Γκαρτζονίκας Παναγιώτης
Είναι ευρύτατα διαδομένη η θεώρηση της γεωγραφίας που βλέπει την Τουρκία να έχει μόνο πλεονεκτήματα και την Ελλάδα μόνο μειονεκτήματα. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να επιχειρηματολογήσει εναντίον αυτών των απόψεων, κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, εξετάζοντας την ηπειρωτική Ελλάδα και τον χώρο του Αιγαίου, τον τελευταίο και υπό το πρίσμα της τουρκικής πίεσης για αποστρατιωτικοποίηση.
Ενώ τα φυσικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά (έκταση, βουνά, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες) παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ανθρώπους που διαβιούν εκεί και με τις σχέσεις που αναπτύσσουν με την πάροδο του χρόνου. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες χώρες, είναι μια γεωγραφική “ανορθογραφία”. Σε έναν ηπειρωτικό κορμό, που αν αφαιρέσεις την Πελοπόννησο που ουσιαστικά είναι νησί, απομένει ένα τμήμα μικρής έκτασης με ελάχιστο βάθος.
Σε αυτό το τμήμα προσκολλάται ένας εκτεταμένος βραχίονας που είναι η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, μια λωρίδα με μηδαμινό βάθος απομακρυνόμενη από τον κορμό. Αν σε αυτά προσθέσουμε τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και το γεγονός ότι η χάραξη των βορείων συνόρων δεν συμμορφώνεται με κάποια στρατιωτική αμυντική λογική, τότε το πρόβλημα ασφαλείας του ελληνικού χώρου είναι δυσεπίλυτο.
Ήδη από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων εγέρθηκαν αμφιβολίες για το κατά πόσον η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να συμπεριλάβει τη Θράκη στην ελληνική επικράτεια. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μάλιστα, υπογράμμισε στη Βουλή τον Μάρτιο 1913 τη γεωγραφική τρωτότητα της επέκτασης πέραν του εθνικού κορμού προς Ανατολάς, “άνευ σπονδυλικής στήλης”. Γεωγραφικούς, εν πολλοίς, λόγους επικαλέσθηκε και ο Ιωάννης Μεταξάς για να υποστηρίξει ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να επεκταθεί στη Μικρά Ασία.
Το ίδιο επιχείρημα έχουν υποστηρίξει έκτοτε και πολλοί άλλοι μέχρι σήμερα. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, η ανησυχία για την άμυνα των βορείων συνόρων, οδήγησε ακόμη και σε συμμαχία με την Τουρκία και στη σύμπηξη του Βαλκανικού Συμφώνου. Μεταπολεμικά η ίδια τρωτότητα ήταν από τους πιο σημαντικούς λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα να προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ, οπότε η άμυνα των ελληνικών συνόρων εντάχθηκε στο ευρύτερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των δύο συνασπισμών.
Γεωγραφική κατανομή
Μετά το τέλος το Ψυχρού Πολέμου ο “από βορρά κίνδυνος” αποτελεί παρελθόν, τουλάχιστον για το προβλεπτό μέλλον. Στο Αιγαίο, η Ελλάδα κατάφερε, βοηθούμενη και από τη συγκυρία, να καταλάβει όλα τα νησιά, πλην Ίμβρου και Τενέδου, παρά την εγγύτητα των νησιών προς τις μικρασιατικές ακτές και να μείνει ο μόνος κυρίαρχος, αποκλείοντας τη Βουλγαρία.
Το Αιγαίο είναι κατεξοχήν ελληνικό παρά τα γεωγραφικά και γεωλογικά επιχειρήματα των Τούρκων, την αβελτηρία των οποίων οικτίρει ο Νταβούτογλου, αποδίδοντάς την στην έλλειψη στρατηγικής και Ναυτικού, κατάσταση την οποία προσπαθεί να ανατρέψει σήμερα ο Ερντογάν. Πάντως, ο Νταβούτογλου ακριβολογεί όταν περιγράφει την κατάσταση στο Αιγαίο ότι «η βασική πηγή προβλήματος είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος».
Άρα, η Ελλάδα διατηρεί τη Θράκη και ολόκληρο το Αιγαίο, παρά τη γεωγραφία, απώλεσε δε τη Μικρά Ασία για πολλούς άλλους λόγους, πριν φθάσουμε στους γεωγραφικούς. Δηλαδή, παρά τις γεωγραφικές δυσκολίες, η Ελλάδα καταφέρνει εδώ και εκατό χρόνια να διατηρεί την ακεραιότητά της και ελπίζουμε να τη διατηρήσει και μελλοντικά. Η Ελλάδα, βεβαίως, δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση χώρας με τέτοια ανομοιόμορφη γεωγραφική κατανομή.
Και τούτο επειδή όσο σημαντική και να είναι η γεωγραφία, στην άμυνα μιας χώρας υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες. Για παράδειγμα, εάν η χώρα είναι αποφασισμένη να υπερασπισθεί την επικράτειά της και να αποτρέπει δυνητικούς επιτιθέμενους, οι οποίοι υπολογίζουν το κόστος. Οι επιτιθέμενοι είναι δυνατόν να είναι ευάλωτοι σε άλλα γεωγραφικά σημεία, οι συσχετισμοί ισχύος να μεταβάλλονται ή να ανευρίσκονται σύμμαχοι με κοινά συμφέροντα.
Είναι ευρύτατα διαδομένη η θεώρηση της γεωγραφίας που βλέπει την Τουρκία να έχει μόνο πλεονεκτήματα και την Ελλάδα μόνο μειονεκτήματα. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να επιχειρηματολογήσει εναντίον αυτών των απόψεων, κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, εξετάζοντας την ηπειρωτική Ελλάδα και τον χώρο του Αιγαίου, τον τελευταίο και υπό το πρίσμα της τουρκικής πίεσης για αποστρατιωτικοποίηση.
Ενώ τα φυσικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά (έκταση, βουνά, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες) παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ανθρώπους που διαβιούν εκεί και με τις σχέσεις που αναπτύσσουν με την πάροδο του χρόνου. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες χώρες, είναι μια γεωγραφική “ανορθογραφία”. Σε έναν ηπειρωτικό κορμό, που αν αφαιρέσεις την Πελοπόννησο που ουσιαστικά είναι νησί, απομένει ένα τμήμα μικρής έκτασης με ελάχιστο βάθος.
Σε αυτό το τμήμα προσκολλάται ένας εκτεταμένος βραχίονας που είναι η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, μια λωρίδα με μηδαμινό βάθος απομακρυνόμενη από τον κορμό. Αν σε αυτά προσθέσουμε τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και το γεγονός ότι η χάραξη των βορείων συνόρων δεν συμμορφώνεται με κάποια στρατιωτική αμυντική λογική, τότε το πρόβλημα ασφαλείας του ελληνικού χώρου είναι δυσεπίλυτο.
Ήδη από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων εγέρθηκαν αμφιβολίες για το κατά πόσον η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να συμπεριλάβει τη Θράκη στην ελληνική επικράτεια. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μάλιστα, υπογράμμισε στη Βουλή τον Μάρτιο 1913 τη γεωγραφική τρωτότητα της επέκτασης πέραν του εθνικού κορμού προς Ανατολάς, “άνευ σπονδυλικής στήλης”. Γεωγραφικούς, εν πολλοίς, λόγους επικαλέσθηκε και ο Ιωάννης Μεταξάς για να υποστηρίξει ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να επεκταθεί στη Μικρά Ασία.
Το ίδιο επιχείρημα έχουν υποστηρίξει έκτοτε και πολλοί άλλοι μέχρι σήμερα. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, η ανησυχία για την άμυνα των βορείων συνόρων, οδήγησε ακόμη και σε συμμαχία με την Τουρκία και στη σύμπηξη του Βαλκανικού Συμφώνου. Μεταπολεμικά η ίδια τρωτότητα ήταν από τους πιο σημαντικούς λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα να προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ, οπότε η άμυνα των ελληνικών συνόρων εντάχθηκε στο ευρύτερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των δύο συνασπισμών.
Γεωγραφική κατανομή
Μετά το τέλος το Ψυχρού Πολέμου ο “από βορρά κίνδυνος” αποτελεί παρελθόν, τουλάχιστον για το προβλεπτό μέλλον. Στο Αιγαίο, η Ελλάδα κατάφερε, βοηθούμενη και από τη συγκυρία, να καταλάβει όλα τα νησιά, πλην Ίμβρου και Τενέδου, παρά την εγγύτητα των νησιών προς τις μικρασιατικές ακτές και να μείνει ο μόνος κυρίαρχος, αποκλείοντας τη Βουλγαρία.
Το Αιγαίο είναι κατεξοχήν ελληνικό παρά τα γεωγραφικά και γεωλογικά επιχειρήματα των Τούρκων, την αβελτηρία των οποίων οικτίρει ο Νταβούτογλου, αποδίδοντάς την στην έλλειψη στρατηγικής και Ναυτικού, κατάσταση την οποία προσπαθεί να ανατρέψει σήμερα ο Ερντογάν. Πάντως, ο Νταβούτογλου ακριβολογεί όταν περιγράφει την κατάσταση στο Αιγαίο ότι «η βασική πηγή προβλήματος είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος».
Άρα, η Ελλάδα διατηρεί τη Θράκη και ολόκληρο το Αιγαίο, παρά τη γεωγραφία, απώλεσε δε τη Μικρά Ασία για πολλούς άλλους λόγους, πριν φθάσουμε στους γεωγραφικούς. Δηλαδή, παρά τις γεωγραφικές δυσκολίες, η Ελλάδα καταφέρνει εδώ και εκατό χρόνια να διατηρεί την ακεραιότητά της και ελπίζουμε να τη διατηρήσει και μελλοντικά. Η Ελλάδα, βεβαίως, δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση χώρας με τέτοια ανομοιόμορφη γεωγραφική κατανομή.
Και τούτο επειδή όσο σημαντική και να είναι η γεωγραφία, στην άμυνα μιας χώρας υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες. Για παράδειγμα, εάν η χώρα είναι αποφασισμένη να υπερασπισθεί την επικράτειά της και να αποτρέπει δυνητικούς επιτιθέμενους, οι οποίοι υπολογίζουν το κόστος. Οι επιτιθέμενοι είναι δυνατόν να είναι ευάλωτοι σε άλλα γεωγραφικά σημεία, οι συσχετισμοί ισχύος να μεταβάλλονται ή να ανευρίσκονται σύμμαχοι με κοινά συμφέροντα.
Το γεωγραφικό πλεονέκτημα στη Θράκη
Οι ίδιοι γεωγραφικοί χώροι μπορεί να προσφέρουν πλεονεκτήματα από μια άποψη, αλλά μειονεκτήματα από μια άλλη. Το ιδιόμορφο σχήμα της Ελλάδος θεωρείται μειονέκτημα, επειδή στον ηπειρωτικό χώρο στερείται βάθους από βορρά προς νότο, ενώ η Θράκη βρίσκεται απομακρυσμένη από τον εθνικό κορμό, με τον οποίο συνδέεται με τη στενή λωρίδα της ανατολικής Μακεδονίας. Και το Ισραήλ στερείται βάθους όχι μόνο στρατηγικού αλλά και τακτικού. Κατάφερε, όμως, να αυξήσει εικονικά το βάθος του, χρησιμοποιώντας το έδαφος των αντιπάλων του και σήμερα οι εχθροί του έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να το εξαφανίσουν.
Η γεωγραφική διαμόρφωση, όμως, δεν προσφέρει μόνο πλεονεκτήματα στην Τουρκία. Στην περιοχή της Θράκης, η “ζώνη επαφής” είναι περιορισμένη, μόνο διακόσια περίπου χιλιόμετρα, γεγονός που της επιτρέπει να αναπτύξει περιορισμένο μόνο αριθμό δυνάμεων, αδυνατώντας συνεπώς να αξιοποιήσει την αριθμητική της υπεροχή. Όπως και η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, η Τουρκία δεν μπορεί να εφαρμόσει ένα σχέδιο τύπου Schlieffen ή Manstein εναντίον της Ελλάδος. Να συγκεντρώσει δηλαδή τον όγκο των δυνάμεών της και να επιδιώξει την καταστροφή των αντίστοιχων ελληνικών σε μια αποφασιστική χερσαία μάχη εκμηδένισης.
Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει όταν συγκρίνουμε τις εκατέρωθεν χερσαίες δυνάμεις, χωρίς να υπολογίζουμε και τους άλλους δυνητικούς αντιπάλους της Τουρκίας. Άρα το ότι δεν είναι δυνατή η συγκέντρωση των χερσαίων δυνάμεων είναι μεγαλύτερο μειονέκτημα για την Τουρκία παρά για την Ελλάδα, ενώ και οι δύο πλευρές είναι αναγκασμένες να ενεργήσουν “επί εξωτερικών γραμμών επιχειρήσεων”, όπως θα έλεγαν οι παλιότεροι. Επιπρόσθετα, η ανατολική Θράκη διαχωρίζεται με τα Στενά από τον τουρκικό κορμό και επομένως είναι ευάλωτη σε επίθεση από Δυσμάς προς Ανατολάς και με μικρό βάθος.
Μειονεκτήματα και δυνατότητες των νησιών
Ο γεωγραφικός παράγοντας, οσονδήποτε σημαντικός, δεν είναι ο μοναδικός στην άμυνα μιας χώρας. Οι Ισραηλινοί κατέλαβαν τη χερσόνησο του Σινά το 1967. Έτσι, αύξησαν σημαντικά το βάθος τους φθάνοντας στη διώρυγα του Σουέζ, το μεγαλύτερο αντιαρματικό κώλυμα στον κόσμο κατά τον Moshe Dayan. Μετά από μόλις έξι χρόνια, διαπίστωσαν ότι το μεγαλύτερο βάθος δεν τους πρόσφερε περισσότερη ασφάλεια.
Ο εκτεταμένος νησιωτικός χώρος του Αιγαίου παρουσιάζει δύο μειονεκτήματα για την Ελλάδα: Πρώτον, η υπεράσπισή του από πλευράς στρατού απαιτεί μια αντιοικονομική διασπορά των δυνάμεων. Δεύτερον, η Τουρκία από την άλλη πλευρά, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία, μπορεί να επιτεθεί σε όποιο ή όποια από τα πολυάριθμα νησιά μας επιλέξει. Το μειονέκτημα αυτό, ωστόσο, αντισταθμίζεται μερικώς από το γεγονός ότι οι αμφίβιες επιχειρήσεις είναι οι πιο απαιτητικές. Για να τις υλοποιήσει κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο ορισμένες δυνάμεις. Η Ελλάδα πρέπει να θεωρεί το Αιγαίο ως ενιαίο χώρο, ως μία περιοχή επιχειρήσεων και όχι ως άθροισμα νησιών μέσα σε μια θαλάσσια περιοχή.
Τα νησιά, προσφέρουν στη δική μας πλευρά δύο σοβαρά πλεονεκτήματα. Πρώτον, δύνανται να χρησιμεύσουν ως βάσεις ειδικών επιχειρήσεων εναντίον των μικρασιατικών παραλίων και να καταφέρουν σημαντικά πλήγματα και σοβαρές διαταραχές (disruptions) στις εχθρικές δυνατότητες, εξαιρετικά σημαντικότερα σε σχέση με το παρελθόν. Δεύτερον και σπουδαιότερο, οι δυνατότητες των σύγχρονων πυραυλικών συστημάτων εναντίον στόχων επιφανείας, αντιαεροπορικών όπλων αλλά και αντιπλοικών βλημάτων, προσφέρουν επίσης νέες δυνατότητες, αδιανόητες παλιότερα.
Τα νησιά, λειτουργώντας με αυτά τα πυραυλικά συστήματα ως αλυσίδα βάσεων, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες επιχειρησιακές αντιλήψεις περί Αντι-πρόσβασης και Απαγόρευσης Περιοχής (Antiaccess, Area Denial-A2/AD), μπορούν να καταστήσουν την Ελλάδα ικανή να απαγορεύσει στην Τουρκία τον έλεγχο του θαλάσσιου και εναέριου χώρου του Αιγαίου.
Μια τέτοια αντίληψη συνεπάγεται αφενός μεν ότι οι χερσαίες δυνάμεις δεν θα αναμένουν τον εχθρό στην ακτή αφετέρου δε ότι η Αεροπορία και το Ναυτικό μπορούν να αποδεσμευθούν μερικώς από κάποιους παραδοσιακούς ρόλους και να αναλάβουν νέους. Τις αντιλήψεις αυτές χρησιμοποιεί η Κίνα στον δυτικό Ειρηνικό για να απαγορεύσει την προσέγγιση των Αμερικανών στις κινεζικές ακτές, χρησιμοποιώντας δύο αλυσίδες νησιών, μία απομακρυσμένη και μία δεύτερη εγγύς των ακτών της. Έχει φθάσει μάλιστα μέχρι του σημείου να “κατασκευάζει” και νησιά εκεί όπου δεν υπάρχουν, για να εγκαταστήσει πάνω τους πυραυλικά συστήματα.
Η αποστρατιωτικοποίηση και οι δύο παγίδες
Η αποστέρηση από την Ελλάδα του παραπάνω σημαντικού πλεονεκτήματος αποτελεί βασική επιδίωξη της Τουρκίας. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η αποστρατιωτικοποίηση. Να συμφωνήσει δηλαδή η Ελλάδα να μην εγκαταστήσει πυραυλικά συστήματα στα νησιά. Θεωρώ ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα συναινέσει σε έναν τέτοιον ακρωτηριασμό μιας τόσο σοβαρής δυνατότητάς μας. Παρά ταύτα εδώ ελλοχεύουν δύο παγίδες.
Η πρώτη είναι να πεισθεί, αφού πιεσθεί, η Ελλάδα να απόσχει από την εγκατάσταση “επιθετικών” όπλων εγγύς των μικρασιατικών ακτών για να μην απειλεί την Τουρκία. Είναι πασιφανές, ωστόσο, ότι ο επιτιθέμενος, με την πολιτική έννοια, είναι η Τουρκία. Από στρατηγικής πλευράς η Ελλάδα είναι αμυνόμενη. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει απλώς να καλύπτεται για να αποφύγει τα κτυπήματα του αντιπάλου.
Η δεύτερη πονηρή παγίδα είναι να ισχυρισθούμε ότι δεν δεχόμαστε αποστρατιωτικοποίηση, εφόσον οι στρατιωτικές μονάδες, πεζικού και άλλες, παραμένουν στα νησιά, ωστόσο δεν θα προχωρήσουμε και σε εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων στα νησιά. Ο δεύτερος τρόπος είναι να μην γίνει καμία συμφωνία αποστρατιωτικοποίησης αλλά η Τουρκία να μας απειλεί, με διάφορους τρόπους, να απόσχουμε από μια τέτοια ενέργεια και εμείς, μη φιλοπόλεμοι όντες, να συμμορφωθούμε. Φυσικά και έχουμε γίνει ειδικοί στη δικαιολόγηση τέτοιων αποφάσεων, διακηρύσσοντας ότι παραμένει μεν δικαίωμά μας θα το ασκήσουμε δε όποτε κρίνουμε οι ίδιοι κάπου στο μέλλον κλπ.
Συμπερασματικά, η γεωγραφία δεν προσδιορίζει ντετερμινιστικά τη μοίρα μιας χώρας και αποτελεί μύθο ο ισχυρισμός ότι η χώρα μας είναι σε μειονεκτική θέση από αμυντικής πλευράς λόγω γεωγραφίας. Η γεωγραφική διαμόρφωση παρουσιάζει σοβαρά πλεονεκτήματα για την Ελλάδα, τα οποία μπορεί να εκμεταλλευθεί. Αν αποφασίσουμε να μην το κάνουμε, δεν θα μας φταίει η γεωγραφία.
Δημοσίευση σχολίου