Του Βασίλς Νέδου και Αθανάσιου Κατσικίδη
Οσχεδιασμός και η υλοποίηση της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων στη Λιβύη, με σκοπό την παροχή βοήθειας στους πλημμυροπαθείς κατοίκους της πόλης Ντέρνα, μπαίνουν στο μικροσκόπιο μετά την τραγική κατάληξη με το δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή σε πέντε Ελληνες, ενώ σε σοβαρή κατάσταση νοσηλεύονται άλλα δύο άτομα.
Τα μέτρα ασφαλείας για τη μετακίνηση της ελληνικής αποστολής κρίνονται μάλλον ελλιπή, ενώ μετά το δυστύχημα ακολούθησε χάος στη διαδικασία ενημέρωσης. Ερωτήματα προκύπτουν, τέλος, και για τη σύνθεση της αποστολής, αφού η επιχείρηση φαίνεται να στήθηκε χωρίς να συζητηθεί αν θα ήταν πιο κατάλληλα στελέχη της Ειδικής Μονάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών.
Το χάος μετά το δυστύχημα
Του Βασίλη Νέδου
Ο θάνατος στη Βεγγάζη πέντε ατόμων που συμμετείχαν στην αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων στη Λιβύη με σκοπό την παροχή βοήθειας στους πλημμυροπαθείς κατοίκους της πόλης Ντέρνα οδηγεί σε εύλογα ερωτήματα σχετικά με τον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας τόσο περίπλοκης αποστολής εν μέσω χάους, σε μια χώρα που ούτως ή άλλως δεν είναι ασφαλής λόγω του πολυετούς εμφύλιου πολέμου.
Πρακτικά, 20 άτομα, στελέχη της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου (ΔΕΠ) του ΓΕΕΘΑ, στρατιωτικοί, υγειονομικοί και πολίτες διερμηνείς, που είχαν επιβιβαστεί σε ένα λεωφορείο, αποτελούσαν εύκολο στόχο για οποιονδήποτε κακόβουλο δρώντα και είχαν πολύ περιορισμένες δυνατότητες αντίδρασης.
Σύμφωνα με τις υφιστάμενες πληροφορίες, το λεωφορείο (με ντόπιο οδηγό) κινήθηκε με κατεύθυνση από Βεγγάζη προς Ντέρνα, όπου ήταν ο τελικός προορισμός, με τη συνοδεία δύο τζιπ των δυνάμεων ασφαλείας της Λιβύης, εκ των οποίων το ένα προπορευόταν και το δεύτερο ακολουθούσε. Τη στιγμή της σύγκρουσης του τζιπ τύπου «Land Rover» με το λεωφορείο που μετέφερε την ελληνική αποστολή, δεν υπήρχε οπτική επαφή με το προπορευόμενο τζιπ των λιβυκών δυνάμεων ασφαλείας και, με βάση τις μέχρι τώρα μαρτυρίες, τα μέτρα ασφαλείας ήταν μάλλον ελλιπή.
Φαίνεται ότι ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του τζιπ και αυτό προσέκρουσε στο λεωφορείο πλαγιομετωπικά. Το λεωφορείο ανασηκώθηκε και όταν προσέκρουσε ξανά στο έδαφος, το μπροστινό μέρος έπιασε φωτιά. Οσοι κάθονταν στις μπροστινές θέσεις απανθρακώθηκαν, ενώ εκείνοι που βρίσκονταν στο πίσω μέρος βγήκαν από τα σπασμένα παράθυρα.
Η εξάπλωση της φωτιάς
Σύμφωνα με αρμόδιο κυβερνητικό αξιωματούχο, στο τζιπ επέβαιναν έξι Λίβυοι οι οποίοι σκοτώθηκαν. Επρόκειτο για γνωστά και προβεβλημένα πρόσωπα για τη φιλάνθρωπη δράση και την εθελοντική προσφορά τους στην περιοχή της Ντέρνα, από όπου επέστρεφαν. Το τζιπ ήταν ειδικά μετασκευασμένο με 200 λίτρα δοχείο καυσίμων για μεγαλύτερη αυτονομία, γεγονός που εξηγεί τη φωτιά που εξαπλώθηκε γρήγορα.
Αλλες πηγές σημείωναν ότι η ζημιά που έχει υποστεί το λεωφορείο δεν μαρτυρά εκτόνωση έπειτα από έκρηξη, αλλά πυρκαγιά ύστερα από σύγκρουση. Οι πρώτες αυτές διαπιστώσεις συνηγορούν στην άποψη ότι δεν επρόκειτο για τρομοκρατική επίθεση.
Σύγχυση επικρατεί και για τη μορφή της αποστολής, καθώς η επιχείρηση φαίνεται να στήθηκε χωρίς να συζητηθεί αν θα ήταν πιο κατάλληλα στελέχη της ΕΜΑΚ.
Μετά το δυστύχημα, που έγινε το μεσημέρι της Κυριακής, ακολούθησε χάος, δεδομένου ότι όσα μέσα επικοινωνίας με την Ελλάδα υπήρχαν κάηκαν στο λεωφορείο, με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να υπάρχει πλήρης εξάρτηση από τις πληροφορίες που εξέπεμπαν οι λιβυκές αρχές. Κομβικός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε τις πρώτες αυτές κρίσιμες ώρες ο γενικός πρόξενος στη Βεγγάζη Σταύρος Βενιζέλος, επί της ουσίας ο μοναδικός σύνδεσμος ανάμεσα στη Λιβύη και την Αθήνα. Από την ευθύνη του κ. Βενιζέλου πέρασαν οι επαφές με τα νοσοκομεία όπου νοσηλεύθηκαν οι τραυματίες και η επικοινωνία με τις λιβυκές αρχές.
Αλλά και αργότερα, ο κ. Βενιζέλος ήταν υπεύθυνος για το δύσκολο έργο της επικοινωνίας με τις οικογένειες των θυμάτων, ενώ είχε και τη μέριμνα για τη μεταφορά των απανθρακωμένων σορών, που πραγματοποιήθηκε με μεταφορικό αεροσκάφος C-27 της Πολεμικής Αεροπορίας (Π.Α.), των τριών στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων (δύο του υγειονομικού και ενός αρχιλοχία των Ειδικών Δυνάμεων) και των δύο διερμηνέων που συμμετείχαν στην αποστολή από πλευράς υπουργείου Εξωτερικών.
Οι ανακοινώσεις
Τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα ακολούθησε χάος. Η «Κ» ήδη νωρίς το απόγευμα είχε την πληροφορία για το δυστύχημα, ωστόσο κανένας επίσημος δίαυλος επικοινωνίας με τα ΜΜΕ δεν ενεργοποιήθηκε, με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να είναι εξαρχής συγκεχυμένη, ακόμη κι όταν ζητήθηκε από το ΓΕΕΘΑ να τεθεί σε ετοιμότητα C-27 και C-130 –μάλιστα μετασκευασμένο– προκειμένου να μπορεί να μεταφέρει τραυματίες. Στις 7 το απόγευμα της Κυριακής το ΓΕΕΘΑ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τονιζόταν ότι «στελέχη έχουν υποστεί ελαφρούς τραυματισμούς». Την ίδια στιγμή, δημοσιογραφικοί οργανισμοί, όπως το Reuters ή το Al Arabiya, επικαλούνταν λιβυκές πηγές, οι οποίες μιλούσαν ανοιχτά για τέσσερις νεκρούς. Χθες το πρωί το ΓΕΕΘΑ επιχείρησε να ανασκευάσει με ανακοίνωση, στην οποία τονιζόταν, μεταξύ άλλων, ότι «η αρχική πληροφόρηση βασιζόταν στην ενημέρωση που παρείχαν οι αρχές της Λιβύης προς τις αρμόδιες αρχές της Ελλάδας, στην οποία αναφερόταν κατηγορηματικά ότι δεν υπήρχαν θύματα μεταξύ των μελών της ελληνικής αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας». Σύμφωνα με το ΓΕΕΘΑ, όταν το λιβυκό υπουργείο Υγείας ενημέρωσε ξανά με ανακοίνωση στην οποία περιλαμβάνονταν μέλη της ελληνικής αποστολής στα θύματα, δεν ειδοποιήθηκε.
Σύγχυση επικρατεί και για τη μορφή της αποστολής. Αν και ουδείς αμφισβήτησε την αναγκαιότητα παρουσίας σε μια περιοχή που –πέρα από τη γεωπολιτική αξία– υπάρχει και ελληνική κοινότητα (οι δύο νεκροί διερμηνείς είναι ελληνολιβυκής καταγωγής), η επιχείρηση φαίνεται να στήθηκε χωρίς να συζητηθεί αν είναι πιο κατάλληλα για μια τέτοια αποστολή στελέχη της Ειδικής Μονάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών (ΕΜΑΚ). Ερωτηματικό αποτελεί, επίσης, για ποιο λόγο αποφασίστηκε να σταλούν στελέχη των Ειδικών Δυνάμεων δίχως τον οπλισμό τους. Σημειώνεται, τέλος, ότι σε σοβαρή κατάσταση νοσηλεύονται δύο ακόμη στελέχη της ΔΕΠ, ο ένας με βαριά κατάγματα και ο δεύτερος με εγκαύματα.
«Εγιναν σημαντικά λάθη τακτικής»
Του Αθανάσιου Κατσικίδη
Το πολύνεκρο δυστύχημα στο λιβυκό έδαφος υπενθύμισε την κρισιμότητα των αποστολών σε ασταθές περιβάλλον και εχθρικό έδαφος.
Η «Κ» επικοινώνησε με τον πρώην διοικητή των ελληνικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, υποστράτηγο ε.α. Κωνσταντίνο Κολοκούρη, και του έθεσε ερωτήματα σχεδιασμού και υλοποίησης στρατιωτικών και ανθρωπιστικών αποστολών σε μη φιλικό περιβάλλον.
«Σε κάθε αποστολή υπάρχουν κώδικες κινήσεως οχημάτων και ανάλογα με την τακτική κατάσταση προβλέπεται αν μπορείς και αν επιτρέπεται να κινείσαι έξω από το στρατόπεδο, εφόσον υπάρχει στρατόπεδο. Σε ανάλογες αποστολές στο Αφγανιστάν, ο κώδικας ορίζει πως θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο συνοδευτικά τεθωρακισμένα οχήματα, θα πρέπει να φέρεις αλεξίσφαιρο και να έχεις λάβει επιπρόσθετα μέτρα ασφαλείας, όπως να υπάρχουν “νωπές” πληροφορίες. Δεν γνωρίζω αν η αποστολή στη Λιβύη διέθετε δορυφορική κάλυψη. Σίγουρα όμως όταν υπάρχει κίνηση φάλαγγας προς κάποιο σημείο πρέπει να προηγούνται οχήματα αναγνωρίσεως», τονίζει ο κ. Κολοκούρης.
«Η όλη κατάσταση δεν εκτιμήθηκε σωστά», λέει στην «Κ» ο υποστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Κολοκούρης, πρώην διοικητής των ελληνικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν.
«Στην προκειμένη περίπτωση», προσθέτει ο κ. Κολοκούρης, «έγιναν πολύ σημαντικά λάθη τακτικής. Δεν έπρεπε να σταλεί στη χώρα αυτή το Ειδικό Τμήμα Αλεξιπτωτιστών (ΕΤΑ). Δεν υπήρχε λόγος να εμπλακεί.
Μην ξεχνάτε πως η Λιβύη δεν αποτελεί φιλική χώρα προς την Ελλάδα, ούτε σύμμαχο χώρα, ούτε έχουμε αναπτύξει στο παρελθόν ή τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες κάποιες σχέσεις. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, δεν θα έπρεπε να έχουμε στείλει στρατιωτικό τμήμα και, αν αποφασίζαμε να στείλουμε, θα έπρεπε να έχει προηγηθεί εκτίμηση του κινδύνου, που προφανώς δεν έγινε. Είναι προφανές πως η όλη κατάσταση δεν εκτιμήθηκε σωστά».
Σχολιάζοντας, εξάλλου, τη δημοσιοποίηση, μία ημέρα πριν, φωτογραφιών στους λογαριασμούς κοινωνικής δικτύωσης του ΓΕΕΘΑ μελών της ελληνικής αποστολής πριν από την ολοκλήρωση του επιχειρησιακού σκέλους και τον επαναπατρισμό των συμμετεχόντων, ο κ. Κολοκούρης εκτιμά ότι «δεν πρέπει να δημοσιεύεται καμία φωτογραφία των αποστολών» και προσθέτει: «Στην Ελλάδα όλα γίνονται για το θεαθήναι.
Νομίζω ότι πλέον έχουμε γίνει στρατός που ζει σε μεγάλο βαθμό για τη φωτογραφία. Επίσης, και το λέω ευθέως, πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια βλέπω να δημοσιεύει τόσες φωτογραφίες ο κ. Α/ΓΕΕΘΑ. Αυτό δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλο στρατό. Στον υπόλοιπο κόσμο δημοσιεύονται πέντε φωτογραφίες για κάποια πολύ σοβαρή δραστηριότητα και όχι για το οτιδήποτε».
Δημοσίευση σχολίου