GuidePedia

0


Του Hal Brands
Από την πρώτη στιγμή, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είχε εγείρει δύο θεμελιώδη, στρατηγικά ερωτήματα. Πρώτον, εάν η Ουκρανία μπορεί να επιβιώσει ως ανεξάρτητο κράτος. Και δεύτερον, εάν ο δημοκρατικός κόσμος θα αξιοποιήσει συνετά τον πόλεμο, ώστε να προετοιμαστεί για τους ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους που επίκεινται.

Δεκαπέντε μήνες μετά την έναρξη του πολέμου -και καθώς η πολυαναμενόμενη αντεπίθεση της Ουκρανίας ξεκινά- μπορούμε να είμαστε επιφυλακτικά σίγουροι για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Εάν οι δυτικοί υποστηρικτές της δεν εγκαταλείψουν την Ουκρανία, θα βγει από αυτόν τον πόλεμο σοβαρά λαβωμένη αλλά όχι ηττημένη.

Ωστόσο, στο δεύτερο ερώτημα, που είναι αναμφισβήτητα πολύ κρισιμότερο για το μέλλον της παγκόσμιας τάξης, η απάντηση παραμένει εξαιρετικά ασαφής.

Οι κρίσεις, όπως συνηθίζεται να λέγεται, ενέχουν ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις. Μπορούν να διαταράξουν τον "λήθαργο” των χωρών και να κάμψουν την επίμονη άρνησή τους να αποδεχθούν τις διαφαινόμενες απειλές.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο πόλεμος στην Κορέα αποτέλεσε την κρίση που οδήγησε στον ελεύθερο κόσμο. Η σοκαριστική, απρόκλητη εισβολή σε μια κυρίαρχη χώρα έπεισε τη Δύση να εγκαταλείψει την πολιτική περιορισμού του δούναι και λαβείν και να σφυρηλατήσει τη στρατιωτική "ασπίδα” που θα κρατούσε τη Σοβιετική Ένωση υπό έλεγχο. Η Αμερική και οι σύμμαχοί της χρειάζονταν ένα παρόμοιο σοκ πριν τον Φεβρουάριο του 2022.

Οι ΗΠΑ έχουν εδώ και αρκετά χρόνια δεσμευτεί, λεκτικά, να συμμετάσχουν στην "κόντρα των μεγάλων δυνάμεων” με την Κίνα και τη Ρωσία. Αλλά σε διάφορα ζητήματα, από την άμυνα ως το εμπόριο, πραγματικά πάλευαν να διασφαλίσουν τις πολιτικές που ήταν απαραίτητες ώστε να είναι αποτελεσματικά ανταγωνιστικές. Στην Ευρώπη, η Γερμανία και άλλες χώρες αύξαναν την εξάρτησή τους από τη ρωσική ενέργεια. Στην Ασία, η Ιαπωνία και η Ταϊβάν, μεταξύ άλλων, ακολουθούσαν μια αδικαιολόγητα χαλαρή πολιτική όσον αφορά τα εξοπλιστικά τους προγράμματα για μια ενδεχόμενη σύγκρουση με το Πεκίνο.

Αυτό άλλαξε, πρόσκαιρα, μετά την επίθεση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία. Η εισβολή ήταν μια επίθεση ανάλογη με αυτήν της Κορέας στους διεθνείς κανόνες του πολιτισμένου κόσμου· ήταν μια υπενθύμιση ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων μπορεί πολύ γρήγορα να εξελιχθεί σε μια βίαιη σύγκρουση. Η τραγωδία της Ουκρανίας ήταν μια προειδοποίηση για τον ελεύθερο κόσμο.

Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της έλαβαν υπόψη τους αυτήν την προειδοποίηση, πλήττοντας τη Ρωσία στο πλαίσιο του πιο θανατηφόρου "πολέμου αντιπροσώπων” του 21ου αιώνα. Παρείχαν στην Ουκρανία την υποστήριξη που χρειαζόταν για να διασωθεί και να καταστρέψει στην πορεία τον στρατό του Πούτιν. Ο πόλεμος είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ενίσχυση και διεύρυνση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), καθώς η Φινλανδία και η Σουηδία επιδιώκουν την ένταξή τους στη Συμμαχία και πολλές χώρες σε όλη την Ευρώπη έχουν δεσμευθεί να αυξήσουν σημαντικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τη χειρότερη κρίση στην Ταϊβάν εδώ και 25 χρόνια, οδήγησαν επίσης στη χάραξη μιας σκληρότερης γραμμής έναντι της Κίνας. Οι ΗΠΑ και ορισμένοι σύμμαχοί τους επέβαλαν κυρώσεις στο Πεκίνο, στερώντας του την πρόσβαση σε ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας και σε απαραίτητα υλικά για την παραγωγή τους- ένα δυνητικά καταστροφικό πλήγμα στο πλαίσιο του εν εξελίξει τεχνολογικού ψυχρού πολέμου. Η Ιαπωνία σχεδιάζει να διπλασιάσει σχεδόν τις αμυντικές δαπάνες της την επόμενη πενταετία· πολλές χώρες του Δυτικού Ειρηνικού ενισχύουν τους δεσμούς τους με την Ουάσιγκτον αλλά και μεταξύ τους. Αντί να διχάσει τη Δύση, ο πόλεμος ενίσχυσε τις συμμαχίες και στις δύο πλευρές της Ευρασίας.

Και πάλι, όμως, αυτές οι κινήσεις αποτελούν απλώς τον "πρόλογο” μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την προάσπιση του δημοκρατικού κόσμου έναντι των "ορέξεων” των αυταρχικών καθεστώτων. Παρά τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, δε, η χάραξη αυτής της στρατηγικής έχει ξεθωριάσει, κατά ειρωνικό τρόπο, την ώρα που η Ουκρανία ανθίσταται.

Στη Γερμανία, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς προσπαθεί να αποφύγει την προηγούμενη υπόσχεσή του για αμυντικές δαπάνες ύψους 2% του ΑΕΠ της χώρας. Οι προετοιμασίες αυτοάμυνας της Ταϊβάν έχουν επιταχυνθεί, αλλά ακόμη δεν εξοπλίζεται με τη βιάση που θα περίμενε κανείς από μια χώρα που κινδυνεύει η υπόστασή της. Οι προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, μάλιστα, θα μπορούσαν να επαναφέρουν στην εξουσία το κόμμα Kuomintang, το οποίο κρατά πιο ήπια στάση έναντι του Πεκίνου και θα μπορούσε να χαλαρώσει στις εξοπλιστικές προσπάθειες της χώρας.

Κι αν η αδράνεια των συμμάχων είναι ένα μέρος του προβλήματος, σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε η Ουάσιγκτον τα πάει καλύτερα.

Η πρόσφατη συμφωνία για την αύξηση του ορίου του κρατικού χρέους των ΗΠΑ στην πραγματικότητα μειώνει τις αμυντικές δαπάνες, σε πραγματικούς όρους, γεγονός που αποτελεί στρατηγική τρέλα σε μια περίοδο όπου ο κίνδυνος ενός πολέμου στον Δυτικό Ειρηνικό σαφέστατα εντείνεται. Το δε πολυπροβεβλημένο, και πολύ καθυστερημένο, εκτελεστικό διάταγμα για τις αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα -με άλλα λόγια, για τη χρηματοδότηση από την Αμερική εταιρειών που βοηθούν τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό να προετοιμαστεί για πόλεμο- πιθανότατα δεν θα είναι αρκετό, ούτε σε εύρος ούτε σε αποτελεσματικότητα.

Ούτε όμως η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν έχει κάνει πολλά για να καλύψει το μεγαλύτερο κενό που έχει η αμερικανική στρατηγική έναντι της Κίνας: ήτοι να συστήσει κάτι ανάλογο του Συμφώνου Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership - TPP). Αυτή η εμπορική συμφωνία, την οποία υλοποίησε η Αμερική αλλά στη συνέχεια την εγκατέλειψε επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, είχε στόχο να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη στην Ασία και να προσφέρει στις οικονομίες της περιοχής μια εναλλακτική λύση αντί της εξάρτησης από το Πεκίνο. (Μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, οι υπόλοιπες 11 χώρες που συμμετείχαν συνέστησαν ένα μικρότερο σχήμα, τη λεγόμενη Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για τη Διασυνοριακή Εταιρική Σχέση στην Περιοχή του Ειρηνικού, και τι ειρωνεία, η Κίνα αιτήθηκε την ένταξή της). Όσον αφορά το Οικονομικό Πλαίσιο του Ινδο-Ειρηνικού, το οποίο αποτέλεσε την προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να καλύψει το κενό που άφησε η αποχώρηση από το TPP, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το λιγότερο "ασαφές”.

Δεν είναι όμως όλα κακώς γενόμενα, σε καμία περίπτωση. Η Πολωνία εξελίσσεται σε σημαντική στρατιωτική δύναμη και θα αποτελέσει βασικό πυλώνα του αντιρωσικού συνασπισμού την Ανατολική Ευρώπη τα επόμενα χρόνια. Η δε πρόσφατη δέσμευση της Ομάδας των 7 (G7) για συλλογική αντιμετώπιση του οικονομικού εξαναγκασμού που ασκεί η Κίνα είναι επίσης ευπρόσδεκτη, ακόμη κι αν αυτό που θα προκύψει επί της ουσίας είναι ακόμη ασαφές. Αλλά παρότι υπάρχουν τομείς όπου σημειώνεται πραγματική πρόοδος, υπάρχουν πολύ περισσότεροι όπου η επείγουσα αναγκαιότητα έχει θυσιαστεί στον βωμό των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της γραφειοκρατίας, ως συνήθως.

Έτσι, όμως, δεν αξιοποιείται μια κρίση - ούτε κερδίζεται η κόντρα για το μέλλον της παγκόσμιας τάξης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε στις δημοκρατικές χώρες την ευκαιρία να προλάβουν τις επικείμενες προκλήσεις που εγείρουν η επιθετικότητα της Κίνας και η οργή, και η πικρία, της Ρωσίας. Μπορεί να μην έχουν άλλη τέτοια ευκαιρία.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top