Δημήτρης Μηλάκας
Η θριαμβευτική υποδοχή του πρωθυπουργού της χώρας Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό κογκρέσο δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχητικούς συνειρμούς – σε όσους έχουν σχετική επίγνωση της ιστορίας – για την απόφασή του να αναζητήσει τον πυρήνα των «ελληνοτουρκικών προβλημάτων» και να προχωρήσει στις απαραίτητες «παραχωρήσεις» που απαιτούνται προκειμένου να υπάρξουν διευθετήσεις στα ελληνοτουρκικά.
Η υπερπροβολή άλλωστε των στενών δεσμών της ελληνική ηγεσίας και της χώρας με την Ουάσιγκτον συνδυάστηκε και στο παρελθόν με προσπάθειες ελληνοτουρκικών διευθετήσεων που επιχείρησαν τόσο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όπως είδαμε, όσο και ο Κώστας Σημίτης μετά την κρίση των Ιμίων, η οποία πρόσθεσε νέα δεδομένα και απαιτήσεις (τουρκικές) στο «σώμα» των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Για τους Αμερικανούς η εμφάνιση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του το 1990 υπήρξε «θείο δώρο», το οποίο αξιοποίησαν στην προσπάθειά τους να «τακτοποιήσουν» τις ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες και να εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Άλλωστε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, από υπερβολική αυτοπεποίθηση, από υπεροψία ή από υποτίμηση του ιστορικού βάθους των ελληνοτουρκικών διαφορών, θεώρησε ότι ήταν αρκετή η παράδοσή του (και της χώρας) στην Ουάσιγκτον για να εξασφαλιστεί η αμερικανική εύνοια υπέρ της Ελλάδας σε μια διαδικασία διευθετήσεων με την Τουρκία.
Η αμερικανική διοίκηση, υπό την προεδρία Μπους του πρεσβύτερου, υπέθαλψε και εκμεταλλεύτηκε τη φιλοδοξία του Μητσοτάκη να εγκαινιάσει μια νέα περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ανάλογη με αυτήν που είχαν πετύχει (μετά την ελληνική καταστροφή στη Μικρά Ασία) ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ, και τον (καθ)οδήγησε σε μια άτυπη συζήτηση επί κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Άλλωστε η αμερικανική πρωτοβουλία με στόχο την πραγματοποίηση γεωτρήσεων στο Αιγαίο, προϋπέθετε – όπως είδαμε – ελληνικές παραχωρήσεις στην υφαλοκρηπίδα δυτικά των ελληνικών νησιών στο βόρειο Αιγαίο τουλάχιστον…
Ποιο ακριβώς ήταν το μέγεθος των παραχωρήσεων που του ζητούσαν προκειμένου να του επιτρέψουν να προχωρήσει σε γεωτρήσεις στα 8-10 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Θάσου ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ίσως το αντιλήφθηκε τον Σεπτέμβριο του 1991, στη συνάντηση που είχε στο Παρίσι με τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ με θέμα το Κυπριακό. Στο περιθώριο εκείνης της συνάντησης – όπως έγινε γνωστό από τον ίδιο τον Γιλμάζ και γράφτηκε στον Τύπο – εμφανίστηκαν στο τραπέζι χάρτες με γραμμές στο Αιγαίο…
Όπως και να έχει, ο Μητσοτάκης, και μετά την ψυχρολουσία στην οποία υποβλήθηκε κατά τις συνομιλίες του με τον Γιλμάζ στο Παρίσι, εξακολούθησε να ανταποκρίνεται στις αμερικανικές προσδοκίες για την αποφασιστική του συμβολή στην ελληνοτουρκική διευθέτηση.
Ο μάντης Σωτήρχος
Στο τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας της Αθήνας που ακολουθεί καταγράφεται η ατμόσφαιρα των προσδοκιών εν όψει της συνάντησης κορυφής Μητσοτάκη – Ντεμιρέλ που είχε προγραμματιστεί στο περιθώριο του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός στο τέλος Ιανουαρίου του 1992.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι – και για όσο διάστημα υπάρχουν διαφωνίες περί της (πετρελαιοφόρου κατά τα φαινόμενα) υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου) – οι δυο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, βρίσκονται σε τροχιά πιθανότατης σύγκρουσης. Έχει ωστόσο ενδιαφέρον ότι ένας ειδικός και ιδιαίτερα ενημερωμένος ακόμη και για τις απόκρυφες πτυχές των τριγωνικών σχέσεων Αθήνας – Άγκυρας – Ουάσιγκτον, ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα το 1991 (Σωτήρχος), όχι μόνο προεξοφλεί την επερχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση, αλλά την προσδιορίζει και χρονικά:
«24. Αριθ.2619/17.10.91 Εισαγωγή και περίληψη:
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξεταζόμενος μέσα από ένα πολιτικό – στρατιωτικό πρίσμα φαίνονται συνήθως “σκοτεινές”. Το γεγονός αυτό δεν εκπλήσσει, δεδομένης της ιστορίας των δύο χωρών και του “καρκινώματος” της κατεχόμενης Κύπρου.
Αλλά υπάρχει μια οικονομική και εμπορική διάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι ένα οικονομικό θέμα – το πετρέλαιο της θάλασσας του Αιγαίου – παραμένει μεταξύ των πλέον πιθανών λόγων ανάφλεξης στις σχέσεις τους στα επόμενα τρία με πέντε χρόνια»…
Ίμια: ήττα χωρίς μάχη
Η προφητική διατύπωση του Αμερικανού πρεσβευτή (Μάικλ Σωτήρχος) «φωτογράφισε» έως έναν βαθμό τα μελλούμενα: Η Ελλάδα υποχρεώθηκε, το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου 1996, να καταπιεί «το δηλητηριώδες ποτό των φαινομενικά άλυτων ελληνοτουρκικών διαφορών» μέχρι την τελευταία σταγόνα!
Η Ελλάδα, μετά την πικρή γεύση που άφησε πίσω της η κρίση των Ιμίων, θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται μόνο στο πεδίο της μάχης και ότι κάποιες κρίσιμες μάχες χάνονται χωρίς καν να δοθούν.
Η κυρίαρχη (πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά) τάση στη χώρα, ωστόσο, επέλεξε να κρύψει το κεφάλι στην άμμο και να ξεχάσει τι ακριβώς συνέβη την τελευταία μέρα του Ιανουαρίου του 1996 στις άγνωστες μέχρι τότε βραχονησίδες των Δωδεκανήσων. Οι συνέπειες μιας ήττας όμως ούτε ξεχνιούνται ούτε κρύβονται για πάντα, καθώς έρχεται η στιγμή που οι νικητές σπεύδουν να εισπράξουν…
Για παράδειγμα οι – διπλωματικής και στρατιωτικής υφής – εντάσεις γύρω από το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι, οι συνεχιζόμενες υπερπτήσεις πάνω από (και) κατοικημένα ελληνικά νησιά, καθώς και οι έρευνες του τουρκικού σεισμογραφικού «Ορούτς Ρέις» το καλοκαίρι του 2020 μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές της Ρόδου, του Καστελλόριζου και της Κρήτης υπενθυμίζουν το γραμμάτιο που υπέγραψε η κυβέρνηση Σημίτη το 1996 προκειμένου να αποφύγει την κλιμάκωση της κρίσης των Ιμίων σε θερμή στρατιωτική αναμέτρηση και την εξέλιξή της σε ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Η ελληνική κυβέρνηση τότε κατέθεσε εχέγγυα (αποδέχθηκε τις τουρκικές αμφισβητήσεις για την ύπαρξη νησιών, νησίδων και βραχονησίδων με αδιευκρίνιστη κυριαρχία) στην Τουρκία με τριτεγγυητή την Ουάσιγκτον προκειμένου να «αγοράσει» ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό, ευρώ και… ειρήνη.
Στην Ελλάδα υπογραμμίζεται το γεγονός ότι οι επιλογές της κυβέρνησης Σημίτη εκείνες τις δύσκολες μέρες απέτρεψαν τον πόλεμο. Καμία, ωστόσο, ουσιαστική συζήτηση δεν έχει γίνει για το κόστος που κατέβαλε η χώρα γι’ αυτήν την αποτροπή. Και κατ’ επέκταση δεν έχει γίνει καμία αποτίμηση των κερδών και ζημιών, των συνεπειών δηλαδή εκείνης της κρίσης, προκειμένου με τα νέα δεδομένα να διαμορφωθεί η στρατηγική της χώρας. Αντίθετα, αυτό που με επιμέλεια έγινε ήταν να συγκαλυφθούν η νέα πραγματικότητα και οι συνέπειές της, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
● Αποδοχή των τουρκικών θέσεων περί γκρίζων ζωνών και ύπαρξης νησιών, βραχονησίδων με αδιευκρίνιστη κυριαρχία.
● Διμερής ελληνοτουρκικός διάλογος για τη διευθέτηση αυτών των ζητημάτων (και όχι μόνο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, όπως στρουθοκαμηλίζοντας ισχυρίζεται ακόμη η ελληνική πλευρά).
● Ανάθεση στις αμερικανικές δυνάμεις ρόλου παρατηρητή – διαιτητή για την τήρηση της συμφωνίας που απαγορεύει σε Ελλάδα και Τουρκία δραστηριότητες σε νησίδες μέχρι να διευκρινιστεί η κυριαρχία τους.
● Συνέχιση της εξαντλητικής και μέχρι τελικής πτώσης εξοπλιστικής κούρσας.
Με πιο απλά λόγια η Ελλάδα απέφυγε μια σύγκρουση αγοράζοντας χρόνο μέσα στον οποίο εξελίσσεται η συζήτηση επί κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Το πώς εκμεταλλεύτηκε αυτόν τον χρόνο όλοι το γνωρίζουμε σήμερα: Αναζήτησε την προστασία στη ζώνη του ευρώ, κατέβαλε ασύλληπτους πόρους σε εξοπλισμούς και φανφάρες (Ολυμπιακοί Αγώνες) και φούσκωσε με δανεικό αέρα παριστάνοντας την ισχυρή Ελλάδα, μέχρι που εμφανίστηκε η ώρα της… κρίσης και η πραγματικότητα, την οποία επιβάλλεται να δούμε κατά πρόσωπο αν θέλουμε να την αντιμετωπίσουμε. Σκιαγραφώντας την πραγματικότητα που διαμόρφωσε η κρίση των Ιμίων στις (υπό αυστηρή αμερικανική εποπτεία) ελληνοτουρκικές σχέσεις θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο αποτίμησε η Άγκυρα την κατάσταση.
Το υλικό που θα χρησιμοποιήσουμε προέρχεται από την ύλη διδασκαλίας των τουρκικών στρατιωτικών σχολών και της δημόσιας διοίκησης και έχει μεταφραστεί από το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας.
Η θριαμβευτική υποδοχή του πρωθυπουργού της χώρας Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό κογκρέσο δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχητικούς συνειρμούς – σε όσους έχουν σχετική επίγνωση της ιστορίας – για την απόφασή του να αναζητήσει τον πυρήνα των «ελληνοτουρκικών προβλημάτων» και να προχωρήσει στις απαραίτητες «παραχωρήσεις» που απαιτούνται προκειμένου να υπάρξουν διευθετήσεις στα ελληνοτουρκικά.
Η υπερπροβολή άλλωστε των στενών δεσμών της ελληνική ηγεσίας και της χώρας με την Ουάσιγκτον συνδυάστηκε και στο παρελθόν με προσπάθειες ελληνοτουρκικών διευθετήσεων που επιχείρησαν τόσο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όπως είδαμε, όσο και ο Κώστας Σημίτης μετά την κρίση των Ιμίων, η οποία πρόσθεσε νέα δεδομένα και απαιτήσεις (τουρκικές) στο «σώμα» των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Για τους Αμερικανούς η εμφάνιση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του το 1990 υπήρξε «θείο δώρο», το οποίο αξιοποίησαν στην προσπάθειά τους να «τακτοποιήσουν» τις ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες και να εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Άλλωστε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, από υπερβολική αυτοπεποίθηση, από υπεροψία ή από υποτίμηση του ιστορικού βάθους των ελληνοτουρκικών διαφορών, θεώρησε ότι ήταν αρκετή η παράδοσή του (και της χώρας) στην Ουάσιγκτον για να εξασφαλιστεί η αμερικανική εύνοια υπέρ της Ελλάδας σε μια διαδικασία διευθετήσεων με την Τουρκία.
Η αμερικανική διοίκηση, υπό την προεδρία Μπους του πρεσβύτερου, υπέθαλψε και εκμεταλλεύτηκε τη φιλοδοξία του Μητσοτάκη να εγκαινιάσει μια νέα περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ανάλογη με αυτήν που είχαν πετύχει (μετά την ελληνική καταστροφή στη Μικρά Ασία) ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ, και τον (καθ)οδήγησε σε μια άτυπη συζήτηση επί κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Άλλωστε η αμερικανική πρωτοβουλία με στόχο την πραγματοποίηση γεωτρήσεων στο Αιγαίο, προϋπέθετε – όπως είδαμε – ελληνικές παραχωρήσεις στην υφαλοκρηπίδα δυτικά των ελληνικών νησιών στο βόρειο Αιγαίο τουλάχιστον…
Ποιο ακριβώς ήταν το μέγεθος των παραχωρήσεων που του ζητούσαν προκειμένου να του επιτρέψουν να προχωρήσει σε γεωτρήσεις στα 8-10 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Θάσου ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ίσως το αντιλήφθηκε τον Σεπτέμβριο του 1991, στη συνάντηση που είχε στο Παρίσι με τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ με θέμα το Κυπριακό. Στο περιθώριο εκείνης της συνάντησης – όπως έγινε γνωστό από τον ίδιο τον Γιλμάζ και γράφτηκε στον Τύπο – εμφανίστηκαν στο τραπέζι χάρτες με γραμμές στο Αιγαίο…
Όπως και να έχει, ο Μητσοτάκης, και μετά την ψυχρολουσία στην οποία υποβλήθηκε κατά τις συνομιλίες του με τον Γιλμάζ στο Παρίσι, εξακολούθησε να ανταποκρίνεται στις αμερικανικές προσδοκίες για την αποφασιστική του συμβολή στην ελληνοτουρκική διευθέτηση.
Ο μάντης Σωτήρχος
Στο τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας της Αθήνας που ακολουθεί καταγράφεται η ατμόσφαιρα των προσδοκιών εν όψει της συνάντησης κορυφής Μητσοτάκη – Ντεμιρέλ που είχε προγραμματιστεί στο περιθώριο του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός στο τέλος Ιανουαρίου του 1992.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι – και για όσο διάστημα υπάρχουν διαφωνίες περί της (πετρελαιοφόρου κατά τα φαινόμενα) υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου) – οι δυο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, βρίσκονται σε τροχιά πιθανότατης σύγκρουσης. Έχει ωστόσο ενδιαφέρον ότι ένας ειδικός και ιδιαίτερα ενημερωμένος ακόμη και για τις απόκρυφες πτυχές των τριγωνικών σχέσεων Αθήνας – Άγκυρας – Ουάσιγκτον, ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα το 1991 (Σωτήρχος), όχι μόνο προεξοφλεί την επερχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση, αλλά την προσδιορίζει και χρονικά:
«24. Αριθ.2619/17.10.91 Εισαγωγή και περίληψη:
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξεταζόμενος μέσα από ένα πολιτικό – στρατιωτικό πρίσμα φαίνονται συνήθως “σκοτεινές”. Το γεγονός αυτό δεν εκπλήσσει, δεδομένης της ιστορίας των δύο χωρών και του “καρκινώματος” της κατεχόμενης Κύπρου.
Αλλά υπάρχει μια οικονομική και εμπορική διάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι ένα οικονομικό θέμα – το πετρέλαιο της θάλασσας του Αιγαίου – παραμένει μεταξύ των πλέον πιθανών λόγων ανάφλεξης στις σχέσεις τους στα επόμενα τρία με πέντε χρόνια»…
Ίμια: ήττα χωρίς μάχη
Η προφητική διατύπωση του Αμερικανού πρεσβευτή (Μάικλ Σωτήρχος) «φωτογράφισε» έως έναν βαθμό τα μελλούμενα: Η Ελλάδα υποχρεώθηκε, το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου 1996, να καταπιεί «το δηλητηριώδες ποτό των φαινομενικά άλυτων ελληνοτουρκικών διαφορών» μέχρι την τελευταία σταγόνα!
Η Ελλάδα, μετά την πικρή γεύση που άφησε πίσω της η κρίση των Ιμίων, θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται μόνο στο πεδίο της μάχης και ότι κάποιες κρίσιμες μάχες χάνονται χωρίς καν να δοθούν.
Η κυρίαρχη (πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά) τάση στη χώρα, ωστόσο, επέλεξε να κρύψει το κεφάλι στην άμμο και να ξεχάσει τι ακριβώς συνέβη την τελευταία μέρα του Ιανουαρίου του 1996 στις άγνωστες μέχρι τότε βραχονησίδες των Δωδεκανήσων. Οι συνέπειες μιας ήττας όμως ούτε ξεχνιούνται ούτε κρύβονται για πάντα, καθώς έρχεται η στιγμή που οι νικητές σπεύδουν να εισπράξουν…
Για παράδειγμα οι – διπλωματικής και στρατιωτικής υφής – εντάσεις γύρω από το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι, οι συνεχιζόμενες υπερπτήσεις πάνω από (και) κατοικημένα ελληνικά νησιά, καθώς και οι έρευνες του τουρκικού σεισμογραφικού «Ορούτς Ρέις» το καλοκαίρι του 2020 μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές της Ρόδου, του Καστελλόριζου και της Κρήτης υπενθυμίζουν το γραμμάτιο που υπέγραψε η κυβέρνηση Σημίτη το 1996 προκειμένου να αποφύγει την κλιμάκωση της κρίσης των Ιμίων σε θερμή στρατιωτική αναμέτρηση και την εξέλιξή της σε ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Η ελληνική κυβέρνηση τότε κατέθεσε εχέγγυα (αποδέχθηκε τις τουρκικές αμφισβητήσεις για την ύπαρξη νησιών, νησίδων και βραχονησίδων με αδιευκρίνιστη κυριαρχία) στην Τουρκία με τριτεγγυητή την Ουάσιγκτον προκειμένου να «αγοράσει» ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό, ευρώ και… ειρήνη.
Στην Ελλάδα υπογραμμίζεται το γεγονός ότι οι επιλογές της κυβέρνησης Σημίτη εκείνες τις δύσκολες μέρες απέτρεψαν τον πόλεμο. Καμία, ωστόσο, ουσιαστική συζήτηση δεν έχει γίνει για το κόστος που κατέβαλε η χώρα γι’ αυτήν την αποτροπή. Και κατ’ επέκταση δεν έχει γίνει καμία αποτίμηση των κερδών και ζημιών, των συνεπειών δηλαδή εκείνης της κρίσης, προκειμένου με τα νέα δεδομένα να διαμορφωθεί η στρατηγική της χώρας. Αντίθετα, αυτό που με επιμέλεια έγινε ήταν να συγκαλυφθούν η νέα πραγματικότητα και οι συνέπειές της, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
● Αποδοχή των τουρκικών θέσεων περί γκρίζων ζωνών και ύπαρξης νησιών, βραχονησίδων με αδιευκρίνιστη κυριαρχία.
● Διμερής ελληνοτουρκικός διάλογος για τη διευθέτηση αυτών των ζητημάτων (και όχι μόνο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, όπως στρουθοκαμηλίζοντας ισχυρίζεται ακόμη η ελληνική πλευρά).
● Ανάθεση στις αμερικανικές δυνάμεις ρόλου παρατηρητή – διαιτητή για την τήρηση της συμφωνίας που απαγορεύει σε Ελλάδα και Τουρκία δραστηριότητες σε νησίδες μέχρι να διευκρινιστεί η κυριαρχία τους.
● Συνέχιση της εξαντλητικής και μέχρι τελικής πτώσης εξοπλιστικής κούρσας.
Με πιο απλά λόγια η Ελλάδα απέφυγε μια σύγκρουση αγοράζοντας χρόνο μέσα στον οποίο εξελίσσεται η συζήτηση επί κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Το πώς εκμεταλλεύτηκε αυτόν τον χρόνο όλοι το γνωρίζουμε σήμερα: Αναζήτησε την προστασία στη ζώνη του ευρώ, κατέβαλε ασύλληπτους πόρους σε εξοπλισμούς και φανφάρες (Ολυμπιακοί Αγώνες) και φούσκωσε με δανεικό αέρα παριστάνοντας την ισχυρή Ελλάδα, μέχρι που εμφανίστηκε η ώρα της… κρίσης και η πραγματικότητα, την οποία επιβάλλεται να δούμε κατά πρόσωπο αν θέλουμε να την αντιμετωπίσουμε. Σκιαγραφώντας την πραγματικότητα που διαμόρφωσε η κρίση των Ιμίων στις (υπό αυστηρή αμερικανική εποπτεία) ελληνοτουρκικές σχέσεις θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο αποτίμησε η Άγκυρα την κατάσταση.
Το υλικό που θα χρησιμοποιήσουμε προέρχεται από την ύλη διδασκαλίας των τουρκικών στρατιωτικών σχολών και της δημόσιας διοίκησης και έχει μεταφραστεί από το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας.
Το έγγραφο του Αττίλα Ατές
Το 2001 ο αντιστράτηγος Αττίλα Ατές, διοικητής των τουρκικών πολεμικών ακαδημιών, γράφει: «Το έγγραφο αυτό, που προετοιμάστηκε από την Ακαδημία του Πολεμικού Ναυτικού, έχει διατεθεί για χρήση με στόχο οι εργασίες που θα γίνουν σχετικά με τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου στο άμεσο μέλλον να θεμελιωθούν πάνω σε επιστημονικές βάσεις και αλήθειες».
Το εν λόγω έγγραφο (για την ακρίβεια είναι μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση σε 150 σελίδες των τουρκικών απόψεων για το πρόβλημα του Αιγαίου), καθώς και το βιβλίο που εκδόθηκε το 1998 από το Ανώτατο Ίδρυμα Κουλτούρας Γλώσσας και Ιστορίας Ατατούρκ, με τίτλο «Το θεμελιώδες πρόβλημα στο Αιγαίο, τα νησιά αμφισβητούμενης κυριαρχίας» αποτελούν τη βάση στην οποία οικοδομήθηκε το τρέχον τουρκικό «δόγμα» της «Γαλάζιας Πατρίδας» και θα μας βοηθήσουν να δούμε από πρώτο χέρι τις τουρκικές απόψεις (και επιδιώξεις) για τις «γκρίζες ζώνες» και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις γενικότερα.
Η πολιτική – και όχι νομική – προσέγγιση της Τουρκίας γίνεται εμφανής από τις πρώτες λέξεις στον πρόλογο του Αττίλα Ατές:
«Καμία νομική αντίληψη και κανόνας δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της Τουρκίας στα χωρικά της ύδατα και την απομόνωσή της από τη θάλασσα που επί εκατοντάδες χρόνια χρησιμοποιούσε μόνη της και με την οποία έχει άρρηκτους δεσμούς γεωγραφικής, ιστορικής, οικονομικής, κοινωνικής υφής και δεσμούς ασφάλειας.
Το γεγονός ότι στο Αιγαίο, που είναι μια ημίκλειστη θάλασσα, πολλά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα βρίσκονται πολύ κοντά στην ηπειρωτική Τουρκία και ότι πολλά νησιά βρίσκονται σε καθεστώς «διαφιλονικούμενης νήσου», έχουν μετατρέψει το πρόβλημα του Αιγαίου σε μια από τις πιο σημαντικές τρέχουσες πιθανές εστίες σύγκρουσης στις θάλασσες του κόσμου.
Επειδή στο πλαίσιο των διατάξεων της Σύμβασης Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών τα κατοικημένα και ακατοίκητα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες έχουν χωρικά ύδατα και τα κατοικημένα νησιά τα οποία έχουν δική τους οικονομική δραστηριότητα έχουν υφαλοκρηπίδα και ιδιαίτερες οικονομικές περιοχές (ΑΟΖ), η υπάρχουσα διαφωνία καθίσταται ακόμη πιο ζωτική».
Στο «έγγραφο Ατές» οι τουρκικές αμφισβητήσεις για το καθεστώς νησιών και νησίδων συνοψίζεται ως εξής:
«Η κυριαρχία της Τουρκίας, που είναι διάδοχος του οθωμανικού κράτους, συνεχίζεται στο βόρειο Αιγαίο πάνω σε νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που δεν έχει καταλάβει η Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο νότιο Αιγαίο στα νησιά Mentese και στα παρακείμενα νησιά (σύμπλεγμα 46 νησιών) εκτός από τη Ρόδο, το Καστελλόριζο και τα Δωδεκάνησα».
Αρκοί, Ψέριμος, Φούρνοι, Ζουράφα, Οινούσσες, Φαρμακονήσι, Γυαλί… στον κατάλογο με τα αμφισβητούμενα νησιά
Στο «έγγραφο Ατές» παρουσιάζεται κατάλογος με το σύμπλεγμα των 46 νησιών Mentese. Από αυτά τα νησιά, σύμφωνα με την τουρκική άποψη, δεκατέσσερα (στην περιοχή των Δωδεκανήσων) δόθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων (1947). Τα υπόλοιπα – σύμφωνα με την τουρκική άποψη – παρανόμως κατέχονται από την Ελλάδα.
Ενδιαφέρον έχει ότι ανάμεσα στα νησιά που παρανόμως κατέχει η Ελλάδα η Τουρκία συμπεριλαμβάνει και τα: Αρκοί, Φαρμακονήσι, Ψέριμος, Γυαλί, τα οποία κατοικούνται από Έλληνες προφανώς.
Επίσης στο εν λόγω έγγραφο / βιβλίο αμφισβητείται ονομαστικά η ελληνική κυριαρχία επί των νησίδων Γάιδαρος, Καλόλιμνος, «επί των 12 νησιών, νησίδων και βραχονησίδων νότια της Αστυπάλαιας και 23 νησιών, νησίδων και βραχονησίδων που βρίσκονται βορειοανατολικά της Κρήτης».
Αποκαλυπτική των απόψεων / επιδιώξεων της Άγκυρας είναι και η επιχειρηματολογία του «εγγράφου Ατές» αναφορικά με τα περισσότερα από 1.000 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του ανατολικού Αιγαίου:
«Από νομικής απόψεως πρέπει η κατοχή να έχει τεκμηριωθεί και η κυριότητα των κατεχομένων νησιών να έχει μεταβιβαστεί με μια Συμφωνία. Από τα νησιά που ήταν στις 13 Φεβρουαρίου 1914 υπό ελληνική κατοχή τα Θάσος, Ευστράτιος, τα Ψαρά και η Κρήτη ανήκουν στην Ελλάδα. Συνεπώς τα νησιά που δεν έχουν καταληφθεί στη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου από την Ελλάδα ανήκουν στον διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Τουρκία. Επί των παρακείμενων νησιών που μένουν εκτός των νήσων που δίδονται στην Ελλάδα βάσει του Άρθρου 12 της Συνθήκης της Λωζάννης, δηλαδή των νήσων Ζουράφα, Σπαλματόρι, Οινούσσα, Φούρνοι και των βραχονησίδων γύρω από την Κρήτη νομικά συνεχίζεται η κυριαρχία της Τουρκίας».
Σύμφωνα με το «έγγραφο Ατές»:
«Για να μπορέσει η Ελλάδα να μετατρέψει όλο το Αιγαίο σε μια ελληνική λίμνη, πρέπει να οικειοποιηθεί ακριβώς αυτές τις νήσους, νησίδες και βραχονησίδες που βρίσκονται υπό τουρκική κυριαρχία. Κατά συνέπεια η κρίση των Ikizce / kardak (Ίμια) στις αρχές του έτους 1996 προέκυψε γι’ αυτόν τον λόγο.
Με την κρίση των βραχονησίδων εξ αίτιας της προβολής δικαιωμάτων εκ μέρους της Ελλάδας επί άνω των 100 νήσων, νησίδων και βραχονησίδων που βρίσκονται σήμερα υπό τουρκική κυριαρχία στο Αιγαίο, έχει έλθει στην επικαιρότητα το πρόβλημα των “διαφιλονικούμενων νησιών’’. Η απόφαση που θα ληφθεί για την κυριότητα των βραχονησίδων Ikizce θα ισχύσει και για τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις.
Η Ελλάδα αποσκοπεί στο να νομιμοποιήσει την τετελεσμένη κατάσταση που έχει δημιουργήσει στο Αιγαίο εις βάρος της Συνθήκης της Λωζάννης, λύνοντας υπέρ της το πρόβλημα των χωρικών υδάτων ή της υφαλοκρηπίδας. Σύμφωνα με τη Σύμβαση Διεθνούς Θαλάσσιου Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο έχουν χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο. Και όσα απ’ αυτά είναι κατοικημένα και έχουν δική τους οικονομική ζωή έχουν επιπλέον υφαλοκρηπίδα και ιδιαίτερη οικονομική περιοχή (ΑΟΖ). Εάν η Ελλάδα δεν μπορέσει να λύσει επ’ ωφελεία της την “αμφισβητούμενη” κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με την κρίση των βραχονησίδων Ikizce (Ιμίων) τότε οι προσπάθειές της για την κυριαρχία στο Αιγαίο μέσω της επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια είτε μέσω των ισχυρισμών της ότι και τα νησιά του Αιγαίου έχουν υφαλοκρηπίδα δεν θα τη βοηθήσουν να φτάσει στο αποτέλεσμα που επιδιώκει».
Με πιο απλά λόγια, αυτό που ξεκάθαρα μας λέει το τουρκικό έγγραφο είναι ότι τα νησιά, αν είναι τουρκικά, έχουν υφαλοκρηπίδα και το Αιγαίο παύει να είναι μια ειδική περίπτωση! Ως εκ τούτου η συζήτηση επί της κυριαρχίας αυτών των νησιών μπορεί να διαμορφώσει τον χάρτη του Αιγαίου.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ξέσπασε η κρίση των Ιμίων με αφορμή την «τυχαία» προσάραξη ενός τουρκικού εμπορικού πλοίου στις βραχονησίδες, σε μια χρονική στιγμή κατά τη οποία, εντελώς… τυχαία επίσης, η ελληνική εσωτερική πολιτική κατάσταση ήταν σε μεταβατικό στάδιο καθώς ο ασθενής και αδύναμος να κυβερνήσει Ανδρέας Παπανδρέου «παρέδιδε» στον Κώστα Σημίτη.
Δεμένοι χειροπόδαρα στο αμερικανικό άρμα
Ο νέος, τότε, πρωθυπουργός Κ. Σημίτης θα πρέπει να σημειωθεί ότι, εξ αιτίας της κρίσης των Ιμίων, «δέθηκε χειροπόδαρα» από τις πρώτες μέρες της πρωθυπουργίας του από τον αμερικανικό παράγοντα, ο οποίος, με τις… καλές υπηρεσίες και τη διαμεσολάβηση που πρόσφερε το βράδυ της κρίσης, υπενθύμισε (και διαιώνισε) τη μόνιμη και διαρκή παρουσία του στην περιοχή του Αιγαίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η κρίση των Ιμίων «βοήθησε» επίσης τον νέο τότε – και μακροβιότερο στη συνέχεια – πρωθυπουργό της χώρας να προσεγγίσει και την πραγματικότητα των εξοπλιστικών δαπανών, την οποία είχε αμφισβητήσει εμπράκτως νωρίτερα. Ίσως έχει ξεχαστεί αλλά το 1993 οι Σημίτης – Πάγκαλος καταψήφισαν τον προϋπολογισμό για τις αμυντικές δαπάνες, κόντρα στη γραμμή του ΠΑΣΟΚ.
Είναι, μάλλον, από αυτές τις στιγμές που η σκληρή πραγματικότητα κλείνει ειρωνικά το μάτι στους αιθεροβάμονες και ανεπαρκείς το γεγονός ότι επί ημερών διακυβέρνησης Σημίτη η χώρα έσπασε κάθε ρεκόρ σε εξοπλιστικές δαπάνες ως προς το ΑΕΠ.
Ήταν, προφανώς, το τίμημα της αυθάδειας του Σημίτη, ο οποίος αμφισβήτησε — πριν αναλάβει τις τύχες της χώρας στα χέρια του – την ελληνική εισφορά στο αμερικανικό «ταμείο της Δήλου» μέσω των εξοπλιστικών δαπανών…
Δημοσίευση σχολίου