Η επίσκεψη του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου στην Τουρκία λίγα εικοσιτετράωρα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του και η συνάντησή του με τον κ. Ερντογάν σηματοδότησαν την προτεραιότητα που δίνει η νέα κυβέρνηση στην επαναπροσέγγιση των δύο χωρών, μετά την κατάρρευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά τη διάρκεια της εξαετίας Καραμανλή.....
Βέβαιο είναι ότι ο νέος πρωθυπουργός επενδύει στο παρελθόν του ως υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Σημίτη, όταν εγκαινιάστηκε η περίφημη διπλωματία των σεισμών. Η πολιτική αυτή μπορεί να μην ολοκληρώθηκε, κατέστησε όμως τον κ. Παπανδρέου ιδιαίτερα δημοφιλή στην τουρκική κοινή γνώμη, όπως άλλωστε φάνηκε και κατά τη σύντομη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Επιστέγασμα της πολιτικής εκείνης υπήρξε η συμφωνία του Ελσίνκι, η οποία προέβλεπε την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο των διαφορών στο Αιγαίο, προτού ανάψει το πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αγκυρας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μια εξέλιξη την οποία απέφευγε πάντοτε η Τουρκία και την οποία ήλθε να αναιρέσει η κυβέρνηση της ΝΔ για να αποφύγει το πολιτικό κόστος που προϋπέθετε η λύση αυτή.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν υπάρχουν περιθώρια σήμερα για ένα νέο Ελσίνκι, όταν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία έχουν ήδη ξεκινήσει και άρα το χαρτί που είχε στα χέρια της η ελληνική πλευρά, προτού δώσει τη συγκατάθεσή της για την έναρξη των διαπραγματεύσεων αυτών, δεν υπάρχει πλέον. Πέρα όμως από το καίριο αυτό πρόβλημα, η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει σήμερα μια άλλη Τουρκία, η οποία φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι, λόγω της αντίθεσης το γαλλογερμανικού άξονα, η πλήρης ένταξη στην ΕΕ θα παραμείνει ένα απραγματοποίητο όνειρο και με το δεδομένο αυτό έχει χαράξει μια νέα πολιτική. Εμπνευστής της πολιτικής αυτής είναι ο νέος υπουργός Εξωτερικών καθηγητής κ. Νταβούτογλου. Ισλαμιστής στην ιδεολογία (όπως και ο κ. Ερντογάν) θεωρεί ότι η Τουρκία είναι κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έχει τη δυναμική να γίνει μια περιφερειακή δύναμη. Για τον λόγο αυτόν έχει αναπτύξει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με κορυφαία την πρόσφατη συμφωνία για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με την Αρμενία.
Το δυσάρεστο είναι ότι ο κ. Νταβούτογλου αντιμετωπίζει τα προβλήματα του Αιγαίου και της Κύπρου μέσα από την οπτική της ισχυρής Τουρκίας, όπως αποδεικνύουν οι αλλεπάλληλες προκλήσεις στις περιώνυμες γκρίζες ζώνες και η συνεχιζόμενη άρνηση αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τις προκλήσεις αυτές απέτυχε πλήρως να αποτρέψει η απελθούσα κυβέρνηση και τις κληρονομεί τώρα ο κ. Παπανδρέου, ο οποίος έχει ενώπιόν του μια κατάσταση εντελώς διαφορετική από αυτήν που είχε να αντιμετωπίσει στην κυβέρνηση Σημίτη, όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση έναντι της Τουρκίας, πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τα νέα δεδομένα οδηγούν λοιπόν στην ανάγκη για χάραξη και μιας νέας συγκροτημένης ελληνοτουρκικής πολιτικής, καθώς μάλιστα αναμένεται τον Δεκέμβριο η απόφαση των 27 ηγετών της ΕΕ για την ενταξιακή πορεία της Αγκυρας. Η απόφαση αυτή θα αποτελέσει και την πρώτη δοκιμασία για τον έλληνα πρωθυπουργό. Η ελπίδα είναι ότι η βελτίωση του κλίματος που παρατηρείται ήδη, με την παράλληλη προσπάθεια για την αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδας, θα συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της νέας αυτής πολιτικής.
Βέβαιο είναι ότι ο νέος πρωθυπουργός επενδύει στο παρελθόν του ως υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Σημίτη, όταν εγκαινιάστηκε η περίφημη διπλωματία των σεισμών. Η πολιτική αυτή μπορεί να μην ολοκληρώθηκε, κατέστησε όμως τον κ. Παπανδρέου ιδιαίτερα δημοφιλή στην τουρκική κοινή γνώμη, όπως άλλωστε φάνηκε και κατά τη σύντομη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Επιστέγασμα της πολιτικής εκείνης υπήρξε η συμφωνία του Ελσίνκι, η οποία προέβλεπε την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο των διαφορών στο Αιγαίο, προτού ανάψει το πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αγκυρας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μια εξέλιξη την οποία απέφευγε πάντοτε η Τουρκία και την οποία ήλθε να αναιρέσει η κυβέρνηση της ΝΔ για να αποφύγει το πολιτικό κόστος που προϋπέθετε η λύση αυτή.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν υπάρχουν περιθώρια σήμερα για ένα νέο Ελσίνκι, όταν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία έχουν ήδη ξεκινήσει και άρα το χαρτί που είχε στα χέρια της η ελληνική πλευρά, προτού δώσει τη συγκατάθεσή της για την έναρξη των διαπραγματεύσεων αυτών, δεν υπάρχει πλέον. Πέρα όμως από το καίριο αυτό πρόβλημα, η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει σήμερα μια άλλη Τουρκία, η οποία φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι, λόγω της αντίθεσης το γαλλογερμανικού άξονα, η πλήρης ένταξη στην ΕΕ θα παραμείνει ένα απραγματοποίητο όνειρο και με το δεδομένο αυτό έχει χαράξει μια νέα πολιτική. Εμπνευστής της πολιτικής αυτής είναι ο νέος υπουργός Εξωτερικών καθηγητής κ. Νταβούτογλου. Ισλαμιστής στην ιδεολογία (όπως και ο κ. Ερντογάν) θεωρεί ότι η Τουρκία είναι κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έχει τη δυναμική να γίνει μια περιφερειακή δύναμη. Για τον λόγο αυτόν έχει αναπτύξει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με κορυφαία την πρόσφατη συμφωνία για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με την Αρμενία.
Το δυσάρεστο είναι ότι ο κ. Νταβούτογλου αντιμετωπίζει τα προβλήματα του Αιγαίου και της Κύπρου μέσα από την οπτική της ισχυρής Τουρκίας, όπως αποδεικνύουν οι αλλεπάλληλες προκλήσεις στις περιώνυμες γκρίζες ζώνες και η συνεχιζόμενη άρνηση αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τις προκλήσεις αυτές απέτυχε πλήρως να αποτρέψει η απελθούσα κυβέρνηση και τις κληρονομεί τώρα ο κ. Παπανδρέου, ο οποίος έχει ενώπιόν του μια κατάσταση εντελώς διαφορετική από αυτήν που είχε να αντιμετωπίσει στην κυβέρνηση Σημίτη, όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση έναντι της Τουρκίας, πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τα νέα δεδομένα οδηγούν λοιπόν στην ανάγκη για χάραξη και μιας νέας συγκροτημένης ελληνοτουρκικής πολιτικής, καθώς μάλιστα αναμένεται τον Δεκέμβριο η απόφαση των 27 ηγετών της ΕΕ για την ενταξιακή πορεία της Αγκυρας. Η απόφαση αυτή θα αποτελέσει και την πρώτη δοκιμασία για τον έλληνα πρωθυπουργό. Η ελπίδα είναι ότι η βελτίωση του κλίματος που παρατηρείται ήδη, με την παράλληλη προσπάθεια για την αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της Ελλάδας, θα συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της νέας αυτής πολιτικής.
Δημοσίευση σχολίου