Για πάρα πολλά χρόνια, ο κόσμος προσπαθούσε να ξεφύγει από τους περιορισμούς του χρυσού, όπως το βάρος του, χρησιμοποιώντας κομμάτια χαρτιού που αντιπροσώπευαν συγκεκριμένη αξία. Ένα τέτοιο χαρτί (πιστοποιητικό) έδινε το δικαίωμα στον κάτοχό του να εισπράξει την αντίστοιχη αξία του σε χρυσό.
Στη πραγματικότητα όμως, μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός ατόμων προχωρούσε σε αυτή τη κίνηση. Διαπιστώθηκε λοιπόν, πως δεν χρειάζεται να τηρείται αντίστοιχη ποσότητα χρυσού παρά μόνο όση χρειάζεται για να καλυφθεί η όποια μικρή ζήτηση εξαργύρωσης. Το υπόλοιπο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις κλπ. Δηλαδή μπορούσε να τυπωθεί αριθμός πιστοποιητικών, πολύ μεγαλύτερης αξίας από όση υπήρχε σε πραγματικό χρυσό. Αυτά τα χαρτιά είναι αυτό που ονομάζεται τραπεζογραμμάτιο. Έτσι, οι πρώτοι τραπεζίτες, άρχισαν και δημιουργούσαν χρήμα από το τίποτα.
Την ίδια ακριβώς διαδικασία μπορούσαν πλέον να κάνουν και τράπεζες με τις καταθέσεις. Οι όποιες συναλλαγές (αναλήψεις κλπ) δεν σημαίνουν απαραίτητα και διακίνηση πραγματικού χρήματος, παρά μόνο λογιστικές εγγραφές. Έτσι οι τράπεζες άρχισαν να μη κρατούν περισσότερα χρήματα από αυτά τα ελάχιστα που στη καθημερινή ζωή διακινούνται. Τα υπόλοιπα μπορούσαν να τα εκμεταλλευτούν για χορήγηση δανείων, κλπ.
Ο πρώτοι έμποροι τραπεζίτες οργάνωσαν δίκτυα που συμπεριλάμβαναν τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, επενδυτικά γραφεία κλπ. δημιουργώντας τον πρόδρομο του σύγχρονου σύνθετου χρηματοοικονομικού τομέα, καταφέρνοντας να ελέγξουν τη ποσότητα αλλά και τη ροή του χρήματος και επηρεάζοντας έτσι τη πολιτική κατάσταση των αναπτυγμένων χωρών.
Μια από τις πρώτες μεγάλες δυναστείες τραπεζιτών ήταν και είναι αυτή των Rothschild, με πατριάρχη της τον Meyer Amschel Rothschild (1743-1812), της οποίας οι άρρενες απόγονοι, για τουλάχιστον δυο γενεές, παντρευόντουσαν αποκλειστικά συγγενείς τους!
Η φιλοσοφία των μεγάλων τραπεζιτών βασίζονταν στη διαπίστωση πως οι πολιτικοί ήταν αδύναμοι και ιδιαίτερα ευάλωτοι σε προσωρινές «λαϊκές» απαιτήσεις, οπότε δεν θα μπορούσαν να τους εμπιστευτούν με τον έλεγχο του χρήματος. Έτσι, οι δυο αρχές τους ήταν: το χρήμα να στηρίζεται στον χρυσό, και οι τράπεζες να καθορίζουν τη προμήθεια αλλά και τη ροή του. Για να το πετύχουν αυτό, θα έπρεπε ο πολύς κόσμος να αγνοεί τη πραγματική φύση του χρήματος αλλά και τον τρόπο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Στα περισσότερα κράτη, το φώς της δημοσιότητας έπεφτε επάνω στη Κεντρική Τράπεζα, η οποία όμως ελέγχονταν παρασκηνιακά από τους διάφορους τραπεζίτες επενδυτές. Η σχέση μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των ιδιωτών τραπεζιτών ήταν σαφής και καθοριστική, πλην όμως αόρατη.
Δυο σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν την αξία του χρήματος είναι η προσφορά και η ζήτηση για αυτό. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να ρυθμίσουν τη ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί ανά πάσα στιγμή, μέσω των λειτουργιών τους ή απλά επηρεάζοντας τα επιτόκια των μικρών τραπεζών. Όταν μια κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα, ρίχνει χρήμα στην αγορά. Όταν πουλάει, περιορίζει το χρήμα που κυκλοφορεί.
Ένας άλλος τρόπος που μια κεντρική τράπεζα μπορεί να διαμορφώσει κατά το δοκούν τη ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί, είναι για παράδειγμα το επιτόκιο που χρεώνουν σε άλλες τράπεζες προκειμένου να τις δανείσουν. Ανεβάζοντας το επιτόκιο, αναγκάζει τη μικρότερη τράπεζα να κάνει το ίδιο, οδηγώντας έτσι σε μείωση της πίστωσης και των καταθέσεων. Με τη μείωση των επιτοκίων πετυχαίνει το αντίθετο.
Όσο αφορά στις κυβερνήσεις, αυτές έχουν άλλους τρόπους για να ελέγξουν τη ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος. Έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας, φορολόγηση, δημόσιες δαπάνες. Η φορολόγηση τείνει στη μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί και θεωρείται αποπληθωριστική μέθοδος. Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνουν τη ποσότητα χρήματος και είναι πληθωριστική μέθοδος. Το γενικότερο αποτέλεσμα των κυβερνητικών πολιτικών, και άρα ο προϋπολογισμός μιας χώρας, εξαρτάται από το ποιος από τους παραπάνω μηχανισμούς επικρατεί.
Σε γενικές γραμμές, έως και το 1931, οι διεθνείς τραπεζίτες ήλεγχαν πλήρως τόσο την οικονομία όσο και τις κυβερνήσεις. Οι τράπεζες κυριαρχούν επί των επιχειρήσεων επειδή αυτές δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους από μόνες τους. Οι τράπεζες όμως, μπορούν να προσφέρουν ή να στερήσουν το χρήμα. Έτσι, οι Rothschild, και Morgan για παράδειγμα, έγιναν κύριοι των περισσότερων σιδηροδρομικών δικτύων των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Οι περισσότεροι τραπεζίτες πέτυχαν πολύ περισσότερα. Εξασφάλισαν θέσεις στα διοικητικά συμβούλια τόσο των εμπορικών , όσο και των βιομηχανικών επιχειρήσεων, πέραν αυτών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Έτσι μπορούσαν και διοχέτευαν χρήμα σε αυτούς που ήθελαν, στερώντας το από όσους τους στέκονταν εμπόδιο. Δημιουργήθηκε δηλαδή ένα δίκτυο απόλυτης διαπλοκής και μείωσης του ανταγωνισμού, σε βαθμό που στις αρχές του 20ου αιώνα οι περισσότερες εμπορικές και άλλες δραστηριότητες ήταν στην ουσία μονοπωλιακές και άκρως κερδοφόρες. Όπως είχε πει το 1909 ο κληρονόμος της General Electric Company Walter Rathenau, «Τριακόσιοι άνθρωποι, όλοι γνωστοί μεταξύ τους, κατευθύνουν την οικονομική μοίρα της Ευρώπης, και επιλέγουν τους διαδόχους τους».
Η κυριαρχία των επενδυτών τραπεζιτών επί των κυβερνήσεων, βασίζεται σε μια σειρά από παράγοντες, ο σημαντικότερος από τους οποίους είναι η ανάγκη των κρατών να εκδίδουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα για να καλύψουν τις οικονομικές τους ανάγκες. Ως ειδικοί, οι τραπεζίτες όχι μόνο χορηγούν χρήματα αλλά δίνουν και συμβουλές, ενώ πολλές φορές, μέλη του τραπεζικού κατεστημένου ορίζονται σε υπεύθυνες κυβερνητικές θέσεις. Αυτό είναι πλέον τόσο συνηθισμένο και τόσο αποδεκτό, που τη δεκαετία του 1960, ο υπουργός Οικονομικών μιας κυβέρνησης των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, που ήταν τραπεζίτης, ήταν επίσης και φανατικός Ρεπουμπλικάνος. Και όμως, δεν αντέδρασε κανείς. Το φαινόμενο μάλιστα διογκώθηκε επί προεδρίας George Bush.
Το 1921 η εφημερίδα Financial Times έγραφε: «Έξι μόνο άνθρωποι, μέλη των 5 κορυφαίων τραπεζών, μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναστατώσουν ολόκληρη τη δημοσιονομική πολιτική του κράτους…». Οι τραπεζίτες έχουν τη δυνατότητα να κατευθύνουν τις κυβερνήσεις όπου θέλουν, με όπλο διάφορες πιέσεις που έχουν στη διάθεση τους. Οι πολιτικοί, ως μη ειδικοί, βασίζονται στις συμβουλές των τραπεζιτών. Αυτοί με τη σειρά τους, όπως έκαναν και με τους επιχειρηματίες και τους βιομήχανους, έδιναν αυτές τις συμβουλές που βόλευαν στο τραπεζικό σύστημα. Και οι συμβουλές αυτές, που ποτέ δεν ήταν προς το συμφέρον της όποιας χώρας, μπορούσαν να ενισχυθούν με τη χειραγώγηση των ισοτιμιών, της αξίας και της κυκλοφορίας του χρυσού, τα επιτόκια, τα δάνεια, κλπ.
Οι τραπεζίτες ήταν και είναι παντοδύναμοι. Στη περίοδο 1919-1931, οι Montagu Norman και J. P. Morgan δεν ήταν απλά κυρίαρχοι των αγορών, αλλά και επηρέαζαν σε σημαντικό βαθμό τις διεθνείς σχέσεις. Το 1927, η εφημερίδα Wall Street Journal χαρακτήρισε τον Montagu Norman ως τον «οικονομικό δικτάτορα της Ευρώπης». Ο ίδιος ο Norman, καταθέτοντας σε κοινοβουλευτική επιτροπή της Βρετανίας ομολόγησε ότι «Είμαι ο ηγεμόνας του κόσμου»!
Τα στοιχεία από το βιβλίο του Carrol Quigley, “Tragedy and Hope, a History of the World in Our Time”.
ΠΗΓΗ
Στη πραγματικότητα όμως, μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός ατόμων προχωρούσε σε αυτή τη κίνηση. Διαπιστώθηκε λοιπόν, πως δεν χρειάζεται να τηρείται αντίστοιχη ποσότητα χρυσού παρά μόνο όση χρειάζεται για να καλυφθεί η όποια μικρή ζήτηση εξαργύρωσης. Το υπόλοιπο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις κλπ. Δηλαδή μπορούσε να τυπωθεί αριθμός πιστοποιητικών, πολύ μεγαλύτερης αξίας από όση υπήρχε σε πραγματικό χρυσό. Αυτά τα χαρτιά είναι αυτό που ονομάζεται τραπεζογραμμάτιο. Έτσι, οι πρώτοι τραπεζίτες, άρχισαν και δημιουργούσαν χρήμα από το τίποτα.
Την ίδια ακριβώς διαδικασία μπορούσαν πλέον να κάνουν και τράπεζες με τις καταθέσεις. Οι όποιες συναλλαγές (αναλήψεις κλπ) δεν σημαίνουν απαραίτητα και διακίνηση πραγματικού χρήματος, παρά μόνο λογιστικές εγγραφές. Έτσι οι τράπεζες άρχισαν να μη κρατούν περισσότερα χρήματα από αυτά τα ελάχιστα που στη καθημερινή ζωή διακινούνται. Τα υπόλοιπα μπορούσαν να τα εκμεταλλευτούν για χορήγηση δανείων, κλπ.
Ο πρώτοι έμποροι τραπεζίτες οργάνωσαν δίκτυα που συμπεριλάμβαναν τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, επενδυτικά γραφεία κλπ. δημιουργώντας τον πρόδρομο του σύγχρονου σύνθετου χρηματοοικονομικού τομέα, καταφέρνοντας να ελέγξουν τη ποσότητα αλλά και τη ροή του χρήματος και επηρεάζοντας έτσι τη πολιτική κατάσταση των αναπτυγμένων χωρών.
Μια από τις πρώτες μεγάλες δυναστείες τραπεζιτών ήταν και είναι αυτή των Rothschild, με πατριάρχη της τον Meyer Amschel Rothschild (1743-1812), της οποίας οι άρρενες απόγονοι, για τουλάχιστον δυο γενεές, παντρευόντουσαν αποκλειστικά συγγενείς τους!
Η φιλοσοφία των μεγάλων τραπεζιτών βασίζονταν στη διαπίστωση πως οι πολιτικοί ήταν αδύναμοι και ιδιαίτερα ευάλωτοι σε προσωρινές «λαϊκές» απαιτήσεις, οπότε δεν θα μπορούσαν να τους εμπιστευτούν με τον έλεγχο του χρήματος. Έτσι, οι δυο αρχές τους ήταν: το χρήμα να στηρίζεται στον χρυσό, και οι τράπεζες να καθορίζουν τη προμήθεια αλλά και τη ροή του. Για να το πετύχουν αυτό, θα έπρεπε ο πολύς κόσμος να αγνοεί τη πραγματική φύση του χρήματος αλλά και τον τρόπο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Στα περισσότερα κράτη, το φώς της δημοσιότητας έπεφτε επάνω στη Κεντρική Τράπεζα, η οποία όμως ελέγχονταν παρασκηνιακά από τους διάφορους τραπεζίτες επενδυτές. Η σχέση μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των ιδιωτών τραπεζιτών ήταν σαφής και καθοριστική, πλην όμως αόρατη.
Δυο σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν την αξία του χρήματος είναι η προσφορά και η ζήτηση για αυτό. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να ρυθμίσουν τη ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί ανά πάσα στιγμή, μέσω των λειτουργιών τους ή απλά επηρεάζοντας τα επιτόκια των μικρών τραπεζών. Όταν μια κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα, ρίχνει χρήμα στην αγορά. Όταν πουλάει, περιορίζει το χρήμα που κυκλοφορεί.
Ένας άλλος τρόπος που μια κεντρική τράπεζα μπορεί να διαμορφώσει κατά το δοκούν τη ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί, είναι για παράδειγμα το επιτόκιο που χρεώνουν σε άλλες τράπεζες προκειμένου να τις δανείσουν. Ανεβάζοντας το επιτόκιο, αναγκάζει τη μικρότερη τράπεζα να κάνει το ίδιο, οδηγώντας έτσι σε μείωση της πίστωσης και των καταθέσεων. Με τη μείωση των επιτοκίων πετυχαίνει το αντίθετο.
Όσο αφορά στις κυβερνήσεις, αυτές έχουν άλλους τρόπους για να ελέγξουν τη ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος. Έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας, φορολόγηση, δημόσιες δαπάνες. Η φορολόγηση τείνει στη μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί και θεωρείται αποπληθωριστική μέθοδος. Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνουν τη ποσότητα χρήματος και είναι πληθωριστική μέθοδος. Το γενικότερο αποτέλεσμα των κυβερνητικών πολιτικών, και άρα ο προϋπολογισμός μιας χώρας, εξαρτάται από το ποιος από τους παραπάνω μηχανισμούς επικρατεί.
Σε γενικές γραμμές, έως και το 1931, οι διεθνείς τραπεζίτες ήλεγχαν πλήρως τόσο την οικονομία όσο και τις κυβερνήσεις. Οι τράπεζες κυριαρχούν επί των επιχειρήσεων επειδή αυτές δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους από μόνες τους. Οι τράπεζες όμως, μπορούν να προσφέρουν ή να στερήσουν το χρήμα. Έτσι, οι Rothschild, και Morgan για παράδειγμα, έγιναν κύριοι των περισσότερων σιδηροδρομικών δικτύων των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Οι περισσότεροι τραπεζίτες πέτυχαν πολύ περισσότερα. Εξασφάλισαν θέσεις στα διοικητικά συμβούλια τόσο των εμπορικών , όσο και των βιομηχανικών επιχειρήσεων, πέραν αυτών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Έτσι μπορούσαν και διοχέτευαν χρήμα σε αυτούς που ήθελαν, στερώντας το από όσους τους στέκονταν εμπόδιο. Δημιουργήθηκε δηλαδή ένα δίκτυο απόλυτης διαπλοκής και μείωσης του ανταγωνισμού, σε βαθμό που στις αρχές του 20ου αιώνα οι περισσότερες εμπορικές και άλλες δραστηριότητες ήταν στην ουσία μονοπωλιακές και άκρως κερδοφόρες. Όπως είχε πει το 1909 ο κληρονόμος της General Electric Company Walter Rathenau, «Τριακόσιοι άνθρωποι, όλοι γνωστοί μεταξύ τους, κατευθύνουν την οικονομική μοίρα της Ευρώπης, και επιλέγουν τους διαδόχους τους».
Η κυριαρχία των επενδυτών τραπεζιτών επί των κυβερνήσεων, βασίζεται σε μια σειρά από παράγοντες, ο σημαντικότερος από τους οποίους είναι η ανάγκη των κρατών να εκδίδουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα για να καλύψουν τις οικονομικές τους ανάγκες. Ως ειδικοί, οι τραπεζίτες όχι μόνο χορηγούν χρήματα αλλά δίνουν και συμβουλές, ενώ πολλές φορές, μέλη του τραπεζικού κατεστημένου ορίζονται σε υπεύθυνες κυβερνητικές θέσεις. Αυτό είναι πλέον τόσο συνηθισμένο και τόσο αποδεκτό, που τη δεκαετία του 1960, ο υπουργός Οικονομικών μιας κυβέρνησης των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, που ήταν τραπεζίτης, ήταν επίσης και φανατικός Ρεπουμπλικάνος. Και όμως, δεν αντέδρασε κανείς. Το φαινόμενο μάλιστα διογκώθηκε επί προεδρίας George Bush.
Το 1921 η εφημερίδα Financial Times έγραφε: «Έξι μόνο άνθρωποι, μέλη των 5 κορυφαίων τραπεζών, μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναστατώσουν ολόκληρη τη δημοσιονομική πολιτική του κράτους…». Οι τραπεζίτες έχουν τη δυνατότητα να κατευθύνουν τις κυβερνήσεις όπου θέλουν, με όπλο διάφορες πιέσεις που έχουν στη διάθεση τους. Οι πολιτικοί, ως μη ειδικοί, βασίζονται στις συμβουλές των τραπεζιτών. Αυτοί με τη σειρά τους, όπως έκαναν και με τους επιχειρηματίες και τους βιομήχανους, έδιναν αυτές τις συμβουλές που βόλευαν στο τραπεζικό σύστημα. Και οι συμβουλές αυτές, που ποτέ δεν ήταν προς το συμφέρον της όποιας χώρας, μπορούσαν να ενισχυθούν με τη χειραγώγηση των ισοτιμιών, της αξίας και της κυκλοφορίας του χρυσού, τα επιτόκια, τα δάνεια, κλπ.
Οι τραπεζίτες ήταν και είναι παντοδύναμοι. Στη περίοδο 1919-1931, οι Montagu Norman και J. P. Morgan δεν ήταν απλά κυρίαρχοι των αγορών, αλλά και επηρέαζαν σε σημαντικό βαθμό τις διεθνείς σχέσεις. Το 1927, η εφημερίδα Wall Street Journal χαρακτήρισε τον Montagu Norman ως τον «οικονομικό δικτάτορα της Ευρώπης». Ο ίδιος ο Norman, καταθέτοντας σε κοινοβουλευτική επιτροπή της Βρετανίας ομολόγησε ότι «Είμαι ο ηγεμόνας του κόσμου»!
Τα στοιχεία από το βιβλίο του Carrol Quigley, “Tragedy and Hope, a History of the World in Our Time”.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου