Λυγερός Σταύρος
Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τα επεισόδια στο πομάκικο χωριό Μύκη της Ξάνθης για τα σχολικά βιβλία ήταν ενδεικτικά του κλίματος, που επικρατούσε εκείνη την εποχή στα περισσότερα μειονοτικά χωριά. Οι ηγέτες της μειονότητας δεν είχαν τίποτα να προσάψουν στο βιβλίο που διένειμε το ελληνικό κράτος. Επικαλούνταν, όμως, το ελληνοτουρκικό μορφωτικό πρωτόκολλο του 1968.
Ουσιαστικά επρόκειτο για μία πολιτικοψυχολογική αναμέτρηση, που δεν αφορούσε το εκπαιδευτικό ζήτημα, αλλά το ποια πλευρά θα κάμψει τη θέληση της άλλης. Τα όργανα του τουρκικού προξενείου επιχειρούσαν να αποκτήσουν τον πλήρη και αδιαμφισβήτητο έλεγχο στη μουσουλμανική μειονότητα. Γι’ αυτό το λόγο, προσπαθούσαν να απομονώσουν τους μουσουλμάνους δασκάλους, που είχαν αποφοιτήσει από την Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Ενώ αποδέχονταν τους χριστιανούς δασκάλους, που δίδασκαν ελληνικά, ασκούσαν αφόρητες πιέσεις στους ομοθρήσκους και στις οικογένειές τους, εκτός κι αν υπέκυπταν στις πιέσεις και ευθυγραμμίζονταν με τη γραμμή του προξενείου, όπως είχε συμβεί επανειλημμένως.
Αποκαλυπτική ήταν και η εικόνα της θρησκευτικής ηγεσίας. Η Τουρκία και το προξενείο της όχι μόνο δεν αναγνώριζαν τους δύο τότε νόμιμους μουφτήδες, τον Τζεμαλί Μέτσο της Κομοτηνής και τον Μεχμέτ Εμίν Σινίκογλου της Ξάνθης, αλλά προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να επιβάλλουν de facto τον Ιμπραήμ Σερίφ στην Κομοτηνή και τον Μεχμέτ Εμίν Αγκά στην Ξάνθη. Ο τελευταίος, μάλιστα, υιός του προηγούμενου μουφτή και αρχιγραμματέας της Μουφτείας από το 1970, είχε επιτύχει να ελέγχει τη μεγάλη πλειοψηφία των 110 περίπου ιμάμηδων της περιοχής του.
Είναι ενδεικτικό ότι στις 11 Φεβρουαρίου 1992 ο ευρισκόμενος στην Αθήνα τότε αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Ερντάλ Ινονού είχε συναντήσει τους δύο ψευτομουφτήδες μαζί με τα άλλα μέλη της άτυπης Συντονιστικής Μειονοτικής Επιτροπής κι όχι τους νόμιμους μουφτήδες. Το ίδιο είχαν πράξει και όσοι Τούρκοι κυβερνητικοί είχαν επισκεφθεί πριν από αυτόν την Ελλάδα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι ελληνικές αρχές δεν έκαναν πάντα ό,τι έπρεπε για να ενισχύσουν το κύρος των δύο νόμιμων μουφτήδων, τους οποίους οι ίδιες είχαν διορίσει, σύμφωνα με το νόμο.
Κέντρα εξουσίας στην μειονότητα
Η άτυπη Συντονιστική Μειονοτική Επιτροπή ήταν το ένα από τα δύο ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας στους κόλπους της μουσουλμανικής μειονότητας. Η ολιγάριθμη αυτή επιτροπή αποτελείτο ουσιαστικά από την παραδοσιακή ηγεσία της μειονότητας και είχε συγκροτηθεί το 1988 από την άτυπη συνέλευση της πολιτικοθρησκευτικής ηγεσίας, η οποία είχε συγκροτηθεί το 1980. Ηγετικό ρόλο στην άτυπη μειονοτική επιτροπή έπαιζαν οι παλαίμαχοι Αγκά και Χατίπογλου, οι οποίοι, όπως και τα άλλα μέλη της, διατηρούσαν στενές σχέσεις με το τουρκικό προξενείο.
Το άλλο κέντρο εξουσίας στη μειονότητα ήταν ο Αχμέτ Σαδίκ και οι άνθρωποί του στο “Κόμμα Φιλίας Ισότητας και Ειρήνης”. Ο μουσουλμάνος βουλευτής Ροδόπης ήταν δημιούργημα του τότε πρωθυπουργού Μεσούτ Γιλμάζ και της τουρκικής μυστικής υπηρεσίας ΜΙΤ, στο πλαίσιο της πολιτικής για κλιμάκωση των τουρκικών πιέσεων στη Θράκη. Ο Σαδίκ, με τη βοήθεια της Άγκυρας, είχε καταφέρει να παρακάμψει την παραδοσιακή μειονοτική ηγεσία, αμφισβητώντας τον πατερναλιστικό ρόλο της. Η επιτυχία του εν μέρει οφείλεται και στο γεγονός ότι είχε σπάσει την άτυπη, αλλά υπαρκτή κοινωνική ιεραρχία, συμμαχώντας με νέα στρατευμένα στελέχη, τα οποία είχαν με υποτροφίες σπουδάσει στην Τουρκία.
Τα δύο αυτά κέντρα βρίσκονταν σε οξύτατη αντίθεση, παρά τις προσπάθειες του τουρκικού προξενείου να αποκαταστήσει μία ενότητα. Η αντίθεση αυτή, ωστόσο, δεν επηρέαζε αποφασιστικά τον μηχανισμό ελέγχου της μουσουλμανικής μειονότητας από το προξενείο, το οποίο διέθετε προσωπικό 13 ατόμων. Παραλλήλως, διέθετε έμμισθους πράκτορες σ’ όλα σχεδόν τα μειονοτικά χωριά. Σε μεγάλα χωριά, μάλιστα, οι έμμισθοι ήταν αρκετοί.
Ο ετήσιος προϋπολογισμός του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή και του εκεί κλιμακίου της ΜΙΤ κινούνταν εκείνη την εποχή σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ο έλεγχος της μειονότητας δεν προωθείτο μόνο από τους έμμισθους πράκτορες. Προωθείτο και μέσω ενός συστήματος υποτροφιών, καθώς και μέσω ενός πλέγματος απειλών και πιέσεων προς όσους μειονοτικούς δεν ευθυγραμμίζονταν με τις εντολές.
Άλλους απειλούσαν ότι θα τους κατάσχουν την περιουσία τους στην Τουρκία, άλλους ότι θα διώξουν τα παιδιά τους, που σπούδαζαν εκεί κι άλλους ότι θα τους απαγορεύσουν την είσοδο στην Τουρκία. Τέλος, δημιουργούσαν συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης σ’ όσους αντιτίθονταν, ή έστω αρνούνταν να συμπράξουν στον “κλεφτοπόλεμο” εναντίον της Ελλάδας.
Στα χνάρια του Ντενκτάς
Η τουρκική πολιτική στο χώρο της μουσουλμανικής μειονότητας προσέλαβε έναν επιθετικότερο χαρακτήρα από τις αρχές του 1988. Η απόφαση του Αρείου Πάγου (29 Ιανουρίου 1988) για απαγόρευση του όρου “τουρκικός” από τις ονομασίες ορισμένων μουσουλμανικών συλλόγων, χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για την πιο ενεργό παρέμβαση του τουρκικού παράγοντα, που προσπαθούσε να αυτοπροβληθεί σαν εγγυητής, καθώς και για την κινητοποίηση του μουσουλμανικού στοιχείου εναντίον των ελληνικών αρχών.
Είναι ενδεικτικό ότι από το 1988 το τουρκικό προξενείο άρχισε να μην καλεί στην ετήσια δεξίωση, που δίνει στις 29 Οκτωβρίου, όσους από τους παράγοντες της μειονότητας απέφευγαν να ευθυγραμμισθούν με την πολιτική για κλιμάκωσης της έντασης. Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους μουσουλμάνους δημιούργησε “μαύρη λίστα”, την οποία χρησιμοποιούσε σαν μοχλό πίεσης.
Ακόμη και παράγοντες της μειονότητας παραδέχονταν ότι ο βαθμός οργάνωσης των μουσουλμάνων είχε εκείνη την περίοδο προχωρήσει πολύ. Οι ίδιοι το απέδιδαν σε λόγους ασφαλείας, αλλά ήταν σαφές ότι το ευρύτατο δίκτυο, που είχε και έχει ως κέντρο το τουρκικό προξενείο, χρησιμοποιείτο αφενός για να διατηρεί τον πολιτικό έλεγχο της μειονότητας, αφετέρου για να οργανώνει κινητοποιήσεις όταν έκρινε τη συγκυρία κατάλληλη.
Οι προκλητικές πρωτοβουλίες του Σαδίκ προκαλούσαν εκνευρισμό ακόμη και στο τουρκικό προξενείο, επειδή υπερέβαιναν τα όρια, αλλά δημιουργούσαν τετελεσμένα. Όταν το 1991, ο βουλευτής Ροδόπης ήγειρε θέμα για τα σχολικά βιβλία, η άτυπη Μειονοτική Επιτροπή ήταν επιφυλακτική. Υποχρεώθηκε, όμως, στη συνέχεια να πρωτοστατήσει για να μην αφήσει ελεύθερο το πεδίο στον Σαδίκ. Το ίδιο συνέβη και με την αποχή δασκάλων και μαθητών, που μέχρι τότε αποτελούσε “ταμπού”.
Όσο κι αν ορισμένοι παράγοντες της μειονότητας εμφάνιζαν τον Σαδίκ σαν “γραφικό”, επικαλούμενοι τα ορατά δια γυμνού οφθαλμού υστερικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, οι ενέργειές του λειτουργούσαν σαν καταλύτης για την κλιμάκωση της έντασης στη Θράκη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τότε Τούρκος πρόξενος έφθασε στο σημείο να επιδώσει και διάβημα για το συλλαλητήριο διαμαρτυρίας, που είχε διοργανώσει ο μητροπολίτης Κομοτηνής. Η Άγκυρα δεν παρέλειπε να εμφανίζεται σαν εγγυήτρια δύναμη της μειονότητας, την οποία ο Σαδίκ είχε αναγορεύσει σε “κοινότητα”, κινούμενος στα χνάρια του Ντενκτάς!
Δημοσίευση σχολίου