Με όση συμπάθεια και αν δει κανείς την παρουσία της ΔΗΜΑΡ στα δημόσια πράγματα, δεν μπορεί να μην διατυπώσει κάποιες απορίες για τα κριτήρια με τα οποία το κόμμα του Φώτη Κουβέλη πολιτεύεται από την επομένη της αιφνίδιας ανάδειξής του σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η προτίμηση ενός μεγάλου αριθμού ψηφοφόρων σε αυτό το κόμμα, δεν ήταν αποτέλεσμα των θέσεων που διατύπωνε, αλλά προέκυπτε ως ευπρεπής διέξοδος για τους πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ.
Το περασμένο καλοκαίρι ήταν λύτρωση να μην ψηφίζει κάποιος ένα κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου και συνειδησιακή διευκόλυνση να ενισχύει τον Φώτη Κουβέλη. Από εκεί και πέρα όμως, η ΔΗΜΑΡ κινείται στην ομίχλη της αδυναμίας της να δει τα πράγματα με πολιτική οξυδέρκεια και να ακολουθήσει στο τέλος το δρόμο της. Αυτό φάνηκε από την επομένη των εκλογών του Μαΐου, όταν ο Φώτης Κουβέλης αρνήθηκε να μπει αμέσως σε ένα κυβερνητικό σχήμα στο οποίο θα έμπαινε ούτως ή άλλως, όπως και έκανε τελικά, με πρωθυπουργό τον Σαμαρά και άλλο εταίρο τον Βενιζέλο.
Αυτή η αστοχία ωφέλησε τον ΣΥΡΙΖΑ και εν μέρει την Ακροδεξιά. Αν δεν είχαν ακολουθήσει οι εκλογές του Ιούνιου, στις οποίες εκ των πραγμάτων οδήγησε η στάση του Κουβέλη, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα καθόταν σήμερα πάνω στο 27%, και οι Χρυσαυγίτες θα έδειχναν συγκυριακό φαινόμενο.
Εν πάση περιπτώσει – χωρίς πάντως να χάσει σε καμιά στιγμή την αξιοπρέπεια και τη σοβαρότητα του – ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, έριξε τη ζαριά του και έφερε από τα ίδια. Για τον εαυτό του και για το ΠΑΣΟΚ, που φαίνεται να τον ωθούσε εκείνη τη στιγμή προς την άρνηση της συνεργασίας, κυνηγώντας τη χίμαιρα της ανάκαμψης.
Από την επόμενη των εκλογών του Ιουνίου, ο Φώτης Κουβέλης λανσάρισε μια θεωρία που δεν θα μπορούσε να σταθεί. Ότι η συμμέτοχη του στο κυβερνητικό σχήμα έχει «αριστερό χαρακτήρα» και κατά κάποιο τρόπο εγγυάται ότι δεν θα πληγούν υπερβολικά τα λαϊκά στρώματα. Και για να έχει καμιά λογική επιχειρηματολογία επ' αυτού λανσάρισε την πατέντα των «ισοδύναμων μέτρων».
Ήταν ένα είδος στρουθοκαμηλισμού, που τον εμπόδισε να κινηθεί ταχύτερα στο δρόμο που χάραξε όταν μπήκε στην κυβέρνηση Σαμαρά. Αυτή η θεωρία παραγνώριζε ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση συγκροτήθηκε ακριβώς για να πάρει αυτά τα μέτρα, ως προϋπόθεση να κρατηθεί στη ζωή η χώρα. Αν δεν ήταν έτσι γιατί να μπλέξει με τον Σαμαρά, τον Βορίδη και τα άλλα τα παιδιά;
Ο φόβος των διαρροών προς ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε γαϊτανάκι: η ΔΗΜΑΡ έκανε πως δεν αντιλαμβάνεται τους λόγους της συμμετοχής του στη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Όταν πλησίασε η ώρα της κρίσης, η ΔΗΜΑΡ προσπάθησε απεγνωσμένα να δώσει ένα μήνυμα συνέπειας, καταψηφίζοντας τα εργασιακά του τελευταίου Μνημονίου- προφανώς έχοντας την βεβαιότητα ότι δεν θα πέσει η κυβέρνηση. Είναι παράλογο να σκεφθεί κανείς ότι ο Κουβέλης θα έριχνε τον Σαμαρά και θα επωμιζόταν τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης.
Τα μέτρα πέρασαν, ο προϋπολογισμός πέρασε και το μόνο που έμεινε ήταν η μετατροπή της ΔΗΜΑΡ σε παράγοντα κυβερνητικής αστάθειας. Αυτή τη στιγμή η συμμέτοχη της είναι θολή και υπόκειται σε απρόβλεπτους παράγοντες. Η περίπτωση Ρουπακιώτη το δείχνει καθαρά. Ένας υπουργός βάζει την υπογραφή του και μετά προβάλλει ότι αναγκάστηκε να το κάνει. Ότι δεν έγραψε τα μέτρα, ούτε καν του υπουργείου, απλώς τα υπέγραψε.
Φυσικά το πρώτο που θα μπορούσε να τον ρωτήσει κανείς είναι ποιος τον υποχρέωσε να παραμένει στο υπουργείο και να υπογράψει, αν είχε τέτοιο πρόβλημα. Αλλά δεν είναι προσωπικό το θέμα. Αφορά περισσότερο το σύνολο της ΔΗΜΑΡ. Θα μετατραπεί σε μια ευκαιριακή συνιστώσα.
Η επόμενη περίοδος είναι κρίσιμη για την κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά την τελική κατεύθυνση της ΔΗΜΑΡ. Αλλά είναι κρίσιμη και γι' αυτό καθ' εαυτό το κόμμα του Φώτη Κουβέλη. Αν δεν σταθεροποιήσει το στίγμα του, κινδυνεύει να απογοητεύσει τους ψηφοφόρους, που μπορεί να το είδαν στην αρχή ως προσωρινή λύση, αλλά έτσι όπως συμπεριφέρονται οι άλλοι και κυρίως τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαν να το επιλέξουν ως μόνιμη.
Πρωτίστως όμως είναι κρίσιμη και για τον ίδιο τον Φώτη Κουβέλη που έχει να αναμετρηθεί με ένα ιστορικό προηγούμενο: τον Ενρίκο Μπερλιγκουέρ του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε περίοδο κορύφωσης του παγκόσμιου διπολισμού δεν δίστασε να στηρίξει κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών και πέρασε στην Ιστορία.
Σήμερα στην Ελλάδα και σε διαφορετικές συνθήκες, ο Κουβέλης έχει μπροστά του ένα μεγάλο στοίχημα: να ποντάρει στην ανάγκη να γίνουν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές. Και να γίνουν όχι γιατί τις επιβάλλει ο Τομσεν και η κομπανία του, αλλά γιατί διαφορετικά η χώρα θα χάσει την ευρωπαϊκή της υπόσταση -πρακτικά θα τα χάσει όλα.
Το Μνημόνιο είναι μια πραγματικότητα και κανείς δεν μπορεί να το καταργήσει, χωρίς να οδηγείται στην αυτοκτονία. Αν η ΔΗΜΑΡ αποδεχτεί αυτή τη θέση, μπορεί να αναδειχτεί στην αριστερή δύναμη που θα καθοδηγήσει τα πράγματα τη μετά –Μνημόνιο εποχή. Θα δώσει στην αριστερή αντίληψη για το μέλλον, ιστορικό βάθος και προοπτική. Αν ο Κουβέλης ενστερνιστεί ότι το μέλλον της Ελλάδας δεν κρίνεται στη διατήρηση του επιδόματος γάμου και του χρόνου προειδοποίησης για τις απολύσεις θα προσφέρει περισσότερα από όσα μπορεί και ο ίδιος να φανταζόταν όταν ξεκίνησε η συνεργασία του με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Και αν εκλάβει το Μνημόνιο ως τούνελ που δεν έχει δρόμο επιστροφής, μπορεί να ορίσει την ατζέντα όταν η χώρα βγει από το τούνελ. Αφού φυσικά και ο ίδιος συμβάλλει στο να βγει. Αυτό είναι το στοίχημα του. Όχι να μην χάσει κι άλλον κανέναν Μιχελογιαννάκη. Ούτε ο ανταγωνισμός με τον Βενιζέλο και τον Τσίπρα.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου