Του Σάββα Καλεντερίδη
Όλα ξεκίνησαν στις 2 Αυγούστου του 1990, όταν το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ με τη δικαιολογία ότι το μικρό αλλά πλούσιο σε πετρέλαιο και φυσικούς πόρους εμιράτο κάνει γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση και έτσι «κλέβει» ιρακινό πετρέλαιο. Αμέσως μετά την εισβολή ο ΟΗΕ επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στο Ιράκ, μέχρι που τον Ιανουάριο του 1991 στρατεύματα 31 χωρών, με την άδεια του ΟΗΕ και την καθοδήγηση των ΗΠΑ, απελευθέρωσαν το Κουβέιτ και εισέβαλαν στο Ιράκ, κατανικώντας τις μεραρχίες του Σαντάμ και φθάνοντας μέχρι τα νότια προάστια της Βαγδάτης.
Στις 28 Φεβρουαρίου περατώθηκαν οι επιχειρήσεις των συμμαχικών δυνάμεων και ενώ όλοι περίμεναν ότι η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί, αφού ο Σαντάμ, το άλλοτε χαϊδεμένο παιδί της Ουάσινγκτον, που έχει γραφτεί ότι εισέβαλε στο Κουβέιτ κατόπιν προτροπής της τότε πρέσβειρας των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, κατανικήθηκε και δέχτηκε ένα καλό μάθημα από τους συμμάχους, δυο μέρες μετά, στις 2 Μαρτίου, οι Κούρδοι του Νοτίου Κουρδιστάν-Βορείου Ιράκ εξεγέρθηκαν εναντίον της Βαγδάτης. Τότε, εκατομμύρια Κούρδοι του Ιράκ, υπό τον φόβο των σφαγών, πέρασαν τα σύνορα με την Τουρκία και κατέφυγαν στους συγγενείς τους στο Βόρειο Κουρδιστάν-ΝΑ Τουρκία.
Μετά από κάποιες αεροπορικές αψιμαχίες, στις 5 Απριλίου 1991, με την υπ1 αρ. 688 απόφαση ο ΟΗΕ κήρυξε την περιοχή βόρεια του 36ου παραλλήλου προστατευόμενη (No-Fly Zone) και ανέθεσε σε αεροπορική δύναμη, αποτελούμενη από αεροσκάφη των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, να περιπολούν και να επιτηρούν την περιοχή. Η έδρα αυτής της αεροπορικής δύναμης ήταν η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, κοντά στα Αδανα. Η τότε κυβέρνηση του Τουργκουτ Οζάλ συμφώνησε και επέτρεψε να σταθμεύει και να επιχειρεί από εκεί η «Δύναμη Σφυρί», υπό την προϋπόθεση ότι το τουρκικό κοινοβούλιο θα ενέκρινε την παραμονή της κάθε έξι μήνες. Να σημειωθεί ότι η όλη επιχείρηση υποστηρίχτηκε και με συμμαχικές δυνάμεις του στρατού ξηράς, που φρόντισαν στην αρχή για την επιβίωση των Κούρδων στους καταυλισμούς που δημιουργήθηκαν στο έδαφος της Τουρκίας, και στη συνέχεια για την επάνοδο τους στις εστίες τους.
Η επιχείρηση εκείνη θεωρήθηκε ο θεμέλιος λίθος της ίδρυσης του κράτους των Κούρδων, στο Νότιο Κουρδιστάν, επιχείρηση που κράτησε είκοσι ολόκληρα χρόνια και κόστισε στις ΗΠΑ δισεκατομμύρια δολάρια, προφανώς όχι μόνο για να προστατέψει τα συμφέροντα των Κούρδων.
Ενώ συνεχιζόταν η ως άνω επιχείρηση, το 1996, η αμερικανική διοίκηση -κατά τους Τούρκους η CIA- ζήτησε από τις τουρκικές αρχές διευκολύνσεις για τη μεταφορά 2.500 επιλεγμένων Κούρδων μέσω της αεροπορικής βάσης του Μπάτμαν στη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ, στη νήσο Γκουάμ. Ενα από τα αιτήματα των Αμερικανών προς τους Τούρκους συναδέλφους τους ήταν να μη ζητηθούν διαβατήρια και άρα να μην καταγραφεί η ταυτότητα και τα στοιχεία των Κούρδων που επρόκειτο να μεταφερθούν στον Ειρηνικό. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, τελικά οι Τούρκοι κατάφεραν να πάρουν τα δακτυλικά αποτυπώματα των Κούρδων που μεταφέρθηκαν στο Γκουάμ. Το αρχείο με τα δακτυλικά αποτυπώματα τηρεί αποκλειστικά η ΜΙΤ.
Επειτα από ένα χρονικό διάστημα περίπου δυο ετών, οι Κούρδοι, αφού εκπαιδεύτηκαν στο Γκουάμ σε διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία ενός κράτους, επέστρεφαν σταδιακά στο Νότιο Κουρδιστάν, αναλαμβάνοντας σχετικά καθήκοντα, ανάμεσα στα οποία ήταν και η συμμετοχή στην επιχείρηση ανατροπής του Σαντάμ, το 2003, που άνοιξε ακόμα περισσότερο τον δρόμο για την ανεξαρτησία των Κούρδων.
Παρότι το τουρκικό κοινοβούλιο επί σειρά ετών ανανέωνε την άδεια στάθμευσης και επιχειρησιακής δράσης της αεροπορικής δύναμης, που αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα για τη δημιουργία του κουρδικού κράτους, τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1990 η Τουρκία άρχισε να εκφράζει σοβαρές και έντονες αντιρρήσεις, που μερικές φορές έφθασαν μέχρι το σημείο της ανοικτής σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Η επιλογή του Ερντογάν και η στήριξη του από την Ουάσινγκτον σχετίζεται με την άρνηση των Τούρκων στρατηγών να αποδεχτούν τα τετελεσμένα του Νοτίου Κουρδιστάν.
Ενώ όμως ο Ερντογάν φέρεται να συμφώνησε με τους Αμερικανούς για το θέμα της αποδοχής και της de facto αναγνώρισης του Νοτίου Κουρδιστάν, από τότε που άρχισε να σταθεροποιείται στο εσωτερικό της Τουρκίας, άρχισε να επιτρέπει τη συνεργασία διαφόρων υπουργείων και των μυστικών υπηρεσιών με τα αντίστοιχα υπουργεία και υπηρεσίες του Ιράν και με δομές και μηχανισμούς της Αλ Κάιντα, της Χαμάς και της Χεζμπολάχ. Κεντρικό ρόλο σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών ανέλαβε ο νέος διοικητής της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν, ο οποίος διατηρεί πλέον ανοιχτούς διαύλους με τις ιρανικές μυστικές υπηρεσίες και με πρόσωπα που οδηγούν κατευθείαν στην Αλ Κάιντα και τις λοιπές ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις. Πρόσφατα, κουρδικές αρχές και οργανώσεις που εδρεύουν στις Βρυξέλλες και σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης παρέδωσαν στοιχεία στις αρμόδιες αρχές ευρωπαϊκώνχωρών, σύμφωνα με τα οποία η Τουρκία, σε συνεργασία με το Ιράν, προετοιμάζει δολοφονίες ηγετικών στελεχών του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος που ζουν και εργάζονται στην Ευρώπη.
Προχθές, σημειώθηκαν αλλεπάλληλες εκρήξεις στο Κιρκούκ, σε μια περίοδο που οι Κούρδοι του Νοτίου Κουρδιστάν αλλά και ο Κούρδος πρόεδρος του Ιράκ Τζελάλ Ταλαμπανί προβαίνουν σε μια σειρά ενεργειών για να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τους Τουρκομάνους και τους Σιίτες της περιοχής του Κιρκούκ. Στόχος των βομβιστικών επιθέσεων είναι να τεθεί σε κίνδυνο η ειρήνη και η σταθερότητα, που αν εξασφαλιστούν, θα λειτουργήσουν υπέρ των κουρδικών συμφερόντων, αφού έτσι θα εδραιωθεί ο έλεγχος της αυτόνομης κουρδικής οντότητας στην περιοχή του Κιρκούκ, που στην κυριολεξία πλέει πάνω σε ένα πέλαγος πετρελαίου.
Η κατάσταση αυτή ενδιαφέρει πρώτιστα την Τουρκία και το Ιράν, που βλέπουν πίσω από την ισχυροποίηση και χειραφέτηση των Κούρδων του Ιράκ τον ορατό κίνδυνο να αποτελέσει η περιοχή του Νοτίου Κουρδιστάν (Βορείου Ιράκ) κέντρο βάρους και για τους δικούς τους Κούρδους. Επίσης, η κατάσταση ενδιαφέρει άμεσα και την Αλ Κάιντα, που θεωρεί ότι με την ίδρυση του Κουρδιστάν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θα αποκτήσουν μια πολύτιμη βάση στην καρδιά του ισλαμικού κόσμου.
Η Δύση, που προώθησε και στήριξε τον Ερντογάν, όπως είχε πράξει στο παρελθόν με τον Σαντάμ Χουσεΐν και τους Ταλιμπάν, εδώ και μερικά χρόνια άρχισε να ανησυχεί για τη στάση που κρατά ο Τούρκος πρωθυπουργός σε μια σειρά από ζητήματα που αγγίζουν τα συμφέροντα των συμμάχων. Το ερώτημα που προβάλλει μετά από όλα αυτά είναι μέχρι ποιο σημείο είναι διατεθειμένος να φτάσει ο Ερντογάν στη συνεργασία του με το Ιράν, τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και την Αλ Κάιντα, κάτι που ίσως τον καταστήσει ένα είδος Σαντάμ της Τουρκίας!
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΗΓΗ
Όλα ξεκίνησαν στις 2 Αυγούστου του 1990, όταν το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ με τη δικαιολογία ότι το μικρό αλλά πλούσιο σε πετρέλαιο και φυσικούς πόρους εμιράτο κάνει γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση και έτσι «κλέβει» ιρακινό πετρέλαιο. Αμέσως μετά την εισβολή ο ΟΗΕ επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στο Ιράκ, μέχρι που τον Ιανουάριο του 1991 στρατεύματα 31 χωρών, με την άδεια του ΟΗΕ και την καθοδήγηση των ΗΠΑ, απελευθέρωσαν το Κουβέιτ και εισέβαλαν στο Ιράκ, κατανικώντας τις μεραρχίες του Σαντάμ και φθάνοντας μέχρι τα νότια προάστια της Βαγδάτης.
Στις 28 Φεβρουαρίου περατώθηκαν οι επιχειρήσεις των συμμαχικών δυνάμεων και ενώ όλοι περίμεναν ότι η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί, αφού ο Σαντάμ, το άλλοτε χαϊδεμένο παιδί της Ουάσινγκτον, που έχει γραφτεί ότι εισέβαλε στο Κουβέιτ κατόπιν προτροπής της τότε πρέσβειρας των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, κατανικήθηκε και δέχτηκε ένα καλό μάθημα από τους συμμάχους, δυο μέρες μετά, στις 2 Μαρτίου, οι Κούρδοι του Νοτίου Κουρδιστάν-Βορείου Ιράκ εξεγέρθηκαν εναντίον της Βαγδάτης. Τότε, εκατομμύρια Κούρδοι του Ιράκ, υπό τον φόβο των σφαγών, πέρασαν τα σύνορα με την Τουρκία και κατέφυγαν στους συγγενείς τους στο Βόρειο Κουρδιστάν-ΝΑ Τουρκία.
Μετά από κάποιες αεροπορικές αψιμαχίες, στις 5 Απριλίου 1991, με την υπ1 αρ. 688 απόφαση ο ΟΗΕ κήρυξε την περιοχή βόρεια του 36ου παραλλήλου προστατευόμενη (No-Fly Zone) και ανέθεσε σε αεροπορική δύναμη, αποτελούμενη από αεροσκάφη των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, να περιπολούν και να επιτηρούν την περιοχή. Η έδρα αυτής της αεροπορικής δύναμης ήταν η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ, κοντά στα Αδανα. Η τότε κυβέρνηση του Τουργκουτ Οζάλ συμφώνησε και επέτρεψε να σταθμεύει και να επιχειρεί από εκεί η «Δύναμη Σφυρί», υπό την προϋπόθεση ότι το τουρκικό κοινοβούλιο θα ενέκρινε την παραμονή της κάθε έξι μήνες. Να σημειωθεί ότι η όλη επιχείρηση υποστηρίχτηκε και με συμμαχικές δυνάμεις του στρατού ξηράς, που φρόντισαν στην αρχή για την επιβίωση των Κούρδων στους καταυλισμούς που δημιουργήθηκαν στο έδαφος της Τουρκίας, και στη συνέχεια για την επάνοδο τους στις εστίες τους.
Η επιχείρηση εκείνη θεωρήθηκε ο θεμέλιος λίθος της ίδρυσης του κράτους των Κούρδων, στο Νότιο Κουρδιστάν, επιχείρηση που κράτησε είκοσι ολόκληρα χρόνια και κόστισε στις ΗΠΑ δισεκατομμύρια δολάρια, προφανώς όχι μόνο για να προστατέψει τα συμφέροντα των Κούρδων.
Ενώ συνεχιζόταν η ως άνω επιχείρηση, το 1996, η αμερικανική διοίκηση -κατά τους Τούρκους η CIA- ζήτησε από τις τουρκικές αρχές διευκολύνσεις για τη μεταφορά 2.500 επιλεγμένων Κούρδων μέσω της αεροπορικής βάσης του Μπάτμαν στη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ, στη νήσο Γκουάμ. Ενα από τα αιτήματα των Αμερικανών προς τους Τούρκους συναδέλφους τους ήταν να μη ζητηθούν διαβατήρια και άρα να μην καταγραφεί η ταυτότητα και τα στοιχεία των Κούρδων που επρόκειτο να μεταφερθούν στον Ειρηνικό. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, τελικά οι Τούρκοι κατάφεραν να πάρουν τα δακτυλικά αποτυπώματα των Κούρδων που μεταφέρθηκαν στο Γκουάμ. Το αρχείο με τα δακτυλικά αποτυπώματα τηρεί αποκλειστικά η ΜΙΤ.
Επειτα από ένα χρονικό διάστημα περίπου δυο ετών, οι Κούρδοι, αφού εκπαιδεύτηκαν στο Γκουάμ σε διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία ενός κράτους, επέστρεφαν σταδιακά στο Νότιο Κουρδιστάν, αναλαμβάνοντας σχετικά καθήκοντα, ανάμεσα στα οποία ήταν και η συμμετοχή στην επιχείρηση ανατροπής του Σαντάμ, το 2003, που άνοιξε ακόμα περισσότερο τον δρόμο για την ανεξαρτησία των Κούρδων.
Παρότι το τουρκικό κοινοβούλιο επί σειρά ετών ανανέωνε την άδεια στάθμευσης και επιχειρησιακής δράσης της αεροπορικής δύναμης, που αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα για τη δημιουργία του κουρδικού κράτους, τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1990 η Τουρκία άρχισε να εκφράζει σοβαρές και έντονες αντιρρήσεις, που μερικές φορές έφθασαν μέχρι το σημείο της ανοικτής σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Η επιλογή του Ερντογάν και η στήριξη του από την Ουάσινγκτον σχετίζεται με την άρνηση των Τούρκων στρατηγών να αποδεχτούν τα τετελεσμένα του Νοτίου Κουρδιστάν.
Ενώ όμως ο Ερντογάν φέρεται να συμφώνησε με τους Αμερικανούς για το θέμα της αποδοχής και της de facto αναγνώρισης του Νοτίου Κουρδιστάν, από τότε που άρχισε να σταθεροποιείται στο εσωτερικό της Τουρκίας, άρχισε να επιτρέπει τη συνεργασία διαφόρων υπουργείων και των μυστικών υπηρεσιών με τα αντίστοιχα υπουργεία και υπηρεσίες του Ιράν και με δομές και μηχανισμούς της Αλ Κάιντα, της Χαμάς και της Χεζμπολάχ. Κεντρικό ρόλο σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών ανέλαβε ο νέος διοικητής της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν, ο οποίος διατηρεί πλέον ανοιχτούς διαύλους με τις ιρανικές μυστικές υπηρεσίες και με πρόσωπα που οδηγούν κατευθείαν στην Αλ Κάιντα και τις λοιπές ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις. Πρόσφατα, κουρδικές αρχές και οργανώσεις που εδρεύουν στις Βρυξέλλες και σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης παρέδωσαν στοιχεία στις αρμόδιες αρχές ευρωπαϊκώνχωρών, σύμφωνα με τα οποία η Τουρκία, σε συνεργασία με το Ιράν, προετοιμάζει δολοφονίες ηγετικών στελεχών του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος που ζουν και εργάζονται στην Ευρώπη.
Προχθές, σημειώθηκαν αλλεπάλληλες εκρήξεις στο Κιρκούκ, σε μια περίοδο που οι Κούρδοι του Νοτίου Κουρδιστάν αλλά και ο Κούρδος πρόεδρος του Ιράκ Τζελάλ Ταλαμπανί προβαίνουν σε μια σειρά ενεργειών για να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τους Τουρκομάνους και τους Σιίτες της περιοχής του Κιρκούκ. Στόχος των βομβιστικών επιθέσεων είναι να τεθεί σε κίνδυνο η ειρήνη και η σταθερότητα, που αν εξασφαλιστούν, θα λειτουργήσουν υπέρ των κουρδικών συμφερόντων, αφού έτσι θα εδραιωθεί ο έλεγχος της αυτόνομης κουρδικής οντότητας στην περιοχή του Κιρκούκ, που στην κυριολεξία πλέει πάνω σε ένα πέλαγος πετρελαίου.
Η κατάσταση αυτή ενδιαφέρει πρώτιστα την Τουρκία και το Ιράν, που βλέπουν πίσω από την ισχυροποίηση και χειραφέτηση των Κούρδων του Ιράκ τον ορατό κίνδυνο να αποτελέσει η περιοχή του Νοτίου Κουρδιστάν (Βορείου Ιράκ) κέντρο βάρους και για τους δικούς τους Κούρδους. Επίσης, η κατάσταση ενδιαφέρει άμεσα και την Αλ Κάιντα, που θεωρεί ότι με την ίδρυση του Κουρδιστάν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θα αποκτήσουν μια πολύτιμη βάση στην καρδιά του ισλαμικού κόσμου.
Η Δύση, που προώθησε και στήριξε τον Ερντογάν, όπως είχε πράξει στο παρελθόν με τον Σαντάμ Χουσεΐν και τους Ταλιμπάν, εδώ και μερικά χρόνια άρχισε να ανησυχεί για τη στάση που κρατά ο Τούρκος πρωθυπουργός σε μια σειρά από ζητήματα που αγγίζουν τα συμφέροντα των συμμάχων. Το ερώτημα που προβάλλει μετά από όλα αυτά είναι μέχρι ποιο σημείο είναι διατεθειμένος να φτάσει ο Ερντογάν στη συνεργασία του με το Ιράν, τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και την Αλ Κάιντα, κάτι που ίσως τον καταστήσει ένα είδος Σαντάμ της Τουρκίας!
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου