Του ΒΑΣΙΛΗ ΝΕΔΟΥ
Τις τελευταίες εβδομάδες συμπυκνωμένα γεγονότα συνδεδεμένα με τα τρία βασικά μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής, δημιουργούν την αίσθηση ότι οι λεπτές και κατά κανόνα δύσκολες ισορροπίες που είχε κατορθώσει τα τελευταία χρόνια η ελληνική διπλωματία τείνουν να ανατραπούν.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον το οποίο βρίσκεται υπό διαρκή αναταραχή, η Αθήνα επιχειρεί να αναπροσαρμοστεί προκειμένου να αντιμετωπίσει είτε την αναθέρμανση παλαιότερων προβλημάτων είτε την ανάδυση νέων.
Ο διάλογος με την Τουρκία φαίνεται να έχει απολέσει την αρχική δυναμική του – μάλιστα ανοίγουν διαρκείς «τρύπες» από τις οποίες ξεπροβάλλουν ξανά οι διαχρονικές διαφορές Αθήνας και Αγκυρας. Η αδιάλλακτη στάση που τηρεί η κυβέρνηση του Εντι Ράμα στην υπόθεση του Φρέντη Μπελέρη υπονομεύει την προοπτική βελτίωσης των ελληνοαλβανικών σχέσεων.
Ενώ η νέα ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας επιχειρεί να απονομιμοποιήσει τη συμφωνία των Πρεσπών κατ’ αρχάς ενώπιον του εκλογικού κοινού του εθνικιστικού VMRO-DPMNE, υπονοώντας ότι είναι δυνατόν να ανατραπεί ή να αναδιατυπωθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, το πιο ισχυρό όπλο της Αθήνας είναι οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες των χωρών αυτών.
Ομως τι ακριβώς συμβαίνει και ποιους τρόπους αναζητεί η Αθήνα ώστε να ξεπεράσει τους σκοπέλους που έχουν δημιουργηθεί;
Ελληνοτουρκικά
Βαριά σύννεφα στη νηνεμία
Η σχεδόν παράλληλη επανεκκίνηση των θητειών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δημιούργησε την αίσθηση ότι οι δύο πλευρές, εκμεταλλευόμενες –κυρίως– την υποχώρηση της Αγκυρας από την πρακτική της έντασης στο πεδίο (μετά τους σεισμούς του Φεβρουαρίου 2023), είχαν μπροστά τους έναν ανοιχτό χρονικό ορίζοντα. Ευθύς εξαρχής ο κ. Μητσοτάκης είχε θέσει ως στόχο την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το πρόβλημα, βέβαια, έγκειται στο γεγονός ότι η Χάγη δεν έχει για την Αθήνα και την Αγκυρα την ίδια έννοια.
Για την Ελλάδα στην κρίση της διεθνούς δικαιοσύνης μπορεί να τεθούν μόνο η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών και υφαλοκρηπίδας, ωστόσο για την Τουρκία αυτό περιλαμβάνει πολύ περισσότερα, μεταξύ των οποίων την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Τα δύσκολα θέματα μπήκαν, αρχικά, στο συρτάρι και τέθηκε ως βασικός στόχος να δημιουργηθεί μια συνεννόηση κορυφής, με τους δύο ηγέτες να έχουν τον προφανή πρωταγωνιστικό ρόλο. Ωστόσο οι διερευνητικές (ενταγμένες πια στον πολιτικό διάλογο) δεν προχωρούν και τη βασική ευθύνη γι’ αυτό φαίνεται να έχει η Αγκυρα, η οποία δεν εμφανίζεται πλέον ως επισπεύδουσα.
Υπάρχουν μεν κάποιες κοινές κινήσεις, όπως η κοινή υποψηφιότητα Ελλάδας – Τουρκίας για τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), που έχει κάποια συμβολική αξία, αλλά έχει προκαλέσει έντονες, παρασκηνιακές αντιδράσεις από την κυπριακή πλευρά. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα υποστηρίζει για γ.γ. του ΟΑΣΕ τον Φεριντούν Σινιρλίογλου, έναν διπλωμάτη που υπηρετούσε στον ΟΗΕ καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης και κατέθεσε όλα τα αναθεωρητικά έγγραφα που συνέδεαν την κυριαρχία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με την αποστρατιωτικοποίησή τους.
Ενώ η Τουρκία θα υποστηρίξει για τη θέση της διευθύντριας Γραφείου Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΑΣΕ την πρώην επικεφαλής της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ Μάνια Τελαλιάν. Με τέτοιες πρωτοβουλίες «χαμηλής πτήσης» δίνεται σήμα ότι η διαδικασία επαναπροσέγγισης συνεχίζεται, ωστόσο η ουσιαστική συζήτηση δεν προχωράει.
Και, αντιθέτως, με δηλώσεις όπως οι πρόσφατες του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, περί κινδύνου διάχυσης του πολέμου στην Κύπρο και την Κρήτη, τις οποίες περιέγραψε, περίπου, ως αιτιολογημένους στόχους καθώς σε αυτές σταθμεύουν δυνάμεις που εμπλέκονται με κάποιον τρόπο στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής, η ατμόσφαιρα επιδεινώνεται περαιτέρω.
Η ίδια η φύση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης των τελευταίων 16 μηνών, εκ των πραγμάτων μεταφέρει την ευθύνη στους δύο ηγέτες, η συνάντηση των οποίων στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο θα είναι καθοριστική για τη συνέχιση των συνομιλιών. Ενώ δεν αποκλείεται να πραγματοποιηθεί και ένα σύντομο τετ α τετ για την επιβεβαίωση της καλής ατμόσφαιρας στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον σε 10 ημέρες.
Οι κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν εξακολουθούν να κρατούν το κλειδί για τα «ήρεμα νερά», ωστόσο η πολιτική κατάσταση μέσα στις χώρες τους και, πολύ περισσότερο, η διεθνής αναταραχή που έχει φέρει στην επιφάνεια την περιφερειακή ατζέντα της Αγκυρας, η οποία είναι εκ των πραγμάτων αναθεωρητική, υποβαθμίζει την ελληνοτουρκική σχέση στην ανάγκη απλά τα πράγματα να μην πάνε ξανά στραβά.
Αλβανία
Το στοίχημα της 16ης Ιουλίου
Πολύ μεγαλύτερες φιλοδοξίες έχει η Αθήνα για την υπόθεση του εκλεγμένου –πια– ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Φρέντη Μπελέρη, παρά το γεγονός ότι η στάση του πρωθυπουργού της Αλβανίας, Εντι Ράμα, τους τελευταίους 14 μήνες έχει δημιουργήσει σοβαρό ρήγμα στην εμπιστοσύνη που είχε επιχειρήσει να οικοδομήσει η ελληνική εξωτερική πολιτική, μάλιστα πριν από τις εκλογές του 2023 με προσωπική εμπλοκή του κ. Μητσοτάκη αλλά και του τότε υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια.
Οι επαφές ανάμεσα σε Αθήνα και Τίρανα παραμένουν πυκνές και επόμενο τεστ είναι η ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 16 Ιουλίου. Η Αθήνα εκτιμά ότι ο κ. Μπελέρης θα λάβει ειδική άδεια από τις αλβανικές αρχές ώστε να μεταβεί στο Στρασβούργο, να αναλάβει τα καθήκοντά του ως ευρωβουλευτής και να ψηφίσει, βεβαίως, την επιλογή της Ν.Δ. για την Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Βέβαια, σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είναι και η πρώτη φορά που ο κ. Ράμα «αδειάζει» την Αθήνα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Εκτιμάται, πάντως, ότι με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι δυνατόν να μπουν σε τροχιά εξομάλυνσης κάποια στιγμή τους επόμενους μήνες.
Βόρεια Μακεδονία
«Φράγμα» στην Ε.Ε.
Αντιθέτως, δεν υπάρχει ούτε ένας διπλωμάτης που να μην πιστεύει ότι οι επόμενοι μήνες στις σχέσεις Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας θα είναι γεμάτοι από κακοτοπιές. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να εμπλακεί σε ανούσιες δημόσιες συζητήσεις και, όπως ήδη άφησε να εννοηθεί ευθέως ο κ. Μητσοτάκης, απλώς θα μπλοκάρει την πορεία της Βόρειας Μακεδονίας προς την Ε.Ε.
Η λογική «επαναδιαπραγμάτευσης» της συμφωνίας των Πρεσπών που επικρατεί στα Σκόπια δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας στην Αθήνα. Πέρα από τις αλυτρωτικές κορώνες στις οποίες δημόσια αναλώνεται η πρόεδρος της χώρας, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα-Ντάβκοβα, τα μηνύματα που έχουν λάβει οι βασικοί δυτικοί εταίροι της Αθήνας (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία κ.λπ.) δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, καθώς φαίνεται ότι η εθνικιστική ηγεσία του VMRO-DPMNE είναι αποφασισμένη να «τραβήξει το σχοινί» στις σχέσεις της τόσο με την Ελλάδα, όσο και με τη Βουλγαρία.
Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να επισκεφθεί την Αθήνα ο πρόεδρος της Βουλγαρίας, Ρούμεν Ράντεφ, ο οποίος, βεβαίως, αποτελεί το μόνο σταθερό αξίωμα στη γειτονική χώρα που παραμένει σε καθεστώς παρατεταμένης ακυβερνησίας καθώς και στις πρόσφατες εκλογές δεν αναδείχθηκε σταθερή κυβέρνηση.
Ο συντονισμός Αθήνας – Σόφιας στο θέμα πρέπει να θεωρείται δεδομένος, ωστόσο δεν πηγάζει τόσο από τις διμερείς διαφορές των δύο με τη Βόρεια Μακεδονία, όσο από την ανησυχία μετατροπής της χώρας σε γεωπολιτική μαύρη τρύπα. Για τον ίδιο λόγο η Αθήνα κρατάει ανοιχτούς διαύλους τόσο με το αλβανικό στοιχείο της Βόρειας Μακεδονίας που αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα, αλλά και με το Κόσοβο, καθώς ο πρωθυπουργός Αλμπιν Κούρτι έχει επιρροή στον αλβανικό, μικρό κυβερνητικό εταίρο του VMRO.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου