Λυγερός Σταύρος
Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Βίλνιους και η επίσημη πλέον δρομολόγηση ενός νέου κύκλου ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων έχουν αναζωπυρώσει τη δημόσια συζήτηση για το ενδεχόμενο παραπομπής στη Χάγη. Το θλιβερό είναι ότι μία τόσο σοβαρή συζήτηση διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα με περισσή επιπολαιότητα και κι ακόμη περισσότερη άγνοια. Κι όχι μόνο στα social media, αλλά και στα συστημικά Μίντια και στην πολιτική σκηνή, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί σύγχυση.
Υπενθυμίζω προκαταρκτικά ότι για δεκαετίες στην ελληνική δημόσια συζήτηση κυριαρχούσε η “συμβατική σοφία” ότι η Άγκυρα ενδεχομένως να έφθανε μέχρι και σε θερμό επεισόδιο για να ρυμουλκήσει την Αθήνα σε μία διμερή διαπραγμάτευση επί των επεκτατικών της διεκδικήσεων. Τί διαφορά έχει, άραγε, η επικείμενη διμερής διαπραγμάτευση και μάλιστα σε επίπεδο υπουργών ή υφυπουργών Εξωτερικών από αυτό που θέλαμε να αποφύγουμε;
Κάποιος ίσως απαντήσει ότι η επικείμενη διαπραγμάτευση δεν θα είναι εφ’ όλης της ύλης, όπως επιθυμούν οι Τούρκοι. Ποιος μας εγγυάται, όμως, ότι δεν θα είναι; Τα όσα είπε ο πρωθυπουργός είναι πολύ θολά και διφορούμενα για να καθησυχάσουν τον καλόπιστο πολίτη. Μάλλον προκαλούν ανησυχία οι αναφορές Μητσοτάκη, στις οποίες άσκησα κριτική στο προηγούμενο άρθρο μου.
Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι η διαπραγμάτευση θα είναι “ανοικτή”, με την έννοια ότι η κάθε πλευρά θα μπορεί να θέσει όποιο ζήτημα θέλει. Με άλλα λόγια, επιδιώκει διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεών της. Στόχος της σε πρώτη φάση είναι –μέσω της διαπραγμάτευσης– να τις νομιμοποιήσει σαν διμερείς διαφορές. Αυτό θα συμβεί εάν η Αθήνα αποδεχθεί να τις συζητήσει, ακόμα και για να τις απορρίψει.
Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να εμποδίσει τον Τούρκο υπουργό να θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όποιο ζήτημα αυτός θέλει. Προφανώς, αλλά η ελληνική πλευρά μπορεί να αρνηθεί κατηγορηματικά να συζητήσει για μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις, περιορίζοντας τη διαπραγμάτευση στη μόνη διαφορά (οριοθέτηση ΑΟΖ).
Νομική διαφορά και πολιτικά προβλήματα
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε ότι η Αθήνα αναγνώριζε παγίως μέχρι τώρα ως μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, η οποία δια της διολισθήσεως έγινε από τον πρωθυπουργό “βασική διαφορά”. Ο λόγος που η Αθήνα αναγνώριζε μόνο την οριοθέτηση ως νομική (όχι γεωπολιτική) διαφορά, είναι επειδή μόνο η οριοθέτηση δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ή από τις υφιστάμενες συνθήκες.
Αυτό δεν σημαίνει πως η Αθήνα αρνιόταν την ύπαρξη των άλλων προβλημάτων στο Αιγαίο. Θεωρούσε, όμως, (ελπίζουμε ακόμα να θεωρεί) ότι πρόκειται για πολιτικής φύσεως προβλήματα, με την έννοια ότι έχουν προκύψει από τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Γι’ αυτό και επί δεκαετίες η επίσημη ελληνική θέση ήταν ότι στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει να παραπεμφθεί μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ.
Όταν διαπραγματευόμασταν διμερώς διάφορα επί Σημίτη, στο πλαίσιο των “άτυπων διερευνητικών επαφών”, κρυβόμασταν πίσω από τον τίτλο. Δηλαδή, εκείνες οι συνομιλίες δεν δέσμευαν τις δύο κυβερνήσεις, επειδή πραγματοποιούνταν σε υπηρεσιακό κι όχι πολιτικό επίπεδο και επιπλέον ήταν “άτυπες” και “διερευνητικές”. Οι επικείμενες συνομιλίες, όμως, θα πραγματοποιηθούν σε επίσημο πολιτικό επίπεδο (υπουργοί ή υφυπουργοί), δηλαδή θα δεσμεύουν τις δύο χώρες και ως εκ τούτου ό,τι ειπωθεί θα δημιουργεί προηγούμενο, σχεδόν διαπραγματευτικό κεκτημένο.
Οι χειροκροτητές της τόλμης του Κυριάκου
Στην Αθήνα, μία ολόκληρη σχολή σκέψης (μπορούμε χωρίς να την αδικούμε να την χαρακτηρίσουμε σχολή κατευνασμού της Τουρκίας) ήδη χειροκροτεί την “τόλμη” του Μητσοτάκη και σχεδόν προαναγγέλλει ότι άνοιξε ο δρόμος για παραπομπή στη Χάγη(!), ενώ κάποιοι πάνε ακόμα παραπέρα. προαναγγέλλουν και την επίλυση των ελληνοτουρκικών! Μεγαλύτερη εθνική επιπολαιότητα δεν υπάρχει.
Ας σκεφθούν οι χειροκροτητές του Κυριάκου ότι τον ίδιο δρόμο βάδισαν όλοι σχεδόν οι πρωθυπουργοί από τη μεταπολίτευση μέχρι τώρα (ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου με το Νταβός) και μάλιστα οι περισσότεροι εξ αυτών με πρόθεση να προβούν σε Κώστας Μητσοτάκης, Κώστας Σημίτης, Αλέξης Τσίπρας) υποχωρήσεις για να επιτύχουν συμφωνία. Ας αναρωτηθούν, άραγε, γιατί κανείς από αυτούς δεν τα κατάφερε;
Η ιστορία των ελληνοτουρκικών διδάσκει ότι οι Τούρκοι προσφέρουν το “τυρί” της παραπομπής στη Χάγη (ως προοπτική) για να ρυμουλκήσουν την Αθήνα στο τραπέζι της διμερούς διαπραγμάτευσης. Αυτό, δηλαδή, που έχει δρομολογηθεί. Και βεβαίως θα υπογράψουν συνυποσχετικό μόνο εάν αυτό είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Τί σημαίνει αυτό; Πρακτικά σημαίνει ότι η Άγκυρα δεν αρκείται κάποια ακριτικά ελληνικά νησιά να μην έχουν πλήρη επήρεια σε ΑΟΖ. Ούτε τα ελληνικά χωρικά ύδατα να παραμείνουν στο ανατολικό Αιγαίο στα έξι μίλια. Όπως έχουν αποδείξει οι κατά καιρούς ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, το εμπόδιο ήταν και παραμένει οι όροι που έθετε και θέτει η Άγκυρα για να υπογράψει συνυποσχετικό.
Προσωπικά δεν θα είχα την παραμικρή αντίρρηση να ζητήσουμε από κοινού με την Άγκυρα από το Διεθνές Δικαστήριο να οριοθετήσει την ΑΟΖ Ελλάδας και Τουρκίας με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, το συνυποσχετικό θα ήταν ένα σχετικά απλό έγγραφο. Στην απίθανη περίπτωση που οι δύο χώρες ζητούσαν από τη Χάγη να οριοθετήσει, το Διεθνές Δικαστήριο θα ζητούσε από τις δύο πλευρές να του καταθέσουν τους χάρτες, αφού η θάλασσα οριοθετείται με βάση την ξηρά. Τί θα συνέβαινε τότε; Η Ελλάδα θα παρουσίαζε τον χάρτη που γνωρίζουμε, αλλά η Τουρκία θα κατέθετε χάρτη, όπου ένα πλήθος νησίδων και βραχονησίδων του ανατολικού Αιγαίου θα εμφανίζονταν σαν τουρκικές (οι περιβόητες “γκρίζες ζώνες”).
Μόνο ελληνικές νησίδες
Το Διεθνές Δικαστήριο θα δήλωνε αδυναμία να οριοθετήσει, εκτός κι αν η Ελλάδα δεχόταν να αφήσει στην κρίση κάποιων δικαστών την εδαφική της ακεραιότητα. Να αποφασίσουν δηλαδή εάν οι Φούρνοι, οι Οινούσσες, το Αγαθονήσι και ένα πλήθος κατοικημένων και ακατοίκητων νησίδων θα παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια, ή εάν κάποιες από αυτές θα δοθούν στην Τουρκία.
Είναι προφανές, ότι από μία τέτοια δικαστική κρίση η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει και η Τουρκία μόνο να κερδίσει, αφού στο τραπέζι προς κατακύρωση στη μία ή στην άλλη χώρα θα υπάρχουν μόνο ελληνικές νησίδες, καμία τουρκική. Στην ιδανική έκβαση, η Ελλάδα δεν θα χάσει, αλλά είναι εθνικά επικίνδυνος όποιος ποντάρει σε μία ιδανική έκβαση, επειδή είναι κοινό μυστικό ότι στις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου εμφιλοχωρεί και το πολιτικό κριτήριο.
Και μόνο από τα παραπάνω προκύπτει παραπομπή στη Χάγη αποκλειστικά και μόνο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με βάση του Διεθνές Δίκαιο δεν πρόκειται να γίνει, επειδή προφανώς η Άγκυρα είναι 100% σίγουρο πως δεν θα παραιτηθεί από όλες τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της που τόσο συστηματικά οικοδόμησε επί μισό αιώνα. Γι’ αυτό, όταν οι Τούρκοι μιλούν για συνυποσχετικό εννοούν τελείως διαφορετικά πράγματα. Για το τι εννοούν, όμως, στο επόμενο άρθρο.
Δημοσίευση σχολίου