“Έσπασε ο πάγος”, διοχετεύουν στα Μίντια κυβερνητικές πηγές μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν. Η αλήθεια είναι ότι ο “πάγος” αυτός δεν υπήρχε και η συνάντηση των δυο ηγετών αποτελεί μια κάπως επιπόλαιη σκηνοθεσία, με στόχο να συγκαλυφθούν στοιχειωδώς οι επιλογές που καθορίζονται από τη στρατηγική αναγκαιότητα. Επί της ουσίας δεν αλλάζει τίποτα στα ελληνοτουρκικά. Μένει να αποδειχθεί εάν η ελληνική κυβέρνηση θα επιλέξει στην πράξη ερμηνεία των δεδομένων με βάση τους “πόθους” της ή την πραγματικότητα.
Γράφει ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ Β. ΜΙΧΑΣ*
Οι δυο χώρες υποτίθεται συμφώνησαν ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί το σκηνικό έντασης του περσινού καλοκαιριού. Θα ήταν τουλάχιστον αστείο να συμπεράνει η Αθήνα ότι η Άγκυρα διδάχθηκε από όσα εισέπραξε στο πεδίο. Η μεγάλη ένταση του περασμένου καλοκαιριού ήταν προϊόν συνειδητής απόφασης του καθεστώτος Ερντογάν. Η δε ελληνική “ενεργή αντίσταση”(;) ήταν επίσης απόφαση της πολιτικής ηγεσίας.
Το… “παγοθραυστικό κλίμα” της συνάντησης είναι φυσικό να ευθυγραμμίζεται με το αντίστοιχο που επικράτησε στη συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν. Κοινό στοιχείο των δυο είναι ότι δεν υπήρξε ρήξη, παρότι τα προβλήματα είναι σοβαρά και στρατηγικής φύσεως.
Ωστόσο, η Ελλάδα είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική των ΗΠΑ που δεν επιθυμεί οριστική ρήξη με την Άγκυρα, φοβούμενη ότι θα σηματοδοτήσει την απώλεια του τουρκικού γεωγραφικού χώρου για το ΝΑΤΟ. Η ελλαδική επιλογή στρατηγικής δεν αποτελεί απόδειξη προβλεψιμότητας, υπό την έννοια ότι η Αθήνα συστηματικά ευθυγραμμίζεται με τις επιλογές της Ουάσιγκτον.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα είχε δύο επιλογές. Η πρώτη συνίσταται στην ορθή “ανάγνωση” των συνθηκών που έχουν επιβάλει στο καθεστώς Ερντογάν τακτική αναδίπλωσης και τη διευκόλυνση αυτής της τακτικής. Οι συνθήκες που την επέβαλαν είναι η υπέρ-συσσώρευση επικίνδυνων μετώπων που έθεσαν την Τουρκία σε κατάσταση “στρατηγικής υπερεξάπλωσης“. Κι αυτό σε συνδυασμό με τη σφοδρή οικονομική κρίση, η οποία συνδέεται με την επιδείνωση των σχέσεών της με τη Δύση.
Η “διευκόλυνση” του Ερντογάν εκ μέρους της Αθήνας έχει λογική υπό δύο προϋποθέσεις:
Η πρώτη είναι να γίνεται επαρκώς κατανοητή ο τακτικός χαρακτήρας της τουρκικής αναδίπλωσης. Δηλαδή, ότι η αναδίπλωση αποτελεί λύση ανάγκης. Η Ελλάδα δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να πειστεί από γνωστές “αναλύσεις” που δημιουργούν φρούδες ελπίδες περί των περιθωρίων η Τουρκία να αποδεχθεί μία λύση στη βάση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας.
Η Τουρκία δεν σταμάτησε να απορρίπτει την εφαρμογή του, ούτε γενικότερα να επιβουλεύεται ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ενίοτε και την ίδια την ελληνική κυριαρχία. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που δεν έχει εκλείψει το στρατηγικό υπόστρωμα της ελληνοτουρκικής διένεξης, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να καλλιεργηθούν προσδοκίες από τους γνωστούς ελλαδικούς κύκλους που αρέσκονται σε αυτό.
Αντιθέτως, η διπλωματική “διευκόλυνση” της Τουρκίας πρέπει να εξαντληθεί στη ρητορική περί “σπασίματος του πάγου”. Στη διπλωματική διαδικασία που θα τεθεί σε κίνηση, η Ελλάδα πρέπει διαρκώς να υπενθυμίζει στο διεθνές ακροατήριο ότι επί της ουσίας διαπραγμάτευση δεν μπορεί να υπάρξει όταν οι δυο πλευρές κατέρχονται με θέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες, που δεν επιδέχονται γεφύρωση.
Κλασσικότερο παράδειγμα είναι το δικαίωμα ή μη των νήσων να έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Το ζήτημα αυτό απαντάται με ένα “ναι” ή ένα “όχι”, δεδομένου ότι το διεθνές δίκαιο δεν επιδέχεται παρερμηνειών. Εν ολίγοις, η ελληνική διπλωματία πρέπει να θέσει το θέμα σε αυτή την απλή του μορφή, απαιτώντας το “ναι” της Τουρκίας, ως προϋπόθεση διπλωματικής διαδικασίας, η οποία θα στοχεύει στην ουσία και δεν θα είναι προσχηματική.
Η δεύτερη προϋπόθεση για να έχει λογική η διευκόλυνση της Τουρκίας, είναι η Αθήνα να αξιοποιήσει τον χρόνο σχετικής ηρεμίας όχι απλά και μόνο για την επιβεβαίωση της εικόνας ενός “κράτους status quo” που ορθώς προβάλει σταθερά η Ελλάδα, αλλά για να προετοιμαστεί επαρκώς για την πιθανότατη περίπτωση που η Άγκυρα επανέλθει στις γνωστές προκλήσεις της.
Αυτή η προετοιμασία δεν μπορεί παρά να έχει κυρίως, αλλά όχι μόνο, στρατιωτικό περιεχόμενο. Εάν αναλυθεί η εξέλιξη “με τουρκικά γυαλιά”, η αναγκαιότητα που επέβαλλε στην Τουρκία την τακτική αναδίπλωση, αποδεικνύει ότι η στρατηγική του στρατιωτικού καταναγκασμού, δεν παρήγαγε το προηγούμενο διάστημα τα αποτελέσματα που προσδοκούσε η τουρκική ηγεσία.
Αυτό, κατά τη γνώμη του υπογράφοντος, αποτελεί επαλήθευση της ορθότητας της ανάλυσης ότι μοναδική στρατηγική που μπορεί να έχει αποτελέσματα απέναντι στην Τουρκία, είναι η συνεχής αξιόπιστη άρνηση των στόχων της επί του πεδίου. Η ενίσχυση των όρων αποτροπής κάθε τουρκικής σκέψης για κλιμάκωση με χρήση του στρατιωτικού εργαλείου.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το πρωθυπουργικό επιτελείο και το υπουργείο Εξωτερικών, οφείλουν να κλείσουν τα αυτιά τους στις γνωστές “σειρήνες” που θα υποστηρίξουν την αναστολή της υλοποίησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων, επ’ ωφελεία υποτίθεται της ελληνικής οικονομίας και για να δημιουργηθεί υποτίθεται καλό διπλωματικό κλίμα στα ελληνοτουρκικά.
Si vis pacem, para bellum
(Αν θέλεις ειρήνη, προετοίμαζε πόλεμο / Ιούλιος Καίσαρας)
Η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει άμεσα στην υλοποίηση της “ενδιάμεσης λύσης” με την απόκτηση μεταχειρισμένων φρεγατών που θα συρρικνώσει το ρίσκο της χρήσης υπέργηρων μονάδων επιφανείας και θα επιτρέψει την έναρξη όποιου προγράμματος εκσυγχρονισμού των φρεγατών MEKO 200HN επιλεγεί.
Ιδανικό σενάριο θα ήταν και η έναρξη ταχείας ναυπήγησης αριθμού πολεμικών πλοίων μικρότερου εκτοπίσματος, άρα χαμηλότερου κόστους από τις φρεγάτες. Στόχος είναι στην επόμενη τριετία ο στόλος να αρχίσει να εντάσσει ολοκαίνουργιες, ισχυρά οπλισμένες μονάδες επιφανείας. Αυτό θα συνιστά δυναμική επούλωση των τραυμάτων που συσσώρευσε στον ελληνικό Ναυτικό κι όχι μόνο η υπερδεκαετής παραμέληση της σταδιακής ανανέωσής του.
Στοχευμένες πρέπει να είναι και οι παρεμβάσεις στον τομέα της αεροπορικής ισχύος. Ιδανικά, η προμήθεια των μαχητικών Rafale πρέπει να συμπληρωθεί ώστε η Πολεμική Αεροπορία να διαθέτει το συντομότερο δυνατόν δύο πολεμικές Μοίρες, όχι μόνο 18 μονάδες που δεν αποτελούν ούτε μία ισχυρή Μοίρα (24 αεροσκάφη).
Παράλληλα, πρέπει να μεγιστοποιηθεί η πίεση στον αμερικανικό παράγοντα, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για τη νέα διμερή αμυντική συμφωνία, για την επανάληψη του “μοντέλου Rafale” και με τα μαχητικά πέμπτης γενιάς F-35. Υπό την προϋπόθεση ότι όντως αποτελούν επιλογή της Πολεμικής Αεροπορίας.
Η αμερικανική Αεροπορία διαθέτει περισσότερα από 500 τέτοια μαχητικά. Η ενεργητική διεκδίκηση δωρεάν παραχώρησης 12 μεταχειρισμένων F-35 και η συμπλήρωση με παραγγελία άλλων τόσων για τη συγκρότηση της πρώτης Μοίρας στην Πολεμική Αεροπορία, μπορεί να ακούγεται “υπερβολική”, αλλά δεν είναι.
Αυτό αποδεικνύεται από την επένδυση των ΗΠΑ στον ελλαδικό χώρο και την έκταση των διευκολύνσεων που απολαμβάνουν, σε συνδυασμό με τα ανύπαρκτα μέχρι στιγμής χειροπιαστά στρατιωτικά ανταλλάγματα σε μια δύσκολη συγκυρία για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Εν κατακλείδι, έμφαση πρέπει να δοθεί στα αεροπορικά και ναυτικά όπλα μακρού πλήγματος, η κατοχή και μόνο των οποίων ενισχύει αποφασιστικά τη στρατιωτική αποτροπή.
Το “σπάσιμο του πάγου” ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία είναι λογική εξέλιξη με βάση τα δεδομένα που επικρατούν στις δυο χώρες. Η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί με προσοχή, κυρίως όμως χωρίς ψευδαισθήσεις, ενώ παράλληλα η “διευκόλυνση” που προσφέρει στην Άγκυρα, δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αδυναμία.
Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος είναι που θα διαβιβάσει τα σωστά μηνύματα τόσο στην Άγκυρα όσο και στις συμμαχικές πρωτεύουσες, ότι η Αθήνα και διαθέτει ξεκάθαρη εικόνα για τον αντίπαλό της και έχει λάβει τις αποφάσεις της. Η ειρήνη πρέπει να είναι η σαφής ελληνική επιλογή, μαζί όμως με εξίσου σαφείς “κόκκινες γραμμές”.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA
Δημοσίευση σχολίου