Η Ελλάδα πρέπει να ευγνωμονεί τον Ερντογάν, επειδή με τις ενέργειές του έχει βοηθήσει την ελληνική διπλωματία να αποδείξει την ορθότητα όσων υποστηρίζει επί δεκαετίες για τον τουρκικό αναθεωρητισμό-επεκτατισμό. Η αλλαγή που έχει συμβεί στη Δύση κι όχι μόνο, συνεπεία δηλώσεων και πράξεων της Άγκυρας, είναι εντυπωσιακή. Ο Ερντογάν κατόρθωσε αυτό, στο οποίο είχε αποτύχει η ελληνική διπλωματία και όσοι επέμεναν εδώ και δεκαετίες να υπογραμμίζουν την επεκτατική φύση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Και ω του θαύματος… οι περισσότεροι από όσους εξαπέλυαν επιθέσεις και μύδρους εναντίον των απόψεων που δικαιώνονται σήμερα, έχουν αλλάξει τροπάρι για να είναι ευθυγραμμισμένοι με το ρεύμα της εποχής και να διατηρούν ρόλους στο πολιτικό και μιντιακό σύστημα.
Του Ζαχαρία Μίχα*
Η μετάλλαξη είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή. Έχουν πλέον υιοθετήσει πανομοιότυπη φρασεολογία και ομιλούν ανοιχτά για τουρκικό αναθεωρητισμό. Υπερθεματίζουν μάλιστα ενίοτε, δηλώνοντας ότι η τουρκική στρατηγική που έφτασε σήμερα να αμφισβητεί επίσημα την κυριαρχία της Ελλάδας επί νήσων του ανατολικού Αιγαίου, χτιζόταν συστηματικά εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Αυτά πια τα λένε κάποιοι από όσους παλαιότερα κατάγγελλαν σαν πατριδοκάπηλους, εθνικιστές και μιλιταριστές όσους έλεγαν αυτά που αντιγράφουν σήμερα. Η αλλαγή είναι καλοδεχούμενη, υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύεται από αυτοκριτική και αναγνώριση.
Ποιος δεν θυμάται τη δεκαετία του 2000 όσους μιλούσαν για τους “ισλαμοδημοκράτες” του Ερντογάν και μαζί με το ελληνικό πολιτικό σύστημα ζητούσαν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, προτείνοντας εθνικές εκπτώσεις για “να τα βρούμε” με την Άγκυρα. Οι ίδιοι λοιπόν σήμερα, χωρίς βέβαια να έχουν εγκαταλείψει τα περί ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης, έχουν φτάσει να χειροκροτούν τα εξοπλιστικά προγράμματα που κάποτε δαιμονοποιούσαν.
Το αποτέλεσμα βέβαια είναι αυτά υλοποιούνται με υπερδεκαετή καθυστέρηση. Η οικονομική κρίση από ένα σημείο και πέρα αποτελούσε βολική δικαιολογία, Η αλήθεια είναι ότι εκτός από την οικονομική στενότητα έπαιξαν ρόλο και οι προτεραιότητες του πολιτικού συστήματος, στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλλε η κυρίαρχη ιδεολογία, που υποτιμούσε τα προβλήματα εθνικής ασφάλειας.
Οι προτεραιότητες όμως για να είναι σωστές, απαιτείται ορθή ανάγνωση του περιβάλλοντος ασφαλείας και των απειλών. Εκεί δηλαδή που απέτυχαν κραυγαλέα όσοι σήμερα σηκώνουν όψιμα τη σημαία της αντίστασης στον τουρκικό επεκτατισμό σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου… Ήταν αυτοί που υποστήριζαν με φανατισμό στα ΜΜΕ και στα πανεπιστήμια ότι η συμμετοχή στην ΕΕ εξασφάλιζε τα σύνορα της χώρας.
Ουδεμία έκπληξη λοιπόν στο ότι τότε υποστήριζαν το δόγμα που ο Σταύρος Λυγερός είχε κωδικοποιήσει με τον όρο «οι κακοί πασάδες και ο καλός Ερντογάν»! Οι ίδιοι κατηγορούσαν όσους προειδοποιούσαν γι’ αυτό που έρχεται ότι διαπνέονταν από αντι-ισλαμικό ρατσισμό. Ζητούσαν, μάλιστα, μείωση στρατιωτικών δαπανών, την ώρα που η Τουρκία είχε φουλάρει με εξοπλιστικά προγράμματα. Παρότι οι ίδιοι κύκλοι είχαν γελοιοποιηθεί στα Ίμια, όχι μόνο δεν κάμφθηκαν, αλλά και προσπάθησαν να φορτώσουν εκείνη την εθνική ήττα στους πολεμοκάπηλους! Δεν κατανόησαν ποτέ την ανάγκη συνέπειας και συνέχειας στην αμυντική προσπάθεια, ώστε το δόγμα της αποτροπής να είναι πειστικό και άρα αποτελεσματικό.
Αυτοί οι κύκλοι, που συνεχίζουν να έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική δημόσια σφαίρα έχει αποδειχθεί από τα γεγονότα ότι χαρακτηρίζονται από μνημειώδη αναλυτική ανεπάρκεια, από ανικανότητα να αντιληφθούν την Τουρκία και τη διαχρονική στρατηγική της. Επιχειρούν με θρησκευτικό φανατισμό να μεταλαμπαδεύσουν την εισαγόμενη από ξένες χώρες “σοφία” τους, σαν καλοί ιδεολογικοί μεταπράτες. Μόνο που οι εισαγόμενες αντιλήψεις έχουν παραχθεί από κέντρα του εξωτερικού για να εξυπηρετήσουν αλλότρια εθνικά συμφέροντα. Η έλλειψη εθνοκεντρισμού στην προσέγγιση του προβλήματος της ελληνικής εθνικής ασφάλειας οδηγεί σε φιάσκο της ανάλυσης.
Παρότι συχνά παπαγάλιζαν τη θεωρία ότι η Τουρκία “εξάγει την εσωτερική κρίση της”, την χρησιμοποιούσαν για να εφησυχάσουν κι όχι για να καλέσουν σε εγρήγορση! Λες και μια χώρα που συμπεριλαμβάνει εκατοντάδες εθνότητες στο εσωτερικό της, τις οποίες ενσωμάτωσε διά πυρός και σιδήρου, εκκαθαρίζοντας συχνά με μαχαίρι κάθε διαφορετική εθνική ταυτότητα, δεν θα μπορούσε να οδηγηθεί στο στάδιο που βρισκόμαστε σήμερα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ίδια πρόσωπα δαπανούσαν ερευνητικά τον χρόνο τους για να βρουν τρόπους να δικαιολογήσουν τις τουρκικές γενοκτονίες και τις εκδηλώσεις του τουρκικού επεκτατισμού στην Κύπρο, στο Αιγαίο και στη Θράκη, με καταφανές άγχος να καταλογίσουν σφάλματα στην ελληνική πλευρά. Κάπως έτσι φτάσαμε η σφαγή να αποκληθεί “συνωστισμός” στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922. Διακηρυγμένος στόχος τους ήταν και παραμένει να μεγαλώσουν τις νέες γενιές Ελλήνων χωρίς “αντιτουρκικά στερεότυπα“! Τα ίδια δεν προωθούσαν και με τους Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων; Δεν αποκαλούσαν το γειτονικό μας κράτος σκέτο Μακεδονία;
Η γνήσια αυτοκριτική όποιου διέπραξε εγκλήματα, σε συνδυασμό με τη μετριοπάθεια αυτού που υπέφερε και η βούληση για την οικοδόμηση από κοινού ενός ειρηνικού μέλλοντος, είναι απαράβατος όρος. Διότι η μονομερής απόπειρα αποσιώπησης ιστορικών γεγονότων από την ιστοριογραφία και τα σχολικά εγχειρίδια, είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη να αποτύχει.
Άρα, απαράβατος όρος για να αλλάξουν σελίδα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η Άγκυρα να εγκαταλείψει τις συσσωρευόμενες και κλιμακούμενες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας. Τελεία και παύλα. Γιατί με την πολιτική που ακολούθησε η Αθήνα η Ελλάδα κάνει επί δεκαετίες μικρά αλλά όχι ασήμαντα βήματα πίσω σε νόμιμα δικαιώματά της, δήθεν προς χάριν της ειρήνης. Δικαιολογία που πρόσφερε φύλλο συκής στο φοβικό σύνδρομο. Αυτά άνδρωσαν την τουρκική στρατηγική, που κάποιοι χαρακτηρίζουν σήμερα επιτυχή.
Πώς είναι δυνατό κατά συνέπεια, τα ίδια πρόσωπα να ρητορεύουν από τηλεοπτικού “άμβωνος”, ενίοτε αποδεικνύοντας εαυτούς βασιλικότερους του βασιλέως; Έστω όμως κι έτσι, δεν μπορεί κανείς παρά να τους καλωσορίσει στην πραγματικότητα. Και φυσικά να τους καλέσει να μην παραμείνουν στο πολιτικά βολικό σημερινό τους αφήγημα, αλλά να αντιληφθούν συνολικότερα το σφάλμα τους, προσαρμόζοντας αναλόγως και την αντίληψή τους για το δέον γενέσθαι τις δεκαετίες που ακολουθούν.
Θα επανέλθουμε, αφού πρώτα τεθούν κάποια καυτά, αιρετικά ερωτήματα, στα οποία οφείλουν να δώσουν απάντηση όσοι στη χώρα ισχυρίζονται πως συμμετέχουν ή συμβάλλουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Πρώτον, με δεδομένα όσα βιώνουμε σήμερα, εξυπηρετείται το συμφέρον της Ελλάδας από μια ενιαία Τουρκία, ή θα ήταν προς όφελος των λαών της περιοχής εάν οι εσωτερικές αντιθέσεις της Τουρκίας την οδηγούσαν σε διαλυτικά μονοπάτια, κυρίως λόγω του Κουρδικού;
Δεύτερον, υπάρχει ορθολογικό σενάριο ειρηνικής συνύπαρξης με τη σημερινή Τουρκία; Η απάντησή μας εδώ είναι ένα ξεκάθαρο όχι. Άρα, η συνεπής και αξιόπιστη άρνηση των τουρκικών επεκτατικών στόχων επί του πεδίου είναι μονόδρομος. Με τη στρατιωτική ενίσχυση της χώρας να είναι αυταπόδεικτα κορυφαία προτεραιότητα. Εξίσου κρίσιμη είναι η διπλωματική εγρήγορση και έγκαιρη παρέμβαση σε κάθε μέτωπο για τη αντιμετώπιση της διπλωματικής διάστασης του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Τέλος, κρίσιμη παράμετρος είναι η οικονομική ανάταξη της Ελλάδας, δεδομένου ότι αποτελεί προϋπόθεση μεγιστοποίησης του αποτελέσματος στα άλλα δύο πεδία. Καταληκτικά, η Αθήνα οφείλει δίχως ιδεοληψίες να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για δραστική βελτίωση της απόδοσης σε όλους τους τομείς, γιατί σε τελευταία ανάλυση ο εθνικός σκοπός είναι ενιαίος. Κάπου εδώ μπαίνει και το ζήτημα της εκμετάλλευσης των ισχυρά πιθανολογούμενων ελληνικών υδρογονανθράκων.
Η μετάλλαξη είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή. Έχουν πλέον υιοθετήσει πανομοιότυπη φρασεολογία και ομιλούν ανοιχτά για τουρκικό αναθεωρητισμό. Υπερθεματίζουν μάλιστα ενίοτε, δηλώνοντας ότι η τουρκική στρατηγική που έφτασε σήμερα να αμφισβητεί επίσημα την κυριαρχία της Ελλάδας επί νήσων του ανατολικού Αιγαίου, χτιζόταν συστηματικά εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Αυτά πια τα λένε κάποιοι από όσους παλαιότερα κατάγγελλαν σαν πατριδοκάπηλους, εθνικιστές και μιλιταριστές όσους έλεγαν αυτά που αντιγράφουν σήμερα. Η αλλαγή είναι καλοδεχούμενη, υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύεται από αυτοκριτική και αναγνώριση.
Ποιος δεν θυμάται τη δεκαετία του 2000 όσους μιλούσαν για τους “ισλαμοδημοκράτες” του Ερντογάν και μαζί με το ελληνικό πολιτικό σύστημα ζητούσαν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, προτείνοντας εθνικές εκπτώσεις για “να τα βρούμε” με την Άγκυρα. Οι ίδιοι λοιπόν σήμερα, χωρίς βέβαια να έχουν εγκαταλείψει τα περί ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης, έχουν φτάσει να χειροκροτούν τα εξοπλιστικά προγράμματα που κάποτε δαιμονοποιούσαν.
Το αποτέλεσμα βέβαια είναι αυτά υλοποιούνται με υπερδεκαετή καθυστέρηση. Η οικονομική κρίση από ένα σημείο και πέρα αποτελούσε βολική δικαιολογία, Η αλήθεια είναι ότι εκτός από την οικονομική στενότητα έπαιξαν ρόλο και οι προτεραιότητες του πολιτικού συστήματος, στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλλε η κυρίαρχη ιδεολογία, που υποτιμούσε τα προβλήματα εθνικής ασφάλειας.
Οι προτεραιότητες όμως για να είναι σωστές, απαιτείται ορθή ανάγνωση του περιβάλλοντος ασφαλείας και των απειλών. Εκεί δηλαδή που απέτυχαν κραυγαλέα όσοι σήμερα σηκώνουν όψιμα τη σημαία της αντίστασης στον τουρκικό επεκτατισμό σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου… Ήταν αυτοί που υποστήριζαν με φανατισμό στα ΜΜΕ και στα πανεπιστήμια ότι η συμμετοχή στην ΕΕ εξασφάλιζε τα σύνορα της χώρας.
Ουδεμία έκπληξη λοιπόν στο ότι τότε υποστήριζαν το δόγμα που ο Σταύρος Λυγερός είχε κωδικοποιήσει με τον όρο «οι κακοί πασάδες και ο καλός Ερντογάν»! Οι ίδιοι κατηγορούσαν όσους προειδοποιούσαν γι’ αυτό που έρχεται ότι διαπνέονταν από αντι-ισλαμικό ρατσισμό. Ζητούσαν, μάλιστα, μείωση στρατιωτικών δαπανών, την ώρα που η Τουρκία είχε φουλάρει με εξοπλιστικά προγράμματα. Παρότι οι ίδιοι κύκλοι είχαν γελοιοποιηθεί στα Ίμια, όχι μόνο δεν κάμφθηκαν, αλλά και προσπάθησαν να φορτώσουν εκείνη την εθνική ήττα στους πολεμοκάπηλους! Δεν κατανόησαν ποτέ την ανάγκη συνέπειας και συνέχειας στην αμυντική προσπάθεια, ώστε το δόγμα της αποτροπής να είναι πειστικό και άρα αποτελεσματικό.
Αυτοί οι κύκλοι, που συνεχίζουν να έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική δημόσια σφαίρα έχει αποδειχθεί από τα γεγονότα ότι χαρακτηρίζονται από μνημειώδη αναλυτική ανεπάρκεια, από ανικανότητα να αντιληφθούν την Τουρκία και τη διαχρονική στρατηγική της. Επιχειρούν με θρησκευτικό φανατισμό να μεταλαμπαδεύσουν την εισαγόμενη από ξένες χώρες “σοφία” τους, σαν καλοί ιδεολογικοί μεταπράτες. Μόνο που οι εισαγόμενες αντιλήψεις έχουν παραχθεί από κέντρα του εξωτερικού για να εξυπηρετήσουν αλλότρια εθνικά συμφέροντα. Η έλλειψη εθνοκεντρισμού στην προσέγγιση του προβλήματος της ελληνικής εθνικής ασφάλειας οδηγεί σε φιάσκο της ανάλυσης.
Παρότι συχνά παπαγάλιζαν τη θεωρία ότι η Τουρκία “εξάγει την εσωτερική κρίση της”, την χρησιμοποιούσαν για να εφησυχάσουν κι όχι για να καλέσουν σε εγρήγορση! Λες και μια χώρα που συμπεριλαμβάνει εκατοντάδες εθνότητες στο εσωτερικό της, τις οποίες ενσωμάτωσε διά πυρός και σιδήρου, εκκαθαρίζοντας συχνά με μαχαίρι κάθε διαφορετική εθνική ταυτότητα, δεν θα μπορούσε να οδηγηθεί στο στάδιο που βρισκόμαστε σήμερα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ίδια πρόσωπα δαπανούσαν ερευνητικά τον χρόνο τους για να βρουν τρόπους να δικαιολογήσουν τις τουρκικές γενοκτονίες και τις εκδηλώσεις του τουρκικού επεκτατισμού στην Κύπρο, στο Αιγαίο και στη Θράκη, με καταφανές άγχος να καταλογίσουν σφάλματα στην ελληνική πλευρά. Κάπως έτσι φτάσαμε η σφαγή να αποκληθεί “συνωστισμός” στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922. Διακηρυγμένος στόχος τους ήταν και παραμένει να μεγαλώσουν τις νέες γενιές Ελλήνων χωρίς “αντιτουρκικά στερεότυπα“! Τα ίδια δεν προωθούσαν και με τους Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων; Δεν αποκαλούσαν το γειτονικό μας κράτος σκέτο Μακεδονία;
Η γνήσια αυτοκριτική όποιου διέπραξε εγκλήματα, σε συνδυασμό με τη μετριοπάθεια αυτού που υπέφερε και η βούληση για την οικοδόμηση από κοινού ενός ειρηνικού μέλλοντος, είναι απαράβατος όρος. Διότι η μονομερής απόπειρα αποσιώπησης ιστορικών γεγονότων από την ιστοριογραφία και τα σχολικά εγχειρίδια, είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη να αποτύχει.
Άρα, απαράβατος όρος για να αλλάξουν σελίδα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η Άγκυρα να εγκαταλείψει τις συσσωρευόμενες και κλιμακούμενες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας. Τελεία και παύλα. Γιατί με την πολιτική που ακολούθησε η Αθήνα η Ελλάδα κάνει επί δεκαετίες μικρά αλλά όχι ασήμαντα βήματα πίσω σε νόμιμα δικαιώματά της, δήθεν προς χάριν της ειρήνης. Δικαιολογία που πρόσφερε φύλλο συκής στο φοβικό σύνδρομο. Αυτά άνδρωσαν την τουρκική στρατηγική, που κάποιοι χαρακτηρίζουν σήμερα επιτυχή.
Πώς είναι δυνατό κατά συνέπεια, τα ίδια πρόσωπα να ρητορεύουν από τηλεοπτικού “άμβωνος”, ενίοτε αποδεικνύοντας εαυτούς βασιλικότερους του βασιλέως; Έστω όμως κι έτσι, δεν μπορεί κανείς παρά να τους καλωσορίσει στην πραγματικότητα. Και φυσικά να τους καλέσει να μην παραμείνουν στο πολιτικά βολικό σημερινό τους αφήγημα, αλλά να αντιληφθούν συνολικότερα το σφάλμα τους, προσαρμόζοντας αναλόγως και την αντίληψή τους για το δέον γενέσθαι τις δεκαετίες που ακολουθούν.
Θα επανέλθουμε, αφού πρώτα τεθούν κάποια καυτά, αιρετικά ερωτήματα, στα οποία οφείλουν να δώσουν απάντηση όσοι στη χώρα ισχυρίζονται πως συμμετέχουν ή συμβάλλουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Πρώτον, με δεδομένα όσα βιώνουμε σήμερα, εξυπηρετείται το συμφέρον της Ελλάδας από μια ενιαία Τουρκία, ή θα ήταν προς όφελος των λαών της περιοχής εάν οι εσωτερικές αντιθέσεις της Τουρκίας την οδηγούσαν σε διαλυτικά μονοπάτια, κυρίως λόγω του Κουρδικού;
Δεύτερον, υπάρχει ορθολογικό σενάριο ειρηνικής συνύπαρξης με τη σημερινή Τουρκία; Η απάντησή μας εδώ είναι ένα ξεκάθαρο όχι. Άρα, η συνεπής και αξιόπιστη άρνηση των τουρκικών επεκτατικών στόχων επί του πεδίου είναι μονόδρομος. Με τη στρατιωτική ενίσχυση της χώρας να είναι αυταπόδεικτα κορυφαία προτεραιότητα. Εξίσου κρίσιμη είναι η διπλωματική εγρήγορση και έγκαιρη παρέμβαση σε κάθε μέτωπο για τη αντιμετώπιση της διπλωματικής διάστασης του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Τέλος, κρίσιμη παράμετρος είναι η οικονομική ανάταξη της Ελλάδας, δεδομένου ότι αποτελεί προϋπόθεση μεγιστοποίησης του αποτελέσματος στα άλλα δύο πεδία. Καταληκτικά, η Αθήνα οφείλει δίχως ιδεοληψίες να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για δραστική βελτίωση της απόδοσης σε όλους τους τομείς, γιατί σε τελευταία ανάλυση ο εθνικός σκοπός είναι ενιαίος. Κάπου εδώ μπαίνει και το ζήτημα της εκμετάλλευσης των ισχυρά πιθανολογούμενων ελληνικών υδρογονανθράκων.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA
Δημοσίευση σχολίου