GuidePedia

0

Ιωάννης Μ. Κονιδάρης |
Η πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή συνδυάστηκε με αλλαγές στη δομή της κυβερνήσεως. Η κίνηση αυτή υλοποίησε την από πολλών ετών και από πολλών πλευρών διαπιστωμένη ανάγκη ενός στοιχειώδους εξορθολογισμού στο σύστημα διακυβερνήσεως της χώρας.
Ανεξαρτήτως των όποιων μεμψιμοιριών διατυπώθηκαν, θα πρέπει ευθέως να τονιστεί ότι αυτή και μόνη η απόφαση, να υπάρξουν επιτέλους αλλαγές στη δομή του κυβερνητικού σχήματος, αξίζει κάθε έπαινο......

Είναι άλλωστε αυτονόητο ότι και η πράξη θα καταδείξει την ανάγκη τυχόν διορθωτικών παρεμβάσεων και ο χρόνος θα επιτρέψει την υλοποίηση και άλλων διαρθρωτικών μεταβολών, τις οποίες τυχόν κάποιος δισταγμός της τελευταίας στιγμής απέτρεψε...

Η ρηξικέλευθη αυτή πρωτοβουλία, η οποία αναμφιβόλως πιστώνεται στον νέο πρωθυπουργό Γ. Α. Παπανδρέου, μου δίδει την αφορμή να επανέλθω σε ένα ζήτημα που με απασχόλησε και στο παρελθόν, αρχικώς σε επίπεδο εισηγήσεως προς την τότε κυβέρνηση του ΠαΣοΚ (1996), ακολούθως δε και σε δημοσιεύματά μου. Πρόκειται για την επιτακτική ανάγκη επανασχεδιασμού και επαναπροσδιορισμού και του φορέα ασκήσεως, και αυτής της ίδιας της ακολουθούμενης πολιτικής για τα Θρησκεύματα, συνολικώς.

Είναι γνωστό ότι στη χώρα μας η δικαιοδοσία για τα Θρησκεύματα γενικώς και συνακολούθως η σχετική με αυτά πολιτική μερίζεται, κατά κύριο λόγο, σε δύο υπουργεία, στο Παιδείας και στο Εξωτερικών. Στο υπουργείο Παιδείας, στη Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων, που ιδρύθηκε επί υπουργίας Α. Τρίτση το 1987, ανήκουν η εκκλησιαστική διοίκηση που αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος και μόνο, η εκκλησιαστική εκπαίδευση και θρησκευτική αγωγή και τα θέματα ετεροδόξων και ετεροθρήσκων, ιδίως εκείνο της ιδρύσεως ευκτηρίων οίκων και θρησκευτικών εντευκτηρίων.

Στο υπουργείο Εξωτερικών, εξ ετέρου, στη Διεύθυνση Θρησκευτικών και Εκκλησιαστικών Υποθέσεων, ανήκουν οι αρμοδιότητες που αφορούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τα λοιπά Πατριαρχεία, τις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες (πλην Ελλάδος) και το Αγιον Ορος, τα εκκλησιαστικά ζητήματα των αποδήμων, καθώς και οι Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές και τα Εκκλησιαστικά Κέντρα, τέλος δε τα Χριστιανικά Δόγματα και οι λοιπές Θρησκείες.

Και μόνο η αδρομερής παράθεση των αρμοδιοτήτων κατά υπουργείο καταδεικνύει τόσο τις προφανείς επικαλύψεις όσο και τις παραδοξότητες της σημερινής καταστάσεως.

Παραδείγματος χάριν, θα αναφερθώ σε κάποιες από αυτές τις επικαλύψεις και παραδοξότητες: οι αρμοδιότητες για τους ετερόδοξους και ετερόθρησκους ανήκουν και στα δύο υπουργεία· το Αγιον Ορος υπάγεται στο υπουργείο Εξωτερικών, ως εάν να μην αποτελεί τμήμα της ελληνικής επικράτειας, όπως ρητώς και κατηγορηματικώς θεσπίζει το Σύνταγμά μας· τα ζητήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου διασπώνται στα τμήματά του εντός της ελληνικής επικράτειας, λ.χ. Κρήτη και Δωδεκάνησα, που ανήκουν στο υπουργείο Παιδείας, και εκτός αυτής, που ανήκουν στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου ανήκουν και τα ξένα δόγματα και Θρησκεύματα στην Ελλάδα! Ετσι, η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα θα πρέπει να συνομιλεί με το υπουργείο Εξωτερικών, ως εάν θα πρέπει, εντός της αυτής εννόμου τάξεως, να εφαρμόζεται διαφορετική πολιτική για την Καθολική και διαφορετική για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας...

Το υπάρχον σχήμα δεν είναι, συνεπώς, ούτε λειτουργικό ούτε αποδοτικό. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι απλώς και μόνο θεωρητική. Είναι και εμπειρική, προσωπική διαπίστωση, από την πολυετή ενασχόληση και παρακολούθηση, και εκ των έσω, και στα δύο υπουργεία, του τρόπου λειτουργίας του ισχύοντος συστήματος.

Ως εκ τούτου, μετά λόγου γνώσεως, θεωρώ ότι θα έπρεπε να υπάρξει μια Υπηρεσία Θρησκευμάτων, η οποία θα συγκεντρώσει όλες τις υπάρχουσες Διευθύνσεις και όλες τις σχετικές αρμοδιότητες που αφορούν τις σχέσεις κράτους και θρησκευτικών κοινοτήτων, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η χάραξη μιας ενιαίας εκκλησιαστικής πολιτικής, ο αποτελεσματικός συντονισμός των επί μέρους υπηρεσιών και ο έλεγχος της υλοποιήσεως των μέτρων.

Η υπηρεσία αυτή μπορεί να έχει τη μορφή Γενικής Γραμματείας υπαγόμενης σε υπουργείο, ή αυτοτελούς Γενικής Γραμματείας, ή και υφυπουργείου. Υπό οποιαδήποτε μορφή δεν θα πρέπει να υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας, στο οποίο για ιστορικούς κυρίως λόγους υπάγονται τα «Θρησκεύματα». Κατ΄ ακρίβεια, στο προϋπάρχον υπουργείο Θρησκευμάτων, διάδοχο του υπουργείου Λατρείας και αργότερα Θρησκείας, ανατέθηκαν στη συνέχεια και τα θέματα της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως... Στο υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να παραμείνει, το γε νυν έχον, μόνον η εκκλησιαστική εκπαίδευση ως τμήμα της δημόσιας εκπαιδεύσεως.

Πολιτικός προϊστάμενος της υπηρεσίας αυτής θεωρώ ότι, εν όψει και της αλλαγής δομής του κυβερνητικού σχήματος, πρέπει να είναι ο υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και τούτο διότι πρόσφατες εμπειρίες τόσο επί κυβερνήσεων ΠαΣοΚ όσο και επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας κατέδειξαν ότι τα μείζονα εκκλησιαστικά ζητήματα τελικώς καταλήγουν στον Πρωθυπουργό. Δεν αποκλείεται όμως ασφαλώς να συζητηθούν και άλλες δυνατότητες, όπως λ.χ. η υπαγωγή της υπηρεσίας αυτής στο υπουργείο Πολιτισμού, καθώς το ζήτημα αυτό είναι ζήτημα γενικότερου κυβερνητικού σχεδιασμού και πάντως δευτερεύον.

Μείζον αντιθέτως είναι το ζήτημα της επαναχαράξεως της καθόλου πολιτικής για τα Θρησκεύματα με τρόπο ώστε και να διασφαλιστούν και διευρυνθούν τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων στη χώρα μας και να επιλυθούν τα χρονίζοντα και ακανθώδη ζητήματα στις σχέσεις πολιτείας και επικρατούσας θρησκείας.

Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top