GuidePedia

0


Benoît Bréville
Ελληνική έκδοση Le Monde diplomatique

Οι παραδόσεις έπρεπε να περιοριστούν στο «αμυντικό υλικό». Για να αποφευχθεί η κλιμάκωση, για να αποφευχθεί μια «άμεση αντιπαράθεση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας», η οποία, σύμφωνα με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, θα σήμαινε έναν «τρίτο παγκόσμιο πόλεμο». Έναν χρόνο μετά την επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ο εξοπλισμός προστασίας που παρείχε η Δύση έχει μετατραπεί σε ελικόπτερα Mi-17, οβιδοβόλα Howitzer των 155 χιλιοστών, δρόνους-καμικάζι, εκτοξευτές πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, άρματα μάχης Abrams και Leopard. Τα όρια που τέθηκαν τη μια μέρα ξεπεράστηκαν την επόμενη και όταν, στις 31 Ιανουαρίου, ο Μπάιντεν διαβεβαίωνε ότι η χώρα του δεν θα παρέδιδε τα μαχητικά αεροσκάφη που ζητούσε το Κίεβο, μπορούμε να μαντέψουμε τη συνέχεια. Εξάλλου, στους στρατιωτικούς κύκλους ήδη συγκρίνουν τις αρετές του σουηδικού Gripen και του αμερικανικού F-16.

Γιατί τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να σταματήσει την ένοπλη κλιμάκωση, η οποία παίρνει πλέον τη θέση των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, το «να γείρει η μάχη υπέρ της Ουκρανίας» έχει γίνει «ο καλύτερος τρόπος για να επιταχυνθεί η προοπτική της πραγματικής διπλωματίας» (1). Με πολεμικού τύπου δηλώσεις («Θα στηρίξουμε τον ουκρανικό λαό για όσο χρειαστεί», «Η Ουκρανία θα νικήσει»…), ο Τζο Μπάιντεν έθεσε σε κίνδυνο την αξιοπιστία της χώρας του: μετά την αφγανική πανωλεθρία, οποιαδήποτε υποχώρηση θα φαινόταν ως ένδειξη αδυναμίας. Και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επίσης εμπλέκεται σε μεγάλο βαθμό, θα ήταν μια στρατηγική ταπείνωση. Από την πλευρά του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν κινητοποιεί τις απαραίτητες δυνάμεις προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του σε μια σύγκρουση που αντιλαμβάνεται ως ζήτημα ζωτικής σημασίας και που αφορά το εθνικό πεπρωμένο. Η προσδοκία ότι μια στριμωγμένη Ρωσία θα συναινέσει στην ήττα, αντί να χρησιμοποιήσει πιο καταστροφικά όπλα, μοιάζει με παρακινδυνευμένη ζαριά.

Το ζήτημα της ανάπτυξης δυτικών στρατευμάτων είναι πιθανόν να τεθεί σύντομα. Προς το παρόν, η Ουάσιγκτον αρνείται να το πράξει. Αλλά ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον δεν έλεγε τον Οκτώβριο του 1964 πως «δεν πρόκειται να στείλουμε αγόρια από την Αμερική εννέα ή δέκα χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι τους για να κάνουν εκείνο που τα αγόρια από την Ασία θα έπρεπε να κάνουν μόνα τους» (2); Άλλαξε γνώμη λίγους μήνες αργότερα. Τρία εκατομμύρια «αγόρια από την Αμερική» θα πήγαιναν στο Βιετνάμ από το 1965 και μετά. Τα 58.300 από αυτά δεν θα επέστρεφαν ποτέ.

Μια νίκη ανέφικτη, ένα αδιέξοδο προβλέψιμο, μια ξεροκέφαλη υπεράσπιση του λάθους, με μοναδική αιτιολογία «να μην ρίξουν τα μούτρα τους»: η μοίρα αυτή δεν περιμένει μόνο τους Ρώσους. Οι ΗΠΑ έχουν αποδείξει, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, την ανικανότητά τους να πάρουν τα μαθήματα από την εμπλοκή τους στο Βιετνάμ. Στραμμένο στο Κίεβο κρατά λοιπόν τον καθρέφτη της ιστορίας ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Άμυνας του Βιετνάμ Νγκουγιέν Τσι Βινχ: 

«Πρέπει να πούμε στους Ουκρανούς φίλους μας ότι δεν είναι φρόνιμο να αφήσουν τη χώρα τους να γίνει αρένα της πολιτικής της ισχύος, να στηριχθούν στη στρατιωτική ισχύ για να αντιμετωπίσουν τον υπερμεγέθη γείτονά τους και να λάβουν μέρος σε μια αντιπαλότητα μεταξύ μεγάλων δυνάμεων» (3). Βασιζόμενη στο ΝΑΤΟ και εξοπλισμένη με αστραφτερό εξοπλισμό, η Ουκρανία θέτει πλέον στον εαυτό της υπερβολικούς πολεμικούς στόχους, όπως την ανακατάληψη της Κριμαίας. Ενθαρρύνοντας αυτού του είδους την άμετρη συμπεριφορά, η Δύση εγγυάται ότι η σύγκρουση θα διαρκέσει, θα επεκταθεί και θα φουντώσει.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top