Σταύρος Λυγερός
Μετά την Κομισιόν και το ΔΝΤ έριξε προειδοποιητικές βολές προς την κυβέρνηση Τσίπρα. Οι δανειστές ανησυχούν για τις δεδομένες προεκλογικές παροχές, αλλά το πρόβλημα είναι ευρύτερο και μεγαλύτερο απ’ όσο μας το παρουσιάζουν οι «εισαγγελείς» και του ευρωιερατείου και του Ταμείου. Όπως όλα δείχνουν, οι ευρωεκλογές θα προκαλέσουν πολιτικό σοκ και ως εκ τούτου θα είναι σημείο καμπής για την ΕΕ.
Οι άλλοτε βαρετές εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο αυτή τη φορά αποκτούν κρίσιμη πολιτική βαρύτητα, λόγω της αναμενόμενης επέλασης των αντισυστημικών κομμάτων, κυρίως ευρωσκεπτικιστικού και ακροδεξιού προσήμου. Με άλλα λόγια είμαστε στα πρόθυρα μίας πανευρωπαϊκής σχεδόν δοκιμασίας, αν όχι κρίσης. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Μπορεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να διακήρυξε μετά το 1974 ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση, αλλά το ζήτημα αυτό είχε στην πράξη λυθεί με τον εμφύλιο πόλεμο 1946-49. Η ένταξή της, μάλιστα, στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ) προσέθεσε στους αμυντικούς δεσμούς το πολύ πιο σύνθετο πλέγμα των οικονομικών και κοινωνικών δεσμών με την Ευρώπη. Η ένταξη στην Ευρωζώνη το 2001 ήλθε να ολοκληρώσει αυτή την πορεία ενσωμάτωσης στις ευρωατλαντικές δομές. Και μάλιστα κατά τρόπο που έδειχνε να απαντά κατά τρόπο οριστικό και τελεσίδικο το παραδοσιακό ερώτημα του στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας.
Ο ενθουσιώδης ευρωπαϊσμός της συντριπτικής πλειονότητας των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων πήγασε περισσότερο από τον άκρατο ευρωπαϊκό επαρχιωτισμό τους παρά από μία επεξεργασμένη συνειδητή στρατηγική επιλογή που να παντρεύει τα εθνικά συμφέροντα με το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα. Αυτός είναι ο λόγος που ένας μάλλον επιπόλαιος φεντεραλισμός βρήκε εύφορο έδαφος στους κόλπους των ελληνικών αρχουσών ελίτ.
Η ΕΕ, όμως, αποτελείται από εθνικά κράτη με συγγενική αλλά διαφορετική κουλτούρα, με συμβιβάσιμα αλλά διαφορετικά συμφέροντα, που πηγάζουν από διαφορετικές ανάγκες. Ως εκ τούτου, η ενοποιητική διαδικασία εξαρχής δεν μπορούσε να υπερβεί κάποια όρια. Προϋπόθεση, μάλιστα, για να επιβιώσει ήταν να γίνουν απολύτως σεβαστές οι ευαισθησίες, οι ιδιαιτερότητες και κυρίως οι ανάγκες κάθε χώρας-μέλους. Όσοι με ιεραποστολικό δογματισμό θεωρούσαν ότι τα έθνη είναι από τη φύση τους εμπόδιο στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και γι’ αυτό ουσιαστικά πρέπει να ατροφήσουν, υπονόμευσαν αυτό που οραματίσθηκαν.
Η υιοθέτηση του ευρώ ήταν αναμφίβολα ένα άλμα στη μακρά πορεία προς την Ενωμένη Ευρώπη. Ήταν, όμως, ένα άλμα που όξυνε τη μονομέρεια του ιστορικού αυτού εγχειρήματος, επειδή κατέστησε απειλητική την ανισορροπία μεταξύ οικονομικής και πολιτικής σφαίρας. Από τη στιγμή που η ΕΕ δεν ενέταξε τη νομισματική ένωση στο πλαίσιο μίας οικονομικής ένωσης και αυτή με τη σειρά της στο πλαίσιο μίας μορφής πολιτικής ένωσης, ήταν αναπόφευκτο να αναδυθούν οι αντιθέσεις που σήμερα τροφοδοτούν αποδομητικές τάσεις.
Η οικονομική κρίση του 2008
Η οικονομική κρίση του 2008 παρόξυνε το πρόβλημα, αλλά τα σημάδια προϋπήρχαν. Στις δύο χώρες που πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για την έγκριση του Ευρωσυντάγματος, στη Γαλλία (Μάιος 2005) και στην Ολλανδία (Ιούνιος 2005), το αποτέλεσμα ήταν καθαρά αρνητικό. Τα “όχι” ήταν ένα ράπισμα στην πολιτική αυταρέσκεια του ευρωιερατείου και των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Στα δημοψηφίσματα κατέστη εξόφθαλμο πως οι άρχουσες ελίτ βρίσκονταν σε αποκλίνουσα τροχιά σε σχέση με τις κοινωνίες. Το “όχι” αντανακλούσε κατά κανόνα τη δυσαρέσκεια για τον νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό της ΕΕ, για την απίσχναση του κοινωνικού κράτους, για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και τα χαμηλά ποσοστά ανάπτυξης, για το δημοκρατικό έλλειμμα και για την απροθυμία της Ευρώπης να χειραφετηθεί πολιτικά. Αντανακλούσε, επίσης, τον φόβο για την τότε εύκολη και μαζική διεύρυνση προς Ανατολάς. Ο κοινός παρονομαστής του ετερόκλητου και ποικιλόχρωμου μετώπου της απόρριψης του Ευρωσυντάγματος ήταν η άρνηση του κατεστημένου πολιτικοοικονομικού μονόδρομου, στον οποίο οι κυβερνήσεις έχουν δρομολογήσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η οικονομική κρίση του 2008 έβγαλε δυναμικά στην επιφάνεια την τάση υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου των δυτικών κοινωνιών ως αποτέλεσμα της διολίσθησης των δυτικών οικονομιών στον διεθνή καταμερισμό εργασίας λόγω της παγκοσμιοποίησης. Η διεθνής ολιγαρχία του χρήματος μπορεί να αποτελείται κατά κανόνα από δυτικούς, αλλά είναι περισσότερο μια νέου τύπου πλανητική “αυτοκρατορία” παρά κεφαλαιοκράτες με αμερικανική ή ευρωπαϊκή συνείδηση.
Η εύκολη λύση
Για να συντηρήσουν οι δυτικές κυβερνήσεις στοιχειωδώς το μέσο βιοτικό επίπεδο και τις κοινωνικές υποδομές στις χώρες τους, κατέφυγαν στον δανεισμό. Ειδικά στην Ευρωζώνη, που για χρόνια τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά, ο δανεισμός ήταν η εύκολη λύση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα κρατικά χρέη να ακολουθήσουν ανοδική τροχιά. Με άλλα λόγια, το χρήμα έχει μεταφερθεί μαζικά από τα κράτη σε ιδιώτες. Η μεγαλύτερη ή μικρότερη διόγκωση του χρέους ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει κάποια στιγμή κρίση χρέους.
Η Ευρωζώνη υπέστη ρήγμα στον πιο αδύναμο κρίκο της, που ήταν η Ελλάδα. Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι λόγω της ανισομερούς ανάπτυξης πάντα και παντού θα υπάρχουν αδύναμοι κρίκοι. Γι’ αυτό και πίσω από την Ελλάδα ακολούθησαν και οι άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Από την ύπαρξη του κοινού νομίσματος επωφελούνται οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες, με πρώτη τη γερμανική. Το ευρώ επιτρέπει στα γερμανικά προϊόντα να είναι πιο ανταγωνιστικά. Επιτρέπει, δηλαδή, στη Γερμανία να συσσωρεύει εμπορικά πλεονάσματα, καταδικάζοντας τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να συσσωρεύουν εμπορικά ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά σταδιακά μετατράπηκαν σε διογκωμένο χρέος.
Δεδομένου ότι το κοινό νόμισμα εμποδίζει τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες-μέλη να εξισορροπήσουν με νομισματικό τρόπο το μειονέκτημά τους, το ευρωιερατείο προωθεί τη λιτότητα, βυθίζοντας τις οικονομίες αυτών των χωρών στην ύφεση. Η Γερμανία τα θέλει όλα δικά της. Ο οικονομικός εθνικισμός της, όμως, τροφοδοτεί τις τάσεις αποδόμησης της ΕΕ. Τα παραδείγματα είναι πολλά με πιο σημαντικό μέχρι τώρα το Brexit. Η εκλογή του Τραμπ, μάλιστα, προσέδωσε μία νέα ποιοτική διάσταση σ’ αυτές τις τάσεις. Όχι μόνο ενισχύοντας τα δεξιόστροφα αντισυστημικά εθνοκεντρικά κόμματα στην Ευρώπη, αλλά και αμφισβητώντας τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρωζώνη.
Όλα τα αυγά στο ευρωπαϊκό καλάθι
Μέσα σ’ αυτό το ρευστό τοπίο, η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με στρατηγικού χαρακτήρα προκλήσεις. Τόσο οι εγχώριες άρχουσες ελίτ, όσο και η κυβέρνηση Τσίπρα έχουν βάλει όλα τα αυγά τους στο ευρωπαϊκό καλάθι. Το ευρωιερατείο, ωστόσο, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις του, τελικώς ακολουθεί τη γραμμή του Βερολίνου τουλάχιστον αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα. Αυτό πρακτικά σημαίνει εγκλωβισμό.
Μπορεί η χώρα να βγήκε από τα Μνημόνια, αλλά δεν βγήκε από την παγίδα αργού θανάτου που αυτά ύφαναν και για τη μεταμνημονιακή περίοδο. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις η δέσμευση για υπερβολικού ύψους πρωτογενή πλεονάσματα και το το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μέσω του Υπερταμείου. Είναι αληθές ότι η Ελλάδα δεν είχε ούτε έχει εύκολες εναλλακτικές επιλογές.
Αρκετοί αναζήτησαν διέξοδο με αποχώρηση από την Ευρωζώνη. Ακόμα κι αν συμφωνούσε κάποιος σε μία τέτοια στρατηγική επιλογή, για να είναι βιώσιμη προϋποθέτει την ύπαρξη αφενός “καπετάνιου” και επεξεργασμένου πολιτικού σχεδίου, αφετέρου την αναγκαία κοινωνική συναίνεση. Δεν υπάρχει καμία από αυτές τις προϋποθέσεις. Ούτε, βεβαίως, ήταν ποτέ ρεαλιστική διέξοδος η στρατηγική προσκόλληση στο ρωσικό ή στο κινεζικό άρμα.
Οι ευρωεκλογές και το σοκ
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η μόνη ελπίδα που έχει η Ελλάδα για να ξεφύγει από την παγίδα αργού θανάτου είναι το ευρωιερατείο να υποστεί ένα σοκ. Εάν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις, αυτό είναι πολύ κοντά. Στις επικείμενες ευρωεκλογές τα αντισυστημικά κόμματα (κυρίως της λαϊκής Δεξιάς ή και Ακροδεξιάς) αναμένεται να σημειώσουν νίκες, γεγονός που εκ των πραγμάτων θα τροφοδοτήσει τις αποδομητικές τάσεις.
Αυτή η εξέλιξη ίσως υποχρεώσει το ευρωιερατείο να εγκαταλείψει το κυρίαρχο δόγμα της λιτότητας, διαφορετικά θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε μία διαδικασία αποσύνθεσης της Ευρωζώνης. Και στις δύο περιπτώσεις εκ των πραγμάτων θα διευρυνθούν τα περιθώρια κινήσεων της Αθήνας. Αυτό έχει σημασία, επειδή οι εξελίξεις στο ευρωπαϊκό πλαίσιο συμπίπτουν με εν εξελίξει τεκτονικές αλλαγές στην περιοχή μας.
Το αγεφύρωτο ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, που έχει προκαλέσει η διολίσθηση της Τουρκίας του Ερντογάν και προς τον ισλαμισμό και προς τη Μόσχα τείνει να μετατρέψει την Ελλάδα από χώρα δεύτερης γραμμής σε χώρα πρώτης γραμμής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι Αμερικανοί έχουν ίδιον συμφέρον η Ελλάδα να σταθεροποιηθεί και οικονομικά, με σκοπό να λειτουργήσει ως κεντρικό γεωπολιτικό έρεισμά τους στην περιοχή, μέσω και των τριγωνικών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου