ήταν η βενιζελική Ελλάδα και ο Βενιζέλος προσωπικά. Επίσης, ότι η Γαλλία και η Ιταλία προσέβλεπαν ήδη στην επαναφορά του τουρκικού ζητήματος «επί τάπητος». Τα αόριστα αυτά, αλλά όχι αβάσιμα, στηριγμένα σε δημοσιεύματα του γαλλικού και ιταλικού Τύπου και στις επαφές των εκτός Ελλάδος βασιλικών, θα επεκαλούντο αργότερα και οι βασιλικές κυβερνήσεις, για να δείξουν πως η «απόπειρα αναθεωρήσεως» της Συνθήκης των Σεβρών, ήδη τον Φεβρουάριο του 1921, δεν ήταν αποτέλεσμα «της επελθούσης ταύτης ή εκείνης εν Ελλάδι μεταβολής», αλλά «η ιδέα της αναθεωρήσεως υφίστατο κατ’ αυτήν ακόμα την υπογραφήν αυτής». Επιχείρημα ευφυές μεν, και ισχυρό ίσως ως προς τη στάση της Γαλλίας, αλλά πολύ αδύναμο για να αιτιολογήσει -πόσω μάλλον να δικαιολογήσει- τα κατά συρροήν σφάλματα και την προοδευτικά παθητική πώρωση αυτών που θα κυβερνούσαν από τα μέσα Νοεμβρίου του 1920.
Για να μειώσει την εντύπωση του βενιζελικού θριάμβου, η βασιλική παράταξη πρόβαλε τότε και το γεγονός ότι τα σύνορα της Ελλάδος θα εκτείνονταν σε 1.270 χλμ. πίσω από τα οποία καιροφυλακτούσαν η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία, και σε άλλα 337 χλμ. στη Μικρά Ασία, συνολικά δηλαδή 1.607 χλμ., η φρούρηση των οποίων θα απαιτούσε τρεις ηλικίες κληρωτών. Επίσης, ότι περίπου 850.000 κάτοικοι της νέας Ελλάδος θα ήταν Τούρκοι ή Βούλγαροι και λιγότεροι από 4.700.000 Ελληνες, ενώ στην ελληνική ζώνη της Μικράς Ασίας μόνο οι μισοί κάτοικοι θα ήταν Ελληνες. Η μεν Βουλγαρία θα είχε πληθυσμό ανάλογο της Ελλάδος, αλλά η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία μεγαλύτερο, ενώ και η εχθρική γειτνίαση της Ιταλίας δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Εκ των υστέρων ιδίως, οι απολογητές των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων θα προσέθεταν και τα επιχειρήματα ότι, ενώ οι Τούρκοι θα αγωνίζονταν υπέρ βωμών και εστιών, οι Ελληνες θα πολεμούσαν σε άγνωστα εδάφη εν μέσω εχθρικών πληθυσμών και «υπό το κράτος της διχοστασίας», η οποία παρέλυε τις δυνάμεις του έθνους. Τα δύο τελευταία ευσταθούν αναντίρρητα, χωρίς ωστόσο και να συνηγορούν υπέρ της βασιλικής παράταξης, αφού αυτή τα γνώριζε καλά όταν αποφάσιζε να διεκδικήσει την εξουσία, και ιδίως να συνεχίσει την εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου, υπό προφανώς δυσμενέστερες συγκυρίες.
Ως προς τον πληθυσμό της ελληνικής ζώνης στη Μικρά Ασία, από τις 960.000 οι 562.000, δηλαδή το 58,5%, ήταν Ελληνες, στους οποίους θα έρχονταν να προστεθούν περίπου 350.000 πρόσφυγες που θα επέστρεφαν στις εστίες τους. Οσο για την εχθρότητα των γειτόνων της, αυτή ήταν δεδομένη και η Ελλάδα την αντιμετώπιζε από καιρό με επιτυχία, την οποία θα εξασφάλιζε στο μέλλον η πολύπλευρη ισχυροποίησή της. Φυσικά τα σύνορά της θα ήταν εκτεταμένα και σε ορισμένα σημεία ευάλωτα, αλλά δίπλα στο μέγα επίτευγμα της Ελλάδος «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ο κίνδυνος ήταν ασύγκριτα μικρός και η κινδυνολογία υστερόβουλη. Αλλά η πλήρης αποσιώπηση του γεγονότος ότι τα πάντα οφείλονταν στη διπλωματική δεινότητα του Βενιζέλου -ολιγόψυχη άρνηση επαίνου για τον μεγαλύτερο θρίαμβο της ελληνικής ιστορίας, παρά τις όποιες εκκρεμότητες- αποδυνάμωνε την όποια κριτική μιας πολιτικής την οποία, άλλωστε, η βασιλική παράταξη έμελλε να συνεχίσει, σφετεριζόμενη τον βενιζελικό άθλο.
Μετά την υπογραφή...
10.08.1920
Στο δημαρχείο των Σεβρών, υπογράφτηκαν οκτώ συνολικά συνθήκες, τέσσερις από τις οποίες αφορούσαν άμεσα την Ελλάδα, με σημαντικότερη τη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία.
08.1920
Ο Βενιζέλος επέβαλε ελληνική στρατιωτική αδράνεια, επαύριο των θριάμβων της πρώτης εκστρατείας, όταν το κεμαλικό κίνημα βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης. Ταυτόχρονα, οι μπολσεβίκοι επετίθεντο κατά των Αρμενίων.
09.1920
Οι κεμαλικοί επετίθεντο κατά των Αρμενίων από το νότο, εδραιώνοντας την απευθείας επαφή μεταξύ Αγκυρας και Μόσχας.
1925
Θα διεξαγόταν δημοψήφισμα στην ελληνική ζώνη της Μικράς Ασίας, που σίγουρα θα ενέκρινε την προσάρτηση της Σμύρνης και σημαντικής ενδοχώρας στην Ελλάδα.
1935
Θα διενεργούνταν δημοψήφισμα στη Ρόδο, που θα αποφάσιζε την ένωση με την Ελλάδα.
Τι υποτίμησε ο Ελ. Βενιζέλος
Δύο πράγματα, ωστόσο, στα οποία όντως ο Βενιζέλος δεν απέδωσε τότε τη δέουσα βαρύτητα, ήταν οι εφεδρείες του εθνικισμού των Τούρκων, ιδίως όταν αυτοί θα αγωνίζονταν για την εθνική επιβίωσή τους, και η διαφαινόμενη στήριξη των εθνικιστών από τους μπολσεβίκους. Του πρώτου η υποτίμηση φαίνεται από αυτά που θα υποστήριζε απαντώντας στον Lloyd George στις 5 Οκτωβρίου 1920, περί «κοπώσεως» των Τούρκων και ελπιζόμενης κατά βάθος και από αυτούς επιβολής της ειρήνης από τις προελαύνουσες ελληνικές δυνάμεις. Η υποτίμηση του δεύτερου, δηλαδή των καθοριστικών συνεπειών που θα είχε η ανταπόκριση της Μόσχας στο τολμηρό άνοιγμα του Κεμάλ –κυρίως για την οργάνωση αξιόμαχου εθνικιστικού στρατού– αποτελεί και ιστορικό παράδοξο: Είναι όντως ανυπολόγιστο το πόσο διευκόλυνε την ευνοϊκή για την Ελλάδα εξέλιξη των επεκτατικών της βλέψεων η απουσία της τσαρικής Ρωσίας από τη διεθνή σκηνή το 1918 - 1920, αλλά και το πόσο έμελλε να συμβάλει στην καταστροφή του βενιζελικού επιτεύγματος η συμμαχία της σοβιετικής Ρωσίας με την κεμαλική Τουρκία τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Ηδη τον Αύγουστο του 1920, οι μπολσεβίκοι επετίθεντο κατά των Αρμενίων, και τον Σεπτέμβριο το ίδιο θα έκαναν οι κεμαλικοί από το Νότο, εδραιώνοντας την απευθείας επαφή μεταξύ Αγκυρας και Μόσχας. Και αυτό καθιστά ακόμα βαρύτερο το σφάλμα του Βενιζέλου να επιβάλει ελληνική στρατιωτική αδράνεια από τον Αύγουστο του 1920, την επαύριο των θριάμβων της πρώτης εκστρατείας, όταν το κεμαλικό κίνημα βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης. Σε συνδυασμό με την παρορμητική του απόφαση και την εμμονή στη διεξαγωγή εκλογών, θα στοίχιζε στον Βενιζέλο την απώλεια της εξουσίας, και στην Ελλάδα αυτήν του μικρασιατικού Ελληνισμού. Φυσικά, ήταν αδύνατον –αλλά και δεν θέλησε– να υπολογίσει τον φανατισμό και την πολιτική αγνωμοσύνη των τότε Ελλήνων. Ούτε μπορούσε, φυσικά, να διανοηθεί την καταστροφική πολιτική των παντελώς ακατάλληλων για τις περιστάσεις διαδόχων του. Εν πάση περιπτώσει, όπως γράφηκε πρόσφατα σε εξάτομη ιστορία του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, που εκδόθηκε από την Τουρκική Ιστορική Εταιρεία –μαρτυρία βαρύνουσα διπλά δηλαδή– γεγονός παραμένει ότι οι συνθήκες των Σεβρών, «όπως υπογράφηκαν, συνιστούσαν έναν τρομερό θρίαμβο για την Ελλάδα, μια κορύφωση που άρμοζε στις πονηρές και δόλιες, αλλά λαμπρές και εύστοχες μεθόδους (deceitful but brilliant wheeling and dealing) που ο Βενιζέλος είχε μετέλθει τα προηγούμενα δύο χρόνια. Αν είχαν πλήρως εφαρμοσθεί, η Ελλάδα θα είχε αναδειχθεί η κυριότερη δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου, όπως είχαν σχεδιάσει και ελπίσει ο Lloyd George και ο Βενιζέλος».
Ινφογνώμων
Δημοσίευση σχολίου