Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, καθώς το Ισραήλ αντιμετώπιζε σοβαρή λειψυδρία, συζητήθηκαν πολλές ιδέες για να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος, με την πιο δημιουργική αυτή της εισαγωγής ύδατος από την Τουρκία.
Και στις αρχές του 2004, μετά από διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν περίπου τέσσερα χρόνια, η Ιερουσαλήμ και η Άγκυρα – τις πρώτες μέρες της «βασιλείας» του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν – υπέγραψαν συμφωνία εισαγωγής ενός δις κ.μ. ύδατος από τον ποταμό Manavgat της Τουρκίας.
Τα παραπάνω γράφει σε κείμενο γνώμης ο αρθρογράφος HERB KEINON, στην ιστοσελίδα Jerusalem Post.
Τίτλος: « – ανάλυση»
Υπότιτλος: «Ενώ το Ισραήλ μπορεί να έχει χάσει σημαντικό έδαφος με την Τουρκία, κατάφερε να καλύψει μεγάλο μέρος αυτού του εδάφους αναπτύσσοντας ισχυρότερες σχέσεις με τους αντιπάλους της Άγκυρας.»
Μεταξύ των τρόπων που προτάθηκαν για τη μεταφορά του ύδατος ήταν: η σύνδεση τεράστιων μπαλονιών από καουτσούκ και η μεταφορά τους στο Ashkelon, η μεταφορά του σε ειδικά διαμορφωμένα δεξαμενόπλοια ή η κατασκευή αγωγού.
Παρόλο που η εισαγωγή του νερού ήταν πολύ πιο ακριβή από άλλες επιλογές στο τραπέζι – όπως η αφαλάτωση – ο τότε πρωθυπουργός Ariel Sharon είπε στο υπουργικό του συμβούλιο ότι αυτή η συμφωνία θα παγίωνε τους σημαντικούς στρατηγικούς δεσμούς, που είχαν αναπτυχθεί με την Τουρκία. Τότε, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ως υπουργός Οικονομικών καταψήφισε το σχέδιο, επικαλούμενος το υψηλό κόστος του.
Στο τέλος η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε και η στρατηγική σχέση με την Τουρκία δεν έβγαλε τη δεκαετία. Όμως μια βασική αρχή πίσω από εκείνη την πρόταση ισχύει: όσο περισσότερο αλληλένδετη είναι η σχέση του Ισραήλ με τους φίλους του, τόσο το καλύτερο.
Αυτή η αρχή απεδείχθη αυτήν την εβδομάδα, όταν το Ισραήλ και η Ελλάδα ανακοίνωσαν την υπογραφή 20ετούς αμυντικής συμφωνίας ύψους περίπου 1,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία περιλαμβάνει ισραηλινή σχολή εκπαίδευσης για την ελληνική Πολεμική Αεροπορία και 10 αεροσκάφη M-346.
Ο Yair Kulas, διευθυντής της Διεύθυνσης Διεθνούς Αμυντικής Συνεργασίας του Υπουργείου Άμυνας, είχε δίκιο όταν δήλωσε ότι «δεν πρόκειται μόνο για μια αμυντική συμφωνία, αλλά για μια εταιρική σχέση για τουλάχιστον 20 χρόνια». Με άλλα λόγια, αυτή η συμφωνία προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο στην ήδη ακμάζουσα ισραηλινο-ελληνική σχέση και σχεδόν θεσμοθετεί τους διμερείς δεσμούς [των δύο κρατών].
Και παρόλο που είναι αμφίβολο για το εάν αυτός ήταν ο πρωταρχικός της στόχος, η συμφωνία στέλνει επίσης ένα μήνυμα της Ελλάδας στην εχθρική Τουρκία – η οποία πρόσφατα εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για την αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ – ότι ανεξάρτητα από το πώς μπορούν να αναπτυχθούν οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ, η συμμαχία μεταξύ Ισραήλ – Ελλάδας και Κύπρου- είναι εδώ για να μείνει.
Όταν ο Erdogan αμφισβήτησε τα θεμέλια της σχέσης αμέσως μετά την εκλογή του το 2002, και έπειτα έστειλε τον στολίσκο Mavi Marmara το 2010, το Ισραήλ έχασε έναν βασικό σύμμαχο στην περιοχή.
Ωστόσο, αντί να θρηνεί για την απώλεια, η Ιερουσαλήμ άρχισε γρήγορα να αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς με τους ιστορικούς αντιπάλους της Τουρκίας, οι οποίοι είναι πολλοί: αρχικά με την Ελλάδα και την Κύπρο και στη συνέχεια με χώρες των Βαλκανίων, Βουλγαρία και Ρουμανία.
Ενώ το Ισραήλ μπορεί να έχει χάσει σημαντικό έδαφος στις σχέσεις με την Τουρκία, ήταν σε θέση να ανακτήσει πολύ έδαφος, αναπτύσσοντας ισχυρότερες σχέσεις με αυτές τις χώρες, ειδικά με την Ελλάδα και την Κύπρο. Ένας αντι-τουρκικός άξονας άρχισε να δημιουργείται στην ανατολική Μεσόγειο, που περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Μια ακόμα βασική χώρα σε αυτόν τον άξονα, παρόλο που δεν βρίσκεται στη Μεσόγειο, είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Οι δεσμοί του Ισραήλ με την Ελλάδα άρχισαν να απογειώνονται το 2010, ακόμη και πριν από το περιστατικό του Mavi Marmara, καθώς η Ελλάδα – που αντιμετώπιζε μια άνευ προηγουμένου κρίση χρέους – αναζητούσε φίλους. Μια τυχαία συνάντηση στη Μόσχα μεταξύ του Netanyahu και του τότε Έλληνα πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, οδήγησε στην πρώτη επίσκεψη λίγο αργότερα από έναν Έλληνα πρωθυπουργό στο Ισραήλ σε τρεις δεκαετίες, ακολουθούμενη τρεις εβδομάδες αργότερα από μια αμοιβαία επίσκεψη από τον Netanyahu, την πρώτη από έναν Ισραηλινό πρωθυπουργό στην Ελλάδα, μια χώρα που στις αρχές της δεκαετίας του 2000 θεωρείτο από τις πιο εχθρικές στην ΕΕ.
Εάν η βασική ώθηση στην προσέγγιση Ισραήλ- Ελλάδας άρχισε με την ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση, τη μεγάλη δυναμική τροφοδότησε το περιστατικό του Mavi Marmara. Λόγω αυτού το Ισραήλ αναζήτησε νέους φίλους στην περιοχή και διέλυσε τις ελληνικές υποψίες ότι το Ισραήλ ήταν πολύ κοντά στην Τουρκία. Έτσι η σχέση απογειώθηκε, με την Ελλάδα να στέλνει πυροσβέστες για την καταπολέμηση της δασικής πυρκαγιάς στο όρος Carmel τον Δεκέμβριο του 2010 και τον Netanyahu να χρησιμοποιεί τις διασυνδέσεις του στο αμερικανικό λόμπι για οικονομική υποστήριξη στην Ελλάδα.
Ένα από τα πράγματα που χάθηκαν μετά από υποβαθμισμένους δεσμούς με την Τουρκία ήταν η ικανότητα της ισραηλινής ΠΑ να εκπαιδεύει στον τουρκικό εναέριο χώρο. Αντίθετα, Ισραηλινοί πιλότοι άρχισαν να πραγματοποιούν αποστολές εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Το πιο σημαντικό είναι ότι οι σχέσεις Ισραήλ – Ελλάδας επέζησαν μετά από τρεις κυβερνητικές αλλαγές στην Αθήνα. Ο Παπανδρέου ήταν πρωθυπουργός της κεντροαριστεράς, τον διαδέχτηκε ο Αλέξης Τσίπρας που ήταν πιο αριστερός, ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη από την κέντρο-δεξιά.
Ενώ την τελειωτική εδραίωση της σχέσης θα αποτελέσει ο αγωγός για τη μεταφορά του ισραηλινού και κυπριακού φυσικού αερίου μέσω της Ελλάδας στην Ιταλία και πιο βόρεια στην Ευρώπη, αυτή η τελευταία συμφωνία είναι σημαντική επειδή προσθέτει μια άλλη διάσταση στη σχέση. Εάν για οποιονδήποτε αριθμό λόγων το σχέδιο αγωγού δεν ευοδωθεί, είναι σημαντικό η σχέση αυτή να έχει και άλλους πυλώνες στους οποίους θα εδραιώνονται οι σχέσεις, καθώς υπάρχουν πιθανότητες να συναντήσουν καταιγίδες στο δρόμο.
Δημοσίευση σχολίου