Παρά τις συχνές επικλήσεις από την τουρκική κυβέρνηση του ανθρωπιστικού δράματος στη Γάζα, η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ οφείλεται, κυρίως, στην κατάρρευση της τουρκικής μεσολαβητικής προσπάθειας μεταξύ Συρίας και Ισραήλ. Ο Ερντογάν θεωρεί πως οι Ισραηλινοί τον πρόδωσαν. Με δεδομένη τη διπλωματική απομόνωση του Ισραήλ και τις προτεραιότητες του Ομπάμα, η ένταση στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις δεν πρόκειται να κοπάσει σύντομα. Η απώλεια της Τουρκίας αποτελεί σοβαρό χτύπημα για το εβραϊκό κράτος....
Ο κατ’ απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης αποκλεισμός του Ισραήλ από μία προγραμματισμένη στρατιωτική άσκηση στους αιθέρες της Μικράς Ασίας και η προβολή από την κρατική τηλεόραση τουρκικής σειράς, που απεικονίζει τους Ισραηλινούς ως σαδιστικούς δολοφόνους, ήταν οι τελευταίες σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι των διμερών σχέσεων. Τον τελευταίο χρόνο οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, άλλοτε σταθερό σημείο αναφοράς στη γενικότερη αστάθεια της Μέσης Ανατολής, έχουν πάρει την κατιούσα.
Η τουρκική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Ερντογάν διατείνονται ότι το τέλος του «μήνα του μέλιτος» στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις αντανακλά τη λαϊκή δυσαρέσκεια στην Τουρκία για τα τεκταινόμενα στη Λωρίδα της Γάζας. Ωστόσο, πίσω από την υποβάθμισή τους λανθάνει μακρύ πολιτικό παρασκήνιο. Οι λόγοι για την κατάρρευση του άξονα Άγκυρας – Ιερουσαλήμ πρέπει να αναζητηθούν στη θέση της Τουρκίας και του Ισραήλ στο υπό διαμόρφωση διεθνές περιβάλλον, στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία αλλά και στη νέα τουρκική διπλωματία στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής.
Τουρκοϊσραηλινός άξονας κατά Κούρδων, παναραβισμού και ισλαμισμού
Εκ πρώτης όψεως μπορεί να έμοιαζε απροσδόκητη, αλλά η στρατιωτική και πολιτική συμμαχία μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ αποτέλεσε μία από τις σταθερές στο εξόχως ασταθές περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία, που διέθετε τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στην περιοχή μετά το Ιράν, υπήρξε η δεύτερη χώρα – πάλι μετά το Ιράν – ανάμεσα στις ελάχιστες του μουσουλμανικού κόσμου που αναγνώρισαν το Ισραήλ. Συνήψε διπλωματικές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος ήδη το 1949. Το τρίο των μη αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής Ιράν–Ισραήλ–Τουρκία συνέσφιξε τις σχέσεις του τη δεκαετία του 1960, αισθανόμενο απειλή από το κίνημα του παναραβισμού. Αυτό επεδίωκε να εξαλείψει το Ισραήλ, αλλά παράλληλα, διεκδικούσε εδάφη με αραβόφωνους πληθυσμούς από την Τουρκία και το Ιράν.
Η συμμαχία Ιράν – Ισραήλ – Τουρκίας έχαιρε της ευλογίας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Τόσο το αυτοκρατορικό Ιράν, όσο και η Τουρκία, μόνη μουσουλμανική χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, ήταν σταθερά προσανατολισμένες στη Δύση, όπως βέβαια και το Ισραήλ. Το τρίο αποτελούσε την πλατφόρμα, μέσω της οποίας η Δύση ασκούσε την πολιτική της στη Μέση Ανατολή. Η πλατφόρμα αυτή δέχθηκε σοβαρό πλήγμα όταν το Ιράν διέκοψε τις σχέσεις του με το Ισραήλ, αλλά και τις ΗΠΑ, μετά την άνοδο των μουλάδων στην εξουσία το 1979. Η Τουρκία ήρθε τότε κοντύτερα στο Ισραήλ, αισθανόμενη ότι το κοσμικό της καθεστώς απειλείτο από τα ισλαμικά κινήματα που λαμπάδιαζαν στον αραβικό κόσμο, και στη φωτιά των οποίων, το νέο καθεστώς του Ιράν έριχνε λάδι.
Οι στενές σχέσεις των δύο χωρών έγιναν ακόμη στενότερες με τη σύναψη Συμφώνου Στρατιωτικής Συνεργασίας το 1996. Η συμμαχία είχε χαρακτήρα αποτρεπτικό και στόχευε τις χώρες, που τόσο η Τουρκία όσο και το Ισραήλ έβλεπαν ως απειλή, συγκεκριμένα τη Συρία και το Ιράν. Εκτός από το ότι αποτελούσε τον πιο αποφασισμένο εχθρό του Ισραήλ μεταξύ των γειτόνων του, η Συρία διεκδικούσε την περιοχή του Χατάι (Αλεξανδρέττας) από την Τουρκία και είχε έντονες διαφωνίες με την Άγκυρα για την κατανομή των υδάτινων πόρων του Ευφράτη. Προκειμένου να εκμαιεύσει τουρκικές παραχωρήσεις στο θέμα του Ευφράτη και του Χατάι, το καθεστώς Άσαντ παρείχε στέγη σε μαχητές του ΡΚΚ. Στο έδαφος του Λιβάνου, μεγάλο μέρος του οποίου βρισκόταν για μακρό διάστημα υπό συριακή κυριαρχία, δρούσαν πλήθος οργανώσεις που χτυπούσαν στόχους στην Τουρκία και το Ισραήλ, καθώς και τα συμφέροντά τους στο εξωτερικό.
Πολιορκημένο από κράτη εχθρικά ή, στην καλύτερη περίπτωση, κράτη με τα οποία διατηρεί σχέσεις αλλά ο πληθυσμός των οποίων διάκειται εχθρικά απέναντί του, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, το Ισραήλ βρήκε στην Τουρκία έναν αναπάντεχο σύμμαχο στη γειτονιά. Οι ΗΠΑ προωθούσαν τον τουρκοϊσραηλινό άξονα ως απαραίτητο αντίβαρο στον εξισλαμισμό της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία αναδείχθηκε σε καλό πελάτη της ισραηλινής πολεμικής βιομηχανίας, ξοδεύοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε ισραηλινά οπλικά συστήματα. Οι μυστικές υπηρεσίες των δύο χωρών συνεργάζονταν αγαστά στη συλλογή στοιχείων για εχθρικά κράτη και οργανώσεις, και ιδίως για το ΡΚΚ. Έχει γίνει λόγος για «κοινό δάκτυλο ΜΙΤ και Μοσάντ» σε δολοφονίες στα Κατεχόμενα αλλά και στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τουρκοκυπρίων αντιφρονούντων που αντιτίθεντο στο καθεστώς Ντενκτάς, αλλά και στελεχών του ΡΚΚ. Ωστόσο, η ανάμειξη της Μοσάντ δεν απεδείχθη ποτέ με αδιάσειστα στοιχεία.
Παράλληλα, τα τουρκικά και εβραϊκά λόμπι στις ΗΠΑ συστρατεύθηκαν σε ένα αγώνα κατά των ελληνικών και αρμενικών, με στόχο να βελτιώσουν την εικόνα της Τουρκίας, αντικρούοντας τις θέσεις Ελλήνων και Αρμενίων για το παρελθόν, και ιδίως την καμπάνια για την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας. Τα εβραϊκά λόμπι των ΗΠΑ αλλά και πολλοί Ισραηλινοί ιστορικοί στρατεύθηκαν στην τουρκική εκστρατεία άρνησης. Δεν ήταν μία απλή εκδούλευση στην Τουρκία, καθώς η άρνηση εξυπηρετούσε και τη δική τους εμμονή να προβάλλουν τη Shoah (Ολοκαύτωμα) ως τη μοναδική γενοκτονία, με την πραγματική έννοια της λέξης, στη σύγχρονη εποχή.
Η τουρκική Μεταπολίτευση και τα ανοίγματα προς τους γείτονες
Η ανάδειξη του ισλαμικών καταβολών Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην εξουσία το 2002, αποτέλεσε πραγματική Μεταπολίτευση για την Τουρκία, καθώς για πρώτη φορά, έσπασε το μονοπώλιο της τάξης των κεμαλιστών στον πολιτικό βίο. Η κατάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα ισλαμικών πεποιθήσεων, ωστόσο, δημιούργησε ανησυχίες στη Δύση αλλά και στους κεμαλιστές για ενδεχόμενη έξοδο της Τουρκίας από το δυτικό στρατόπεδο.
Οι σχέσεις με το Ισραήλ, πάντως, παρά την αρχική αμηχανία και τις ανησυχίες της Ιερουσαλήμ, παρέμεναν στενές. Η κρίση έπληξε τις σχέσεις της Τουρκίας όχι με το Ισραήλ, αλλά με την κυβέρνηση Μπους. Αφορμή για την ψύχρανση, που έφθασε σε άνευ προηγουμένου επίπεδα, ήταν οι τουρκικές αντιρρήσεις γύρω από την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Για την κρίση με τις ΗΠΑ δεν ευθυνόταν η ισλαμιστικών καταβολών κυβέρνηση, καθώς οι αμερικανικές ενέργειες στο Ιράκ ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταψήφισαν στην Εθνοσυνέλευση, μαζί με το ένα τρίτο περίπου των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, νομοσχέδιο που θα επέτρεπε τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων καθ’ οδόν προς το Ιράκ από την τουρκική επικράτεια και τον εναέριο χώρο.
Η κυβέρνηση Ερντογάν, σύσσωμη η αντιπολίτευση αλλά και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θεώρησαν ότι οι ΗΠΑ εισέβαλαν σε μία, γειτονική της Τουρκίας χώρα, αγνοώντας επιδεικτικά τα εκεί τουρκικά συμφέροντα και ανησυχίες. Με τις καθημερινές ειδήσεις για μαζικές απώλειες αμάχων και την αναρχία που ακολούθησε την εισβολή, αλλά και την παγίωση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στο Βόρειο Ιράκ, ο αντιαμερικανισμός στην Τουρκία άγγιξε πρωτόγνωρα επίπεδα. Η κυβέρνηση Ερντογάν, με τη σύμφωνη γνώμη του στρατεύματος, εξέφρασε συχνά δυσαρέσκεια για τα τεκταινόμενα στο Ιράκ.
Από την εποχή αυτής της δυσαρέσκειας και της ψύχρανσης με τους «καουμπόηδες» της κυβέρνησης Μπους χρονολογείται η προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν να εφαρμόσει στην εξωτερική της πολιτική την αρχή του συμβούλου, τότε, του Ερντογάν Αχμέτ Νταβούτογλου «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Στα μάτια της κυβέρνησης, η βαθύτατη ρήξη συμφερόντων με τις ΗΠΑ στο Ιράκ, επέβαλε στην Τουρκία να αναπτύξει αυτόνομη εξωτερική πολιτική, θέτοντας τέλος στη συστράτευση με τη Δύση στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Φιλοδοξία της νέας κυβέρνησης, να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και φωνή κύρους στη Μέση Ανατολή, περιοχή που η Τουρκία θεωρεί, λόγω του οθωμανικού παρελθόντος, «φυσική της ενδοχώρα» αλλά από την οποία ήταν απούσα από την εποχή της οθωμανικής κατάρρευσης.
Προκειμένου να εκπληρώσει τη φιλοδοξία της αυτή, η Τουρκία έπρεπε να επιλύσει τις διαφορές που τη χώριζαν με τους γείτονές της, καθώς διατηρούσε με όλους κάκιστες σχέσεις. Πρώτα απ’ όλα με τη Συρία, με την οποία έφθασε στα πρόθυρα πολέμου το 1998 με αφορμή τη στέγη που το καθεστώς Άσαντ παρείχε στον Οτσαλάν. Σε εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα, κατόρθωσε να μεταλλάξει τις σχέσεις με τη Συρία σε σχέσεις στρατηγικού εταίρου. Η Τουρκία έστειλε ειρηνευτική δύναμη στο Λίβανο μετά τον πόλεμο Ισραήλ – Χεζμπολλάχ το 2006, ενώ εγκαινίασε σχέσεις με τη Χαμάς. Ωστόσο, παρά τις σχετικές ανησυχίες Δύσης και κεμαλιστών, η Τουρκία δεν εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ίδια κυβέρνηση Ερντογάν, που οι κεμαλιστές κατηγορούσαν ότι «τα ‘κανε πλακάκια με τους Άραβες», προώθησε με θεαματική ταχύτητα τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας. Θα ήταν περισσότερο ακριβές να γίνεται λόγος όχι για αλλαγή άξονα, αλλά για χάραξη πολυμέτωπης εξωτερικής πολιτικής.
Η πολιτική αυτή κρατούσε λεπτές ισορροπίες. Παρά τα πολιτικά και οικονομικά ανοίγματα στους Άραβες, οι σχέσεις με το Ισραήλ διατηρήθηκαν σε καλό επίπεδο και οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις συνεχίσθηκαν. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι η απερχόμενη κυβέρνηση Όλμερτ είχε αποδεχθεί την τουρκική πρόταση για μεσολάβηση μεταξύ Ισραήλ και Συρίας, μεσολάβηση που η τουρκική κοινή γνώμη πληροφορήθηκε μήνες αφότου είχαν αρχίσει οι σχετικές συνομιλίες.
Ο κατήφορος προς το «Χωρισμό»
Τα σχόλια που καταφέρονται με σφοδρότητα κατά του Ισραήλ στον τουρκικό τύπο, και δη στις ισλαμικές και αριστερές εφημερίδες, είναι συνηθισμένα. Εντείνονται ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης στις αραβοϊσραηλινές σχέσεις. Έτσι, μύδρους εξαπέλυαν κατά του Ισραήλ οι τουρκικές εφημερίδες κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη Χεζμπολλάχ το 2006, αλλά και της επίθεσης στη Γάζα τον περασμένο χειμώνα. Όπως έχουν σημειώσει πολλοί αναλυτές, ο μέσος Τούρκος, αιχμάλωτος στη θρησκοληψία του, ποτέ δεν μπόρεσε να «καταπιεί» τη συμμαχία με το Ισραήλ.
Το συναίσθημα αλληλεγγύης σε θρησκευτικό και μόνο επίπεδο (ο εθνικισμός του «μέσου Τούρκου» κατά τα λοιπά τον κάνει να αισθάνεται περιφρόνηση έναντι των Αράβων) ωθεί την κοινή γνώμη να συστρατεύεται με τους Παλαιστίνιους. Ωστόσο, η κυβέρνηση αν και προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Ισραήλ και των ΗΠΑ ξεκινώντας διπλωματικές επαφές με τη Χαμάς, τηρούσε πάντα αποστάσεις και διαφήμιζε τον εαυτό της ενώπιον της Δύσης ως τη μόνη δύναμη που διατηρεί στενότατες σχέσεις, τόσο με τον αραβικό κόσμο (ως αποτέλεσμα της πολιτικής Ερντογάν) όσο και με το Ισραήλ.
Στην Τουρκία «ξεσηκώθηκαν και οι πέτρες» με την άμετρη χρήση βίας των Ισραηλινών στη Γάζα, και σειρά οργανώσεων – από τις ισλαμιστικές ως τις αριστερές – καλούσαν σε μποϊκοτάζ των ισραηλινών προϊόντων. Η κοινή γνώμη ηλεκτρίσθηκε ανησυχητικά. Επανεμφανίσθηκαν σε καταστήματα των τουριστικών περιοχών ταμπέλες «απαγορεύεται η είσοδος σε Ισραηλινούς», όπως είχε συμβεί και το 2006. Η τουρκική και η διεθνής κοινή γνώμη, αλλά και οι περισσότεροι Τούρκοι αναλυτές, συνειδητοποίησαν ωστόσο για πρώτη φορά, πως το κεφάλαιο της τουρκοϊσραηλινής συμπόρευσης έχει κλείσει με την έκρηξη – σόου του Ερντογάν στο διεθνές οικονομικό φόρουμ στο Νταβός τον περασμένο Ιανουάριο. Ένας Ερντογάν σε έξαλλη κατάσταση επιτέθηκε στον πρόεδρο του Ισραήλ Σιμόν Πέρες, κατηγορώντας τον ότι δεν του άφησε χρόνο να μιλήσει. «Είσαι γέρος, γι’ αυτό φωνάζεις... Εσείς ξέρετε καλά να σκοτώνετε».
Η αγένεια και η επιθετικότητα του Ερντογάν, καθώς και το στιλ «του πεζοδρομίου» και ο αυταρχισμός του, ήταν γνωστή στους πάντες και πριν από το επεισόδιο στο Νταβός. Μία φραστική επίθεση τέτοιου μεγέθους, όμως, κατά αρχηγού άλλου κράτους ήταν υπερβολική ακόμη και για τα δεδομένα του Ερντογάν, που έχει επιτεθεί φραστικά ακόμη και σε οπαδούς του κόμματός του με χυδαίο τρόπο μπροστά στις κάμερες.
Εκτός από το ίδιο το περιστατικό, αυτό που προκάλεσε εντύπωση με την κρίση του Νταβός ήταν η πυρετώδης προσπάθεια των Ισραηλινών να το υποβαθμίσουν, καθώς και οι πυροσβεστικές προσπάθειες των ΗΠΑ. Δεδομένου ότι τόσο οι αρχές, όσο και μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης στο Ισραήλ, αντιδρούν συνήθως υστερικά στην παραμικρή κριτική προερχόμενη από το εξωτερικό, προκάλεσε απορία μεταξύ των αναλυτών, η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση που επέδειξαν οι Ισραηλινοί στην επίδειξη αγένειας του Ερντογάν. Ως απάντηση στο «μάθημα ηθικής» του Τούρκου πρωθυπουργού, ο αρχηγός του στρατού ξηράς του Ισραήλ Άβι Μιζραχί τον κάλεσε να κοιταχθεί στον καθρέφτη. "Πώς μπορεί ο ηγέτης μιας χώρας με τόσο βεβαρημένο παρελθόν, που περιλαμβάνει από την Αρμενική Γενοκτονία του 1915 ως τις σφαγές των Κούρδων και Κυπρίων αμάχων πολύ πιο πρόσφατα, να παραδίδει μαθήματα ηθικής; Η Τουρκία έχει τη φωλιά της πολύ λερωμένη και καλύτερα να ασχοληθεί με τις δικές της αμαρτίες παρά με εκείνες των άλλων", σημείωσε ο Μιζραχί.
Το αξιοσημείωτο στην επίθεση Μιζραχί, που εξέφρασε αυτό που σκεπτόταν ο μέσος Ισραηλινός, είναι τα συντονισμένα πυρά που ο στρατιωτικός δέχθηκε από τον τύπο της χώρας του. Πολλοί αναλυτές τον κάλεσαν να σιωπήσει, επισημαίνοντας ότι σε παρόμοια ζητήματα νομιμοποιούνται να παρέμβουν μόνο οι πολιτικοί και όχι το στράτευμα. «Εδώ δεν είναι Τουρκία» υπενθύμιζε ο τύπος στον Μιζραχί, «και οι στρατιωτικοί δεν ανακατεύονται εκεί που δεν τους παίρνει». Σε μία ασυνήθιστη κίνηση, οι αναλυτές καλούσαν το Ισραήλ να καταπιεί την προσβολή αδιαμαρτύρητα, δίνοντας προτεραιότητα στη στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία.
Η παράσταση του Ερντογάν στο Νταβός προκάλεσε πανηγυρισμούς στον τύπο του αραβικού και του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου, καθώς και στο φιλοκυβερνητικό και τον εθνικιστικό τύπο της Τουρκίας. Ωστόσο, πολλές από τις κεντρώες κεμαλικές εφημερίδες εξέφραζαν ανησυχία ότι το σόου θα έπληττε ανεπανόρθωτα τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και τη Δύση. Η τουρκική διπλωματία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ επιδόθηκαν σε συντονισμένο αγώνα πυρόσβεσης και σε μία προσπάθεια να αποδώσουν το επεισόδιο του Νταβός στον εκρηκτικό χαρακτήρα (και τη διαβόητη έλλειψη τρόπων) του Τούρκου πρωθυπουργού.
Τ. Ερντογάν - Σ. Πέρες στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός (Ιανουάριος 2009) Η συγκρατημένη αντίδραση των Ισραηλινών μετά το Νταβός οφείλεται στην ευρεία πεποίθηση στο Ισραήλ ότι η στρατιωτική και πολιτική συνεργασία των δύο χωρών αποτελεί στρατηγική επιλογή κτισμένη σε γερά θεμέλια αμοιβαίου συμφέροντος άνω και πέραν από τον Ερντογάν. «Ο Ερντογάν μπορεί να κάνει τον κλόουν όποτε θέλει. Όλοι γνωρίζουν πως η ευρύτερη στρατιωτική και στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών δεν εξαρτάται από πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται», μου είχε πει τότε ισραηλινή διπλωματική πηγή. Ωστόσο, ο αποκλεισμός στις 9 Οκτωβρίου του Ισραήλ από προγραμματισμένη αεροπορική άσκηση στην κεντρική Μικρά Ασία, στην οποία θα συμμετείχαν και η Ιταλία και οι ΗΠΑ, δείχνει πως η κρίση δεν έχει περιορισθεί στο επίπεδο της ηθικολογίας και της διπλωματίας. Έχει μεταφερθεί σε εκείνο των στρατιωτικών σχέσεων, στις οποίες ακριβώς κτίσθηκε η συμμαχία Τουρκίας – Ισραήλ.
Για απρόσμενο «χαστούκι» μιλούν διπλωματικοί κύκλοι στο Ισραήλ, ενώ η δυσαρέσκεια κατά της Τουρκίας για την προσβολή μεγαλώνει στην ισραηλινή κοινή γνώμη. ΗΠΑ και Ιταλία αποχώρησαν από την άσκηση, ενώ ο Ερντογάν δικαιολογούσε την απόφαση ισχυριζόμενος ότι αντανακλά το λαϊκό συναίσθημα στην Τουρκία. Κυβερνητικές πηγές δήλωναν στον τουρκικό τύπο ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να δώσει το μήνυμα στην κοινή γνώμη της χώρας πως «τα αεροπλάνα που βομβαρδίζουν αμάχους στη Γάζα ασκούνται στους ουρανούς της Ανατολίας». Ο δε υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου δήλωνε πως η Τουρκία δεν επιθυμεί να εμφανίζεται ως συνεργαζόμενη στρατιωτικά με το Ισραήλ, όσο το τελευταίο βομβαρδίζει τη Λωρίδα της Γάζας.
Παρά την ακύρωση της άσκησης και τη δυσαρέσκεια που αυτή προκάλεσε στο Ισραήλ, υπήρχε ωστόσο περιθώριο οι μετριοπαθείς Ισραηλινοί αναλυτές να πείσουν την κοινή γνώμη της χώρας τους πως η τουρκική απόφαση ήταν «προς εσωτερική κατανάλωση» και δεν είχε πρόθεση να προσβάλει το Ισραήλ. Ωστόσο, κάθε τέτοια δυνατότητα χάθηκε μετά την προβολή του πρώτου επεισοδίου της σειράς «Χωρισμός» στην τουρκική τηλεόραση. Η τουρκικής παραγωγής σειρά υποτίθεται πως πραγματεύεται μία ερωτική ιστορία στη Γάζα, με φόντο τους βομβαρδισμούς του περασμένου χειμώνα. Ωστόσο, στο πρώτο επεισόδιο, που έσπειρε τρόμο σε πολλούς κύκλους στην Τουρκία για διαφορετικούς λόγους, εικονίζονταν Ισραηλινοί στρατιώτες να πυροβολούν εν ψυχρώ «για πλάκα» παιδιά και βρέφη που τους χαμογελούσαν και ήθελαν να τους χαιρετίσουν.
Αν πολλοί Τούρκοι αναλυτές έκαναν λόγο για φθηνή υπερβολή με κατασκευή καταστάσεων που «πουλάνε» τηλεοπτικά, στο Ισραήλ η δυσαρέσκεια ξεχείλισε. Το ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε από την τουρκική κυβέρνηση να παρέμβει ώστε να σταματήσει η προβολή της σειράς στην κρατική τηλεόραση. Στο μεταξύ, αλυσίδα καφέ στο Τελ Αβίβ ανακοίνωνε ότι σταματά την πώληση τουρκικού καφέ, ενώ καλούσε για «πολιτιστικό μποϊκοτάζ» της Τουρκίας. Ταξιδιωτικά γραφεία ανακοίνωναν ότι ακυρώνουν τα ταξίδια προς τα τουρκικά παράλια, το δεύτερο πιο δημοφιλή προορισμό για τους Ισραηλινούς παραθεριστές. Στελέχη της ισραηλινής κυβέρνησης προειδοποιούσαν με τη σειρά τους ότι θα μποϊκοτάρουν τη δεξίωση της τουρκικής πρεσβείας στο Τελ Αβίβ για την εθνική εορτή της 29ης Οκτωβρίου (επέτειος της ανακήρυξης της Τουρκικής Δημοκρατίας). Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις βρίσκονται στο ναδίρ τους.
Σύριος μουσουλμάνος κληρικός αφήνει ένα τριαντάφυλλο έξω από την τουρκική πρεσβεία στη Δαμασκό Η ισραηλινή «προδοσία» της τουρκικής μεσολάβησης
Πολλοί στο δυτικό τύπο, αλλά και κάποιοι Τούρκοι αναλυτές, βιάζονται να αποδώσουν τα «επανειλημμένα χαστούκια του Ερντογάν προς το Ισραήλ» στην ισλαμική ιδεολογία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αλλά και σε μία υπολαμβανόμενη «αλλαγή άξονα» στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Τα αίτια, όμως, που οδήγησαν στην υπό εξέλιξη κρίση είναι πολλά και ποικίλα και αφορούν τόσο τις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές της Τουρκίας, όσο και αυτές στην εξωτερική της πολιτική. Ο σημαντικότερος, ίσως, λόγος για την κρίση βρίσκεται στο παρασκήνιο και διαφεύγει της προσοχής πολλών αναλυτών.
Το άνοιγμα της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο αποτελεί τμήμα της γενικότερης πολιτικής της να αντικαταστήσει μία εξωτερική πολιτική που βασιζόταν στην απειλή της χρήσης στρατιωτικής βίας με μία εξωτερική πολιτική πιο δημιουργική, βασισμένη στη δύναμη που απορρέει από το οικονομικό της οπλοστάσιο, τους εξελισσόμενους δημοκρατικούς της θεσμούς και το κύρος της διπλωματίας της. Μόλις είδε τις σχέσεις της με τη Συρία να αποκαθίστανται και κέρδισε την εμπιστοσύνη της Δαμασκού, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε πως οι φιλοδοξίες της για περιφερειακή ηγεμονία επέβαλαν να αναλάβει υπηρεσίες καλής θελήσεως μεταξύ της Συρίας και του Ισραήλ. Η άρση της οιονεί εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δύο χωρών, θα αποτελούσε σημαντικό βήμα για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή, και η Τουρκία θα έπαιρνε τα εύσημα για την επιτυχία από τη διεθνή κοινότητα.
Η ισραηλινή επίθεση στη Γάζα ήρθε χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση της Τουρκίας από την ισραηλινή πλευρά. Σύμφωνα με αποκαλύψεις του ισραηλινού τύπου, την επαύριο του επεισοδίου στο Νταβός, ο Εχούντ Όλμερτ απέκρυψε από τον Ερντογάν ότι επίκειτο ισραηλινό χτύπημα κατά της Χαμάς στη Γάζα, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Άγκυρα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης εκείνης, μία μόλις εβδομάδα πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων στη Γάζα, ο Ερντογάν είχε μεσολαβήσει σε τετράωρη συνομιλία μεταξύ του τότε Ισραηλινού πρωθυπουργού και του Σύριου προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ. Όλμερτ και Άσαντ είχαν συμφωνήσει την έναρξη απευθείας συνομιλιών.
Στην Άγκυρα διεμείφθησαν τα εξής. Μιλώντας έκαστος χωριστά με τον Ερντογάν (ο Άσαντ από το τηλέφωνο), οι δύο αρχηγοί είχαν συντάξει προσχέδιο κοινής δήλωσης για επικείμενη έναρξη συνομιλιών προς την κατεύθυνση της σύναψης διπλωματικών σχέσεων. Όταν άρχισε η επίθεση στη Γάζα, ο Ερντογάν θεώρησε ότι ο Όλμερτ τον ενέπαιξε με το χειρότερο τρόπο, εκθέτοντάς τον παράλληλα μπροστά στο Σύριο πρόεδρο. Προσπαθώντας να βγει από τη διεθνή απομόνωση, στην οποία την έχει σπρώξει το αυταρχικό της καθεστώς αλλά και οι συνεχείς της παρεμβάσεις στα εσωτερικά του Λιβάνου, η Συρία επιθυμούσε την ειρήνευση με το Ισραήλ διακαώς. Η έναρξη των βομβαρδισμών στη Γάζα, ωστόσο, ήρθε και για τη Συρία ως κεραυνός εν αιθρία. Το καθεστώς Άσαντ στερείται μεν λαϊκής νομιμοποίησης, αλλά θα κινδύνευε να εξοστρακισθεί από τον αραβικό κόσμο, εάν προχωρούσε σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, ενώ η Γάζα βομβαρδιζόταν.
Στην απογοήτευση για το ναυάγιο της μεσολάβησης οφείλεται το επεισόδιο στο Νταβός, αλλά και ο χαρακτηρισμός της ισραηλινής επιχείρησης από τον Ερντογάν ως «προσβολή, πρωτίστως, κατά της Τουρκίας». Ο Όλμερτ, σε δηλώσεις του μετά το περιστατικό, ισχυρίσθηκε πως στην Άγκυρα δε γνώριζε για την επικείμενη επίθεση και, άρα, δεν ενέπαιξε τον Ερντογάν. Πηγή των ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας είχε αρνηθεί να σχολιάσει τον ισχυρισμό. Είχε, ωστόσο, δηλώσει στο γράφοντα: «Εκτιμούμε ιδιαίτερα τις προσπάθειες μεσολάβησης του Ερντογάν για την ειρήνευση μεταξύ Ισραήλ και Συρίας. Ωστόσο, δεν ήταν δυνατόν να ειδοποιηθεί για την επικείμενη επίθεση στη Γάζα. Ο Ερντογάν και η τουρκική κυβέρνηση διατηρούν στενότατες σχέσεις με τη Χαμάς. Εάν ενημερώνονταν, το μυστικό θα περνούσε στην άλλη πλευρά. Έτσι, θα χάναμε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού».
Ο Ερντογάν δε συγχώρησε ποτέ τους Ισραηλινούς, θεωρώντας ότι τον μαχαίρωσαν πισώπλατα. Η νέα κυβέρνηση Νετανιάχου, στο μεταξύ, κάθε άλλο παρά διατεθειμένη είναι να ξανανοίξει το κεφάλαιο των συνομιλιών με τη Συρία, ενώ θεωρεί πως, εξαιτίας των σχέσεών της με τη Χαμάς, η Τουρκία δεν μπορεί να αποτελέσει φερέγγυο και αμερόληπτο μεσολαβητή. Ο Νετανιάχου εξέφρασε την εκτίμησή του αυτή σε προτροπή του Ισπανού υπουργού Εξωτερικών Μιγέλ-Άνχελ Μορατίνος να επαναληφθούν οι συνομιλίες με τη Συρία και την Τουρκία στο ρόλο του μεσολαβητή. Ο Μορατίνος βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ συνοδεύοντας τον Ισπανό πρωθυπουργό Χοσέ-Λουΐς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο σε επίσημη επίσκεψη. Η Συρία, παράλληλα, αποστέλλει μηνύματα ότι μόνο την Τουρκία δέχεται ως μεσολαβητή σε όποιες συνομιλίες με το Ισραήλ. Περαιτέρω εξόργισε την τουρκική κυβέρνηση η άρνηση των Ισραηλινών να επιτρέψουν στον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών να επισκεφθεί τη Λωρίδα της Γάζας, κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψής του στο Ισραήλ.
Εσωτερικά πολιτικά οφέλη και πολιτικές ισορροπίες
Πέραν της μνησικακίας του Ερντογάν για την «προδοσία» μιας προσπάθειας στην οποία είχε επενδύσει προσωπικά, πίσω από τα χαστούκια στο Ισραήλ κρύβεται η πρόθεσή του να αποκομίσει πολιτικά οφέλη εις βάρος του πρώην συμμάχου. Η αντιπάθεια προς το Ισραήλ συνενώνει τη συντριπτική πλειοψηφία της τουρκικής κοινής γνώμης. Μαζί με τον αντιαμερικανισμό, αποτελούν το κοινό σημείο, γύρω από το οποίο συνενώνονται οι πλέον ετερόκλητες ομάδες – ισλαμιστές, κεμαλιστές, εθνικιστές, φιλελεύθεροι αριστεροί, μαρξιστές, νεο-φασίστες.
Ο Ερντογάν κερδίζει ψήφους εμφανιζόμενος ως προστάτης των αδικημένων, όπως αυτοχαρακτηρίσθηκε σε πρόσφατες δηλώσεις του. Τα τεκταινόμενα στη Γάζα αποτέλεσαν χρυσή ευκαιρία για το κυβερνών κόμμα να συσπειρώσει τους οπαδούς του. Πολλοί Τούρκοι αναλυτές, που δεν είναι αρνητικά προδιατεθειμένοι κατά του Ερντογάν, σημειώνουν πως τα χαστούκια στο Ισραήλ λαμβάνουν χώρα σε στιγμές, όπου η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με έντονη κριτική και με τη δημοτικότητά της πεσμένη. Έτσι, η παράσταση του Νταβός ήρθε σε μία στιγμή που η κυβέρνηση βρισκόταν αντιμέτωπη με χείμαρρο επικρίσεων για το χειρισμό της υπόθεσης Εργκένεκον, τη συμπεριφορά της έναντι του τύπου, την αδυναμία της να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την επιβράδυνση των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων. Με τη φιλελεύθερη διανόηση να έχει εγκαταλείψει τον Ερντογάν, καθώς έβλεπε το κυβερνών κόμμα να υπαναχωρεί στις υποσχέσεις του για συνταγματική μεταρρύθμιση, η δημοτικότητα του Ερντογάν είχε μειωθεί σημαντικά. Δύο μήνες μετά το σόου του Νταβός, διεξήχθησαν στην Τουρκία δημοτικές εκλογές, στις οποίες το κυβερνών κόμμα υπέστη απώλεια ψήφων (οκτώ ποσοστιαίες μονάδες).
Το πρόσφατο πάλι χτύπημα, που ήρθε με τον αποκλεισμό του Ισραήλ από τη στρατιωτική άσκηση, έλαβε χώρα σε μία περίοδο που ο Ερντογάν δεχόταν καταιγισμό πυρών από τον εθνικιστικό και τον κεμαλικό χώρο, αναφορικά με τα ανοίγματα της κυβέρνησης προς τους Κούρδους της Τουρκίας και την Αρμενία. Όπως συνέβη και τον Ιανουάριο, τα χαστούκια στο Ισραήλ ανέβασαν τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού στις δημοσκοπήσεις.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από τον ισχυρισμό ότι η τουρκική κυβέρνηση κόπτεται για το δράμα των αμάχων στη Γάζα. Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν κριτήριο στην εξωτερική πολιτική οποιουδήποτε κράτους, πόσο μάλιστα της Τουρκίας που έχει μία ιδιαίτερα ένοχη ιστορία στον τομέα αυτό. Η κυβέρνηση Ερντογάν έσπευσε να συγχαρεί τον Αχμαντινετζάντ για τη δήθεν νίκη του στις προεδρικές εκλογές του Ιράν, παρά την παραδοχή των ιρανικών αρχών για νοθεία και τις εν ψυχρώ δολοφονίες των διαδηλωτών από τη μηχανή καταστολής της ισλαμικής δημοκρατίας. Ο Νταβούτογλου χαρακτήριζε «εσωτερική υπόθεση» του Ιράν τα σχετικά με τις εκεί προεδρικές εκλογές. Ούτε έχει η Τουρκία κάποιο πρόβλημα να ερωτοτροπεί με τη Συρία, ένα καθεστώς προσωποπαγούς δικτατορίας, ή με τη Σαουδική Αραβία, το άντρο του σκοταδισμού. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» καθίστανται αντικείμενο επίκλησης από τον Ερντογάν, μόνο όταν η επίκληση αυτή του κομίζει πολιτικά οφέλη. Έτσι, η θρησκόπληκτη εκλογική του βάση θέλει να ακούει για τα δικαιώματα των «μουσουλμάνων αδελφών μας» στην Παλαιστίνη και για εκείνα των Ουϊγούρων στην Κίνα, όχι όμως για τους «δυτικόπληκτους» και «άθεους» διαδηλωτές του Ιράν.
Πίσω από τις εκρήξεις του Τούρκου πρωθυπουργού, βρίσκεται και η αλλαγή στις σχέσεις πολιτικών – στρατεύματος στην Τουρκία. Το άστρο του Ισραήλ βρισκόταν ψηλά στον τουρκικό ουρανό, όσο το κεμαλικό στρατόπεδο μονοπωλούσε την πολιτική σκηνή της χώρας και οι ένοπλες δυνάμεις υπαγόρευαν στους πολιτικούς τη γραμμή που έπρεπε να ακολουθήσουν. Όσο ζοχαδιασμένος και αν ήταν ο Ερντογάν με το Ισραήλ, δε θα μπορούσε ποτέ πριν πέντε χρόνια, να ακυρώσει μία στρατιωτική άσκηση. Για τα θέματα αυτά αποφάσιζαν οι ένοπλες δυνάμεις, που διαχειρίζονταν τη στρατηγικής σημασίας σχέση με το Ισραήλ. Ωστόσο, η πολιτική δύναμη του στρατεύματος έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα, ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων εκδημοκρατισμού των τελευταίων χρόνων. Σήμερα, ως αποτέλεσμα του περιορισμού του πεδίου ελεύθερης δράσης των ενστόλων, κάθε απόφαση σε ζητήματα με προεκτάσεις στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, λαμβάνεται πλέον από τους πολιτικούς.
Σύμφωνα με τη Λαλέ Κεμάλ, πολιτικό αναλυτή με ειδίκευση στα ζητήματα των ενόπλων δυνάμεων, η κοινή άσκηση με το Ισραήλ, σε καμία περίπτωση δε θα είχε ακυρωθεί, εάν η απόφαση βρισκόταν στα χέρια των στρατιωτικών. Σήμερα, όμως, το στράτευμα δεν μπορεί πια να επιβάλει στην κυβέρνηση τις στρατηγικές του επιλογές. Κατά την Κεμάλ, η εξασθένιση του ρόλου των στρατιωτικών στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ευθύνεται σημαντικά για την υποβάθμιση της σχέσης με το Ισραήλ.
Ο καταξιωμένος Τούρκος αναλυτής Τζενγκίζ Τσαντάρ, ειδικευμένος σε ζητήματα Μέσης Ανατολής, συμφωνεί με την Κεμάλ. «Η τουρκοϊσραηλινή συμμαχία δεν είχε βάθος, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με το λαϊκό συναίσθημα στην Τουρκία. Στηριζόταν στις ένοπλες δυνάμεις και σε κοινές ανησυχίες ασφάλειας. Οι ανησυχίες αυτές έχουν, πλέον, εκλείψει για την Τουρκία», σημειώνει. «Δυστυχώς, οι Ισραηλινοί πίστεψαν ότι η συμμαχία με το στρατιωτικό και κρατικό κατεστημένο της Τουρκίας ήταν αρκετή και ότι θα διαρκούσε αιώνια. Καθώς, όμως, η Τουρκία διανύει ραγδαία βήματα εκδημοκρατισμού, η συμμαχία αυτή δε θα μπορούσε να συνεχισθεί με τον ίδιο τρόπο.»
Α.Γκιουλ,Α.Νταβούτογλου με τον πρόεδρο της Αρμενίας, Σ.Σαρκισιάν Διεθνείς παράμετροι: «Δεν τους χρειαζόμαστε πια» και η πολιτική Ομπάμα
Με τη διαπίστωση του Τσαντάρ ότι οι απειλές ασφάλειας που άλλοτε υπαγόρευσαν τη συμπόρευση Τουρκίας – Ισραήλ έχουν εκλείψει ομοφωνούν οι Τούρκοι αναλυτές. Σημειώνουν πως η Συρία, πλέον, όχι μόνο δεν είναι εχθρός, αλλά «ο καλύτερος φίλος» της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή. Το ΡΚΚ έχει πάψει να αποτελεί πραγματική απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ο ηγέτης του είναι έγκλειστος σε φυλακή ασφαλείας και η κυβέρνηση προωθεί τους τελευταίους μήνες τολμηρό πακέτο μέτρων για την πολιτική λύση του Κουρδικού. Ακόμη πιο τολμηρό είναι το άνοιγμα της κυβέρνησης προς την Αρμενία, και με την υπογραφή στη Γενεύη οδικού χάρτη για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τη χώρα αυτή. Η λυσσαλέα εκστρατεία σε όλα τα διεθνή φόρα και, κυρίως στις ΗΠΑ, για την προβολή των τουρκικών θέσεων άρνησης της Αρμενικής Γενοκτονίας θα χάσει την κεντρική σημασία που είχε μέχρι πρόσφατα. Η συστράτευση του Ισραήλ και των εβραϊκών λόμπι στον τομέα αυτό δεν είναι πια αναγκαία για την Τουρκία, που βιάζεται να προβεί σε συνολική διαπραγμάτευση με την Αρμενία. Την ειρήνευση Τουρκίας – Αρμενίας επιθυμούν ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, όπως αποδεικνύει και η παρουσία της Χίλαρι Κλίντον κατά την υπογραφή του οδικού χάρτη της Γενεύης.
Η σημερινή Τουρκία αντικατέστησε μία εξωτερική πολιτική επικεντρωμένη στην ασφάλεια, με μία εξωτερική πολιτική βασισμένη στην καλλιέργεια σχέσεων οικονομικής αλληλεξάρτησης. Αντί να επικεντρώνεται στον αγώνα να καταπνίξει τον αποσχιστικό αγώνα των Κούρδων και να αντικρούσει τις αρμενικές αιτιάσεις, έχει στρέψει την προσοχή της στην κατάκτηση των αραβικών αγορών. Τουρκικές κατασκευαστικές και εξαγωγικές εταιρείες έχουν σαρώσει τον αραβικό κόσμο, ενώ εκατομμύρια πετροδολάρια σε επενδύσεις έδωσαν μία τονωτική ένεση στην τουρκική οικονομία. Το άνοιγμα στον αραβικό κόσμο και το φλερτ με το Ισραήλ είναι ασύμβατα, σημειώνουν πολλοί Τούρκοι αναλυτές και διπλωμάτες. «Δεν χρειαζόμαστε πια το Ισραήλ» σημειώνουν αναλυτές, ενώ γίνεται λόγος για «υποθήκη» που βαραίνει την Τουρκία από τη συστράτευσή της με το Ισραήλ την προηγούμενη δεκαετία, μία υποθήκη από την οποία πρέπει να απαλλαγεί.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, πλέον, η Τουρκία μπορεί να διαγράψει το Ισραήλ, χωρίς ιδιαίτερο κόστος στις διεθνείς της σχέσεις. Το εβραϊκό κράτος βρίσκεται στη χειρότερη διπλωματική απομόνωση της ιστορίας του. Η προεδρία Ομπάμα είναι αποφασισμένη να ασκήσει πιέσεις στο Ισραήλ, προκειμένου να διατηρήσει τα ερείσματα που με κόπο έκτισε στο μουσουλμανικό κόσμο. Έχουν αρχίσει να πληθαίνουν στην Αμερική οι φωνές που καλούν το State Department να δώσει τέλος στην άνευ όρων στήριξη του Ισραήλ. Πολλοί κάνουν λόγο για παραμερισμό των συμφερόντων των ΗΠΑ, χάριν της εξυπηρέτησης εκείνων του Ισραήλ. Η πρόσφατη σύλληψη Αμερικανού με την κατηγορία της κατασκοπείας για το Ισραήλ, αποδεικνύει πως τα συμφέροντα των δύο χωρών δε συμβαδίζουν απαραίτητα.
Η άλλοτε καίρια σημασία του Ισραήλ για την αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει μειωθεί αισθητά, παρά τις πανικόβλητες προσπάθειες αμερικανοεβραϊκών λόμπι να «περιορίζουν τη ζημία». Η προεδρία Ομπάμα θεωρεί το Ισραήλ, που κατέστη ακόμη πιο αρτηριοσκληρωτικά εθνικιστικό και φοβικό υπό τη νέα κυβέρνηση Νετανιάχου, κομμάτι του προβλήματος και όχι της λύσης στο Μεσανατολικό. Παρά τη «για τα μάτια του κόσμου» αποχώρηση – διαμαρτυρία των ΗΠΑ και της Ιταλίας από την τουρκική αεροπορική άσκηση μετά τον αποκλεισμό του Ισραήλ, πληθαίνουν οι δυτικές κυβερνήσεις που έχουν απηυδήσει με την ισραηλινή αδιαλλαξία. Η δημοσίευση της έκθεσης Γκόλντστοουν, που καταλογίζει στο Ισραήλ (αλλά και τη Χαμάς) ευθύνες για εγκλήματα πολέμου στη Γάζα προμηνύει νέα προβλήματα για την Ιερουσαλήμ: δεν αποκλείεται Ισραηλινοί πολιτικοί να συρθούν στη Χάγη κατηγορούμενοι για εγκλήματα πολέμου.
Το Ισραήλ δεν κατέχει θέση – κλειδί, ούτε στο όραμα του Νταβούτογλου περί περιφερειακής ισχύος της Τουρκίας, ούτε στο όραμα του Ομπάμα για το Μεσανατολικό. Η σύμπτωση της αξιολόγησης των δύο κυβερνήσεων ενθαρρύνει την κυβέρνηση Ερντογάν για την ορθότητα των επιλογών της. Της υπαγορεύει να προχωρήσει στο δρόμο των δικών της προτεραιοτήτων με τη διαβεβαίωση πως, ακόμη και αν καταφέρει και νέα χαστούκια στο Ισραήλ, δεν πρόκειται να υποστεί καμία σοβαρή πολιτική ή οικονομική συνέπεια. Όταν οι Τούρκοι αναλυτές σημειώνουν πως σήμερα το Ισραήλ έχει ανάγκη την Τουρκία και όχι το αντίθετο, έχουν δίκιο. Παραλείπουν, ωστόσο, να τονίσουν ότι η Τουρκία δεν έχει καμία διάθεση να προσφέρει κάποια υπηρεσία στο Ισραήλ, τουλάχιστον μέχρι να δεχθεί η κυβέρνηση Νετανιάχου την Άγκυρα ως μεσολαβητή για την ειρήνευση με τη Συρία. Οι ισορροπίες έχουν αλλάξει και ο Ερντογάν βράζει από το θυμό του.
ΠΗΓΗ:Newstime.gr
Ο κατ’ απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης αποκλεισμός του Ισραήλ από μία προγραμματισμένη στρατιωτική άσκηση στους αιθέρες της Μικράς Ασίας και η προβολή από την κρατική τηλεόραση τουρκικής σειράς, που απεικονίζει τους Ισραηλινούς ως σαδιστικούς δολοφόνους, ήταν οι τελευταίες σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι των διμερών σχέσεων. Τον τελευταίο χρόνο οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, άλλοτε σταθερό σημείο αναφοράς στη γενικότερη αστάθεια της Μέσης Ανατολής, έχουν πάρει την κατιούσα.
Η τουρκική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Ερντογάν διατείνονται ότι το τέλος του «μήνα του μέλιτος» στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις αντανακλά τη λαϊκή δυσαρέσκεια στην Τουρκία για τα τεκταινόμενα στη Λωρίδα της Γάζας. Ωστόσο, πίσω από την υποβάθμισή τους λανθάνει μακρύ πολιτικό παρασκήνιο. Οι λόγοι για την κατάρρευση του άξονα Άγκυρας – Ιερουσαλήμ πρέπει να αναζητηθούν στη θέση της Τουρκίας και του Ισραήλ στο υπό διαμόρφωση διεθνές περιβάλλον, στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία αλλά και στη νέα τουρκική διπλωματία στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής.
Τουρκοϊσραηλινός άξονας κατά Κούρδων, παναραβισμού και ισλαμισμού
Εκ πρώτης όψεως μπορεί να έμοιαζε απροσδόκητη, αλλά η στρατιωτική και πολιτική συμμαχία μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ αποτέλεσε μία από τις σταθερές στο εξόχως ασταθές περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία, που διέθετε τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στην περιοχή μετά το Ιράν, υπήρξε η δεύτερη χώρα – πάλι μετά το Ιράν – ανάμεσα στις ελάχιστες του μουσουλμανικού κόσμου που αναγνώρισαν το Ισραήλ. Συνήψε διπλωματικές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος ήδη το 1949. Το τρίο των μη αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής Ιράν–Ισραήλ–Τουρκία συνέσφιξε τις σχέσεις του τη δεκαετία του 1960, αισθανόμενο απειλή από το κίνημα του παναραβισμού. Αυτό επεδίωκε να εξαλείψει το Ισραήλ, αλλά παράλληλα, διεκδικούσε εδάφη με αραβόφωνους πληθυσμούς από την Τουρκία και το Ιράν.
Η συμμαχία Ιράν – Ισραήλ – Τουρκίας έχαιρε της ευλογίας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Τόσο το αυτοκρατορικό Ιράν, όσο και η Τουρκία, μόνη μουσουλμανική χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, ήταν σταθερά προσανατολισμένες στη Δύση, όπως βέβαια και το Ισραήλ. Το τρίο αποτελούσε την πλατφόρμα, μέσω της οποίας η Δύση ασκούσε την πολιτική της στη Μέση Ανατολή. Η πλατφόρμα αυτή δέχθηκε σοβαρό πλήγμα όταν το Ιράν διέκοψε τις σχέσεις του με το Ισραήλ, αλλά και τις ΗΠΑ, μετά την άνοδο των μουλάδων στην εξουσία το 1979. Η Τουρκία ήρθε τότε κοντύτερα στο Ισραήλ, αισθανόμενη ότι το κοσμικό της καθεστώς απειλείτο από τα ισλαμικά κινήματα που λαμπάδιαζαν στον αραβικό κόσμο, και στη φωτιά των οποίων, το νέο καθεστώς του Ιράν έριχνε λάδι.
Οι στενές σχέσεις των δύο χωρών έγιναν ακόμη στενότερες με τη σύναψη Συμφώνου Στρατιωτικής Συνεργασίας το 1996. Η συμμαχία είχε χαρακτήρα αποτρεπτικό και στόχευε τις χώρες, που τόσο η Τουρκία όσο και το Ισραήλ έβλεπαν ως απειλή, συγκεκριμένα τη Συρία και το Ιράν. Εκτός από το ότι αποτελούσε τον πιο αποφασισμένο εχθρό του Ισραήλ μεταξύ των γειτόνων του, η Συρία διεκδικούσε την περιοχή του Χατάι (Αλεξανδρέττας) από την Τουρκία και είχε έντονες διαφωνίες με την Άγκυρα για την κατανομή των υδάτινων πόρων του Ευφράτη. Προκειμένου να εκμαιεύσει τουρκικές παραχωρήσεις στο θέμα του Ευφράτη και του Χατάι, το καθεστώς Άσαντ παρείχε στέγη σε μαχητές του ΡΚΚ. Στο έδαφος του Λιβάνου, μεγάλο μέρος του οποίου βρισκόταν για μακρό διάστημα υπό συριακή κυριαρχία, δρούσαν πλήθος οργανώσεις που χτυπούσαν στόχους στην Τουρκία και το Ισραήλ, καθώς και τα συμφέροντά τους στο εξωτερικό.
Πολιορκημένο από κράτη εχθρικά ή, στην καλύτερη περίπτωση, κράτη με τα οποία διατηρεί σχέσεις αλλά ο πληθυσμός των οποίων διάκειται εχθρικά απέναντί του, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, το Ισραήλ βρήκε στην Τουρκία έναν αναπάντεχο σύμμαχο στη γειτονιά. Οι ΗΠΑ προωθούσαν τον τουρκοϊσραηλινό άξονα ως απαραίτητο αντίβαρο στον εξισλαμισμό της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία αναδείχθηκε σε καλό πελάτη της ισραηλινής πολεμικής βιομηχανίας, ξοδεύοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε ισραηλινά οπλικά συστήματα. Οι μυστικές υπηρεσίες των δύο χωρών συνεργάζονταν αγαστά στη συλλογή στοιχείων για εχθρικά κράτη και οργανώσεις, και ιδίως για το ΡΚΚ. Έχει γίνει λόγος για «κοινό δάκτυλο ΜΙΤ και Μοσάντ» σε δολοφονίες στα Κατεχόμενα αλλά και στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τουρκοκυπρίων αντιφρονούντων που αντιτίθεντο στο καθεστώς Ντενκτάς, αλλά και στελεχών του ΡΚΚ. Ωστόσο, η ανάμειξη της Μοσάντ δεν απεδείχθη ποτέ με αδιάσειστα στοιχεία.
Παράλληλα, τα τουρκικά και εβραϊκά λόμπι στις ΗΠΑ συστρατεύθηκαν σε ένα αγώνα κατά των ελληνικών και αρμενικών, με στόχο να βελτιώσουν την εικόνα της Τουρκίας, αντικρούοντας τις θέσεις Ελλήνων και Αρμενίων για το παρελθόν, και ιδίως την καμπάνια για την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας. Τα εβραϊκά λόμπι των ΗΠΑ αλλά και πολλοί Ισραηλινοί ιστορικοί στρατεύθηκαν στην τουρκική εκστρατεία άρνησης. Δεν ήταν μία απλή εκδούλευση στην Τουρκία, καθώς η άρνηση εξυπηρετούσε και τη δική τους εμμονή να προβάλλουν τη Shoah (Ολοκαύτωμα) ως τη μοναδική γενοκτονία, με την πραγματική έννοια της λέξης, στη σύγχρονη εποχή.
Η τουρκική Μεταπολίτευση και τα ανοίγματα προς τους γείτονες
Η ανάδειξη του ισλαμικών καταβολών Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην εξουσία το 2002, αποτέλεσε πραγματική Μεταπολίτευση για την Τουρκία, καθώς για πρώτη φορά, έσπασε το μονοπώλιο της τάξης των κεμαλιστών στον πολιτικό βίο. Η κατάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα ισλαμικών πεποιθήσεων, ωστόσο, δημιούργησε ανησυχίες στη Δύση αλλά και στους κεμαλιστές για ενδεχόμενη έξοδο της Τουρκίας από το δυτικό στρατόπεδο.
Οι σχέσεις με το Ισραήλ, πάντως, παρά την αρχική αμηχανία και τις ανησυχίες της Ιερουσαλήμ, παρέμεναν στενές. Η κρίση έπληξε τις σχέσεις της Τουρκίας όχι με το Ισραήλ, αλλά με την κυβέρνηση Μπους. Αφορμή για την ψύχρανση, που έφθασε σε άνευ προηγουμένου επίπεδα, ήταν οι τουρκικές αντιρρήσεις γύρω από την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Για την κρίση με τις ΗΠΑ δεν ευθυνόταν η ισλαμιστικών καταβολών κυβέρνηση, καθώς οι αμερικανικές ενέργειες στο Ιράκ ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταψήφισαν στην Εθνοσυνέλευση, μαζί με το ένα τρίτο περίπου των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, νομοσχέδιο που θα επέτρεπε τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων καθ’ οδόν προς το Ιράκ από την τουρκική επικράτεια και τον εναέριο χώρο.
Η κυβέρνηση Ερντογάν, σύσσωμη η αντιπολίτευση αλλά και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θεώρησαν ότι οι ΗΠΑ εισέβαλαν σε μία, γειτονική της Τουρκίας χώρα, αγνοώντας επιδεικτικά τα εκεί τουρκικά συμφέροντα και ανησυχίες. Με τις καθημερινές ειδήσεις για μαζικές απώλειες αμάχων και την αναρχία που ακολούθησε την εισβολή, αλλά και την παγίωση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στο Βόρειο Ιράκ, ο αντιαμερικανισμός στην Τουρκία άγγιξε πρωτόγνωρα επίπεδα. Η κυβέρνηση Ερντογάν, με τη σύμφωνη γνώμη του στρατεύματος, εξέφρασε συχνά δυσαρέσκεια για τα τεκταινόμενα στο Ιράκ.
Από την εποχή αυτής της δυσαρέσκειας και της ψύχρανσης με τους «καουμπόηδες» της κυβέρνησης Μπους χρονολογείται η προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν να εφαρμόσει στην εξωτερική της πολιτική την αρχή του συμβούλου, τότε, του Ερντογάν Αχμέτ Νταβούτογλου «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Στα μάτια της κυβέρνησης, η βαθύτατη ρήξη συμφερόντων με τις ΗΠΑ στο Ιράκ, επέβαλε στην Τουρκία να αναπτύξει αυτόνομη εξωτερική πολιτική, θέτοντας τέλος στη συστράτευση με τη Δύση στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Φιλοδοξία της νέας κυβέρνησης, να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και φωνή κύρους στη Μέση Ανατολή, περιοχή που η Τουρκία θεωρεί, λόγω του οθωμανικού παρελθόντος, «φυσική της ενδοχώρα» αλλά από την οποία ήταν απούσα από την εποχή της οθωμανικής κατάρρευσης.
Προκειμένου να εκπληρώσει τη φιλοδοξία της αυτή, η Τουρκία έπρεπε να επιλύσει τις διαφορές που τη χώριζαν με τους γείτονές της, καθώς διατηρούσε με όλους κάκιστες σχέσεις. Πρώτα απ’ όλα με τη Συρία, με την οποία έφθασε στα πρόθυρα πολέμου το 1998 με αφορμή τη στέγη που το καθεστώς Άσαντ παρείχε στον Οτσαλάν. Σε εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα, κατόρθωσε να μεταλλάξει τις σχέσεις με τη Συρία σε σχέσεις στρατηγικού εταίρου. Η Τουρκία έστειλε ειρηνευτική δύναμη στο Λίβανο μετά τον πόλεμο Ισραήλ – Χεζμπολλάχ το 2006, ενώ εγκαινίασε σχέσεις με τη Χαμάς. Ωστόσο, παρά τις σχετικές ανησυχίες Δύσης και κεμαλιστών, η Τουρκία δεν εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ίδια κυβέρνηση Ερντογάν, που οι κεμαλιστές κατηγορούσαν ότι «τα ‘κανε πλακάκια με τους Άραβες», προώθησε με θεαματική ταχύτητα τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας. Θα ήταν περισσότερο ακριβές να γίνεται λόγος όχι για αλλαγή άξονα, αλλά για χάραξη πολυμέτωπης εξωτερικής πολιτικής.
Η πολιτική αυτή κρατούσε λεπτές ισορροπίες. Παρά τα πολιτικά και οικονομικά ανοίγματα στους Άραβες, οι σχέσεις με το Ισραήλ διατηρήθηκαν σε καλό επίπεδο και οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις συνεχίσθηκαν. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι η απερχόμενη κυβέρνηση Όλμερτ είχε αποδεχθεί την τουρκική πρόταση για μεσολάβηση μεταξύ Ισραήλ και Συρίας, μεσολάβηση που η τουρκική κοινή γνώμη πληροφορήθηκε μήνες αφότου είχαν αρχίσει οι σχετικές συνομιλίες.
Ο κατήφορος προς το «Χωρισμό»
Τα σχόλια που καταφέρονται με σφοδρότητα κατά του Ισραήλ στον τουρκικό τύπο, και δη στις ισλαμικές και αριστερές εφημερίδες, είναι συνηθισμένα. Εντείνονται ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης στις αραβοϊσραηλινές σχέσεις. Έτσι, μύδρους εξαπέλυαν κατά του Ισραήλ οι τουρκικές εφημερίδες κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη Χεζμπολλάχ το 2006, αλλά και της επίθεσης στη Γάζα τον περασμένο χειμώνα. Όπως έχουν σημειώσει πολλοί αναλυτές, ο μέσος Τούρκος, αιχμάλωτος στη θρησκοληψία του, ποτέ δεν μπόρεσε να «καταπιεί» τη συμμαχία με το Ισραήλ.
Το συναίσθημα αλληλεγγύης σε θρησκευτικό και μόνο επίπεδο (ο εθνικισμός του «μέσου Τούρκου» κατά τα λοιπά τον κάνει να αισθάνεται περιφρόνηση έναντι των Αράβων) ωθεί την κοινή γνώμη να συστρατεύεται με τους Παλαιστίνιους. Ωστόσο, η κυβέρνηση αν και προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Ισραήλ και των ΗΠΑ ξεκινώντας διπλωματικές επαφές με τη Χαμάς, τηρούσε πάντα αποστάσεις και διαφήμιζε τον εαυτό της ενώπιον της Δύσης ως τη μόνη δύναμη που διατηρεί στενότατες σχέσεις, τόσο με τον αραβικό κόσμο (ως αποτέλεσμα της πολιτικής Ερντογάν) όσο και με το Ισραήλ.
Στην Τουρκία «ξεσηκώθηκαν και οι πέτρες» με την άμετρη χρήση βίας των Ισραηλινών στη Γάζα, και σειρά οργανώσεων – από τις ισλαμιστικές ως τις αριστερές – καλούσαν σε μποϊκοτάζ των ισραηλινών προϊόντων. Η κοινή γνώμη ηλεκτρίσθηκε ανησυχητικά. Επανεμφανίσθηκαν σε καταστήματα των τουριστικών περιοχών ταμπέλες «απαγορεύεται η είσοδος σε Ισραηλινούς», όπως είχε συμβεί και το 2006. Η τουρκική και η διεθνής κοινή γνώμη, αλλά και οι περισσότεροι Τούρκοι αναλυτές, συνειδητοποίησαν ωστόσο για πρώτη φορά, πως το κεφάλαιο της τουρκοϊσραηλινής συμπόρευσης έχει κλείσει με την έκρηξη – σόου του Ερντογάν στο διεθνές οικονομικό φόρουμ στο Νταβός τον περασμένο Ιανουάριο. Ένας Ερντογάν σε έξαλλη κατάσταση επιτέθηκε στον πρόεδρο του Ισραήλ Σιμόν Πέρες, κατηγορώντας τον ότι δεν του άφησε χρόνο να μιλήσει. «Είσαι γέρος, γι’ αυτό φωνάζεις... Εσείς ξέρετε καλά να σκοτώνετε».
Η αγένεια και η επιθετικότητα του Ερντογάν, καθώς και το στιλ «του πεζοδρομίου» και ο αυταρχισμός του, ήταν γνωστή στους πάντες και πριν από το επεισόδιο στο Νταβός. Μία φραστική επίθεση τέτοιου μεγέθους, όμως, κατά αρχηγού άλλου κράτους ήταν υπερβολική ακόμη και για τα δεδομένα του Ερντογάν, που έχει επιτεθεί φραστικά ακόμη και σε οπαδούς του κόμματός του με χυδαίο τρόπο μπροστά στις κάμερες.
Εκτός από το ίδιο το περιστατικό, αυτό που προκάλεσε εντύπωση με την κρίση του Νταβός ήταν η πυρετώδης προσπάθεια των Ισραηλινών να το υποβαθμίσουν, καθώς και οι πυροσβεστικές προσπάθειες των ΗΠΑ. Δεδομένου ότι τόσο οι αρχές, όσο και μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης στο Ισραήλ, αντιδρούν συνήθως υστερικά στην παραμικρή κριτική προερχόμενη από το εξωτερικό, προκάλεσε απορία μεταξύ των αναλυτών, η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση που επέδειξαν οι Ισραηλινοί στην επίδειξη αγένειας του Ερντογάν. Ως απάντηση στο «μάθημα ηθικής» του Τούρκου πρωθυπουργού, ο αρχηγός του στρατού ξηράς του Ισραήλ Άβι Μιζραχί τον κάλεσε να κοιταχθεί στον καθρέφτη. "Πώς μπορεί ο ηγέτης μιας χώρας με τόσο βεβαρημένο παρελθόν, που περιλαμβάνει από την Αρμενική Γενοκτονία του 1915 ως τις σφαγές των Κούρδων και Κυπρίων αμάχων πολύ πιο πρόσφατα, να παραδίδει μαθήματα ηθικής; Η Τουρκία έχει τη φωλιά της πολύ λερωμένη και καλύτερα να ασχοληθεί με τις δικές της αμαρτίες παρά με εκείνες των άλλων", σημείωσε ο Μιζραχί.
Το αξιοσημείωτο στην επίθεση Μιζραχί, που εξέφρασε αυτό που σκεπτόταν ο μέσος Ισραηλινός, είναι τα συντονισμένα πυρά που ο στρατιωτικός δέχθηκε από τον τύπο της χώρας του. Πολλοί αναλυτές τον κάλεσαν να σιωπήσει, επισημαίνοντας ότι σε παρόμοια ζητήματα νομιμοποιούνται να παρέμβουν μόνο οι πολιτικοί και όχι το στράτευμα. «Εδώ δεν είναι Τουρκία» υπενθύμιζε ο τύπος στον Μιζραχί, «και οι στρατιωτικοί δεν ανακατεύονται εκεί που δεν τους παίρνει». Σε μία ασυνήθιστη κίνηση, οι αναλυτές καλούσαν το Ισραήλ να καταπιεί την προσβολή αδιαμαρτύρητα, δίνοντας προτεραιότητα στη στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία.
Η παράσταση του Ερντογάν στο Νταβός προκάλεσε πανηγυρισμούς στον τύπο του αραβικού και του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου, καθώς και στο φιλοκυβερνητικό και τον εθνικιστικό τύπο της Τουρκίας. Ωστόσο, πολλές από τις κεντρώες κεμαλικές εφημερίδες εξέφραζαν ανησυχία ότι το σόου θα έπληττε ανεπανόρθωτα τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και τη Δύση. Η τουρκική διπλωματία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ επιδόθηκαν σε συντονισμένο αγώνα πυρόσβεσης και σε μία προσπάθεια να αποδώσουν το επεισόδιο του Νταβός στον εκρηκτικό χαρακτήρα (και τη διαβόητη έλλειψη τρόπων) του Τούρκου πρωθυπουργού.
Τ. Ερντογάν - Σ. Πέρες στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός (Ιανουάριος 2009) Η συγκρατημένη αντίδραση των Ισραηλινών μετά το Νταβός οφείλεται στην ευρεία πεποίθηση στο Ισραήλ ότι η στρατιωτική και πολιτική συνεργασία των δύο χωρών αποτελεί στρατηγική επιλογή κτισμένη σε γερά θεμέλια αμοιβαίου συμφέροντος άνω και πέραν από τον Ερντογάν. «Ο Ερντογάν μπορεί να κάνει τον κλόουν όποτε θέλει. Όλοι γνωρίζουν πως η ευρύτερη στρατιωτική και στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών δεν εξαρτάται από πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται», μου είχε πει τότε ισραηλινή διπλωματική πηγή. Ωστόσο, ο αποκλεισμός στις 9 Οκτωβρίου του Ισραήλ από προγραμματισμένη αεροπορική άσκηση στην κεντρική Μικρά Ασία, στην οποία θα συμμετείχαν και η Ιταλία και οι ΗΠΑ, δείχνει πως η κρίση δεν έχει περιορισθεί στο επίπεδο της ηθικολογίας και της διπλωματίας. Έχει μεταφερθεί σε εκείνο των στρατιωτικών σχέσεων, στις οποίες ακριβώς κτίσθηκε η συμμαχία Τουρκίας – Ισραήλ.
Για απρόσμενο «χαστούκι» μιλούν διπλωματικοί κύκλοι στο Ισραήλ, ενώ η δυσαρέσκεια κατά της Τουρκίας για την προσβολή μεγαλώνει στην ισραηλινή κοινή γνώμη. ΗΠΑ και Ιταλία αποχώρησαν από την άσκηση, ενώ ο Ερντογάν δικαιολογούσε την απόφαση ισχυριζόμενος ότι αντανακλά το λαϊκό συναίσθημα στην Τουρκία. Κυβερνητικές πηγές δήλωναν στον τουρκικό τύπο ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να δώσει το μήνυμα στην κοινή γνώμη της χώρας πως «τα αεροπλάνα που βομβαρδίζουν αμάχους στη Γάζα ασκούνται στους ουρανούς της Ανατολίας». Ο δε υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου δήλωνε πως η Τουρκία δεν επιθυμεί να εμφανίζεται ως συνεργαζόμενη στρατιωτικά με το Ισραήλ, όσο το τελευταίο βομβαρδίζει τη Λωρίδα της Γάζας.
Παρά την ακύρωση της άσκησης και τη δυσαρέσκεια που αυτή προκάλεσε στο Ισραήλ, υπήρχε ωστόσο περιθώριο οι μετριοπαθείς Ισραηλινοί αναλυτές να πείσουν την κοινή γνώμη της χώρας τους πως η τουρκική απόφαση ήταν «προς εσωτερική κατανάλωση» και δεν είχε πρόθεση να προσβάλει το Ισραήλ. Ωστόσο, κάθε τέτοια δυνατότητα χάθηκε μετά την προβολή του πρώτου επεισοδίου της σειράς «Χωρισμός» στην τουρκική τηλεόραση. Η τουρκικής παραγωγής σειρά υποτίθεται πως πραγματεύεται μία ερωτική ιστορία στη Γάζα, με φόντο τους βομβαρδισμούς του περασμένου χειμώνα. Ωστόσο, στο πρώτο επεισόδιο, που έσπειρε τρόμο σε πολλούς κύκλους στην Τουρκία για διαφορετικούς λόγους, εικονίζονταν Ισραηλινοί στρατιώτες να πυροβολούν εν ψυχρώ «για πλάκα» παιδιά και βρέφη που τους χαμογελούσαν και ήθελαν να τους χαιρετίσουν.
Αν πολλοί Τούρκοι αναλυτές έκαναν λόγο για φθηνή υπερβολή με κατασκευή καταστάσεων που «πουλάνε» τηλεοπτικά, στο Ισραήλ η δυσαρέσκεια ξεχείλισε. Το ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε από την τουρκική κυβέρνηση να παρέμβει ώστε να σταματήσει η προβολή της σειράς στην κρατική τηλεόραση. Στο μεταξύ, αλυσίδα καφέ στο Τελ Αβίβ ανακοίνωνε ότι σταματά την πώληση τουρκικού καφέ, ενώ καλούσε για «πολιτιστικό μποϊκοτάζ» της Τουρκίας. Ταξιδιωτικά γραφεία ανακοίνωναν ότι ακυρώνουν τα ταξίδια προς τα τουρκικά παράλια, το δεύτερο πιο δημοφιλή προορισμό για τους Ισραηλινούς παραθεριστές. Στελέχη της ισραηλινής κυβέρνησης προειδοποιούσαν με τη σειρά τους ότι θα μποϊκοτάρουν τη δεξίωση της τουρκικής πρεσβείας στο Τελ Αβίβ για την εθνική εορτή της 29ης Οκτωβρίου (επέτειος της ανακήρυξης της Τουρκικής Δημοκρατίας). Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις βρίσκονται στο ναδίρ τους.
Σύριος μουσουλμάνος κληρικός αφήνει ένα τριαντάφυλλο έξω από την τουρκική πρεσβεία στη Δαμασκό Η ισραηλινή «προδοσία» της τουρκικής μεσολάβησης
Πολλοί στο δυτικό τύπο, αλλά και κάποιοι Τούρκοι αναλυτές, βιάζονται να αποδώσουν τα «επανειλημμένα χαστούκια του Ερντογάν προς το Ισραήλ» στην ισλαμική ιδεολογία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αλλά και σε μία υπολαμβανόμενη «αλλαγή άξονα» στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Τα αίτια, όμως, που οδήγησαν στην υπό εξέλιξη κρίση είναι πολλά και ποικίλα και αφορούν τόσο τις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές της Τουρκίας, όσο και αυτές στην εξωτερική της πολιτική. Ο σημαντικότερος, ίσως, λόγος για την κρίση βρίσκεται στο παρασκήνιο και διαφεύγει της προσοχής πολλών αναλυτών.
Το άνοιγμα της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο αποτελεί τμήμα της γενικότερης πολιτικής της να αντικαταστήσει μία εξωτερική πολιτική που βασιζόταν στην απειλή της χρήσης στρατιωτικής βίας με μία εξωτερική πολιτική πιο δημιουργική, βασισμένη στη δύναμη που απορρέει από το οικονομικό της οπλοστάσιο, τους εξελισσόμενους δημοκρατικούς της θεσμούς και το κύρος της διπλωματίας της. Μόλις είδε τις σχέσεις της με τη Συρία να αποκαθίστανται και κέρδισε την εμπιστοσύνη της Δαμασκού, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε πως οι φιλοδοξίες της για περιφερειακή ηγεμονία επέβαλαν να αναλάβει υπηρεσίες καλής θελήσεως μεταξύ της Συρίας και του Ισραήλ. Η άρση της οιονεί εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δύο χωρών, θα αποτελούσε σημαντικό βήμα για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή, και η Τουρκία θα έπαιρνε τα εύσημα για την επιτυχία από τη διεθνή κοινότητα.
Η ισραηλινή επίθεση στη Γάζα ήρθε χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση της Τουρκίας από την ισραηλινή πλευρά. Σύμφωνα με αποκαλύψεις του ισραηλινού τύπου, την επαύριο του επεισοδίου στο Νταβός, ο Εχούντ Όλμερτ απέκρυψε από τον Ερντογάν ότι επίκειτο ισραηλινό χτύπημα κατά της Χαμάς στη Γάζα, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Άγκυρα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης εκείνης, μία μόλις εβδομάδα πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων στη Γάζα, ο Ερντογάν είχε μεσολαβήσει σε τετράωρη συνομιλία μεταξύ του τότε Ισραηλινού πρωθυπουργού και του Σύριου προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ. Όλμερτ και Άσαντ είχαν συμφωνήσει την έναρξη απευθείας συνομιλιών.
Στην Άγκυρα διεμείφθησαν τα εξής. Μιλώντας έκαστος χωριστά με τον Ερντογάν (ο Άσαντ από το τηλέφωνο), οι δύο αρχηγοί είχαν συντάξει προσχέδιο κοινής δήλωσης για επικείμενη έναρξη συνομιλιών προς την κατεύθυνση της σύναψης διπλωματικών σχέσεων. Όταν άρχισε η επίθεση στη Γάζα, ο Ερντογάν θεώρησε ότι ο Όλμερτ τον ενέπαιξε με το χειρότερο τρόπο, εκθέτοντάς τον παράλληλα μπροστά στο Σύριο πρόεδρο. Προσπαθώντας να βγει από τη διεθνή απομόνωση, στην οποία την έχει σπρώξει το αυταρχικό της καθεστώς αλλά και οι συνεχείς της παρεμβάσεις στα εσωτερικά του Λιβάνου, η Συρία επιθυμούσε την ειρήνευση με το Ισραήλ διακαώς. Η έναρξη των βομβαρδισμών στη Γάζα, ωστόσο, ήρθε και για τη Συρία ως κεραυνός εν αιθρία. Το καθεστώς Άσαντ στερείται μεν λαϊκής νομιμοποίησης, αλλά θα κινδύνευε να εξοστρακισθεί από τον αραβικό κόσμο, εάν προχωρούσε σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, ενώ η Γάζα βομβαρδιζόταν.
Στην απογοήτευση για το ναυάγιο της μεσολάβησης οφείλεται το επεισόδιο στο Νταβός, αλλά και ο χαρακτηρισμός της ισραηλινής επιχείρησης από τον Ερντογάν ως «προσβολή, πρωτίστως, κατά της Τουρκίας». Ο Όλμερτ, σε δηλώσεις του μετά το περιστατικό, ισχυρίσθηκε πως στην Άγκυρα δε γνώριζε για την επικείμενη επίθεση και, άρα, δεν ενέπαιξε τον Ερντογάν. Πηγή των ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας είχε αρνηθεί να σχολιάσει τον ισχυρισμό. Είχε, ωστόσο, δηλώσει στο γράφοντα: «Εκτιμούμε ιδιαίτερα τις προσπάθειες μεσολάβησης του Ερντογάν για την ειρήνευση μεταξύ Ισραήλ και Συρίας. Ωστόσο, δεν ήταν δυνατόν να ειδοποιηθεί για την επικείμενη επίθεση στη Γάζα. Ο Ερντογάν και η τουρκική κυβέρνηση διατηρούν στενότατες σχέσεις με τη Χαμάς. Εάν ενημερώνονταν, το μυστικό θα περνούσε στην άλλη πλευρά. Έτσι, θα χάναμε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού».
Ο Ερντογάν δε συγχώρησε ποτέ τους Ισραηλινούς, θεωρώντας ότι τον μαχαίρωσαν πισώπλατα. Η νέα κυβέρνηση Νετανιάχου, στο μεταξύ, κάθε άλλο παρά διατεθειμένη είναι να ξανανοίξει το κεφάλαιο των συνομιλιών με τη Συρία, ενώ θεωρεί πως, εξαιτίας των σχέσεών της με τη Χαμάς, η Τουρκία δεν μπορεί να αποτελέσει φερέγγυο και αμερόληπτο μεσολαβητή. Ο Νετανιάχου εξέφρασε την εκτίμησή του αυτή σε προτροπή του Ισπανού υπουργού Εξωτερικών Μιγέλ-Άνχελ Μορατίνος να επαναληφθούν οι συνομιλίες με τη Συρία και την Τουρκία στο ρόλο του μεσολαβητή. Ο Μορατίνος βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ συνοδεύοντας τον Ισπανό πρωθυπουργό Χοσέ-Λουΐς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο σε επίσημη επίσκεψη. Η Συρία, παράλληλα, αποστέλλει μηνύματα ότι μόνο την Τουρκία δέχεται ως μεσολαβητή σε όποιες συνομιλίες με το Ισραήλ. Περαιτέρω εξόργισε την τουρκική κυβέρνηση η άρνηση των Ισραηλινών να επιτρέψουν στον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών να επισκεφθεί τη Λωρίδα της Γάζας, κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψής του στο Ισραήλ.
Εσωτερικά πολιτικά οφέλη και πολιτικές ισορροπίες
Πέραν της μνησικακίας του Ερντογάν για την «προδοσία» μιας προσπάθειας στην οποία είχε επενδύσει προσωπικά, πίσω από τα χαστούκια στο Ισραήλ κρύβεται η πρόθεσή του να αποκομίσει πολιτικά οφέλη εις βάρος του πρώην συμμάχου. Η αντιπάθεια προς το Ισραήλ συνενώνει τη συντριπτική πλειοψηφία της τουρκικής κοινής γνώμης. Μαζί με τον αντιαμερικανισμό, αποτελούν το κοινό σημείο, γύρω από το οποίο συνενώνονται οι πλέον ετερόκλητες ομάδες – ισλαμιστές, κεμαλιστές, εθνικιστές, φιλελεύθεροι αριστεροί, μαρξιστές, νεο-φασίστες.
Ο Ερντογάν κερδίζει ψήφους εμφανιζόμενος ως προστάτης των αδικημένων, όπως αυτοχαρακτηρίσθηκε σε πρόσφατες δηλώσεις του. Τα τεκταινόμενα στη Γάζα αποτέλεσαν χρυσή ευκαιρία για το κυβερνών κόμμα να συσπειρώσει τους οπαδούς του. Πολλοί Τούρκοι αναλυτές, που δεν είναι αρνητικά προδιατεθειμένοι κατά του Ερντογάν, σημειώνουν πως τα χαστούκια στο Ισραήλ λαμβάνουν χώρα σε στιγμές, όπου η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με έντονη κριτική και με τη δημοτικότητά της πεσμένη. Έτσι, η παράσταση του Νταβός ήρθε σε μία στιγμή που η κυβέρνηση βρισκόταν αντιμέτωπη με χείμαρρο επικρίσεων για το χειρισμό της υπόθεσης Εργκένεκον, τη συμπεριφορά της έναντι του τύπου, την αδυναμία της να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την επιβράδυνση των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων. Με τη φιλελεύθερη διανόηση να έχει εγκαταλείψει τον Ερντογάν, καθώς έβλεπε το κυβερνών κόμμα να υπαναχωρεί στις υποσχέσεις του για συνταγματική μεταρρύθμιση, η δημοτικότητα του Ερντογάν είχε μειωθεί σημαντικά. Δύο μήνες μετά το σόου του Νταβός, διεξήχθησαν στην Τουρκία δημοτικές εκλογές, στις οποίες το κυβερνών κόμμα υπέστη απώλεια ψήφων (οκτώ ποσοστιαίες μονάδες).
Το πρόσφατο πάλι χτύπημα, που ήρθε με τον αποκλεισμό του Ισραήλ από τη στρατιωτική άσκηση, έλαβε χώρα σε μία περίοδο που ο Ερντογάν δεχόταν καταιγισμό πυρών από τον εθνικιστικό και τον κεμαλικό χώρο, αναφορικά με τα ανοίγματα της κυβέρνησης προς τους Κούρδους της Τουρκίας και την Αρμενία. Όπως συνέβη και τον Ιανουάριο, τα χαστούκια στο Ισραήλ ανέβασαν τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού στις δημοσκοπήσεις.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από τον ισχυρισμό ότι η τουρκική κυβέρνηση κόπτεται για το δράμα των αμάχων στη Γάζα. Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν κριτήριο στην εξωτερική πολιτική οποιουδήποτε κράτους, πόσο μάλιστα της Τουρκίας που έχει μία ιδιαίτερα ένοχη ιστορία στον τομέα αυτό. Η κυβέρνηση Ερντογάν έσπευσε να συγχαρεί τον Αχμαντινετζάντ για τη δήθεν νίκη του στις προεδρικές εκλογές του Ιράν, παρά την παραδοχή των ιρανικών αρχών για νοθεία και τις εν ψυχρώ δολοφονίες των διαδηλωτών από τη μηχανή καταστολής της ισλαμικής δημοκρατίας. Ο Νταβούτογλου χαρακτήριζε «εσωτερική υπόθεση» του Ιράν τα σχετικά με τις εκεί προεδρικές εκλογές. Ούτε έχει η Τουρκία κάποιο πρόβλημα να ερωτοτροπεί με τη Συρία, ένα καθεστώς προσωποπαγούς δικτατορίας, ή με τη Σαουδική Αραβία, το άντρο του σκοταδισμού. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» καθίστανται αντικείμενο επίκλησης από τον Ερντογάν, μόνο όταν η επίκληση αυτή του κομίζει πολιτικά οφέλη. Έτσι, η θρησκόπληκτη εκλογική του βάση θέλει να ακούει για τα δικαιώματα των «μουσουλμάνων αδελφών μας» στην Παλαιστίνη και για εκείνα των Ουϊγούρων στην Κίνα, όχι όμως για τους «δυτικόπληκτους» και «άθεους» διαδηλωτές του Ιράν.
Πίσω από τις εκρήξεις του Τούρκου πρωθυπουργού, βρίσκεται και η αλλαγή στις σχέσεις πολιτικών – στρατεύματος στην Τουρκία. Το άστρο του Ισραήλ βρισκόταν ψηλά στον τουρκικό ουρανό, όσο το κεμαλικό στρατόπεδο μονοπωλούσε την πολιτική σκηνή της χώρας και οι ένοπλες δυνάμεις υπαγόρευαν στους πολιτικούς τη γραμμή που έπρεπε να ακολουθήσουν. Όσο ζοχαδιασμένος και αν ήταν ο Ερντογάν με το Ισραήλ, δε θα μπορούσε ποτέ πριν πέντε χρόνια, να ακυρώσει μία στρατιωτική άσκηση. Για τα θέματα αυτά αποφάσιζαν οι ένοπλες δυνάμεις, που διαχειρίζονταν τη στρατηγικής σημασίας σχέση με το Ισραήλ. Ωστόσο, η πολιτική δύναμη του στρατεύματος έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα, ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων εκδημοκρατισμού των τελευταίων χρόνων. Σήμερα, ως αποτέλεσμα του περιορισμού του πεδίου ελεύθερης δράσης των ενστόλων, κάθε απόφαση σε ζητήματα με προεκτάσεις στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, λαμβάνεται πλέον από τους πολιτικούς.
Σύμφωνα με τη Λαλέ Κεμάλ, πολιτικό αναλυτή με ειδίκευση στα ζητήματα των ενόπλων δυνάμεων, η κοινή άσκηση με το Ισραήλ, σε καμία περίπτωση δε θα είχε ακυρωθεί, εάν η απόφαση βρισκόταν στα χέρια των στρατιωτικών. Σήμερα, όμως, το στράτευμα δεν μπορεί πια να επιβάλει στην κυβέρνηση τις στρατηγικές του επιλογές. Κατά την Κεμάλ, η εξασθένιση του ρόλου των στρατιωτικών στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ευθύνεται σημαντικά για την υποβάθμιση της σχέσης με το Ισραήλ.
Ο καταξιωμένος Τούρκος αναλυτής Τζενγκίζ Τσαντάρ, ειδικευμένος σε ζητήματα Μέσης Ανατολής, συμφωνεί με την Κεμάλ. «Η τουρκοϊσραηλινή συμμαχία δεν είχε βάθος, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με το λαϊκό συναίσθημα στην Τουρκία. Στηριζόταν στις ένοπλες δυνάμεις και σε κοινές ανησυχίες ασφάλειας. Οι ανησυχίες αυτές έχουν, πλέον, εκλείψει για την Τουρκία», σημειώνει. «Δυστυχώς, οι Ισραηλινοί πίστεψαν ότι η συμμαχία με το στρατιωτικό και κρατικό κατεστημένο της Τουρκίας ήταν αρκετή και ότι θα διαρκούσε αιώνια. Καθώς, όμως, η Τουρκία διανύει ραγδαία βήματα εκδημοκρατισμού, η συμμαχία αυτή δε θα μπορούσε να συνεχισθεί με τον ίδιο τρόπο.»
Α.Γκιουλ,Α.Νταβούτογλου με τον πρόεδρο της Αρμενίας, Σ.Σαρκισιάν Διεθνείς παράμετροι: «Δεν τους χρειαζόμαστε πια» και η πολιτική Ομπάμα
Με τη διαπίστωση του Τσαντάρ ότι οι απειλές ασφάλειας που άλλοτε υπαγόρευσαν τη συμπόρευση Τουρκίας – Ισραήλ έχουν εκλείψει ομοφωνούν οι Τούρκοι αναλυτές. Σημειώνουν πως η Συρία, πλέον, όχι μόνο δεν είναι εχθρός, αλλά «ο καλύτερος φίλος» της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή. Το ΡΚΚ έχει πάψει να αποτελεί πραγματική απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ο ηγέτης του είναι έγκλειστος σε φυλακή ασφαλείας και η κυβέρνηση προωθεί τους τελευταίους μήνες τολμηρό πακέτο μέτρων για την πολιτική λύση του Κουρδικού. Ακόμη πιο τολμηρό είναι το άνοιγμα της κυβέρνησης προς την Αρμενία, και με την υπογραφή στη Γενεύη οδικού χάρτη για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τη χώρα αυτή. Η λυσσαλέα εκστρατεία σε όλα τα διεθνή φόρα και, κυρίως στις ΗΠΑ, για την προβολή των τουρκικών θέσεων άρνησης της Αρμενικής Γενοκτονίας θα χάσει την κεντρική σημασία που είχε μέχρι πρόσφατα. Η συστράτευση του Ισραήλ και των εβραϊκών λόμπι στον τομέα αυτό δεν είναι πια αναγκαία για την Τουρκία, που βιάζεται να προβεί σε συνολική διαπραγμάτευση με την Αρμενία. Την ειρήνευση Τουρκίας – Αρμενίας επιθυμούν ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, όπως αποδεικνύει και η παρουσία της Χίλαρι Κλίντον κατά την υπογραφή του οδικού χάρτη της Γενεύης.
Η σημερινή Τουρκία αντικατέστησε μία εξωτερική πολιτική επικεντρωμένη στην ασφάλεια, με μία εξωτερική πολιτική βασισμένη στην καλλιέργεια σχέσεων οικονομικής αλληλεξάρτησης. Αντί να επικεντρώνεται στον αγώνα να καταπνίξει τον αποσχιστικό αγώνα των Κούρδων και να αντικρούσει τις αρμενικές αιτιάσεις, έχει στρέψει την προσοχή της στην κατάκτηση των αραβικών αγορών. Τουρκικές κατασκευαστικές και εξαγωγικές εταιρείες έχουν σαρώσει τον αραβικό κόσμο, ενώ εκατομμύρια πετροδολάρια σε επενδύσεις έδωσαν μία τονωτική ένεση στην τουρκική οικονομία. Το άνοιγμα στον αραβικό κόσμο και το φλερτ με το Ισραήλ είναι ασύμβατα, σημειώνουν πολλοί Τούρκοι αναλυτές και διπλωμάτες. «Δεν χρειαζόμαστε πια το Ισραήλ» σημειώνουν αναλυτές, ενώ γίνεται λόγος για «υποθήκη» που βαραίνει την Τουρκία από τη συστράτευσή της με το Ισραήλ την προηγούμενη δεκαετία, μία υποθήκη από την οποία πρέπει να απαλλαγεί.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, πλέον, η Τουρκία μπορεί να διαγράψει το Ισραήλ, χωρίς ιδιαίτερο κόστος στις διεθνείς της σχέσεις. Το εβραϊκό κράτος βρίσκεται στη χειρότερη διπλωματική απομόνωση της ιστορίας του. Η προεδρία Ομπάμα είναι αποφασισμένη να ασκήσει πιέσεις στο Ισραήλ, προκειμένου να διατηρήσει τα ερείσματα που με κόπο έκτισε στο μουσουλμανικό κόσμο. Έχουν αρχίσει να πληθαίνουν στην Αμερική οι φωνές που καλούν το State Department να δώσει τέλος στην άνευ όρων στήριξη του Ισραήλ. Πολλοί κάνουν λόγο για παραμερισμό των συμφερόντων των ΗΠΑ, χάριν της εξυπηρέτησης εκείνων του Ισραήλ. Η πρόσφατη σύλληψη Αμερικανού με την κατηγορία της κατασκοπείας για το Ισραήλ, αποδεικνύει πως τα συμφέροντα των δύο χωρών δε συμβαδίζουν απαραίτητα.
Η άλλοτε καίρια σημασία του Ισραήλ για την αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει μειωθεί αισθητά, παρά τις πανικόβλητες προσπάθειες αμερικανοεβραϊκών λόμπι να «περιορίζουν τη ζημία». Η προεδρία Ομπάμα θεωρεί το Ισραήλ, που κατέστη ακόμη πιο αρτηριοσκληρωτικά εθνικιστικό και φοβικό υπό τη νέα κυβέρνηση Νετανιάχου, κομμάτι του προβλήματος και όχι της λύσης στο Μεσανατολικό. Παρά τη «για τα μάτια του κόσμου» αποχώρηση – διαμαρτυρία των ΗΠΑ και της Ιταλίας από την τουρκική αεροπορική άσκηση μετά τον αποκλεισμό του Ισραήλ, πληθαίνουν οι δυτικές κυβερνήσεις που έχουν απηυδήσει με την ισραηλινή αδιαλλαξία. Η δημοσίευση της έκθεσης Γκόλντστοουν, που καταλογίζει στο Ισραήλ (αλλά και τη Χαμάς) ευθύνες για εγκλήματα πολέμου στη Γάζα προμηνύει νέα προβλήματα για την Ιερουσαλήμ: δεν αποκλείεται Ισραηλινοί πολιτικοί να συρθούν στη Χάγη κατηγορούμενοι για εγκλήματα πολέμου.
Το Ισραήλ δεν κατέχει θέση – κλειδί, ούτε στο όραμα του Νταβούτογλου περί περιφερειακής ισχύος της Τουρκίας, ούτε στο όραμα του Ομπάμα για το Μεσανατολικό. Η σύμπτωση της αξιολόγησης των δύο κυβερνήσεων ενθαρρύνει την κυβέρνηση Ερντογάν για την ορθότητα των επιλογών της. Της υπαγορεύει να προχωρήσει στο δρόμο των δικών της προτεραιοτήτων με τη διαβεβαίωση πως, ακόμη και αν καταφέρει και νέα χαστούκια στο Ισραήλ, δεν πρόκειται να υποστεί καμία σοβαρή πολιτική ή οικονομική συνέπεια. Όταν οι Τούρκοι αναλυτές σημειώνουν πως σήμερα το Ισραήλ έχει ανάγκη την Τουρκία και όχι το αντίθετο, έχουν δίκιο. Παραλείπουν, ωστόσο, να τονίσουν ότι η Τουρκία δεν έχει καμία διάθεση να προσφέρει κάποια υπηρεσία στο Ισραήλ, τουλάχιστον μέχρι να δεχθεί η κυβέρνηση Νετανιάχου την Άγκυρα ως μεσολαβητή για την ειρήνευση με τη Συρία. Οι ισορροπίες έχουν αλλάξει και ο Ερντογάν βράζει από το θυμό του.
ΠΗΓΗ:Newstime.gr
Δημοσίευση σχολίου