Του Αγγελου Σταγκου
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν πάρει μία παράξενη τροπή. Από τη μία πλευρά τα χαμόγελα σε πρωθυπουργικό επίπεδο περισσεύουν και οι συναντήσεις είναι αλλεπάλληλες. Από την άλλη πλευρά, Αθήνα και Αγκυρα παραμένουν σταθερές στις γνωστές θέσεις τους ή έτσι δείχνουν και διαλαλούν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, στα οποία έχει προστεθεί η λαθρομετανάστευση, και το Κυπριακό.
Με αυτή την έννοια, η κατάσταση είναι παράξενη και δύσκολα μπορεί να αποτολμηθεί η οποιαδήποτε πρόβλεψη. Πρόκειται για μία άνοιξη στις σχέσεις των δύο χωρών, που όμως δεν εξασφαλίζει ότι θα ακολουθήσει οπωσδήποτε το καλοκαίρι.
Η σημερινή συγκυρία στα ελληνοτουρκικά είναι εξαιρετικά περίεργη και πάντως πιο περίπλοκη από κάθε άλλη φορά. Η Τουρκία περνάει περίοδο οικονομικής και πολιτιστικής άνθησης, κάνει ανοίγματα προς πολλές κατευθύνσεις, επιδιώκει να δώσει την αίσθηση ότι η Κωνσταντινούπολη είναι διεθνές κέντρο (και το κατορθώνει), η αστική τάξη της αποπνέει ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης. Δεν τα καταφέρνει σε όλες τις επιδιώξεις της, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί μέγεθος με ειδικό βάρος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή μας, και ταυτόχρονα η πολιτική της ηγεσία έχει αποδείξει ότι είναι ικανή. Αυτό το παραδέχονται και Τούρκοι πολίτες που δεν ψηφίζουν το ισλαμικό κόμμα.
Αντίθετα, η Ελλάδα βρίσκεται σε παρατεταμένη περίοδο παρακμής και σε βαθιά οικονομική κρίση. Το γεγονός αυτό προκαλεί θεωρητικά ανισορροπία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά δεν είναι και ακριβώς έτσι. Εχει και η Τουρκία τις δυσκολίες της τόσο στο εσωτερικό όσο και στην υλοποίηση της προσπάθειας που κάνει να διευρύνει την επιρροή της στο εξωτερικό, σύμφωνα με το δόγμα Νταβούτογλου. Σε αρκετές περιπτώσεις σπάει τα μούτρα της και στα βορειοανατολικά της σύνορα επικρατεί ρευστότητα.
Επιπλέον, όσο και αν η Αγκυρα νιώθει απογοητευμένη από τη συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντί της, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος αυτής της Ενωσης, ενώ η Τουρκία θα ήθελε να είναι (ίσως όχι με την ίδια ζέση που το ήθελε αρχικά), παίζει τον ρόλο του. Και, τέλος, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν δείχνει να έχει διαθέσεις νταή. Αντίθετα, δείχνει να επιδιώκει τις πολιτισμένες σχέσεις.
Η κατάσταση όμως έχει γίνει πιο περίπλοκη και για άλλους λόγους. Υπάρχει ο παράγων που λέγεται Ιράν, με το οποίο η Τουρκία διατηρεί καλές σχέσεις, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν είναι στα καλύτερά τους και στις τουρκοϊσραηλινές επικρατεί ένταση που φτάνει στα όρια της εχθρότητας. Από την άλλη πλευρά, είναι ορατή η προσέγγιση της Ελλάδας με το Ισραήλ, ωστόσο με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να δοθεί η εντύπωση ότι οικοδομείται άξονας κατά της Αγκυρας. Και μέσα σε όλα αυτά προέκυψαν τα κοιτάσματα αερίου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου, Ισραήλ, Καστελόριζου, τα οποία όμως καλοβλέπουν και άλλες γειτονικές χώρες και δεν αποκλείεται η επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ στη Λευκωσία να σχετίζεται. Οπως βέβαια είναι σίγουρο ότι σχετίζεται και με το κυπριακό πρόβλημα αυτό καθεαυτό.
Ολα τα παραπάνω και άλλα δημιουργούν το σημερινό περιβάλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ισως εξηγούν και τα ανοίγματα που κάνει η τουρκική πλευρά προς την Ελλάδα, ειδικά με χειρονομίες καλής θέλησης προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο (που όμως άπτονται των θρησκευτικών δικαιωμάτων και όχι των ελληνοτουρκικών προβλημάτων). Δεν παραιτείται από τις διεκδικήσεις της, όπως δεν παραιτούμαστε και εμείς από τα κυριαρχικά δικαιώματά μας, αλλά είναι σαφές ότι η Αγκυρα θέλει θερμές σχέσεις με την Αθήνα. Αν μη τι άλλο, η Τουρκία δεν αισθάνεται την Ελλάδα ως απειλή, κάτι που αντανακλάται και στις δημοσκοπήσεις. Τελευταία δημοσκόπηση έβγαλε ότι μόλις το 2% των Τούρκων πολιτών θεωρεί την Ελλάδα απειλή κατά της χώρας του, ενώ στην κορυφή βρίσκονται οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Οποιος επισκέπτεται την Τουρκία αυτή την εποχή αντιλαμβάνεται ότι οι Ελληνες (και οι ντόπιοι Ρωμιοί) είναι... in, ειδικά για την αστική τάξη της γείτονος.
Υπάρχουν κύκλοι, ακόμη και κόμματα, στην Ελλάδα που διατηρούν επιφυλάξεις ή είναι αντίθετα στην όποια προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία. Δεν θέλουν την κυβέρνηση να ανταποκρίνεται στα ανοίγματα του κ. Ερντογάν όσο η Τουρκία δεν παραιτείται από τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο ή δεν κάνει κινήσεις στο Κυπριακό. Κάνουν λάθος. Η Αθήνα μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία καλών σχέσεων διατηρώντας τις απόψεις της και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες για να τις προβάλει. Οπως έκανε ο Γ. Παπανδρέου στο Ερζερούμ, μιλώντας στο κατεστημένο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, που μέχρι πρότινος το θεωρούσαμε μέρος του «βαθέος κράτους» της Τουρκίας. Το ερώτημα είναι γιατί προσκλήθηκε ο Ελληνας πρωθυπουργός από τον Τούρκο ομόλογό του να μιλήσει στη συγκεκριμένη σύναξη. Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε, αλλά πιθανώς να το μάθουμε στο μέλλον...
ΠΗΓΗ
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν πάρει μία παράξενη τροπή. Από τη μία πλευρά τα χαμόγελα σε πρωθυπουργικό επίπεδο περισσεύουν και οι συναντήσεις είναι αλλεπάλληλες. Από την άλλη πλευρά, Αθήνα και Αγκυρα παραμένουν σταθερές στις γνωστές θέσεις τους ή έτσι δείχνουν και διαλαλούν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, στα οποία έχει προστεθεί η λαθρομετανάστευση, και το Κυπριακό.
Με αυτή την έννοια, η κατάσταση είναι παράξενη και δύσκολα μπορεί να αποτολμηθεί η οποιαδήποτε πρόβλεψη. Πρόκειται για μία άνοιξη στις σχέσεις των δύο χωρών, που όμως δεν εξασφαλίζει ότι θα ακολουθήσει οπωσδήποτε το καλοκαίρι.
Η σημερινή συγκυρία στα ελληνοτουρκικά είναι εξαιρετικά περίεργη και πάντως πιο περίπλοκη από κάθε άλλη φορά. Η Τουρκία περνάει περίοδο οικονομικής και πολιτιστικής άνθησης, κάνει ανοίγματα προς πολλές κατευθύνσεις, επιδιώκει να δώσει την αίσθηση ότι η Κωνσταντινούπολη είναι διεθνές κέντρο (και το κατορθώνει), η αστική τάξη της αποπνέει ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης. Δεν τα καταφέρνει σε όλες τις επιδιώξεις της, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί μέγεθος με ειδικό βάρος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή μας, και ταυτόχρονα η πολιτική της ηγεσία έχει αποδείξει ότι είναι ικανή. Αυτό το παραδέχονται και Τούρκοι πολίτες που δεν ψηφίζουν το ισλαμικό κόμμα.
Αντίθετα, η Ελλάδα βρίσκεται σε παρατεταμένη περίοδο παρακμής και σε βαθιά οικονομική κρίση. Το γεγονός αυτό προκαλεί θεωρητικά ανισορροπία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά δεν είναι και ακριβώς έτσι. Εχει και η Τουρκία τις δυσκολίες της τόσο στο εσωτερικό όσο και στην υλοποίηση της προσπάθειας που κάνει να διευρύνει την επιρροή της στο εξωτερικό, σύμφωνα με το δόγμα Νταβούτογλου. Σε αρκετές περιπτώσεις σπάει τα μούτρα της και στα βορειοανατολικά της σύνορα επικρατεί ρευστότητα.
Επιπλέον, όσο και αν η Αγκυρα νιώθει απογοητευμένη από τη συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντί της, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος αυτής της Ενωσης, ενώ η Τουρκία θα ήθελε να είναι (ίσως όχι με την ίδια ζέση που το ήθελε αρχικά), παίζει τον ρόλο του. Και, τέλος, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν δείχνει να έχει διαθέσεις νταή. Αντίθετα, δείχνει να επιδιώκει τις πολιτισμένες σχέσεις.
Η κατάσταση όμως έχει γίνει πιο περίπλοκη και για άλλους λόγους. Υπάρχει ο παράγων που λέγεται Ιράν, με το οποίο η Τουρκία διατηρεί καλές σχέσεις, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν είναι στα καλύτερά τους και στις τουρκοϊσραηλινές επικρατεί ένταση που φτάνει στα όρια της εχθρότητας. Από την άλλη πλευρά, είναι ορατή η προσέγγιση της Ελλάδας με το Ισραήλ, ωστόσο με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να δοθεί η εντύπωση ότι οικοδομείται άξονας κατά της Αγκυρας. Και μέσα σε όλα αυτά προέκυψαν τα κοιτάσματα αερίου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου, Ισραήλ, Καστελόριζου, τα οποία όμως καλοβλέπουν και άλλες γειτονικές χώρες και δεν αποκλείεται η επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ στη Λευκωσία να σχετίζεται. Οπως βέβαια είναι σίγουρο ότι σχετίζεται και με το κυπριακό πρόβλημα αυτό καθεαυτό.
Ολα τα παραπάνω και άλλα δημιουργούν το σημερινό περιβάλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ισως εξηγούν και τα ανοίγματα που κάνει η τουρκική πλευρά προς την Ελλάδα, ειδικά με χειρονομίες καλής θέλησης προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο (που όμως άπτονται των θρησκευτικών δικαιωμάτων και όχι των ελληνοτουρκικών προβλημάτων). Δεν παραιτείται από τις διεκδικήσεις της, όπως δεν παραιτούμαστε και εμείς από τα κυριαρχικά δικαιώματά μας, αλλά είναι σαφές ότι η Αγκυρα θέλει θερμές σχέσεις με την Αθήνα. Αν μη τι άλλο, η Τουρκία δεν αισθάνεται την Ελλάδα ως απειλή, κάτι που αντανακλάται και στις δημοσκοπήσεις. Τελευταία δημοσκόπηση έβγαλε ότι μόλις το 2% των Τούρκων πολιτών θεωρεί την Ελλάδα απειλή κατά της χώρας του, ενώ στην κορυφή βρίσκονται οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Οποιος επισκέπτεται την Τουρκία αυτή την εποχή αντιλαμβάνεται ότι οι Ελληνες (και οι ντόπιοι Ρωμιοί) είναι... in, ειδικά για την αστική τάξη της γείτονος.
Υπάρχουν κύκλοι, ακόμη και κόμματα, στην Ελλάδα που διατηρούν επιφυλάξεις ή είναι αντίθετα στην όποια προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία. Δεν θέλουν την κυβέρνηση να ανταποκρίνεται στα ανοίγματα του κ. Ερντογάν όσο η Τουρκία δεν παραιτείται από τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο ή δεν κάνει κινήσεις στο Κυπριακό. Κάνουν λάθος. Η Αθήνα μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία καλών σχέσεων διατηρώντας τις απόψεις της και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες για να τις προβάλει. Οπως έκανε ο Γ. Παπανδρέου στο Ερζερούμ, μιλώντας στο κατεστημένο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, που μέχρι πρότινος το θεωρούσαμε μέρος του «βαθέος κράτους» της Τουρκίας. Το ερώτημα είναι γιατί προσκλήθηκε ο Ελληνας πρωθυπουργός από τον Τούρκο ομόλογό του να μιλήσει στη συγκεκριμένη σύναξη. Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε, αλλά πιθανώς να το μάθουμε στο μέλλον...
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου