Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη, επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ
Οι καλές σχέσεις της Ελλάδος με τον αραβικό κόσμο αποτέλεσαν έναν από τους πυλώνες της ελληνικής περιφερειακής πολιτικής έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αυτές δεν στηρίζονταν μόνον σε ιστορικούς ή πολιτιστικούς δεσμούς. Η μάλλον φιλοαραβική στάση της Ελλάδος στο Παλαιστινιακό -η Ελλάς ήταν από τις ελάχιστες δυτικές χώρες που δεν είχαν αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ έως το 1990- ανταποδιδόταν από τη διακριτική αλλά σταθερή υποστήριξη του αραβικού κόσμου στις ελληνικές θέσεις στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά....Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο, σήμανε τη σταδιακή μείωση του ελληνικού ενδιαφέροντος, τη συρρίκνωση της ελληνικής διπλωματικής επιρροής και την απώλεια παραδοσιακών διπλωματικών ερεισμάτων στη Μέση Ανατολή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η βαθμιαία υποβάθμιση των ελληνικών διπλωματικών σχέσεων με τη Συρία.
Η αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ από την Ελλάδα δεν συνοδεύτηκε από μια στρατηγική διεκδικήσεως ενός μεσολαβητικού ρόλου στη συροϊσραηλινή διένεξη ούτε από μια στρατηγική διαμεσολαβήσεως στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τη Συρία και κατ’ επέκταση τον αραβικό κόσμο. Τα Βαλκάνια και η Ευρωπαϊκή Ενωση αποτέλεσαν τις στρατηγικές προτεραιότητες της ελληνικής διπλωματίας και η διατήρηση μιας δραστήριας εξωτερικής πολιτικής προς τη Μέση Ανατολή θεωρήθηκε μάλλον περιττή πολυτέλεια. Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ωστόσο, ανέστειλε για μερικά χρόνια την παρακμή των σχέσεων Ελλάδος-Συρίας.
Η ιστορική αντιπαλότητα Συρίας και Τουρκίας, η οποία εδραζόταν στην εδαφική διένεξη σχετικά με την επαρχία της Αλεξανδρέττας, είχε οξυνθεί λόγω της ευθείας υποστηρίξεως την οποία η Συρία παρείχε προς το ΡΚΚ και της διενέξεως σχετικά με τα ύδατα του Ευφράτη. Και αν η κοινή αντιπαράθεση με την Τουρκία θεωρείτο επαρκής λόγος για την καλλιέργεια των διμερών σχέσεων, αυτή πλέον έχασε κάθε περιεχόμενο όταν Ελλάς και Συρία, για διαφορετικούς λόγους, αποφάσισαν να επιδιώξουν την προσέγγιση προς τον άλλοτε κοινό πολέμιο.
Η βελτίωση των σχέσεων Τουρκίας και Συρίας, δύο κρατών που έφθασαν στο χείλος του πολέμου το 1998, έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία και συνδέεται με τη νέα μεσανατολική στρατηγική της κυβερνήσεως Ερντογάν. Οι εδαφικές διαφορές τέθηκαν επιδέξια στο περιθώριο χωρίς να επιλυθούν, ενώ έμφαση δόθηκε στη στενή οικονομική και πολιτική συνεργασία. Τα οφέλη ήταν αμοιβαία: η Συρία, από τη μια, έβγαινε από μια επώδυνη διπλωματική και οικονομική απομόνωση. Η Τουρκία, από την άλλη, αποκτούσε πρόσβαση στην αγορά της Συρίας και -μέσω αυτής- του αραβικού κόσμου και διεκδικούσε επίσης ρόλο γέφυρας μεταξύ της Συρίας και της Δύσεως.
Η νέα εποχή στις τουρκοσυριακές σχέσεις είχε και την επίδρασή της στην πολιτική της Συρίας στο Κυπριακό. Η διεξαγωγή ακτοπλοϊκών δρομολογίων μεταξύ του συριακού λιμένος της Λαττάκειας και του κατεχόμενου λιμένος της Αμμοχώστου στην Κύπρο, κατά παραβίαση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, ήταν ενδεικτική της δραματικής αλλαγής των διπλωματικών ισορροπιών στο τρίγωνο Αθήνας-Αγκυρας-Δαμασκού.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του αναπληρωτού υπουργού Εξωτερικών για την «ανάκτηση του ρόλου της Ελλάδος στη Μέση Ανατολή» είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Η Ελλάς χρειάζεται επειγόντως στρατηγική για τη Μέση Ανατολή ώστε να διεκδικήσει αυτή τον ρόλο της γέφυρας μεταξύ Ευρώπης και αραβικού κόσμου. Απαιτείται όμως πολλή και σκληρή δουλειά, για να καλυφθούν αβελτηρία και παραλείψεις ετών. Η αποκατάσταση στενής διπλωματικής και οικονομικής συνεργασίας με τη Συρία δεν θα είναι παρά μόνον η αρχή.
Οι καλές σχέσεις της Ελλάδος με τον αραβικό κόσμο αποτέλεσαν έναν από τους πυλώνες της ελληνικής περιφερειακής πολιτικής έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αυτές δεν στηρίζονταν μόνον σε ιστορικούς ή πολιτιστικούς δεσμούς. Η μάλλον φιλοαραβική στάση της Ελλάδος στο Παλαιστινιακό -η Ελλάς ήταν από τις ελάχιστες δυτικές χώρες που δεν είχαν αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ έως το 1990- ανταποδιδόταν από τη διακριτική αλλά σταθερή υποστήριξη του αραβικού κόσμου στις ελληνικές θέσεις στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά....Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο, σήμανε τη σταδιακή μείωση του ελληνικού ενδιαφέροντος, τη συρρίκνωση της ελληνικής διπλωματικής επιρροής και την απώλεια παραδοσιακών διπλωματικών ερεισμάτων στη Μέση Ανατολή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η βαθμιαία υποβάθμιση των ελληνικών διπλωματικών σχέσεων με τη Συρία.
Η αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ από την Ελλάδα δεν συνοδεύτηκε από μια στρατηγική διεκδικήσεως ενός μεσολαβητικού ρόλου στη συροϊσραηλινή διένεξη ούτε από μια στρατηγική διαμεσολαβήσεως στις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τη Συρία και κατ’ επέκταση τον αραβικό κόσμο. Τα Βαλκάνια και η Ευρωπαϊκή Ενωση αποτέλεσαν τις στρατηγικές προτεραιότητες της ελληνικής διπλωματίας και η διατήρηση μιας δραστήριας εξωτερικής πολιτικής προς τη Μέση Ανατολή θεωρήθηκε μάλλον περιττή πολυτέλεια. Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ωστόσο, ανέστειλε για μερικά χρόνια την παρακμή των σχέσεων Ελλάδος-Συρίας.
Η ιστορική αντιπαλότητα Συρίας και Τουρκίας, η οποία εδραζόταν στην εδαφική διένεξη σχετικά με την επαρχία της Αλεξανδρέττας, είχε οξυνθεί λόγω της ευθείας υποστηρίξεως την οποία η Συρία παρείχε προς το ΡΚΚ και της διενέξεως σχετικά με τα ύδατα του Ευφράτη. Και αν η κοινή αντιπαράθεση με την Τουρκία θεωρείτο επαρκής λόγος για την καλλιέργεια των διμερών σχέσεων, αυτή πλέον έχασε κάθε περιεχόμενο όταν Ελλάς και Συρία, για διαφορετικούς λόγους, αποφάσισαν να επιδιώξουν την προσέγγιση προς τον άλλοτε κοινό πολέμιο.
Η βελτίωση των σχέσεων Τουρκίας και Συρίας, δύο κρατών που έφθασαν στο χείλος του πολέμου το 1998, έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία και συνδέεται με τη νέα μεσανατολική στρατηγική της κυβερνήσεως Ερντογάν. Οι εδαφικές διαφορές τέθηκαν επιδέξια στο περιθώριο χωρίς να επιλυθούν, ενώ έμφαση δόθηκε στη στενή οικονομική και πολιτική συνεργασία. Τα οφέλη ήταν αμοιβαία: η Συρία, από τη μια, έβγαινε από μια επώδυνη διπλωματική και οικονομική απομόνωση. Η Τουρκία, από την άλλη, αποκτούσε πρόσβαση στην αγορά της Συρίας και -μέσω αυτής- του αραβικού κόσμου και διεκδικούσε επίσης ρόλο γέφυρας μεταξύ της Συρίας και της Δύσεως.
Η νέα εποχή στις τουρκοσυριακές σχέσεις είχε και την επίδρασή της στην πολιτική της Συρίας στο Κυπριακό. Η διεξαγωγή ακτοπλοϊκών δρομολογίων μεταξύ του συριακού λιμένος της Λαττάκειας και του κατεχόμενου λιμένος της Αμμοχώστου στην Κύπρο, κατά παραβίαση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, ήταν ενδεικτική της δραματικής αλλαγής των διπλωματικών ισορροπιών στο τρίγωνο Αθήνας-Αγκυρας-Δαμασκού.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του αναπληρωτού υπουργού Εξωτερικών για την «ανάκτηση του ρόλου της Ελλάδος στη Μέση Ανατολή» είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Η Ελλάς χρειάζεται επειγόντως στρατηγική για τη Μέση Ανατολή ώστε να διεκδικήσει αυτή τον ρόλο της γέφυρας μεταξύ Ευρώπης και αραβικού κόσμου. Απαιτείται όμως πολλή και σκληρή δουλειά, για να καλυφθούν αβελτηρία και παραλείψεις ετών. Η αποκατάσταση στενής διπλωματικής και οικονομικής συνεργασίας με τη Συρία δεν θα είναι παρά μόνον η αρχή.
Δημοσίευση σχολίου