Μελετόπουλος Μελέτης
Δεν υπάρχει καμμία μα καμμία ευρωπαϊκή χώρα (ούτε η Γερμανία, ούτε η Γαλλία, ούτε η Ιταλία, ούτε η Αλβανία, ούτε η Βουλγαρία, ούτε η Σερβία, ούτε η Πορτογαλία, ούτε η Εσθονία ή οποιαδήποτε άλλη) στην οποία να έχει διατελέσει έστω και ένας Πρωθυπουργός υιός προηγούμενου Πρωθυπουργού. Η απίστευτη περίπτωση της Ελλάδας, στην οποία μετά το 1974 εναλλάσσονται διαρκώς στην εξουσία συγγενείς πρώτου βαθμού και μάλιστα σε όλο το εύρος του κομματικού φάσματος, συνιστά μία “ιδιαιτερότητα” εξευτελιστική για την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Ουσιαστικά την ακυρώνει, καθιστώντας την τριτοκοσμική κληρονομική ολιγαρχία. Ακόμα περισσότερο που, εκτός από αρχηγούς κομμάτων και πρωθυπουργούς, πλήθος υπουργών και βουλευτών εξελέγησαν με μόνο προσόν την οικογενειακή τους προέλευση, κληρονομώντας από τον πατέρα τους, μαζί με τα περιουσιακά στοιχεία, και την βουλευτική έδρα δίκην φέουδου και τους ψηφοφόρους δίκην δουλοπάροικων.
Η κατάργηση της μοναρχίας το 1974 θεωρήθηκε πράξη εκσυγχρονισμού, υπό την έννοια ότι σε μία δημοκρατία δεν νοείται ανάληψη ανώτατου αξιώματος με κριτήριο το γονιδίωμα. Φαίνεται, όμως, ότι η κατάργηση της μοναρχίας έδωσε το έναυσμα στο πολιτικό σύστημα να εφορμήσει και να καλύψει το κενό, εμπεδώνοντας την δική του ιδιότυπη κληρονομική εξουσία, δημιουργώντας δυναστείες και αντιγράφοντας σε κακέκτυπη μορφή την καταργηθείσα μοναρχία.
Αλλά τουλάχιστον οι διάφοροι σύγχρονοι μονάρχες (ο Κάρολος της Αγγλίας, ο Φίλιππος της Ισπανίας κλπ.) έχουν συναίσθηση του κληρονομημένου ρόλου τους και δεν επιχειρούν να προβάλουν μία πλαστή εικόνα αιρετού και λαϊκού ηγέτη. Εκπαιδεύονται από μικροί να εκπληρώνουν έναν συμβολικό και τελετουργικό ρόλο, να εκφράζουν την εθνική ενότητα, να ενσαρκώνουν με κοσμιότητα και αισθητική έναν σταθερό υπερκομματικό θεσμό, σημείο αναφοράς στους ταραγμένους καιρούς μας. Και να αφήνουν το εκλογικό σώμα να αποφασίζει για το μέλλον του μέσω εκλογών. Τίποτα τέτοιο, ασφαλώς, δεν συμβαίνει με τις κληρονομικές δυναστείες της Μεταπολίτευσης.
Μία άστοχη επίκληση
Η επίκληση της ελληνικής οικογενειοκρατίας του 19ου αιώνα όχι μόνον δεν δικαιώνει, αλλά διαψεύδει την όποια δικαίωση της σημερινής. Το μετεπαναστατικό πολιτικό σύστημα διαμορφώθηκε μετά την Απελευθέρωση από τους προεστούς και τους αγωνιστές της Τουρκοκρατίας και τους απογόνους τους. Αντλούσε την επιρροή του από την αυτοθυσία τους στην Επανάσταση, όπου εξοντώθηκε βιολογικά ή καταστράφηκε οικονομικά μεγάλο μέρος της προεπαναστατικής ιθύνουσας τάξης.
Επομένως τα μέλη των οικογενειών αυτών (Κολοκοτρωναίοι, Δεληγιανναίοι, Πλαπουταίοι, Κανάρηδες, Ζαΐμηδες κλπ.) απολάμβαναν την ευγνωμοσύνη και την αναγνώριση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία τους αναγνώριζε ως φυσικούς της ηγέτες, που είχαν κερδίσει την εξέχουσα θέση τους με την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία τους. Τίποτα τέτοιο, ασφαλώς, δεν συμβαίνει με τις κληρονομικές δυναστείες της Μεταπολίτευσης.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναδημιούργησε το παρακμιακό ελληνικό κράτος το 1910, συγκροτώντας μία νέα ιθύνουσα τάξη με εντελώς αξιοκρατικό τρόπο. Στρατολόγησε προσωπικότητες που είχαν ήδη διακριθεί στην επιστήμη ή στην οικονομία (Παπαναστασίου, Μιχαλακόπουλος, Σοφούλης, Ρέπουλης, Παπανδρέου, Δελμούζος, Μπενάκης κλπ.). και οι οποίοι είχαν τη δική τους πορεία μετά τον Βενιζέλο.
Αλλά και οι αντίπαλοί του, αν και οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό προέρχονταν από πελοποννησιακά “τζάκια” του 19ου αιώνος, παρέδωσαν εντελώς αξιοκρατικά την ηγεσία σε επιφανείς προσωπικότητες εκτός της παραδοσιακής ιθύνουσας τάξης, όπως ο Δημήτριος Γούναρης, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Νικόλαος Στράτος κλπ., αντιλαμβανόμενοι το στοιχειώδες: ότι οι πολιτικοί αγώνες δίδονται με επικεφαλής τους καλύτερους. Τίποτα τέτοιο, ασφαλώς, δεν συμβαίνει με τις κληρονομικές δυναστείες της Μεταπολίτευσης.
Αλλά τουλάχιστον οι διάφοροι σύγχρονοι μονάρχες (ο Κάρολος της Αγγλίας, ο Φίλιππος της Ισπανίας κλπ.) έχουν συναίσθηση του κληρονομημένου ρόλου τους και δεν επιχειρούν να προβάλουν μία πλαστή εικόνα αιρετού και λαϊκού ηγέτη. Εκπαιδεύονται από μικροί να εκπληρώνουν έναν συμβολικό και τελετουργικό ρόλο, να εκφράζουν την εθνική ενότητα, να ενσαρκώνουν με κοσμιότητα και αισθητική έναν σταθερό υπερκομματικό θεσμό, σημείο αναφοράς στους ταραγμένους καιρούς μας. Και να αφήνουν το εκλογικό σώμα να αποφασίζει για το μέλλον του μέσω εκλογών. Τίποτα τέτοιο, ασφαλώς, δεν συμβαίνει με τις κληρονομικές δυναστείες της Μεταπολίτευσης.
Μία άστοχη επίκληση
Η επίκληση της ελληνικής οικογενειοκρατίας του 19ου αιώνα όχι μόνον δεν δικαιώνει, αλλά διαψεύδει την όποια δικαίωση της σημερινής. Το μετεπαναστατικό πολιτικό σύστημα διαμορφώθηκε μετά την Απελευθέρωση από τους προεστούς και τους αγωνιστές της Τουρκοκρατίας και τους απογόνους τους. Αντλούσε την επιρροή του από την αυτοθυσία τους στην Επανάσταση, όπου εξοντώθηκε βιολογικά ή καταστράφηκε οικονομικά μεγάλο μέρος της προεπαναστατικής ιθύνουσας τάξης.
Επομένως τα μέλη των οικογενειών αυτών (Κολοκοτρωναίοι, Δεληγιανναίοι, Πλαπουταίοι, Κανάρηδες, Ζαΐμηδες κλπ.) απολάμβαναν την ευγνωμοσύνη και την αναγνώριση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία τους αναγνώριζε ως φυσικούς της ηγέτες, που είχαν κερδίσει την εξέχουσα θέση τους με την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία τους. Τίποτα τέτοιο, ασφαλώς, δεν συμβαίνει με τις κληρονομικές δυναστείες της Μεταπολίτευσης.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναδημιούργησε το παρακμιακό ελληνικό κράτος το 1910, συγκροτώντας μία νέα ιθύνουσα τάξη με εντελώς αξιοκρατικό τρόπο. Στρατολόγησε προσωπικότητες που είχαν ήδη διακριθεί στην επιστήμη ή στην οικονομία (Παπαναστασίου, Μιχαλακόπουλος, Σοφούλης, Ρέπουλης, Παπανδρέου, Δελμούζος, Μπενάκης κλπ.). και οι οποίοι είχαν τη δική τους πορεία μετά τον Βενιζέλο.
Αλλά και οι αντίπαλοί του, αν και οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό προέρχονταν από πελοποννησιακά “τζάκια” του 19ου αιώνος, παρέδωσαν εντελώς αξιοκρατικά την ηγεσία σε επιφανείς προσωπικότητες εκτός της παραδοσιακής ιθύνουσας τάξης, όπως ο Δημήτριος Γούναρης, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Νικόλαος Στράτος κλπ., αντιλαμβανόμενοι το στοιχειώδες: ότι οι πολιτικοί αγώνες δίδονται με επικεφαλής τους καλύτερους. Τίποτα τέτοιο, ασφαλώς, δεν συμβαίνει με τις κληρονομικές δυναστείες της Μεταπολίτευσης.
Οικογενειοκρατία, όπως μοναρχία
Στην Μεταπολίτευση, οι πολιτικές δυναστείες εμπεδώθηκαν στις πολιτικές δομές μέσα από πολλούς παράλληλους μηχανισμούς:Πρώτον, με επικοινωνιακούς μηχανισμούς, που εξωράϊσαν καί συσκεύασαν την κληρονομική διαδοχή ως “αυτονόητη” και “φυσιολογική”.
Δεύτερον, με την διάθεση μεγάλων οικονομικών πόρων, που τους εξασφάλισαν στήριξη και προβολή.
Τρίτον, με την υποβάθμιση της παιδείας, την αποδόμηση της κριτικής σκέψης και της ιστορικής συνείδησης, ώστε να ακυρωθεί η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας (ότι “ο βασιλιάς είναι γυμνός”) και η διαμόρφωση ουσιαστικών πολιτικών κριτηρίων, άρα ορθών επιλογών, που θα οδηγούσαν στην αυτόματη και αυτονόητη απόρριψη της οικογενειοκρατίας.
Τέταρτον, με τους κομματικούς μηχανισμούς, οι οποίοι υπήρξαν εκτροφεία δουλικής συνείδησης, άρα μηχανισμός αναπαραγωγής των φεουδαρχών με την πλήρη συναίνεση των δουλοπαροίκων.
Το πρόβλημα της οικογενειοκρατίας είναι ότι έχει όλα τα μειονεκτήματα της μοναρχίας, χωρίς τα πλεονεκτήματά της: οι διάδοχοι, πρίγκηπες κλπ., ζουν μεν σε έναν δικό τους κλειστό, αποστειρωμένο κόσμο, αλλά εκπαιδεύονται για έναν ρόλο που δεν έχει εκτελεστικές, αλλά μόνον συμβολικές αρμοδιότητες.
Οι γόνοι των πολιτικών δυναστειών της Μεταπολίτευσης δεν έχουν εμπειρία από την πραγματική ζωή, δεν έχουν εργασθεί σε σχέση εξαρτημένης εργασίας υπό πραγματικές συνθήκες, δεν έχουν βρεθεί άνεργοι, δεν έχουν αντιμετωπίσει την πίεση του βιοπορισμού, δεν έχουν υπηρετήσει σε υπεύθυνες θέσεις στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, δεν έχουν εμπειρία διοίκησης με λογοδοσία, δεν έχουν συναναστραφεί τον απλό λαό ως ίσοι προς ίσοι, διότι πάντοτε το επώνυμό τους δημιουργεί στους συνομιλητές τους αυτόματα πελατειακά αντανακλαστικά και μία απόσταση συμφεροντολογικού δέους.
Επίσης οι διάφοροι κληρονόμοι ίσως να μην είχαν καν την επιθυμία να πολιτευθούν, εάν είχαν την επιλογή. Στην ουσία ωθούνται από ένα οικογενειακό σύστημα στην πολιτική, λειτουργούν όσο λειτουργούν και μετά αντικαθίστανται ως αναλώσιμοι από άλλο νεώτερο μέλος της οικογένειας. Περιβάλλονται δε από διάφορους αυλικούς, με δεσμούς αφοσίωσης στην οικογένεια, οι οποίοι φροντίζουν να τους προστατεύουν από την πραγματική εικόνα, αλλά ταυτόχρονα προωθούν εντέχνως τις δικιές τους σκοπιμότητες και συμφέροντα. Δηλαδή η οικογενειοκρατία δεν είναι απλά οι γόνοι πολιτικών δυναστειών, αλλά ολόκληρο πλέγμα συμφερόντων, που λειτουργεί γύρω τους με διαγενεακή λογική.
Δυναστείες, ο εχθρός της αξιοκρατίας
Η οικογενειοκρατία είναι ο εχθρός της αξιοκρατίας, διότι αποτελεί το απόλυτο αντιπαράδειγμα στην δική της μη αξιοκρατική λογική. Και καλλιεργεί την αναξιοκρατία, την μετριοκρατία και την ευνοιοκρατία, περιβάλλον μέσα στο οποίο η ίδια θάλλει και αναπαράγεται. Όλες οι σημαντικές και ικανές προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας παρέμειναν τις τελευταίες δεκαετίες επιμελώς στο περιθώριο, διότι η ένταξή τους στο πολιτικό σκηνικό θα οδηγούσε σε συγκρίσεις μοιραίες για τους γόνους των δυναστειών και ολόκληρο το στελεχιακό δυναμικό των κομμάτων και θα ισοπέδωνε την εικόνα τους. Αυτά όλα, όμως, αποτελούν προϋποθέσεις αποτυχημένης διακυβέρνησης, με εξαιρετικά δυσάρεστα αποτελέσματα για την κοινωνία.
Η Ελλάδα πρόκοψε όταν την κυβέρνησαν προσωπικότητες που είχαν προκύψει από πραγματικούς αγώνες και την πραγματική ζωή. Ο δικηγόρος, επαναστάτης της Κρήτης και μεταφραστής του Θουκυδίδη Ελευθέριος Βενιζέλος, ο επιφανής αρχαιολόγος και επαναστάτης της Σάμου Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο διαπρεπής κοινωνιολόγος Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο ιδιοφυής στρατιωτικός και επιτελάρχης των Βαλκανικών Πολέμων Ιωάννης Μεταξάς, ο ήρωας του Μικρασιατικού Πολέμου Νικόλαος Πλαστήρας, ο ασφαλιστής αγροτών Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο δικηγόρος Γεώργιος Παπανδρέου, ήταν αυτοδημιούργητοι και είχαν προκύψει από την σκληρή πραγματικότητα της εποχής τους.
Ο ελληνικός λαός, πέραν του εξευτελιστικού για μία δημοκρατία αντιδημοκρατικού μορφώματος της οικογενειοκρατίας, πρέπει να αντιληφθεί την ευθεία συνάρτηση που υπάρχει μεταξύ της οικογενειοκρατίας και της σημερινής συνολικής πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής, δημογραφικής, ηθικής χρεωκοπίας του ελληνικού κράτους. Η αδυναμία των κληρονόμων να αντιληφθούν την πραγματικότητα και η επαγγελματική απειρία τους, ο εσμός αυλοκολάκων που τους περιστοιχίζει, η προεξέχουσα σκοπιμότητα της αναπαραγωγής της οικογενειακής πολιτικής κυριαρχίας, είναι αντιστρόφως ανάλογα προς την επιβίωση του ελληνικού έθνους.
Προκειμένου να ανακοπεί και να αντιστραφεί ο θανατηφόρος ρους της ελληνικής ιστορίας, προκειμένου το failed state να μεταμορφωθεί σε πραγματικό κράτος, απαιτείται μία ριζική πολιτική μεταρρύθμιση, η οποία θα πετάξει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας όλο το νοσηρό πλέγμα της οικογενειοκρατίας της Μεταπολίτευσης και θα αναδείξει μία νέα ιθύνουσα τάξη με μόνα κριτήρια την αξία, την εμπειρία, την ακεραιότητα και την αριστεία.
Δημοσίευση σχολίου