Της Χριστίνας Σ. Φλάσκου ⃰
Τα τελευταία γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην Τουρκία, λίγες μόλις μέρες πριν τις τοπικές εκλογές, με το δικαστικό «κυνήγι» του προέδρου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης (CHP) Kemal Kılıçdaroğlu και δύο αξιωματούχων του κόμματος του, της Aysu Bankoğlu και του Mansur Yavaş, αλλά και της προέδρου του İYİ Parti, Meral Akşener, δείχνουν ότι το AKP και ο ίδιος ο Erdoğan όχι απλώς κάνουν χρήση της δικαστικής εξουσίας, αλλά επιδιώκουν την επέκταση της δικαστικής καταστολής και σε άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης προκειμένου να αμαυρώσουν και να εξουδετερώσουν τον ουσιαστικά μοναδικό αντίπαλο πόλο, που είναι η Εθνική Συμμαχία. Οι διώξεις, βέβαια, κατά υποψήφιων της αντιπολίτευσης δεν αποτελεί νέα πρακτική. Το HDP (Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών) έχει ήδη βιώσει τη φυλάκιση των πρώην συν-προέδρων του, Selahattin Demirtaş και Figen Yüksekdağ, καθώς και άλλων μελών του κοινοβουλίου, δημάρχους και συμβούλους.
Ενδεικτική της επικρατούσας κατάστασης είναι η περίπτωση του υποψήφιου του CHP για το μητροπολιτικό δήμο της Άγκυρας, Mansur Yavaş, ο οποίος σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις προηγείται και μάλιστα με σημαντική διαφορά του υποψήφιου του AKP Mehmet Özhaseki. Όπως αναφέρει η Cumhuriyet, ο Yavaş κατηγορείται για κατάχρηση εξουσιών, ενόσω εργαζόταν ως δικηγόρος πριν από μια δεκαετία, διενεργώντας διαιτησία σε μια δικαστική διαμάχη. Την καταγγελία υπέβαλε ο επιχειρηματίας Necmettin Keskin, ενώ το κατηγορητήριο επισύρει ποινή φυλάκισης τριών ετών (σ.σ. η καταγγελία έγινε το Δεκέμβριο του 2017 με την κατηγορία περί εκβιασμού).
Συγκεκριμένα, ο Yavaş κατηγορείται από τη φιλοκυβερνητική Sabah και τους αξιωματούχους του AKP ότι καταχράστηκε τη θέση του ως δικηγόρου και προέβη σε απάτη με την κατάθεση διπλών δικαστικών αξιώσεων ύψους 600.000 δολαρίων και σε πλαστογραφία υπογραφής σε επίσημο έγγραφο. Ο Yavaş, από την πλευρά του, αρνείται τους ισχυρισμούς, τους οποίους και χαρακτηρίζει ως την πιο ανήθικη επίθεση στην πολιτική του καριέρα.
Δεδομένου ότι ο Yavaş είναι επίσης μέλος του δικηγορικού συλλόγου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης έπρεπε να χορηγήσει άδεια για οποιαδήποτε έρευνα εναντίον του. Τελείως «συμπτωματικά», η άδεια έρευνας δόθηκε από το Υπουργείο λίγο πριν τις τοπικές εκλογές και το δικαστήριο δέχθηκε το κατηγορητήριο στις 8 Μαρτίου, ενώ η είδηση δημοσιοποιήθηκε από τον αντίπαλό του, Mehmet Özhaseki και τον εκπρόσωπο του AKP Ömer Çelik, πριν η εισαγγελία προβεί σε οποιαδήποτε σχετική ανακοίνωση. Ο Yavaş έχει αποκαλύψει έγγραφα που δείχνουν ότι το άτομο που τον κατηγορεί έχει ιστορικό ψυχικής ασθένειας και έχει καταδικαστεί σε έξι χρόνια φυλάκισης για πλαστογραφία, κακοποίηση παιδιών, εκβιασμούς και απειλές.
Να σημειωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Yavaş δέχεται «επίθεση». Στις τοπικές εκλογές του 2014, είχαν εμφανιστεί στην Άγκυρα αφίσες που τον έδειχναν σχεδόν αγκαλιά με έναν αριστερό, φιλοκουρδικό πολιτικό και είχαν ως σύνθημα «θα κυβερνήσουμε μαζί». Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Michael Sercan Daventry «τα φυλλάδια ήταν πλαστά, μια σαφής προσπάθεια να επιτεθούν στα συντηρητικά διαπιστευτήρια του Yavaş». Τελικά, ο υποψήφιος του AKP Melih Gökçek επικράτησε στην Άγκυρα με μόλις μια μονάδα διαφορά, με τον Yavaş, όμως, να υποστηρίζει ότι επρόκειτο για αποτέλεσμα νοθείας.
Σε δηλώσεις του στη Hürriyet (11/3), ο Yavaş ανέφερε ότι με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις προηγείται 8 – 11 μονάδες, εκφράζοντας παράλληλα την ανησυχία του ότι όσο πλησιάζουν οι εκλογές θα γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο λασπολογίας. Όπως τόνισε, η διαφορά που παρατηρείται μεταξύ των προεκλογικών εκστρατειών του 2014 και του 2019 είναι ότι η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών κυριαρχεί στις φετινές δημοσκοπήσεις. «Έχω γνωρίσει πλήθος ατόμων που δηλώνουν ότι αυτή τη φορά θα με ψηφίσουν παρόλο που είχαν ψηφίσει για το AKP πριν από πέντε χρόνια. Αισθάνομαι ότι το κύριο κίνητρο πίσω από αυτή την αλλαγή στην εκλογική συμπεριφορά είναι η οικονομία…. Πρέπει να πω ότι το κύριο πρόβλημα της Άγκυρας είναι η φτώχεια, η ανεργία και οι οικονομικές δυσκολίες». Επιπρόσθετα, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις κατηγορίες που δέχεται από τον αντίπαλό του και το AKP για το ότι θα προσλάβει 20.000 μέλη του PKK στον μητροπολιτικό δήμο αν εκλεγεί στις τοπικές εκλογές.
Ο Kemal Kılıçdaroğlu, από την πλευρά του, κατηγορείται για προσβολή του υπουργού Εσωτερικών Süleyman Soylu κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής ομιλίας του πριν από 10 μήνες και οι εισαγγελείς έχουν ξεκινήσει (11/3) τη διαδικασία άρσης της κοινοβουλευτικής του ασυλίας, προκειμένου να κατηγορηθεί επίσημα και να δικαστεί.
Η Meral Akşener έχει επίσης τεθεί υπό έρευνα και θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την ποινή της φυλάκισης με την κατηγορία της προσβολής κατά του Τούρκου προέδρου. Η ένταση μεταξύ Akşener – Erdoğan οξύνθηκε όταν η πρώτη κατηγόρησε τον Τούρκο πρόεδρο, σε ομιλία της στο Ντενιζλί, ότι βάζει την ετικέτα του τρομοκράτη σε όσους πολίτες προτίθενται να ψηφίσουν Εθνική Συμμαχία, με τον Erdoğan να απαντά ότι θα την μηνύσει για δυσφήμιση. Χαρακτηριστική είναι και η δήλωση του Kılıçdaroğlu «ο Erdoğan έχει αναλάβει τη δουλειά ενός δικαστή. Είναι πολύ πιθανό να έχει ήδη δοθεί εντολή όχι μόνο για την ημερομηνία καταδίκης [της Akşener], αλλά και από ποιον δικαστή θα εκδοθεί η απόφαση».
Συγκεκριμένα, ο Erdoğan κατά τη διάρκεια προεκλογικής του εκστρατείας στην επαρχία Έλαζιγ, εξαπέλυσε απειλές κατά της Akşener για το ότι θα έχει την ίδια τύχη με τον φυλακισμένο και σύμμαχό της (όπως τόνισε), Κούρδο ηγέτη Selahattin Demirtaş. Ο Erdoğan, μάλιστα, έχει ήδη προχωρήσει σε επίσημη καταγγελία κατά της Akşener με τον ισχυρισμό της προσβολής.
Σημειώνεται ότι η προσβολή του προέδρου θεωρείται αδίκημα στην Τουρκία, σύμφωνα με το αμφιλεγόμενο άρθρο 299 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα (TCK). Όποιος προσβάλλει τον πρόεδρο μπορεί να αντιμετωπίσει έως και τέσσερα χρόνια φυλάκισης, μια ποινή που μπορεί να αυξηθεί αν το αδίκημα διαπράχθηκε μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Εν τω μεταξύ, η Aysu Bankoğlu (μέλος του κοινοβουλίου – CHP) διερευνάται για διάδοση τρομοκρατικής προπαγάνδας και επιδοκιμασία εγκλήματος και εγκληματιών (σ.σ. PKK), σε δηλώσεις της στις 12/3. Η Bankoğlu ισχυρίζεται ότι πρόκειται για απομόνωση κάποιων λέξεων από ολόκληρη δήλωση, με σκοπό να ενισχυθεί η στρατηγική της προεκλογικής εκστρατείας του AKP, η οποία δεν είναι άλλη από το να κατηγορήσει την αντιπολίτευση για σχηματισμό μιας επονείδιστης συμμαχίας με το ΡΚΚ και με άλλες οργανώσεις που έχουν θεωρηθεί και απαγορευτεί ως τρομοκρατικές.
Την ίδια στιγμή, στην προεκλογική εκστρατεία του AKP, τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο Erdoğan και όχι οι υποψήφιοι, κλέβοντας την παράσταση με τις απειλές να στείλει την Akşener στη φυλακή και τις κατηγορίες έναντι των διαδηλωτών την Ημέρα της Γυναίκας για ασέβεια στο κάλεσμα για προσευχή. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να επισκιάζονται οι υποψήφιοι και να καθίστανται ουσιαστικά άβουλοι, κάτι που δεν συμβαίνει με την Αντιπολίτευση. Ενδεικτικά είναι και τα όσα αναφέρονται για τον υποψήφιο του AKP Mehmet Özhaseki, «αποτελεί ένα λυπηρό θέαμα, ανίκανος να ξεφύγει από την αυστηρή κομματική γραμμή. Όλες οι δηλώσεις του αποτελούν παπαγαλία εκείνων του Erdoğan και του κεντρικού γραφείου του ΑΚΡ». Η εικόνα, λοιπόν, που σχηματίζεται δεν είναι υποψήφιος εναντίον υποψήφιου, αλλά Erdoğan εναντίον υποψήφιων της αντιπολίτευσης.
Παράλληλα, παρατηρείται αντίθεση μεταξύ του υποψήφιου του AKP για την Κων/πολη Binali Yıldırım και του Erdoğan, με τον πρώτο να μην υποστηρίζει τον ισχυρισμό ότι οι τοπικές εκλογές αποτελούν ζήτημα υπαρξιακής σημασίας. «Από την αρχή, η αντιπαράθεση μεταξύ των συμμαχιών ξεκίνησε από τα τοπικά ζητήματα και εξελίχθηκε στο πολύ γενικό. Νομίζω ότι αυτό είναι λάθος. Δεν εκλέγουμε πρόεδρο, εκλέγουμε ανθρώπους για να διοικήσουν τις πόλεις», δήλωσε ο Yıldırım σε συνέντευξή του στη φιλοκυβερνητική εφημερίδα Yeni Şafak. Ερωτηθείς δε για τα τρία πιο σημαντικά ζητήματα, ο Yıldırım ανέφερε την οικονομία, την ανεργία και τα προβλήματα με το σύστημα καθορισμού της ηλικίας συνταξιοδότησης. Το γεγονός αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως παραδοχή ότι, ενώ το AKP προσπαθεί να μετατοπίσει τη συζήτηση σε ζητήματα επιβίωσης της χώρας, οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τις δυσκολίες της καθημερινότητας, με τη χώρα να έχει εισέλθει σε ύφεση.
*Η Χριστίνα Σ. Φλάσκου είναι πτυχιούχος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας, κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών με ειδίκευση στις Διεθνείς Σχέσεις & Στρατηγικές Σπουδές, Ερευνήτρια στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, επικεφαλής της έρευνας «Τουρκία και Συριακή κρίση» στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Αρθρογράφος έντυπου και διαδικτυακού Τύπου
Δημοσίευση σχολίου