Συντάκτης: Γεώργιος Ε. Σέκερης
Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, ο Τούρκος πρωθυπουργός, αφού δημοσία απήγγειλε στίχους από τον τουρκικό εθνικό ύμνο, στους οποίους ο «Δυτικός πολιτισμός» χαρακτηρίζεται ως «τέρας που του μένει ένα μόνο δόντι» (η στρατιωτική, υποτίθεται, ισχύ, κατ’ αντιδιαστολή προς τις ηθικές αξίες), προσέθεσε ότι «καμία άλλη στροφή [του ύμνου] δεν περιγράφει καλύτερα τη Δύση από αυτή».
(Βλ. άρθρο του Semih Idiz στην Hurriyet Daily News της 17ης Μαρτίου.) Και ανταποκρίθηκε έτσι ο κ. Ερντογάν, εν όψει των εκλογών της 12ης Ιουνίου, στην αύξουσα αποστασιοποίηση της τουρκικής κοινής γνώμης από την Κοινοτική Ευρώπη και τον Δυτικό Κόσμο γενικότερα – εκφράζοντας όμως αναμφίβολα συγχρόνως τις αντιδυτικές προκαταλήψεις που διακατέχουν, τόσο τον ίδιο, όσο και το ισλαμογενές κόμμα του. Και τις οποίες άλλωστε η Άγκυρα όλο και περισσότερο μεταφράζει σε διεθνοπολιτική πράξη, με διασπαστικές υπό Δυτικό πρίσμα τοποθετήσεις και ενέργειές της, όπως η διαφοροποίησή της έναντι του Ιρανικού και πιο πρόσφατα του Λιβυκού.
Το μέλλον των εξωτερικών τουρκικών προσανατολισμών δεν έχει βέβαια ακόμη κριθεί. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον διέρχονται λεπτή, ρευστή φάση, η απόληξη της οποίας είναι επί του παρόντος αβέβαιη. Επιστροφή όμως στη σχετικώς στέρεη στρατηγική συμμαχία του ψυχροπολεμικού και αμέσως μεταψυχροπολεμικού παρελθόντος φαίνεται απίθανη. Ενώ πολύ πιθανότερο είναι η αμοιβαία καχυποψία Τούρκων και Δυτικών να συνεχισθεί – και μάλιστα να επιταθεί, στο μέτρο που θα εντείνεται η εκατέρωθεν απογοήτευση, τροφοδοτούμενη, αφ’ ενός, από την, οριστική όπως όλα δείχνουν, άρνηση της ΕΕ να δεχθεί την Τουρκία στους κόλπους της, και, αφ’ ετέρου, από την τάση, μερικής έστω, απεξάρτησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τη Δύση.
Πρόκειται για εξελίξεις με σημαντικές επιπτώσεις και στα Ελληνοτουρκικά. Αντίθετα προς την επικρατούσα γνώμη, η σημερινή ισλαμογενής τουρκική πολιτική ηγεσία αποδεικνύεται, ως προς την ουσία, περισσότερο αδιάλλακτος συνομιλητής απ’ ό,τι κατά το παρελθόν οι Τούρκοι στρατιωτικοί. Καθώς στις στρατηγικές στοχεύσεις των Κεμαλιστών, τις οποίες διατηρεί ακέραιες, έχει προσθέσει και μια ισλαμική, ου μην αλλά και νεο-οθωμανική, διάσταση – επί παραδείγματι αναφορικά με τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ή τους Τουρκοκυπρίους. Και ως εκ τούτου η διαπραγμάτευση με τη γείτονα – πάντοτε αναγκαία, ασφαλώς, για να αποφευχθεί μια καταστροφική και για τους δύο λαούς κλιμάκωση – μακράν του να διευκολύνεται, δυσχεραίνεται.
Από την άλλη όμως, η ψυχρότητα μεταξύ Άγκυρας και Δύσης, του δυτικού προπυργίου στον μεσανατολικό χώρο που είναι το Ισραήλ συμπεριλαμβανομένου, μας παρέχει εν δυνάμει πρόσθετα γεωπολιτικά στηρίγματα έναντι της Τουρκίας. Για να τα εξασφαλίσουμε όμως πρέπει να αξιοποιήσουμε καταλλήλως τη συγκυρία. Και υπό το πρίσμα αυτό, η προσέγγιση με το εβραϊκό κράτος αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη – στην οποία πρέπει, χωρίς αντιπαραγωγικές τυμπανοκρουσίες, να δοθεί συνέχεια. Ενώ δυνατότητες ενίσχυσης της γεωπολιτικής μας θέσης προσφέρει και η εν εξελίξει κρίση στον αραβικό κόσμο. Με τη συμβολή μας, εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, στην εκεί δυτική πολιτική – παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί κανείς να έχει σε σχέση με την ορθότητα ορισμένων πτυχών της τελευταίας αυτής – να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την εδραίωση και αναβάθμιση της θέσης μας στην Ευρωκοινοτική και Ατλαντική Δύση. Όπερ είναι το κυρίως ζητούμενο εν προκειμένω.
Είναι καιρός να ενηλικιωθούμε. Να ξεχάσουμε τον ανόητο αντιαμερικανισμό και γενικότερα την τριτοκοσμικής υφής καταφορά κατά του Δυτικού Κόσμου – η οργανική ένταξη της χώρας μας στον οποίο εξυπηρετεί περισσότερο παρά ποτέ τα εθνικά μας συμφέροντα.
πηγή
Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, ο Τούρκος πρωθυπουργός, αφού δημοσία απήγγειλε στίχους από τον τουρκικό εθνικό ύμνο, στους οποίους ο «Δυτικός πολιτισμός» χαρακτηρίζεται ως «τέρας που του μένει ένα μόνο δόντι» (η στρατιωτική, υποτίθεται, ισχύ, κατ’ αντιδιαστολή προς τις ηθικές αξίες), προσέθεσε ότι «καμία άλλη στροφή [του ύμνου] δεν περιγράφει καλύτερα τη Δύση από αυτή».
(Βλ. άρθρο του Semih Idiz στην Hurriyet Daily News της 17ης Μαρτίου.) Και ανταποκρίθηκε έτσι ο κ. Ερντογάν, εν όψει των εκλογών της 12ης Ιουνίου, στην αύξουσα αποστασιοποίηση της τουρκικής κοινής γνώμης από την Κοινοτική Ευρώπη και τον Δυτικό Κόσμο γενικότερα – εκφράζοντας όμως αναμφίβολα συγχρόνως τις αντιδυτικές προκαταλήψεις που διακατέχουν, τόσο τον ίδιο, όσο και το ισλαμογενές κόμμα του. Και τις οποίες άλλωστε η Άγκυρα όλο και περισσότερο μεταφράζει σε διεθνοπολιτική πράξη, με διασπαστικές υπό Δυτικό πρίσμα τοποθετήσεις και ενέργειές της, όπως η διαφοροποίησή της έναντι του Ιρανικού και πιο πρόσφατα του Λιβυκού.
Το μέλλον των εξωτερικών τουρκικών προσανατολισμών δεν έχει βέβαια ακόμη κριθεί. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον διέρχονται λεπτή, ρευστή φάση, η απόληξη της οποίας είναι επί του παρόντος αβέβαιη. Επιστροφή όμως στη σχετικώς στέρεη στρατηγική συμμαχία του ψυχροπολεμικού και αμέσως μεταψυχροπολεμικού παρελθόντος φαίνεται απίθανη. Ενώ πολύ πιθανότερο είναι η αμοιβαία καχυποψία Τούρκων και Δυτικών να συνεχισθεί – και μάλιστα να επιταθεί, στο μέτρο που θα εντείνεται η εκατέρωθεν απογοήτευση, τροφοδοτούμενη, αφ’ ενός, από την, οριστική όπως όλα δείχνουν, άρνηση της ΕΕ να δεχθεί την Τουρκία στους κόλπους της, και, αφ’ ετέρου, από την τάση, μερικής έστω, απεξάρτησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τη Δύση.
Πρόκειται για εξελίξεις με σημαντικές επιπτώσεις και στα Ελληνοτουρκικά. Αντίθετα προς την επικρατούσα γνώμη, η σημερινή ισλαμογενής τουρκική πολιτική ηγεσία αποδεικνύεται, ως προς την ουσία, περισσότερο αδιάλλακτος συνομιλητής απ’ ό,τι κατά το παρελθόν οι Τούρκοι στρατιωτικοί. Καθώς στις στρατηγικές στοχεύσεις των Κεμαλιστών, τις οποίες διατηρεί ακέραιες, έχει προσθέσει και μια ισλαμική, ου μην αλλά και νεο-οθωμανική, διάσταση – επί παραδείγματι αναφορικά με τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ή τους Τουρκοκυπρίους. Και ως εκ τούτου η διαπραγμάτευση με τη γείτονα – πάντοτε αναγκαία, ασφαλώς, για να αποφευχθεί μια καταστροφική και για τους δύο λαούς κλιμάκωση – μακράν του να διευκολύνεται, δυσχεραίνεται.
Από την άλλη όμως, η ψυχρότητα μεταξύ Άγκυρας και Δύσης, του δυτικού προπυργίου στον μεσανατολικό χώρο που είναι το Ισραήλ συμπεριλαμβανομένου, μας παρέχει εν δυνάμει πρόσθετα γεωπολιτικά στηρίγματα έναντι της Τουρκίας. Για να τα εξασφαλίσουμε όμως πρέπει να αξιοποιήσουμε καταλλήλως τη συγκυρία. Και υπό το πρίσμα αυτό, η προσέγγιση με το εβραϊκό κράτος αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη – στην οποία πρέπει, χωρίς αντιπαραγωγικές τυμπανοκρουσίες, να δοθεί συνέχεια. Ενώ δυνατότητες ενίσχυσης της γεωπολιτικής μας θέσης προσφέρει και η εν εξελίξει κρίση στον αραβικό κόσμο. Με τη συμβολή μας, εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, στην εκεί δυτική πολιτική – παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί κανείς να έχει σε σχέση με την ορθότητα ορισμένων πτυχών της τελευταίας αυτής – να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την εδραίωση και αναβάθμιση της θέσης μας στην Ευρωκοινοτική και Ατλαντική Δύση. Όπερ είναι το κυρίως ζητούμενο εν προκειμένω.
Είναι καιρός να ενηλικιωθούμε. Να ξεχάσουμε τον ανόητο αντιαμερικανισμό και γενικότερα την τριτοκοσμικής υφής καταφορά κατά του Δυτικού Κόσμου – η οργανική ένταξη της χώρας μας στον οποίο εξυπηρετεί περισσότερο παρά ποτέ τα εθνικά μας συμφέροντα.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου