Aλέξανδρος Τάρκας
Η κυβέρνηση, αξιοποιώντας την πολιτική ύφεσης που ακολουθεί η Άγκυρα λόγω των σεισμών του Φεβρουαρίου και των εκκρεμών αιτημάτων της έναντι της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, προωθεί -ορθώς- τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Η αντίθετη γραμμή θα ωφελούσε μόνο τρίτες χώρες και ακραίους κύκλους που, παραδοσιακά, εκμεταλλεύονται την ένταση για την προώθηση δικών τους συμφερόντων, ενώ θα πολλαπλασίαζε τις πιθανότητες ένα τυχαίο (ή «τυχαίο») αεροναυτικό δυστύχημα να κλιμακωθεί σε ανεξέλεγκτη κρίση.
Ωστόσο, λόγω και της κρίσης στη Μέση Ανατολή, πυκνώνουν οι πληροφορίες (κυρίως από ξένους διπλωμάτες) για σταδιακή επιστροφή της Τουρκίας στην αδιάλλακτη γραμμή. Πρώτο ορόσημο δοκιμασίας των διμερών σχέσεων θα αποτελέσει η σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου, καθώς οι ανησυχητικοί οιωνοί γίνονται περισσότεροι και συχνότεροι.
Ενόψει του ΑΣΣ, το μείζον ερώτημα δεν είναι πλέον αν ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν και ο υπουργός Εξωτερικών Χ. Φιντάν θα θέσουν παράλογα ζητήματα, αλλά αν θα το πράξουν δημόσια ή πίσω από τις κλειστές πόρτες της συνεδρίασης. Το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών (υπό την ηγεσία του αναιμικού κ. Γ. Γεραπετρίτη με το βεβαρημένο ιστορικό της δήλωσης του 2020 για τον εθνικό αυτο-περιορισμό στα 6 ν.μ.) ελπίζουν ότι δεν θα γίνουν ανοιχτές αναφορές σε υποτιθέμενη «τουρκική» μειονότητα και στην κυριαρχία και αμυντική οχύρωση των νησιών. Ταυτόχρονα, η ελληνική πλευρά φέρεται να μην ανησυχεί πολύ στην περίπτωση που τα ίδια ζητήματα τεθούν μόνο κατά τη διάρκεια των κλειστών διαβουλεύσεων.
Δυστυχώς, παρόμοιες θεωρίες και ελπίδες, περί διαφορετικής βαρύτητας του τρόπου έγερσης των τουρκικών απαιτήσεων, έχουν επανειλημμένα αποδειχθεί φρούδες. Το Σεπτέμβριο του 1991, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης άκουσε, στο Παρίσι, τον ομόλογό του Μ. Γιλμάζ να του λέει, ευθέως, «λάθος καταλάβατε» ότι άλλαξαν τα πράγματα, επειδή τους προηγούμενους μήνες η Άγκυρα απείχε από προκλητικές ανακοινώσεις. Τον Απρίλιο του 1996, οι Κ. Σημίτης και Θ. Πάγκαλος αιφνιδιάστηκαν από την προβολή της θεωρίας των γκρίζων ζωνών, καθώς πίστευαν ότι η συμφωνία απαγκίστρωσης στα Ίμια και η μεσολάβηση Κλίντον είχαν μπλοκάρει τα σχέδια της Τουρκίας για συνολική διαπραγμάτευση του νομικού καθεστώτος του Αιγαίου. Το δε Μάρτιο του 2022, οι ευχαριστίες του Κυρ. Μητσοτάκη προς τον Τούρκο πρόεδρο, μετά τη συνάντηση του Βοσπόρου, καταπατήθηκαν από το -παγκόσμιο- ρεκόρ παραβιάσεων και υπερπτήσεων τους επόμενους 11 μήνες.
Άλλωστε, το ΑΣΣ της 7ης Δεκεμβρίου δεν θα κριθεί από τα χαμόγελα κατά την πανηγυρική υπογραφή συμφωνιών δευτερεύουσας σημασίας ή ενός -ήδη θνησιγενούς- μνημονίου για το Μεταναστευτικό. Το ΑΣΣ δεν ξεκινά από μηδενική βάση. Γιατί, αν και οι κύριοι Μητσοτάκης και Ερντογάν συμφώνησαν τον Ιούλιο, στο Βίλνιους, τη συνέχιση της πολιτικής των «ήρεμων νερών», έχουν μεσολαβήσει ο προ μηνός «πολιτικός διάλογος» και η προ εβδομάδος συνάντηση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που έδειξαν ότι, επί της ουσίας, τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Μεταξύ άλλων, η τουρκική πλευρά παρουσιάζει ακόμα και τη θεωρία ότι το ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης, τον Ιούνιο του 1995, περί casus belli δεν αποτελεί εχθρική κίνηση, αλλά δήθεν απάντηση στη υιοθέτηση νόμου από τη Βουλή των Ελλήνων για τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Ασφαλώς, πρόκειται για διαστροφή της πραγματικότητας, αφού η Βουλή είχε απλώς κυρώσει, το Μάρτιο του 1995, τη νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας που είχε τεθεί σε ισχύ από τον ΟΗΕ το Δεκέμβριο του 1994. Και, ειδικά σε εποχή «ήρεμων νερών», δεν είναι δυνατόν η Τουρκία, επειδή διαφωνεί με μια -νόμιμη και διακομματική- απόφαση της Ελλάδας, να απειλεί με πόλεμο.
Δημοσίευση σχολίου