Παραθέτομε αποσπάσματα της πρόσφατης ομιλίας του κ Ερτογάν στην Κύπρο ως δημοσιεύθησαν στο Έθνος σε άρθρο του κ. Δελαστίκ. Η απολυτότης των θέσεων ξενίζει όσο και το άγριο και αναιδές ύφος των λόγων του Τούρκου Πρωθυπουργού. Πιο σημαντικά όμως μας αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η Τουρκία δεν μπορεί να εξευρωπαϊσθεί γιατί ανήκει σε΄άλλο κόσμο, με άλλα ήθη και άλλο πολιτισμό.
Η επίθεση του κ. Ερντογάν είχε δύο στόχους: την Κύπρο και έμεσα βέβαια την Ελλάδα για την οποία σύντομα θα μας κοινοποιήσει τους όρους που «διαπραγματεύθηκε» με την ενδοτική πάντα Ελληνική Κυβέρνηση. Ο δεύτερος στόχος είναι η Ευρώπή στη οποία θελει να προσχωρίσει για να καλύψει όσο μπορεί τον «ανατολισμό» του.
Και τις δύο κινήσεις είχε προβλέψει και καταδικάσει ο Ακαδημαικός κ. Μαρκεζίνης στο βιβλίο του «Μια Νέα Εξωτερική Πολιτική για την Ελλάδα» . Παραθέτουμε λοιπον με κόκινα στοιχέια τις φράσεις του κ Ερντογάν και με μπλέ τις γνωμες του κ Μαρκεζίνη προς σύγκριση και συζήτηση.
Ελπίζομε όμως να μην αποδειχθεί ο κ Μαρκεζίνης ότι είναι από τους ελάχιστους ο ΜΟΝΟΣ Ελλην που αντιδρά δημοσίως σε τέτοια βαρβαρότητα; Εκτός, πια, αν έχομε όλοι πεθάνει ψυχολογικά από την εξοντωτική προπαγάνδα και παραπληροφόρηση της Κυβέρνησης;
"Δεν υπάρχει ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Κύπρος!… Στον βορρά υπάρχει το τουρκικό κράτος και στον νότο εκείνοι. Υπάρχει μια Κύπρος που έχει χωριστεί στα δύο" […η μόνη λύση που γίνεται αποδεκτή από την Αγκυρα είναι μια] "ομοσπονδιακή δομή ισότιμων πλευρών βασισμένη στην αρχή των δύο ιδρυτικών κρατών".
Στην ίδια δηλωση οποιαδήποτε παραχώρηση στο εδαφικό αποκλείσθηκε, ούτε καν εκείνες που εμφανιζόταν να κάνει προ επταετίας τότε που συζητιόταν το σχέδιο Ανάν που τόσο αγάπησαν οι ΕΛΛΙΑΜΕΠιδες «σοφοί». Οι δηλώσεις του ήταν σαφέστατες:
"Θα είμαι πρωθυπουργός για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Για μένα δεν υπάρχει πλέον θέμα Μόρφου. Δεν προσεγγίζω το θέμα όπως το σχέδιο Ανάν. Η Μόρφου ανήκει στη Βόρεια Κύπρο. Δεν μπορεί να γίνει η παραμικρή κίνηση και στο Ριζοκάρπασο. Εάν θέλουν να έλθουν για τις λειτουργίες, ας έλθουν. Εχουν αλλάξει οι συνθήκες που ίσχυαν στο σχέδιο Ανάν. Η στάση μας στο τραπέζι θα είναι διαφορετική."
Οι θέσεις Μαρκεζίνη
(a). Ελλάδα – Τουρκία Άφησα για το τέλος το πρόβληµα το οποίο θεωρώ ως το πιο επείγον και πιο περίπλοκο από όλα τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουµε αυτήν τη στιγµή· ένα πρόβληµα, το οποίο, πιστεύω, συνδέεται στενά µε την άλλη βασική πρότασή µου – τη διαµόρφωση µιας πολιτικής ίσων αποστάσεων απέναντι στις µεγάλες δυνάµεις της εποχής µας, ήτοι την Αµερική, τη Ρωσία και την Κίνα, µε την ελπίδα ότι έτσι µπορεί, επιτέλους, να αποκτήσουµε πιο αξιόπιστους συµµάχους από αυτούς που διαλαλούν ότι µας «θεωρούν στρατηγικούς τους εταίρους»[1] αλλά, στην ουσία πάντα παραστέκονται στους αντιπάλους µας.
Το πρόβληµα στο οποίο αναφέροµαι είναι η Τουρκία και επειδή θεωρώ αυτό το ζήτηµα πρωταρχικής σηµασίας, το εξετάζω σε ξεχωριστή υπο-ενότητα. Προσθέτω όµως, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι το πώς θα σχεδιαστεί, το πώς θα εφαρµοστεί και το πότε θα µπορούσε να επιχειρηθεί µια τέτοια καινοτόµος µεταβολή στις σχέσεις µεταξύ των δύο χωρών θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες που αυτήν την στιγµή δεν µας είναι γνωστοί. Ο χρόνος λοιπόν και η µεθόδευσις αυτής της πολιτικής, αν ή όταν ποτέ εφαρµοστεί, θα καθοριστεί την κατάλληλη στιγµή και όχι τώρα.[2] Τώρα αρκούµαστε στη διατύπωση της γνώµης –πεποιθήσεως θα έλεγα– ότι η αλλαγή πλεύσεως είναι αναγκαία και, ως εκ τούτου, εξετάζουµε µε συντοµία µερικούς από τους λόγους που την επιβάλλουν...
Κύρια ... συνέπεια της πολιτικής που προτείνω είναι ο παραµερισµός –για το εγγύς µέλλον, τουλάχιστον– κάθε ιδέας πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Το δεύτερο σκέλος της σκέψης αποτελεί και το δυσκολότερό της σηµείο.
Για πολλούς, η συγκεκριµένη άποψη µπορεί να µοιάζει ανορθόδοξη, πολύ δε περισσότερο (θα ισχυρίζονταν µερικοί) καθώς αντιβαίνει στο γεγονός ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αποτελεί την αποδεκτή πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων επί µία περίοδο ένδεκα περίπου χρόνων.
Εντούτοις, η µακροβιότητα µιας πολιτικής ή µιας προσέγγισης δεν αποτελεί, αφ’ εαυτής, επιχείρηµα για να µην αµφισβητήσουµε τη σηµερινή εγκυρότητά της, διότι η µη αµφισβήτηση µπορεί να απορρέει από (α) έλλειψη σωστής αξιολογήσεως νέων δεδοµένων, τοπικών αλλά και ευρωπαϊκών, (β) έλλειψη του απαραίτητου θάρρους ή φαντασίας για την αναθεώρηση µιας πολιτικής ή,(γ) πάλι, από το γεγονός ότι υποκύπτουµε σε εξωτερικές πιέσεις διατήρησής της.
Ούτε όµως είναι αναπάντητο το επιχείρηµα υπέρ µιας αλλαγής πλεύσεως ότι η παλαιά, φιλοτουρκική πολιτική ετύγχανε της ευνοίας πολιτικών διαφόρων αποχρώσεων, όπως οι κκ Μητσοτάκης, Σηµίτης, Καραµανλής, Παπανδρέου, Κύρκος και η κυρία Μπακογιάννη (για να µην αναφέρουµε και τα πνευµατικά εξαπτέρυγα, που πειθήνια πάντοτε, προµηθεύει το ΕΛΙΑΜΕΠ).
Το πραγµατικό, λοιπόν, ερώτηµα που πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί δεν είναι πλέον πόσοι ή ποιοι υπεστήριξαν αυτήν την πολιτική κάποτε ή τι ακριβώς απέδωσε στο παρελθόν αλλά (α) το κατά πόσον αυτή η πολιτική συνεχίζει να εξυπηρετεί τα συµφέροντα της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων της σήµερα, καθώς και (β) το κατά πόσον η Τουρκία έχει ανταποδώσει καθ’ οιονδήποτε δίκαιο τρόπο τις δικές µας προσπάθειες να ακολουθήσουµε µια εποικοδοµητική πολιτική απέναντί της.
Σ’ αυτόν το προβληµατισµό η απάντηση πρέπει να είναι κυνικά τίµια. Ο Παναγιώτης Κονδύλης σ’ ένα κείµενο που αξίζει να περιγραφεί ως κλασικό και για τη λογική του και για το απέριττο ύφος του, αλλά και γιατί (δυστυχώς) δικαιώθηκε εν πολλοίς µε το πέρασµα του χρόνου, έγραψε στο Επίµετρο της Θεωρίας του Πολέµου «... το σηµερινό δίληµµα [που αντιµετωπίζει η Ελλάδα] είναι αντικειµενικά τροµακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη [µε τη σηµερινή Τουρκία] σηµαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεµος σηµαίνει συντριβή».[3]
Είµαι, συνεπώς, της άποψης ότι, σε έναν κόσµο που έχει µεταβληθεί άρδην κατά την τελευταία περίπου δεκαπενταετία και για να αποφευχθεί το ανωτέρω φρικτό δίληµµα, η κατ’ ουσίαν τυφλή ελληνική υποστήριξη της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. δεν είναι πλέον ούτε ορθή ούτε και λογική, ούτε προς το συµφέρον µας.
Ο σηµερινός σκεπτικισµός για µια πολιτική που είχε ίσως κάποια πλεονεκτήµατα για την Ελλάδα όταν πρωτοπαρουσιάστηκε από την κυβέρνηση Σηµίτη-Παπανδρέου, αλλά σήµερα ενδέχεται να µας προκαλέσει ακόµη περισσότερους πονοκεφάλους, απορρέει από τα ακόλουθα επιχειρήµατα:
(b) Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Από καθαρώς ελληνική άποψη, η εν λόγω πολιτική, στην αρχική της φάση, βοήθησε –όπως ήδη ισχυρίστηκα ανωτέρω– να αναιρεθούν οι επικρίσεις που δεχόταν η Ελλάδα ως χώρα που καθυστερούσε ή παρακώλυε τη διαµόρφωση πολιτικών πανευρωπαϊκής κλίµακας, σε µια εποχή που ήταν του συρµού η γεωγραφική διεύρυνση της Ευρώπης. Έτσι, αυτή η νέα πολιτική εξυπηρέτησε αποτελεσµατικά τη διεθνή εικόνα µας, συµβάλλοντας στην προσπάθεια ανατροπής του ανθελληνικού κλίµατος σε ορισµένους ευρωπαϊκούς κύκλους. Αναµφίβολα, διευκόλυνε επίσης την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., την οποία η κυβέρνηση Σηµίτη/Παπανδρέου κατόρθωσε, µε αξιοσηµείωτη επιδεξιότητα, να διαχωρίσει από την υποψηφιότητα της Τουρκίας.
Ωστόσο, καθώς η Ευρώπη επεκτάθηκε –πολύ πιο γρήγορα από όσο θα έπρεπε, θα έλεγαν µερικοί–, έχει πλέον αλλάξει άποψη για την Τουρκία. Οι µεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες εκφράζουν αµφιβολίες κατά πόσον η Τουρκία είναι έτοιµη να γίνει πλήρες µέλος της Ε.Ε., αµφιβολίες που έχουν αυξηθεί σε στιγµές οικονοµικών δυσχερειών και δικαιολογηµένων φόβων που σχετίζονται µε την αύξηση της νοµίµου και παρανόµου µεταναστεύσεως.
Η ταχύτης µε την οποία η Τουρκία αυξάνει τις επεκτατικές της φιλοδοξίες, προκαλώντας π.χ. την Αµερική µε την πρόσφατη πρωτοβουλία της µε το Ιράν, ή το Ισραήλ, µε τον πρωταγωνιστικό (αλλά υστερόβουλο) ρόλο που έπαιξε στην οργάνωση ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα, αρχίζει να ενοχλεί τους βασικούς της υποστηρικτές. Έτσι, η αµερικανική κοινή γνώµη αρχίζει να διχάζεται ως προς τις απόψεις της για την Τουρκία.[4] Μερικοί σίγουρα θα έχουν αρχίσει να πιστεύουν ότι τώρα που αυτοί έβγαλαν το «τζίνι» από το µπουκάλι, δύσκολα θα το ξαναβάλουν µέσα. Ακόµη και το Ισραήλ αισθάνεται µετανιωµένο για την εµπιστοσύνη που έδειξε κάποτε προς την Άγκυρα, εφόσον µια µέρα θα µπορούσε αυτή να το υποκαταστήσει στην καρδιά της Αµερικής. Αλλά είναι νωρίς για να µιλάµε γι’ όλα αυτά. Απλώς, εµείς οι Έλληνες πρέπει όλα να τα έχουµε υπόψη... και να µελετάµε το timing ενδεχοµένων διπλωµατικών πρωτοβουλιών, έχοντας όµως προετοιµάσει διάφορα σχέδια για όλα τα ενδεχόµενα. Σχέδια όμως δικά μας, όχι σχέδια.... άλλων!
Στους ανωτέρω υπολογισµούς µας πρέπει να προσθέσουµε και τα πολιτικά προβλήµατα που αντιµετωπίζει σήµερα η Τουρκία µε το στρατό της, αλλά και µε ορισµένες εθνικές µειονότητες όπως τους Κούρδους –είκοσι εκατοµµύρια τη στιγµή που µιλάµε– τα οποία διάγουν περιόδους σχετικής ηρεµίας που εναλλάσσεται µε περιόδους οξύτητος κατά καιρούς, µια και αυτό το κοµβικό ζήτηµα, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της Τουρκίας, δεν έχει λυθεί. Οι µέλλουσες εξελίξεις στο Ιράκ, που µε τη σειρά τους πιθανόν να επηρεαστούν προς το χειρότερο από τις εξελίξεις στο Ιράν, θα µπορούσαν, επίσης, να περιπλέξουν το Κουρδικό πρόβληµα ακόµη περισσότερο για την Τουρκία. Και ας µην ξεχνάµε την αιφνίδια εξτρεµιστική στάση που επέδειξε πρόσφατα η Τουρκία απέναντι στους Αρµενίους η οποία δεν έκανε καλό στην εικόνα της στο εξωτερικό.
Όλα αυτά καθιστούν σαφές –και πρέπει και εµείς να το τονίζουµε σε όλους, ιδίως αν η Τουρκία συνεχίζει να µας προκαλεί– ότι, εάν ποτέ η χώρα αυτή εντασσόταν στην Ε.Ε. ως πλήρες µέλος, η παρουσία της θα προκαλούσε µια σειρά από νέα και ανεπιθύµητα προβλήµατα, τα οποία η Ευρώπη καθόλου δεν χρειάζεται. Θα επανέλθουµε σε αυτό το θέµα στις επόµενες παραγράφους, δεδοµένου ότι διαψεύδει πλήρως όλους εκείνους που διατείνονται ότι η Τουρκία έχει «εξευρωπαΐσει» τις πρακτικές της. Για πολλούς, λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι οι τουρκικές αλλαγές που έχουν σηµειωθεί µέχρι τώρα είναι επιφανειακές και καιροσκοπικές. Το ΥΠΕΞ µας όµως, και οι κατά τόπους πρεσβείες µας, ουδόλως, εξ όσων γνωρίζω, εκµεταλλεύονται αυτές τις αδυναµίες του αντιπάλου. Γιατί; Η απάντηση είναι σαφής: γιατί εµείς υποστηρίζουµε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας όσο και αν αυτή συνεχίζει να µας προκαλεί. Η ανεκτικότητά µας, όµως, δεν έχει όρια, µια και είναι η ανεκτικότητα του κοµπλεξικού, του αδύνατου, του υποτακτικού! Αυτό είναι το σημείο που κατήντησαν την Ελλάδα παλιοί και σύγχρονοι Υπουργοί των Εξωτερικών που σύντομα θα έχουν και το θράσος να διεκδικήσουν την ψήφο του Ελληνικού λαού!
Με δυο λόγια: η ιδέα µιας ασταµάτητης Τουρκίας αρχίζει να φαίνεται λιγότερο πειστική. Από εµάς, λοιπόν, εξαρτάται, να βγούµε από το σύµπλεγµα κατωτερότητος και υποταγής στην Αµερική και να αρχίσουµε να καθιερώνουµε τη δική µας γεωπολιτική προσωπικότητα. Και η οικονοµική κρίση µας, καίτοι αναµφίβολα δεν µας βοηθά, δεν είναι αυτό που µας φρενάρει. Το ανασταλτικό σε κάθε ανθρώπινη ενέργεια είναι ο ίδιος ο εαυτός µας, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, οράµατος, θάρρους, κοινωνικής οµόνοιας, όταν αναλαµβάνεται µια µεγάλη προσπάθεια.
Όλα αυτά ανακτώνται, όταν βρεθεί πρώτα ο ανθρώπινος παράγων, ο Ατατούρκ, ο Βενιζέλος, ο Τσόρτσιλ, ο Στάλιν στις µαύρες ώρες της γερµανικής εισβολής. Το πίστευα αυτό πάντα, γιατί πάντα πίστευα στη ηρωική εξήγηση της ιστορίας (εν συνδυασµώ πάντα µε το ιστορικό timing).
Αλλά να που τώρα επιβεβαιώνει τη σκέψη µου και ο «αντίπαλος» που, αθέλητά του ασφαλώς, δίδει σοφό µάθηµα στους Έλληνες. Αναφέροµαι, πάλι, στον κ. Νταβούτογλου που στο πρόσφατα µεταφρασµένο έργο του παρατηρεί σωστά τα εξής.[5]
«Το βασικώτερο έρεισµα στρατηγικής ισχύος µιας χώρας είναι ο ανθρώπινος παράγων... Είναι αδύνατο να αλλάξει κανείς τη γεωγραφική θέση και την ιστορική παράδοση, σταθερά δεδοµένα της στρατηγικής. Όµως, ο παράγων της ανθρώπινης καλλιεργίας µπορεί να δηµιουργήσει καινούργια δεδοµένα στρατηγικής λογικής, νέες οπτικές για την αξιολόγηση της γεωγραφίας και της ιστορίας».
Όταν υποβιβάζουµε τον κ. Νταβούτογλου στα γραπτά µας, γιατί βρήκαµε λάθη (σκόπιµα ή µη) στο έργο του, νοµίζω ότι εµείς οι Έλληνες δείχνουµε ασυγχώρητη ανωριµότητα. Γιατί, όπως δεν πολεµάς επιτυχώς µια ιδεολογία µε στρατό, έτσι δεν νικάς έναν άξιο πνευµατικό αντίπαλο µε το να υποβιβάζεις την ευρύτερη σηµασία του έργου του.
Η νίκη, υπό τη µορφή ενός έντιµου πολιτικού συµβιβασµού στα προβλήµατα που χωρίζουν τις δυο χώρες, θα έλθει µόνον όταν οι Έλληνες αλλάξουν τον πολιτικό κόσµο που τους κυβέρνησε πάνω από τριάντα επτά χρόνια και φέρουν νέο αίµα, που στο δικό µου λεξιλόγιο σηµαίνει νέες ιδέες. Θα επανέλθουµε σ’ αυτό το θέµα προς το τέλος αυτής της µελέτης.
(γ) Εµπνέει εµπιστοσύνη η µέχρι τώρα συµπεριφορά της Τουρκίας; Όποτε γίνεται λόγος για δηµιουργία στενότερων σχέσεων µε τη Ρωσία, η αντίθεση συνήθως εκδηλώνεται ταχύτατα µε τη φράση: «Μα, µπορούµε να έχουµε εµπιστοσύνη στον κ. Πούτιν;». Απαντώ: Μπορεί κάποιος καλόπιστος να ισχυριστεί ότι το αντίθετο ισχύει µε τους Τούρκους, λαµβανοµένων υπόψη των όσων εξέθεσα ανωτέρω; Ή µήπως, λόγω προκαταλήψεων ή και συµφερόντων, εφαρµόζουµε δύο µέτρα και δύο σταθµά;
Να ένα παράδειγµα που αφορά και την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η άρνηση της Τουρκίας να εφαρµόσει το ευρωπαϊκό Συµπληρωµατικό Πρωτόκολλο (2004) και να ανοίξει τα λιµάνια της στα πλοία κρατών-µελών της Ε.Ε., καθώς και η απροθυµία της να αναγνωρίσει ένα από τα µέλη της λέσχης στην οποία και η ίδια προσπαθεί να ενταχθεί –δηλαδή την Κύπρο– δεν αποτελούν καθόλου καλούς οιωνούς για το πώς θα συµπεριφερόταν στο µέλλον, στην περίπτωση που θα γινόταν πλήρες µέλος της Ε.Ε. Το ίδιο ισχύει με την θποχρέωση της να δεχθεί το νέο δίκαιο της θάλασσας.
Άλλο, εντελώς ελληνικό, και ακόµη πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα διαπραγµατεύσεων α λα τούρκα µας έδωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της Νέας ∆ηµοκρατίας ... Αναφερόµενος, λοιπόν, σε µία από τις πολλές συµφωνίες που υπογράφηκαν κατά την πρόσφατη επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα, ο κ. Σαµαράς παρετήρησε (σχετικά µε την «ανταλλαγή» που κάναµε για την πράσινη βίζα µε τη συµφωνία για την επανα-προώθηση µεταναστών στην Τουρκία) ότι:
«[Εµείς] δώσαµε κάτι χειροπιαστό. Κι έναντι αυτού µας έδωσε η Τουρκία κάτι που µας έχει δώσει ήδη... τρεις φορές και δεν το τήρησε ποτέ: ∆ιότι για πρώτη φορά Συµφωνία για την επανα-προώθηση λαθραίων µεταναστών υπογράφηκε το 2001 και µάλιστα από τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, υπουργό των Εξωτερικών τότε. Το 2005 επί κυβερνήσεων Νέας ∆ηµοκρατίας υπογράφηκε η ενεργοποίηση εκείνης της Συµφωνίας. Και η Τουρκία δεν τήρησε τα συµφωνηθέντα. Και τώρα υπογράφουµε ξανά την τήρησή της µε προορισµό το λιµάνι της Σµύρνης (πράγµα) που προβλέπετο [ήδη] από τη συµφωνία του 2001...»
Και τι βγαίνει από αυτή την επαναµβανόµενη υπόσχεση να τηρηθούν τα ήδη υπεσχηµένα; «Η Τουρκία», συνέχισε ο κ. Σαµαράς, «αναλαµβάνει να δέχεται περί τους 1000 λαθροµετανάστες το χρόνο από τις 70 χιλιάδες που µας στέλνει! Κι έναντι αυτής της “παραχώρησης”, εµείς της προσφέρουµε δυνατότητες συνεργασίας σε ποικίλους τοµείς και πράσινη βίζα».
Είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι οι Τούρκοι λατρεύουν το παζάρι. Και στο παζάρι αυτό η Τουρκία πάντα φροντίζει να εξασφαλίζει προκαταβολικά αυτά που θέλει και εις αντάλλαγµα δίνει υποσχέσεις τις οποίες ποτέ δεν τηρεί. Αλλά εµείς γιατί πρέπει πάντα να υποχωρούµε; Στο κάτω-κάτω, στην ακµή της Οθωµανικής τους Αυτοκρατορίας εµείς, οι Ρωµιοί, ελέγχαµε το εµπόριό τους και, µερικές φορές, και την εξωτερική τους πολιτική.
Να λοιπόν που και η Ελλάδα «έχει» –σίγουρα είχε κάποτε– «βάθος» µε την έννοια του κ. Νταβούτογλου. Με την πάροδο του χρόνου, αυτοί έγιναν καλύτεροι ή εµείς καταρρεύσαµε ακόµη και σ’ αυτό το πεδίο; Γιατί να µην ξαναζωντανέψουµε λοιπόν και εµείς το «ιστορικό βάθος» ενός ανθούντος Ελληνισµού της διασποράς. Εξέθεσα, ανωτέρω... έναν τρόπο µε τον οποίο κάτι τέτοιο θα µπορούσε να αρχίσει να τίθεται σε εφαρµογή.
Η γνώµη µου είναι ότι ο λόγος που χάσαµε την αισιοδοξία και την αγωνιστικότητά µας οφείλεται, εν πολλοίς, στις συνεχείς στρατιωτικές προκλήσεις των Τούρκων που οι Έλληνες νοµίζουν ότι δεν µπορούν να αντιµετωπίσουν, ιδίως γιατί πάντα πίσω από την Τουρκία στέκεται η (δήθεν) ουδέτερη Αµερική, ενώ εµείς δεν έχουµε καµία δύναµη στο πλευρό µας. Αν αυτό αληθεύει, τότε η ευθύνη βαρύνει τον ΔΙΚΟ µας πολιτικό κόσµο, ή για να ακριβολογούµε αυτούς που µας κυβέρνησαν.
Αν όµως αυτός είναι ο τρόπος µε το οποίον η Τουρκία αντιλαµβάνεται τη σύγχρονη γεωπολιτική διαπραγµάτευση, θα αποφύγει άραγε να συνεχίσει να χρησιµοποιεί την τακτική του «βίαιου εξαναγκασµού» οποτεδήποτε έχει µια διαφωνία είτε µε την Ελλάδα είτε µε οποιοδήποτε άλλο µέλος της Ε.Ε.; Αν ναι, τότε η ειδικότης στο παζάρεµα µεταβάλλεται σε τάση προς συστηµατική ληστεία!
Ίσως ένας τέτοιος χαρακτηρισµός φαίνεται βαρύς. Η τάση όµως της Τουρκίας να διολισθαίνει από τη συνήθη «διπλωµατία του θιγόµενου µέρους» προς µια συµπεριφορά απροκάλυπτα «επιθετική» –είτε λεκτικά, είτε µε επίδειξη στρατιωτικής δύναµη– έχει κατ’ επανάληψη σηµειωθεί όχι µόνο έναντι της Ελλάδος αλλά και στις πρόσφατες (δηλ. του τελευταίου έτους) σχέσεις της µε το Ισραήλ. Οι τελευταίεςς δηλώσεις του κ. Ερντογάν αποδεικνύουν ότι οι Τούρκοι δεν αλλάζουν.
Με δύο λόγια, µία Τουρκία µε µεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και «µε επιθετική νοοτροπία και διάθεση» δεν προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις για τη στάση που θα τηρήσει απέναντι στη λέσχη στην οποία επιθυµεί να ενταχθεί.
(δ) Γρήγορα να κλείσει το Κυπριακό! Η άποψη που προβάλλουν οι περισσότεροι Τούρκοι αρθρογράφοι[6] και ορισµένοι, κυρίως Άγγλοι, σχολιαστές, είναι ότι το Κυπριακό αποτελεί το βασικό εµπόδιο για την προώθηση της πλήρους ένταξης της Τουρκίας και, ως εκ τούτου, πρέπει να «κλείσει», δηλαδή να λυθεί µε κάποιας µορφής Σχέδιο Ανάν. Το επιχείρηµα αυτό ενισχύεται –πάντα κατά τη γνώµη των ίδιων ενδιαφεροµένων– από ένα δεύτερο, παράλληλο, επιχείρηµα. «Κάντε», λένε πάλι µε αγωνία, «την Τουρκία µέλος της Ε.Ε. προτού στραφεί ολοκληρωτικά προς την Ανατολή». Κατά τη γνώµη µου, κανένα από αυτά τα δυο επιχειρήµατα δεν ευσταθεί. Και το λέω αυτό όχι απλώς επειδή προσωπικά πιστεύω –όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες και Κύπριοι σχολιαστές– ότι το επονοµαζόµενο Σχέδιο Ανάν του 2004[7] (και οι σύγχρονες παραλλαγές του) δεν είναι καθόλου συµβατές µε τα θεµελιώδη συµφέροντα της Ελλάδας, της Κύπρου αλλά και της Ευρώπης.
Το υποστηρίζω αυτό µε έµφαση γιατί η τουρκική επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα, τόσο ποσοτικά όσο όµως και ποιοτικά, έχει αυξηθεί από τότε που η χώρα µου έτεινε κλάδο ελαίας προς την Τουρκία, στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Συγκεκριµένα, η τουρκική συµπεριφορά, ιδίως το καλοκαίρι του 2009, απεδείχθη άκρως θρασεία, σίγουρα γιατί ενθαρρύνθηκε από την παθητικότητα που διέκρινε την ελληνική κυβέρνηση εκείνης της περιόδου που, την εποχή εκείνη, έφθασε να κάνει ακόµη και αλλαγές στην ανώτερη ηγεσία στο στράτευµα για να µετριάσει τη γνώµη που επικρατούσε σε µερικούς κύκλους ότι εµείς κρατούσαµε επιθετική στάση!
Η συµπεριφορά αυτή, που υπερβαίνει τα όρια του πολλαπλασιασµού των επεισοδίων στον εναέριο χώρο µας,[8] στις βραχονησίδες και στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας (ή προκλητικά πλησίον τους) και επεκτείνεται –όπως πρόσφατα έχει αποδειχθεί– στο ζήτηµα της διευκολύνσεως της παράνοµης µετανάστευσης, πρέπει να µελετηθεί µέσα στο πλαίσιο των εκπεφρασµένων σχεδίων του κ. Νταβούτογλου που, φαντάζοµαι, σε πολύ γενικές γραµµές κάποιος υπάλληλος του υπουργείου των Εξωτερικών θα είχε εξηγήσει στην υπουργό του.
Ερωτώ, λοιπόν, αν η όποια εισήγηση έγινε τότε εµπεριείχε την εκτίµηση, η οποία τυγχάνει να είναι και η δική µου, ότι το πρόβληµα της Κύπρου έχει µεταλλαχθεί σοβαρά από την εποχή που ο κ. Νταβούτογλου παρουσίασε τη δική του, νέα, αξιολόγηση της γεωπολιτικής σηµασίας της νήσου.
Πράγµατι, τόσο από το βιβλίο του κ. Νταβούτογλου όσο και από την εµπειρία σηµαινόντων Κυπρίων που έχουν µετάσχει στις διαπραγµατεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού, το συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει κάθε ανεξάρτητος µελετητής είναι ότι ο πλήρης έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου αποτελεί πλέον τον στρατηγικό στόχο της Τουρκίας. Πέρασαν, δηλαδή, οι µέρες όπου η προστασία µια µικρής θρησκευτικής και εθνικής µειονότητος ήταν το κύριο µέληµα της Τουρκίας. Τώρα η Κύπρος –και η Κρήτη! (πάντα σύµφωνα µε τον κ. Νταβούτογλου)– αντιµετωπίζονται ως νησιά που είναι γεωγραφικά τόσο καλά τοποθετηµένα ώστε να είναι απαραίτητα για όποια χώρα –βλέπε, δηλαδή, Τουρκία– θέλει και µπορεί να παίξει ηγεµονικό ρόλο στη ευρύτερη περιοχή.
Πρώτον, λοιπόν, η Κύπρος σήµερα ενισχύει τη θέση που θέλει να καταλάβει και το ρόλο που θέλει να διαδραµατίσει η Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή.
Επιτυγχάνει αυτόν το σκοπό, δεύτερον, και γιατί αποδυναµώνει τον Ελληνισµό και το ελληνικό κράτος σε µια ευαίσθητη περιοχή στην οποία θα µπορούσε η Ελλάς (αν είχε ολοκληρωµένη στρατηγική) να διαδραµατίσει ρόλο διευρύνοντας την αξία της εντός της Ε.Ε.
Τρίτον, αποστερεί από την Ε.Ε. την υποδοµή για οποιασδήποτε µορφής επιχείρηση στη Μέση Ανατολή, όπως έγινε το καλοκαίρι του 2006, µε την εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο. Αξίζει να σηµειωθεί ότι µε βάση το Σχέδιο Ανάν, για να διαθέσει το κυπριακό κράτος την υποδοµή του (λιµάνια και αεροδρόµια) αλλά και τα χωρικά του ύδατα και τον εναέριο χώρο του, ακόµη και στην Ε.Ε., απαιτείτο η άδεια της Τουρκίας. Εξ όσων γνωρίζω, το ίδιο προβλέπουν και τα νεότερα υποκατάστατα του αρχικού σχεδίου Ανάν.
Τέταρτον, το τουρκικό σχέδιο εγκλωβίζει πλήρως το Ισραήλ, αφού η µόνη µη µουσουλµανική διέξοδος που διαθέτει αυτό είναι προς την Κύπρο. Με τον έλεγχο της Κύπρου η Τουρκία αποκτά στρατηγικό πλεονέκτηµα έναντι του Ισραήλ, στην αντιπαράθεση και διαµάχη για τον ηγεµονικό ρόλο στην περιοχή, τα δε πρόσφατα γεγονότα στη Γάζα αποτελούν σηµαντικό στοιχείο στο «παζάρι».
Πέµπτον, αναβαθµίζει το ρόλο και την αξία της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ.
Ποια λοιπόν θα είναι η συµπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, αν µπορέσει να εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου; Πόσο προθυµοποιούνται η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ να έχουν τέτοιαν εξάρτηση στην περιοχή από την Τουρκία;
Εν όψει των ανωτέρω, έχω άδικο να επιµένω ότι η παρούσα µανία να παραδώσουµε, υπό την αφόρητη πίεση των Αµερικανών, Άγγλων, του κ. Μπανκι Μουν, και των εν Ελλάδι «ακαδημαϊκών βοηθών» τους –γιατί τελικά περί αυτού πρόκειται–, την Κύπρο στους Τούρκους υπό κάποια µορφή σχεδίου τύπου Ανάν, θα αποβεί ατυχής αν όχι προδοτική λύση για όλους, πλην των Τούρκων;
Και υπενθυµίζω τι διδάσκει η ιστορία. Τέτοιου είδους «λύσεις» κηλιδώνουν τη φήµη αυτών που τις λαµβάνουν για πάντα. Έτσι, ούτε ο «µέγας» Καραµανλής, ο επονοµαζόµενος «Εθνάρχης», µπόρεσε να αποφύγει αυτό το στίγµα εξαιτίας της περιβόητης συνθήκης της Ζυρίχης την οποία υπέγραψε υπό την πίεση των... Άγγλων και στη Βουλή, µάλιστα, περιέγραψε ως την «ευτυχέστερη στιγµή της ζωής» του!
Ποιος Έλληνας ή Κύπριος πολιτικός επιθυµεί τέτοιον τίτλο;
Προκλητικός ήταν ο Τούρκος Πρωθυπουργός και με τον τρόπο με τον οποίο έθεσε το ζήτημα των σχέσεων ΕΕ - Τουρκίας κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2012, όταν την προεδρία της ΕΕ την αναλαμβάνει η Κύπρος.
"Σε περίπτωση που δώσουν στη Νότια Κύπρο την προεδρία τηΕΕ, εμείς δεν τους αναγνωρίζουμε. Ποτέ δεν πρόκειται να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι μαζί τους... Κατά την προεδρία της Νότιας Κύπρου στην ΕΕ δεν πρόκειται να συνομιλήσουμε. Κατά την περίοδο αυτή οι σχέσεις με την ΕΕ θα παγώσουν. Επί έξι μήνες δεν θα υπάρχουν σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ. Δεν μας ενδιαφέρει τι θα σκεφτεί η ΕΕ. Ας το σκεφτόταν όταν δεχόταν ως μέλος την ελληνοκυπριακή διοίκηση... Δεν συνομιλούμε με χώρα που δεν αναγνωρίζουμε. Θεωρούμε ντροπή για μας ακόμη και το ότι βρισκόμαστε στο ίδιο τραπέζι μαζί τους στον ΟΗΕ.»
(α) Τα (πολιτικά) προβλήµατα που θα έφερνε στην Ευρώπη. Ο φόβος µου ότι η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα έφερνε αυτήν την τελευταία αντιµέτωπη µε πολιτικά προβλήµατα, δυσκο-λίες και άκρως επιτακτικές απαιτήσεις ενισχύεται και από το γεγονός –το οποίο, κατά τα φαινόµενα, έχουν λησµονήσει οι περισσότεροι– ότι, το 2005, στις Βρυξέλλες, η Ένωση Αραβικών Κρατών[9] τάχθηκε, ex proprio motu, υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Αυτή η ασυνήθιστη πρωτοβουλία εκ µέρους ενός «τρίτου», άσχετου οργανισµού απέδειξε –όπως µε ειλικρίνεια οµολόγησε ένας φιλότουρκος σχολιαστής– «την ελπίδα του αραβικού κόσµου ότι η Τουρκία θα αποτελέσει µια “πίσω πόρτα” [sic] µέσω της οποίας αυτός θα αναπτύξει στενότερους δεσµούς µε την Ευρώπη».[10]
Θα µπορούσε άραγε αυτός ο δυσοίωνος υπαινιγµός να περιλαµβάνει κάτι περισσότερο από το ενδεχόµενο οι περιορισµένοι ευρωπαϊκοί οικονοµικοί πόροι να χρησιµοποιηθούν για να αναπτυχθούν χώρες εκτός Ευρώπης – θα µπορούσε, δηλαδή, να σηµαίνει ότι θα ακολουθήσουν περισσότερες αιτήσεις ένταξης στην ευρωπαϊκή λέσχη από κράτη που δεν µπορούν να αξιώσουν κανέναν άλλον ιστορικό, εθνοτικό, θρησκευτικό ή άλλου είδους δεσµό µαζί της, πέραν της επιθυµίας τους να ωφεληθούν από τη (σχετική) οικονοµική ευρωστία της; Μήπως, λοιπόν µια πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα αποτελούσε πρόσκληση σε κράτη σαν το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τις βορειο-αφρικανικές χώρες να εισέλθουν στο ευρωπαϊκό κλαµπ; ∆εν έχω καµία αµφιβολία ότι αυτήν την «µπασταρδοποίηση» και αποδυνάµωση της Ευρώπης θα την έβλεπαν µε καλό µάτι και οι Αµερικανοί και οι Άγγλοι.
Σε άλλο σημείο του βιβλίου μου θα επανέλθω σε νοµικές και θεσµικές δυσκολίες, πέραν των πολιτικών, που µια τέτοια πλήρης ένωση θα προκαλούσε στους ήδη εταίρους.
(β) Νοµικά και θεσµικά προβλήµατα πλήρους ενώσεως µε την Ε.Ε. Το τελευταίο επιχείρηµά µου υπέρ της επαναξιολόγησης της τουρκικής ένταξης στην Ε.Ε. είναι και το σηµαντικότερο: η Ευρώπη ως σύνολο θα πρέπει να µελετήσει –και όντως, εξετάζει σήµερα– µε άκρα σοβαρότητα τα θεσµικά επακόλουθα της ενδεχόµενης πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.[11]
Η άποψη αυτή συνδέεται άµεσα και αναπόφευκτα µε τη γενικότερη πεποίθησή µου ότι αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη σήµερα είναι βαθύτερη ολοκλήρωση και όχι περαιτέρω διεύρυνση. ∆εδοµένου µάλιστα ότι την ιδέα αυτήν τη συµµερίζονται κατ’ αρχήν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, εξαιρουµένης ίσως της Αγγλίας (και, εµµέσως, της Αµερικής), η Ελλάδα µπορεί να την επιδιώξει µε σχετική ευκολία, σταµατώντας να στηρίζει µια πολιτική η οποία, όσο πρωτοποριακή και αν ήταν το 1999, έντεκα χρόνια αργότερα δεν είναι διόλου ελκυστική.
Η βασική µου ανησυχία για τη σηµερινή πολιτική µας ως προς το µέλλον της Τουρκίας στην Ευρώπη αφορά το γεγονός ότι η επιθυµία της Τουρκίας να γίνει πλήρες µέλος της Ε.Ε. δεν συνάδει µε το συµφέρον της Ευρώπης να προβεί κατ’ αρχάς σε µια εις βάθος ανάπτυξη της Ένωσης, προκειµένου να αναχαιτίσει, προσωρινά τουλάχιστον, και να εξορθολογίσει τη βεβιασµένη και ανεξέταστη διεύρυνσή της.
Πράγµατι, η ταχύρρυθµη ευρωπαϊκή διεύρυνση κατά το πρόσφατο γύρισµα του αιώνα έχει ήδη αρχίσει να φανερώνει τις αδυναµίες αυτής της βεβιασµένης κίνησης, το οικονοµικό βάρος που αποτελούν οι νέες χώρες για την παλιά Ευρώπη (η οποία τις «έσωσε» εντάσσοντάς τες στις δοµές της), καθώς και τον αδέξιο τρόπο λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ασχέτως εάν πρόκειται για τα οικονοµικά, τις στρατιωτικές επεµβάσεις ή την κοινή εξωτερική πολιτική.
Έχω όµως και ένα δεύτερο λόγο ανησυχίας για την Τουρκία, ο οποίος, θεωρώ, δεν έχει σηµασία µόνο για την Ελλάδα, αλλά, και πάλι, για ολόκληρη την Ευρώπη. Θα τον θέσω απλά. Έχει άραγε τη δυνατότητα η σηµερινή Ευρώπη, µε τους εσωτερικούς διχασµούς και τα οικονοµικά της προβλήµατα, να δεχθεί µια χώρα η οποία είναι βέβαιο ότι θα την εµπλέξει σε θρησκευτικά, εθνοτικά, και µεταναστευτικά ζητήµατα τα οποία κάθε άλλο παρά της χρειάζονται;
Με άλλα λόγια, µπορούµε να ξεχάσουµε το πρόβληµα της σφαγής των Αρµενίων; Μπορούµε να αγνοήσουµε τη συνεχιζόµενη διένεξη µε το στρατιωτικό κατεστηµένο; Μπορούµε να υποτιµήσουµε το θέµα των Κούρδων, το οποίο, ας µην απατώµεθα, σιγοβράζει εδώ και καιρό; Επιτρέπεται να µη σταθµίσουµε τις µελλοντικές επιπτώσεις της σθεναρής στήριξης που προσφέρει η Τουρκία στην πΓ∆Μ; Ή, τέλος, επαναλαµβάνω, µπορεί να µην αντιµετωπίζει µε αποφασιστικότητα αλλά και σύνεση ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών το υποβόσκον πρόβληµα που, µια µέρα, οι Τούρκοι θα προσπαθήσουν να µας ανοίξουν στη Θράκη, προσποιούµενοι σήµερα ότι τέτοιο θέµα δεν πρόκειται ποτέ να ανακινηθεί;
Ασφαλώς, η ελληνική γεωπολιτική διανόηση θα αντιµετωπίσει σαρκαστικά αυτές τις ανησυχίες, θεωρώντας ότι είναι απλώς επινοήµατα ενός νου εχθρικού προς την Τουρκία. Πέραν όµως του γεγονότος ότι ο γράφων κατάγεται από Έλληνες που πρέσβευαν την ελληνο-τουρκική φιλία όταν οι συγκεκριµένοι διανοούµενοι βρίσκονταν ακόµη στην κούνια (ή στην αρχή της ακαδηµαϊκής τους σταδιοδροµίας), γεγονός παραµένει ότι η πρόσφατη απόφαση της Τουρκίας να απειλήσει ότι θα απελάσει 100.000 Αρµένιους µετανάστες που ζουν στην επικράτειά της είναι, πραγµατικά, «επονείδιστη». Η µοµφή είναι των (φιλότουρκων) Times του Λονδίνου που καταλήγουν ως εξής: «οι ενστάσεις [που προβάλλουν οι Τούρκοι] για µια ορθή ιστορική εξήγηση µιας σειράς φοβερών εγκληµάτων συνιστούν στάση υποτιµητική και καταστροφική. Η εκδικητικότητα, όµως, εναντίον του πλέον ευάλωτου λαού εντός των τουρκικών συνόρων είναι απλώς εξωφρενική [sic]».
Αναµφίβολα. Και για αυτόν ακριβώς το λόγο, όσο καταδικαστική και αν είναι αυτή η κατακλείδα, δεν είναι αρκετή για να µας δείξει ξεκάθαρα ποια θα µπορούσε να είναι η µελλοντική συµπεριφορά της Τουρκίας. Μπορούν άραγε οι Έλληνες γεωπολιτικοί παρατηρητές, οι οποίοι –εάν κρίνει κανείς από τις δηµοσιογραφικές τους δραστηριότητες– πλέουν συνεχώς σε πελάγη αυτοδη-µιούργητης αισιοδοξίας για την κατάσταση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, να βάλουν το χέρι στην καρδιά και να µας πουν ότι έχουµε όντως να κάνουµε µε έναν πολιτισµένο και µετριοπαθή γείτονα, µε ευρωπαϊκή συµπεριφορά και ανθρωπιστικές διαθέσεις, πλήρως εναρµονισµένες µε τα σηµαντικότερα διδάγµατα του Ισλάµ;
Εάν η σηµερινή αντίδραση της Τουρκίας είναι σκοπίµως υψιπετής, ακριβώς επειδή έχει σκοπό να δείξει στον κόσµο πόσο «ισχυρή» είναι η χώρα, τότε αυτό αποδεικνύει ότι η σύγχρονη Τουρκία πιστεύει στο δίκαιο του ισχυροτέρουλ δηλαδή στην ωμή δύναμη και όχι στο δίκαιο Πρόκειται, µε άλλα λόγια, για κακό οιωνό προς όλους τους γείτονες και φίλους της.
Εάν, από την άλλη πλευρά, πρόκειται για «αντανακλαστική αντίδραση» στην κίνηση ευάριθµων Αµερικανών και Σουηδών κοινοβουλευτικών, να καταδικάσουν την αρµενική της πολιτική –ενέργεια που, χαρακτηριστικά, απορρίφθηκε ως ασύνετη από τις «ήπιων τόνων» κυβερνήσεις αυτών των κρατών– τότε, η τουρκική «αντίδραση» αποδεικνύει την αδυναµία της χώρας αυτής να αντιµετωπίζει τις διεθνείς διαφωνίες µε µετρηµένο και ήρεµο τρόπο. Η φύση της την στρίβη πάντα πρός την βία΄και η ιστορία της το επιβεβαιώνει!
Σε κάθε περίπτωση, τα σηµάδια κινδύνου είναι για όλους (εκτός από το Υποθργείο μας των Εξωτερικών) εµφανή – και αν διαθέτουµε κοινή λογική, πρέπει να προετοιµαστούµε αναλόγως. Αναφέροµαι συγκεκριµένα στους υπουργούς µας Εξωτερικών και Εθνικής Άµυνας, οι οποίοι φέρουν –και θα φέρουν– ιδιαίτερα βαριά ευθύνη αν γίνει έστω και ένα µόνο µέρος αυτών που φοβούµαι και που ανέφερα ανωτέρω. Και επαναλαµβάνω, τα περισσότερα από τα αναφερθέντα προβλήµατα εύκολα µπορούν να πάρουν τη µορφή νοµικών ή θεσµικών προβληµάτων µε απρόβλεπτες συνέπειες για το φόρτο εργασίας των ευρωπαϊκών θεσµών.
[1]. Όπως πολύ ορθά έγραψε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο Επίµετρο της Θεωρίας του Πολέµου (4η εκδ. 1999, σ. 409): «...η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοή-σει έµπρακτα, και όχι µόνο λεκτικά, ότι η αξία µιας συµµαχίας για ένα µέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου µέσα στο σύνολο της συµµαχίας. Πιο λιανά: οι σύµµαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς». Κατά τη γνώµη µου η δεδοµένη ελληνική δουλικότης προς τους Αµερικανούς µάς έχει υποτιµήσει και όχι υπερτιµήσει στα µάτια τους.
[2]. Ασφαλώς µεταξύ των προβληµάτων που θα πρέπει να µελετηθούν είναι το πώς θα αντιδράσει η Ελλάς στο οτιδήποτε αποφασίσει να πράξει η Τουρκία, αν δει πως µε τη σύµπραξή µας και της Κύπρου, οι γαλλο-γερµανικές αντιρρήσεις εισδοχής της αποβούν, επιτέλους, τελεσφόρες και το όλο θέµα της πλήρους εντάξεως της Τουρκίας στην Ε.Ε. τεθεί στο αρχείο. Ο Κονδύλης, στο Επίµετρο του κλασικού του έργου Θεωρία του Πολέµου, προσφέρει µερικές εξαιρετικά χρήσιµες σκέψεις από στρατιωτικής/στρατηγικής πλευράς στις όποιες στρατιωτικές κινήσεις ενδεχοµένως µια µέρα η χώρα µας θα υπεχρεούτο να κάνει έναντι της Τουρκίας. Λόγω του τίτλου αυτού του κεφαλαίου αρκούµαι εδώ να προσθέσω την ανάγκη συντονισµένης και υπερ-ενεργητικής διπλωµατικής προσπάθειας που θα έπρεπε να αναλάβουµε, αν αυτά που θεωρώ αναγκαία µεταβληθούν µια µέρα από σχέδια σε πραγµατικότητα. Σκοπός αυτών των πρωτοβουλιών θα είναι να εξηγηθεί γιατί η Ελλάς δεν µπορεί να βρίσκεται αντιµέτωπη µε τουρκικές απειλές –πολεµικές ή µη– κάθε φορά που ασκεί τα δικαιώµατά της σύµφωνα µε το διεθνές δίκαιο και τις Συνθήκες της Ε.Ε. Ο συνδυασµός ενεργητικής διπλωµατίας και στρατιωτικής εγρηγόρσεως, πάντοτε εντός των πλαισίων του διεθνούς δικαίου, δεν είναι καταφρονητέα όπλα στα χέρια µιας αποφασισµένης –και όχι «πουληµένης»– ηγεσίας, µε το λαό σύσσωµο γύρω της. Αν όλα αυτά δεν ακούγονται ευχάριστα είναι γιατί δεν είναι ευχάριστα. Καθ’ όσον γνωρίζω όµως καµιά από τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας µας δεν εγράφη από «ένα πλαδαρό κοινωνικό σώµα αιωρούµενο γύρω από το µέσο όρο µιας γενικής ευηµερίας, όπου υψίστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση αυτού του µέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητος». Κονδύλης, Θεωρία του Πολέµου, 4η εκδ. 1999, σ. 386.
[3]. 4η εκδ. 1999, σ. 410.
[4]. Βλ., π.χ., το εκτενές ρεπορτάζ της International Herald Tribune «Turkey’s Risky Bridging of East and West», σ. 3.
[5]. Το Στρατηγικό Βάθος – Η ∆ιεθνής Θέση της Τουρκίας (εκδ. Ποιότητα, µεταφρ. Νικ. Ραπτόπουλου, Αθήνα, 2010), σ. 73 επ..
[6]. Βλ., ενδεικτικά, το κείµενο του καθηγητή Attila Eralp για το ΕΛΙΑΜΕΠ, µε τίτλο «The Last Chance in Cyprus Negotiations and the Turkey-EU Relationship», ∆ιατριβή ΕΛΙΑΜΕΠ, Φεβρουάριος 2010, 20 Ιανουαρίου 2010.
[7]. Ή το πιο πρόσφατο (Ιούνιος 2010) σχέδιο το οποίο διαπραγµατεύεται ο κ. Χριστόφιας που είναι, νοµίζω, χειρότερο και για τις δυο χώρες µας.
[8]. Συγκεκριµένα σε απόσταση 6-10 µιλίων από τις ακτές µας, επέκταση δηλαδή 4 µιλίων πέραν της αιγιαλίτιδος ζώνης που καθιέρωσε η Ελλάς το 1931 και δεν αµφισβήτησε η Τουρκία µέχρι το 1974. Υπενθυµίζεται ότι κατά το διεθνές δίκαιο η αιγιαλίτις ζώνη (άρα και ο εναέριος χώρος) µπορεί να φθάσει µέχρι τα 12 µίλια.
[9]. Και µάλιστα όχι µόνο η Ένωση Αραβικών Κρατών, αλλά και το ίδιο το Ιράν, εφόσον ο πρόεδρος Μοχάµετ Χαταµί δήλωσε επίσης ότι ήταν προς το συµφέρον του Ιράν να ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρώπη. Βλ. Mohammad Noureddine, «Is Turkey Turning Towards the East?», Daily Star (Βηρυτός), 26 Ιουνίου 2002, archives.econ.utah.edu/archives/a-list/2002w27/msg00002.htm.
[10]. Graham E. Fuller, The New Turkish Republic, ό.π., σ. 70.
[11]. Εν προκειµένω, εννοώ το δικαίωµα ψήφου, έχοντας κατά νου τις δυσκολίες µε τις οποίες ήλθε αντιµέτωπη η Ευρώπη όταν βρέθηκε απέναντι σε µια πολύ επιθετική στάση της Πολωνίας αναφορικά µε αυτό ακριβώς το είδος ζητήµατος. Έτσι, τα νέα µέλη δείχνουν µιαν ανησυχητική τάση να διεκδικούν πλήρη δικαιώµατα και τίτλους από την Ευρώπη –κατ’ ουσίαν, τεράστιες επιδοτήσεις για να εκσυγχρονίσουν τις παρωχηµένες, αν όχι και χρεοκοπηµένες, οικονοµίες τους– και, συγχρόνως, µέσω της συµπεριφοράς τους σε διακυβερνητικές διασκέψεις, φτάνουν στο σηµείο ακόµη και να παραλύουν τη λειτουργία της Ένωσης. Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τη µελλοντική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αισθάνονται δυσαρεστηµένοι µε τη βεβιασµένη διεύρυνση της Ευρώπης κατά τα τελευταία χρόνια. Είναι ίσως αδύνατον να αλλάξουµε αυτή την κατάσταση πλέον –εκτός και αν προσανατολιστούµε προς µια Ευρώπη δύο ή τριών ταχυτήτων–, αλλά, τουλάχιστον, µπορούµε να πάρουµε αυτό το µάθηµα και να αποφύγουµε να επαναλάβουµε τα λάθη του παρελθόντος, πραγµατοποιώντας νέες διευρύνσεις της Ε.Ε.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου