Ο Υποναύαρχος ε.α και πρόεδρος της Κοινωνίας Αξιών, Στέλιος Φενέκος μ΄ ένα ακόμη εξαιρετικό κείμενο , σχολιάζει τη φράση του Α/ΓΕΕΘΑ ότι “θα κάψουμε όποιον πατήσει το έδαφος μας”. Το κάνει μεταφέροντας μας στη νύχτα των Ιμίων ,αλλά και στην ανάλυση των γεγονότων που έγινε αμέσως μετά από την κρίση. Τότε που οι επιτελείς του Πολεμικού Ναυτικού, είχαν προτείνει σχέδια για την “επόμενη φορά” που οι Τούρκοι θα τολμούσαν να πατήσουν σε ελληνικό έδαφος. Οι στρατιωτικοί έμαθαν από τα Ίμια. Αλλά φαίνεται ότι είναι οι μόνοι που έχουν μάθει…
Γράφει ο Στέλιος Φενέκος*
Αμέσως μετά την κρίση των Ιμίων, το Πολεμικό Ναυτικό άρχισε να μελετάει την κρίση των Ιμίων σε όλα τα επίπεδα, στρατηγικό, επιχειρησιακό, τακτικό.
Οι πολιτικοί σε πολιτικό επίπεδο δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να εξετάσουν τις δικές του παραμέτρους πολιτικής απόφασης και χειρισμού αναλόγων κρίσεων, οχυρωμένοι πίσω από επιφανειακές δικαιολογίες και μεταθέσεις ευθυνών, με κύριο αποδέκτη τον τότε Α/ΓΕΕΘΑ Ναύαρχο Λυμπέρη.
Τότε υπηρετούσα στον Α’ Κλάδο του Αρχηγείου Στόλου (Πλωτάρχης) και έκανα βάρδια στο Κέντρο Πληροφοριών Μάχης (ΚΠΜ) της ναυαρχίδας του Στόλου “Φ/Γ Έλλη”, ως Αξιωματικός Φυλακής των επιχειρήσεων του Στόλου (12-6, σε 6ωρίες ως προς την ευθύνη– πλην όμως στην ουσία παν-φυλακή). Οπότε είχα πλήρη και άμεση εικόνα των όσων συνέβησαν.
Όταν ο Στόλος επέστρεψε στον Ναύσταθμο, ο Αρχηγός Στόλου αείμνηστος Αντιναύαρχος Παληογιώργος συγκάλεσε άμεσα σύσκεψη με όλους τους κυβερνήτες των πλοίων και με τους Κλαδάρχες του ΑΣ και με ευθύνη συντονισμού από τον Κλαδάρχη του Κλάδου επιχειρήσεων (Α’ Κλάδου) Πλοίαρχο Τζαβάρα (μετέπειτα Αντιναύαρχο και Αρχηγό Στόλου), όπου μου ανατέθηκε ο ρόλος του Γραμματέα.
Κατέγραψα τα πάντα, όπως ειπώθηκαν από όλους τους συμμετέχοντες, χωρίς περιστροφές και αλλοιώσεις, αφού όσα ειπώθηκαν ήταν μερικές ώρες μόνο μετά τα συμβάντα και δεν υπήρχαν περιθώρια στρέβλωσης απόκρυψης ή ωραιοποίησης.
Στην ειλικρινή παράθεση και καταγραφή των γεγονότων συνέβαλε και η ακεραιότητα του Αρχηγού Στόλου και η ακεραιότητα και ευθύτητα του Πλοίαρχου Τζαβάρα.
Στην συνέχεια έγινε η επίσημη διερεύνηση που διατάχθηκε από τον Α/ΓΕΕΘΑ Ναύαρχο Λυμπέρη, και η παρουσίαση των αποτελεσμάτων στην Σχολή Εξασκήσεως Ναυτικής Τακτικής (ΣΕΝΤ) με την παρουσία όλων των ανώτερων αξιωματικών του Π.Ν που υπηρετούσαν στο ΓΕΕΘΑ, ΓΕΝ και ΑΣ, και των κυβερνητών όλων των πλοίων. Η παρουσίαση αυτή είχε στοιχεία ωραιοποίησης καταστάσεων και τόνωσης του ηθικού (όπως ήμουν σε θέση να γνωρίζω) και βασίσθηκε κυρίως μόνο στα χρονολογικά γεγονότα και όχι στα προβλήματα, ούτε σε εκτεταμένη και σε βάθος ανάλυση των αποφάσεων, της εκτέλεσής τους και των στρατηγικών-επιχειρησιακών και τακτικών ενεργειών.
Τα επίπεδα αυτά εξετάσθηκαν αρκετά αργότερα και επί αρκετά έτη, σαν να υπήρχε μία χαίνουσα πληγή που κακοφόρμιζε στο σώμα του Πολεμικού Ναυτικού και έπρεπε να εξετασθεί ξανά και ξανά και να καθαρισθεί, μέχρι να διαπιστωθεί με βεβαιότητα τι έφταιξε, τι δεν πήγε καλά, και τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερα.
Και το έργο αυτό το ανέλαβαν η ΣΕΝΤ και η Ανωτάτη Σχολή Πολέμου του Π.Ν., όταν εκμεταλλευόμενοι τον διαθέσιμο χρόνο, την επισταμένη σπουδή, τα πολεμικά παίγνια και τα εργαλεία εξέτασης της ναυτικής τακτικής, εξετάζαμε όλα τα συμβάντα και τους καθοριστικούς παράγοντες της κρίσης με τους αξιωματικούς που εκπαιδευόντουσαν, ξανά και ξανά, όσο διεξοδικά μας επέτρεπαν τα εργαλεία ανάλυσης.
Τότε λοιπόν, σε ένα πολεμικό παίγνιο στο Tactical Floor, όταν εξετάζαμε την έννοια “deterrence by denial – Αποτροπή δι’ άρνησης” (ήμουν αξιωματικός επιχειρησιακής εκπαίδευσης τότε), ένα σπουδαστής, ο Πλωτάρχης Θεοδοσίου (Αντιναύαρχος αργότερα και υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ), εξέφρασε την άποψη ότι δεν εξαντλήσαμε τα όρια της διαπραγμάτευσης στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, όταν μας πρότειναν τον συμβιβασμό και την υποχώρηση με την γνωστή φράση “no ships – no troops – no flags”, και θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν ακόμη γύρο δυναμικής διαπραγμάτευσης προς όφελός μας :
Συγκεκριμένα:
Οι Τούρκοι καταδρομείς ήταν πάνω στο νησί. Γύρω είχε αναπτυχθεί μεγάλη δύναμη πλοίων με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Μια οιαδήποτε σπασμωδική ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει ανάφλεξη και να υπάρξει ανεξέλεγκτη πλέον πολεμική σύρραξη με χιλιάδες θύματα.
Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν την Αμερικανική παρέμβαση και μας ενημέρωσαν ότι είναι οι Τούρκοι κομάντος στο νησί, ελπίζοντας ότι μας οδηγούν σε αδιέξοδο και συμβιβασμό.
Τότε εμείς αντί να δράσουμε αποτελεσματικά στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης (και εφόσον είχαμε αποφασίσει την αποκλιμάκωση και όχι την σύγκρουση) περιμέναμε τον από μηχανής θεό να μας βοηθήσει κρύβοντας το κεφάλι στο τέλμα που είχαμε μόνοι μας οδηγηθεί.
Καθυστερήσαμε περιμένοντας έντρομοι τις καλές υπηρεσίες των Αμερικανών (οι πολιτικοί – κάποιοι μάλιστα στα κανάλια – προσπαθούσαν να αποποιηθούν των ευθυνών τους έντρομοι τότε, ψάχνοντας εξιλαστήρια θύματα και κάποιοι άλλοι ευχαριστούσαν ενδόμυχα –και αργότερα στο κοινοβούλιο-τους Αμερικανούς) που μας διεμήνυσαν τους όρους με το Αμερικανικής έμπνευσης “no ships – no troops – no flags” κι εμείς το αποδεχθήκαμε και υποχωρήσαμε, συμβιβαζόμενοι με τους όρους που επέβαλλαν οι Τούρκοι.
Σύμφωνα με την ευφυέστατη όμως σκέψη του Πλωτάρχη Θεοδοσίου, και με δεδομένο ότι ήταν ακόμη μία ενεργή διαπραγμάτευση, με ενδιάμεσους τους Αμερικανούς που διαμεσολαβούσαν (και για τους οποίους έχουμε σοβαρές ενδείξεις ότι αυτοί είπαν στους Τούρκους για την αφύλακτη νησίδα και για την χρήση ειδικών δυνάμεων για την διαχείριση κρίσεων-ήταν ένα δόγμα που επεξεργαζόντουσαν τότε οι ίδιοι), και οι οποίοι μετέφεραν την πίεση κάθε φορά προς την πλευρά που θα ήταν πιο εύκολο να υποχωρήσει, θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει ένα ακόμη και μάλλον τελικό γύρο υπέρ μας, εάν είχαμε κάνει το εξής:
Να αντιπροτείναμε:
«Αποσύρουμε τις μονάδες κρούσεως από την περιοχή γύρω από τα Ίμια, για να δείξουμε ότι δεν είμαστε εμείς που θέλουμε την σύγκρουση (έτσι κι αλλιώς η κλειστή εγγύτητα μας δημιουργούσε αρκετά προβλήματα στοχοποίησης με τα βλήματα), αλλά εάν δεν αποχωρήσουν εντός 10λέπτου οι βατραχάνθρωποι από τα Ίμια θα κάψουμε όλο το νησί.»
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό οι Αμερικανοί θα μετέφεραν πρώτα την πρόθεσή μας για απομάκρυνση των μονάδων κρούσεως ως δείγμα καλής θέλησης και αποκλιμάκωσης από την πλευρά μας, πλην όμως η απειλή της ισοπέδωσης και του καψίματος, εάν δεν αποχωρούσαν εντός 10 λεπτών, θα ήταν αυτή που θα δημιουργούσε το ηθικό αλλά και ουσιαστικό πλεονέκτημα για την πλευρά μας.
Η εκτίμηση είναι ότι οι Τούρκοι θα πιέζονταν για να αποσύρουν τους βατραχανθρώπους, με δεδομένο δε ότι ακόμη και αν η αεροπορία μας δεν είχε την δυνατότητα να υλοποιήσει άμεσα την απειλή – που την είχε (παρά τους περιορισμούς καιρού και νύκτας), είχαμε άμεσα την δυνατότητα να ισοπεδώσουμε το νησί με τα μεγάλα πυροβόλα των Adams, που ήταν τα καταλληλότερα γι αυτήν την δουλειά και τα οποία με την απομάκρυνσή τους από τον κλειστό χώρο μπορούσαν να εκμεταλλευθούν όλες τις δυνατότητες τους, με τρομακτική ακρίβεια και όγκο πυρός.
Και ναι, εάν απέσυραν τους βατραχανθρώπου με αυτούς τους όρους, θα μιλούσαμε πραγματικά για “deterrence by denial” από την πλευρά μας και με το ηθικό μας αλώβητο στην κρίση των Ιμίων.
Η ΦΡΑΣΗ “ΘΑ ΚΑΨΟΥΜΕ Ή ΘΑ ΙΣΟΠΕΔΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΝΗΣΙ” ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Έκτοτε η φράση “θα ισοπεδώσουμε το νησί είτε θα τους κάψουμε εάν πατήσουν το ποδάρι τους σε νησί”, κυριάρχησε αφαιρετικά στην ρητορική πολλών, πλην όμως όπως χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο είναι εξόχως επικίνδυνη.
Όχι γιατί δεν μπορούμε να το κάνουμε, αλλά γιατί
η ενέργεια αυτή σύμφωνα με το θεσμικό ρολο των Ε.Δ. και την αποστολή τους, έχει τους παρακάτω περιορισμούς:
Εάν μεν πάνω σε νησί μας ή πέριξ στη θάλασσα ή στο έδαφός μας, βρίσκονται δικοί μας στρατιώτες είτε πλοία και δουν Τουρκικές δυνάμεις να καταπλέουν για αποβίβαση, τότε έχουν το δικαίωμα στα πλαίσια της προστασίας της ακεραιότητας της χώρας να αντιδράσουν άμεσα και να αρνηθούν με κάθε τρόπο, ακόμη και με χρήση όπλων την αποβίβαση.
Εκτός αυτού η έννοια της αυτοάμυνας, για να προστατευθείς από άμεση απειλή, δίνει το δικαίωμα ένοπλης αντίδρασης και οπωσδήποτε είναι υπέρτερη και νομικά κατοχυρωμένη (και σε επίπεδο διεθνούς δικαίου) έναντι κάθε πολιτικής είτε στρατιωτικής εντολής.
Εάν όμως έχουν ανέβει σε ένα νησί μας και το έχουν καταλάβει, κι εμείς το αντιληφθούμε αργότερα, τότε η στρατιωτική δράση δεν έχει το στοιχείο της αμεσότητας του κινδύνου ως προς την ακεραιότητα της χώρας (την αποφυγή δηλαδή κατάληψης), ούτε της αμεσότητας κινδύνου για αυτοάμυνα και κυριαρχεί πλέον η πολιτική εντολή.
ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΡΑΣΗ
Συνεπώς όταν ακούγεται η φράση αυτή, θα πρέπει να τοποθετείται και στην ανάλογη κατάσταση και οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπ’ όψη και οι στρατηγικές και επιχειρησιακές απαιτήσεις στον συγκεκριμένο χρόνο και στον αμέσως μετά, για την υλοποίηση μίας τέτοιας ενέργειας.
Και αυτό ξεφεύγει πλέον από το πλαίσιο αρμοδιότητας του στρατιωτικού διοικητή και γίνεται εξόχως πολιτικοστρατιωτικό ζήτημα, με θεσμική ευθύνη του ΚΥΣΕΑ.
Γι αυτό λέω δημόσια εδώ και καιρό, ότι η κρίση των Ιμίων αν και αποτέλεσε ευκαιρία για αναθεώρηση και βελτίωση των στρατιωτικών επιχειρησιακών και τακτικών αντιλήψεων για κρίσεις ανάλογης μορφής, δεν αποτέλεσε ευκαιρία αναθεώρησης και βελτίωσης της πολιτικής απόφασης και των πολιτικοστρατιωτικών παραμέτρων, που πρέπει να υποστηρίζουν κάθε πολιτική απόφαση.
Και σε αυτό, την τεράστια ευθύνη την έχουν οι πολιτικοί που αρνούνται να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, να διδαχθούν και να μάθουν, στρουθοκαμηλίζοντας και μεταθέτοντας τις ευθύνες της αποτυχίας κάθε φορά σε κάποιον άλλο, εσωτερικό ή εξωτερικό εχθρό.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου