Αντλώντας διαπραγματευτικό κεφάλαιο μέσα από (λυκο)φιλίες και σχέσεις ανοχής, ο Τούρκος πρόεδρος επιδίδεται σε ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου από τη Λιβύη έως τη Συρία και το Ιράκ.
Γιώργος Σκαφιδάς«Φίλους» στη διεθνή σκηνή το καθεστώς του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πραγματικότητα δεν έχει πολλούς.
Αντιθέτως, έχει ολόκληρες «στρατιές» από εχθρούς με τους οποίους μάλιστα ο ίδιος ο Ερντογάν έχει συγκρουστεί στο πρόσφατο παρελθόν, είτε προσωπικά είτε δια αντιπροσώπων: τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, τον Αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, τον Σαουδάραβα μονάρχη Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τον Εμιρατιανό πρίγκιπα-διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, τον Λιβανέζο πρόεδρο (και χριστιανό) Μισέλ Αούν, τον Τούρκο ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, τις πολιτικές δυνάμεις των Κούρδων σε Τουρκία (HDP) και Συρία (PYD), το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι πίσω στις ΗΠΑ (οι άγριες διαθέσεις του οποίου αποτυπώνονται και σε πρόσφατη έκθεση του Εβραϊκού Ινστιτούτου για την Αμερικανική Εθνική Ασφάλεια JINSA με τον τίτλο «U.S. & Greece: Cementing A Closer Strategic Partnership», έκθεση που αποκηρύσσει τη σύγχρονη Τουρκία του Ερντογάν ως «απολυταρχία εχθρική προς τη δύση»), το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία που συνεχίζει να απολαμβάνει τη στήριξη της Ρωσίας και του Ιράν, τον Παλαιστίνιο πάλαι ποτέ ηγέτη της Φατάχ στη Γάζα (και εχθρό της Χαμάς) Μοχάμεντ Νταλάν, τους ένοπλους σιίτες που δίνουν μάχες σε Λίβανο και Ιράκ κ.ά.
Τα υποχείρια
«Φίλους», λοιπόν, ο Τούρκος πρόεδρος μπορεί να μην έχει πολλούς. Έχει, ωστόσο, στην «υπηρεσία» του μια σειρά από «υποχείρια» τα οποία επιδιώκει να εργαλειοποιεί κατά τρόπο εκβιαστικό: την καλούμενη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) του Φαγέζ αλ Σάρατζ στη Λιβύη με την οποία η Άγκυρα συνήψε τον Νοέμβριο του 2019 και εκείνα τα παράνομα μνημόνια συναντίληψης επί της στρατιωτικής συνεργασίας και των θαλασσίων οριοθετήσεων, το ψευδοκράτος στην κατεχόμενη Κύπρο που συνεχίζει να λειτουργεί ως προκεχωρημένο φυλάκιο των τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, την παλαιστινιακή Χαμάς που επενδύει πολιτικά στη συμπόρευση με το καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (με τον πολιτικό ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια, να έχει μόνο τον τελευταίο ενάμισι μήνα επισκεφθεί δύο φορές την Κωνσταντινούπολη για επαφές με τον Ερντογάν), τη Σομαλία και το Σουδάν, κράτη δηλαδή της Αφρικής τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν και «αποτυχημένα» (failed-states) κ.ά.
Οι (λυκο)φιλίες
Ακόμη και εκείνες οι «φιλίες» ωστόσο της Τουρκίας του Ερντογάν, οι φαινομενικά «κραταιές», με τη Ρωσία, το Κατάρ και το Ιράν προσιδιάζουν επί της ουσίας περισσότερο σε λυκοφιλίες, λυκοφιλίες που χρησιμεύουν και ως διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της Άγκυρας για να μπορεί να συνεχίζει να «εκβιάζει» τη Δύση και τους όποιους εχθρικούς προς εκείνη άξονες δυνάμεων (όπως θα μπορούσε για παράδειγμα να θεωρηθεί ο άξονας Αιγύπτου, Σαουδικής Αραβίας, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Μπαχρέιν).
Ακόμη και εκείνες οι «φιλίες» ωστόσο της Τουρκίας του Ερντογάν, οι φαινομενικά «κραταιές», με τη Ρωσία, το Κατάρ και το Ιράν προσιδιάζουν επί της ουσίας περισσότερο σε λυκοφιλίες, λυκοφιλίες που χρησιμεύουν και ως διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της Άγκυρας για να μπορεί να συνεχίζει να «εκβιάζει» τη Δύση και τους όποιους εχθρικούς προς εκείνη άξονες δυνάμεων (όπως θα μπορούσε για παράδειγμα να θεωρηθεί ο άξονας Αιγύπτου, Σαουδικής Αραβίας, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Μπαχρέιν).
Τουρκία και Κατάρ
Τουρκία και Κατάρ άρχισαν να έρχονται πιο κοντά κατά την περίοδο της καλούμενης Αραβικής Άνοιξης, κυρίως από τις αρχές δηλαδή του 2011 και μετά. Οι δεσμοί τους, ωστόσο, θα ενδυναμώνονταν έτι περαιτέρω από το καλοκαίρι του 2017 και έπειτα, με την Άγκυρα να παίρνει τότε εμφατικά θέση στο πλευρό του Κατάρ στην κόντρα του με τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα, προμηθεύοντας την αποκλεισμένη από τους λοιπούς Άραβες Ντόχα με έκτακτη ανθρωπιστική βοήθεια και… στρατιωτικές ενισχύσεις. Τούρκοι αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει μάλιστα, μιλώντας στον ιστότοπο MiddleEastEye, πως εάν η Άγκυρα δεν είχε στείλει τότε, το καλοκαίρι του 2017, μεταξύ άλλων και στρατεύματα στη Ντόχα, το καταριανό καθεστώς θα είχε εν τω μεταξύ ανατραπεί με πραξικόπημα.
Ακόμη και μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ωστόσο, η συμπόρευση της Τουρκίας με το Κατάρ δεν θα εκτυλισσόταν κατά τρόπο ανέφελο τα προηγούμενα χρόνια. Αντιθέτως, στην πορεία θα ανέκυπταν και εντάσεις προερχόμενες κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας που έχει άλλωστε την τάση να παρεμβαίνει στα εσωτερικά γειτόνων, συμμάχων και εταίρων ωσάν επικυρίαρχος η ίδια. Η δημοσιογραφική γραμμή του καταριανής ιδιοκτησίας ειδησεογραφικού δικτύου Al Jazeera, που τολμάει να ασκεί κριτική στο καθεστώς Ερντογάν, είναι κάτι που έχει ενοχλήσει έντονα κατ' επανάληψη τους κυβερνώντες πίσω στην Άγκυρα. Μόλις το φθινόπωρο του 2019, σύσσωμος ο καθεστωτικός ή καθεστωτικά ελεγχόμενος μιντιακός μηχανισμός της Τουρκίας (TRT, TRT World, Daily Sabah κ.ά.) θα εξαπέλυε μια καλά συντονισμένη ομαδική επίθεση κατά του Al Jazeera, επειδή το τελευταίο «τόλμησε» να ασκήσει κριτική στην απόφαση του Ερντογάν να εισβάλει στρατιωτικά στη Συρία (επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης») για τρίτη φορά μέσα σε τρία χρόνια.
Το τι είχαν ακούσει τότε οι Καταριανοί… δεν λέγεται: ότι «υπονομεύουν τη σχέση τους με την Τουρκία», ότι «διασπείρουν αντιτουρκικά μηνύματα υπό το πρόσχημα της ανεξάρτητης και αντικειμενικής δημοσιογραφίας», ότι «κάνουν προπαγάνδα υπέρ των Κούρδων», ότι «λασπολογούν» σε βάρος του Ερντογάν όταν τολμούν να του προσάπτουν κατηγορίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ότι η δημοσιογραφική τους κάλυψη είναι «ίδια» με εκείνη του σαουδαραβικού Al Arabiya κ.ά.
Η τουρκική Daily Sabah είχε φτάσει μάλιστα τότε στο σημείο να υποστηρίξει, εν είδει απειλής, ότι κινδυνεύει ακόμη και το μέλλον της «εταιρικής σχέσης» μεταξύ των δύο χωρών. Επικαλούμενο τουρκικές πηγές, το MiddleEastEye υπογραμμίζει ότι ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου είχε μεταφέρει την ενόχληση της Άγκυρας κατά την επίσκεψη που είχε πραγματοποιήσει στη Ντόχα τον Νοέμβριο του 2019, χωρίς ωστόσο οι ανησυχίες του να εισακουστούν. Όσοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις θα θυμούνται άλλωστε και κάτι άλλο, ότι από το 2014 έως το 2017 είχε λειτουργήσει και ένα… τουρκικό Al Jazeera (Al Jazeera Turk) στο οποίο ωστόσο μπήκε λουκέτο τον Μάιο του 2017 λόγω διαφωνιών στον άξονα Τουρκίας-Κατάρ.
Με ενόχληση και επικριτικά σχόλια έχει γίνει δεκτό όμως πίσω στην Τουρκία και το γεγονός της άμεσης συμμετοχής του Κατάρ δια της εταιρείας Qatar Petroleum - που τυγχάνει και κρατική - στο ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προς μεγάλη απογοήτευση της Τουρκίας του Ερντογάν, ο καταριανός ενεργειακός κολοσσός δραστηριοποιείται μαζί με την αμερικανική ExxonMobil στο οικόπεδο 10 (όπου εντοπίστηκε πέρυσι και το πλούσιο κοίτασμα «Γλαύκος») της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, απορρίπτοντας προφανώς εν τοις πράγμασι τις όποιες τουρκικές «ενστάσεις» (περί «εκλιπούσας» Κυπριακής Δημοκρατίας και «παράνομων» γεωτρήσεων) και αψηφώντας τις δεδομένες τουρκικές απειλές (διότι είναι το ίδιο του τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών το οποίο κατά καιρούς έχει απειλήσει μέσα από επίσημες ανακοινώσεις του με «αντίποινα» τις εταιρείες που συμμετέχουν στο ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας).
Ρωσία Vs Τουρκίας
Οι υπουργοί Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, και της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, είχαν την «ευκαιρία» να τα πουν τηλεφωνικά στις 3 Φεβρουαρίου. Περίπου την ίδια ώρα, ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη στην Ουκρανία και οι τουρκικές δυνάμεις θρηνούσαν νεκρούς στη βορειοδυτική Συρία από τα πυρά μαχητών προσκείμενων στο υποστηριζόμενο από τη Μόσχα καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν επισήμως, οι δυο υπουργοί Εξωτερικών εμφανίστηκαν να υπογραμμίζουν την ανάγκη να αποκλιμακωθεί η ένταση στην επαρχία Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας, αποδεχόμενοι μάλιστα ως «βάση» όσα είχαν συμφωνήσει οι Πούτιν και Ερντογάν τον Σεπτέμβριο του 2018 στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας: τη δημιουργία δηλαδή αποστρατιωτικοποιημένων ζωνών στα βορειοδυτικά της Συρίας όπου βρίσκονται και τα τελευταία προπύργια της μαχόμενης συριακής αντιπολίτευσης, τον διαχωρισμό της μετριοπαθούς συριακής αντιπολίτευσης από τα υπαρκτά τρομοκρατικά τζιχαντιστικά στοιχεία (της οργάνωσης Hayat Tahrir al-Sham που σχετίζεται και την αλ-Κάιντα και τυγχάνει «συνομιλητής» της Τουρκίας) στις συγκεκριμένες περιοχές, την απρόσκοπτη κυκλοφορία στους αυτοκινητοδρόμους M4 και M5, τη μη-προέλαση των δυνάμεων που πρόσκεινται στον Μπασάρ αλ Ασαντ κ.ά.
Σχεδόν 16 μήνες ωστόσο έπειτα από εκείνον τον Σεπτέμβριο του 2018, τα δεδομένα στο έδαφος της βορειοδυτικής Συρίας έχει πια μεταβληθεί σημαντικά… σε βάρος της Τουρκίας, η οποία πλέον θρηνεί νεκρούς (τουλάχιστον οκτώ) από συριακά πυρά και ανταποδίδει: πλήττοντας θέσεις του Άσαντ και ενισχύοντας τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις εντός της Συρίας. Οι δυνάμεις του Άσαντ, ωστόσο, προελαύνουν εδώ και εβδομάδες στα βορειοδυτικά υπό την αεροπορική κάλυψη της Ρωσίας, έχοντας περικυκλώσει στην πορεία και κάποια από τα στρατιωτικά παρατηρητήρια που έχει στήσει η Τουρκία στην περιοχή.
Η Μόσχα από την πλευρά της θα ήθελε να δει την Τουρκία: να απομονώνει στην πράξη όλους εκείνους τους τζιχαντιστές που συνεχίζουν να δρουν στα βορειοδυτικά της Συρίας και να αποκαθιστά σταδιακά τους δεσμούς της με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ. Υπέρ της αποκατάστασης των δεσμών με τον Άσαντ έχει μάλιστα σπεύσει τα τελευταία 24ωρα να πάρει θέση και η κεμαλική τουρκική αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), δια στόματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Το καθεστώς Ερντογάν, ωστόσο, καλεί τη Ρωσία… να βγει από τη μέση και βγαίνει στην αντεπίθεση κάνοντας τα ακριβώς αντίθετα: πλήττοντας με πυρά θέσεις του Άσαντ εντός της Συρίας, μεταφέροντας στρατεύματα και όπλα σε υποτίθεται αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες πέραν των τουρκικών συνόρων…
Πολλά τα αγκάθια
Όσο για τα αγκάθια στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας, εκείνα ποικίλουν. Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς ρωσοτουρκικά ρήγματα:
στη στήριξη που συνεχίζουν να παρέχουν οι Ρώσοι προς το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ,
στην κάλυψη που συνεχίζουν να παρέχουν οι Τούρκοι προς τους τζιχαντιστές που δρουν στα μέτωπα της βορειοδυτικής Συρίας ενάντια στον Άσαντ,
στην απροθυμία των Τούρκων να διαχωρίσουν τους τζιχαντιστές από τους μετριοπαθείς στην επαρχία Ιντλίμπ,
στον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία προσπαθεί να εργαλειοποιήσει το θέμα των «τουρκογενών» Τατάρων της Κριμαίας διεκδικώντας έτσι ρόλο και λόγο στη ρωσική γειτονιά,
αλλά και στη στήριξη που παρέχουν οι Ρώσοι (μέσω της ομάδας μισθοφόρων Wagner του του Γιεβγκένι Πριγκόζιν, φίλου του Ρώσου προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν) στις δυνάμεις του ορκισμένου εχθρού της Τουρκίας στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ στη Λιβύη.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω ρηγμάτων, θα πρέπει να ερμηνευτούν και όσα διεμήνυσε στις 3 Φεβρουαρίου ο Ερντογάν από το Κίεβο της Ουκρανίας: όταν αποκήρυξε ως «παράνομη» την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία (επαναλαμβάνοντας έτσι μια πάγια θέση της τουρκικής πλευράς), αλλά και όταν δήλωσε ότι η Τουρκία θα συνεχίσει «από κοινού με την κυβέρνηση της Ουκρανίας» να στηρίζει τους «Τατάρους Τούρκους της Κριμαίας».
Στη σκιά των τελευταίων επεισοδιακών εξελίξεων, αποκτούν ιδιαίτερο «νόημα» όμως και όσα γράφει η γνωστή Τουρκάλα δημοσιογράφος Μπαρτσίν Γινάντς στην Hurriyet, ότι δηλαδή «η Μόσχα φέρει επίσης ευθύνη για τους θανάτους Τούρκων στρατιωτών στη Συρία», ότι «υπάρχει μια πολύ ασύμμετρη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας» και ότι η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία, που «δεν μπορεί να θεωρείται στρατηγική», «κινδυνεύει να εξελιχθεί σε σχέση στρατηγικής εξάρτησης» για την Άγκυρα.
Τουρκία και Ιράν
Και εντάξει… ενάντια στη Ρωσία οι Τούρκοι έχουν πολεμήσει πολλές φορές στο παρελθόν, γεγονός το οποίο ενδεχομένως να εξηγεί σε έναν βαθμό και τις όποιες μεταξύ τους δυσκολίες «στρατηγικής» συμπόρευσης. Με το Ιράν ωστόσο από την άλλη, οι Τούρκοι διαμηνύουν ότι έχουν τα ίδια σύνορα εδώ και 400 χρόνια, από τη Συνθήκη του Ζουχάμπ του 1639 και έπειτα. Ακόμη και στο κατά κοινή ομολογία «περίπλοκο» τουρκοϊρανικό μέτωπο ωστόσο, υπάρχουν παλαιόθεν εστίες καχυποψίας, αντικρουόμενα συμφέροντα και ρήγματα που επιβιώνουν.
Η σουνιτική Τουρκία παρακολουθεί με ανησυχία την επιδιωκόμενη επέκταση της ιρανικής σιιτικής επιρροής σε χώρες όπως είναι η Συρία (καθώς φιλοϊρανοί proxies έχουν πολεμήσει και συνεχίζουν να πολεμούν υπέρ του Άσαντ), ο Λίβανος (ο πρόεδρος του οποίου, Μισέλ Αούν, προσφάτως στηλίτευσε το οθωμανικό παρελθόν προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο με την Άγκυρα) και το Ιράκ. «Η Τουρκία αντιμετωπίζει το Ιράν ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα στη Συρία και στο Ιράκ. Για αυτό και ένα αποδυναμωμένο ιρανικό δίκτυο από proxies είναι ευπρόσδεκτη εξέλιξη για την Τουρκία», σημειώνει σε δημοσίευμά του το… καταριανό Al Jazeera, με τον συντάκτη-αναλυτή Taha Ozhan να διερωτάται χαρακτηριστικά «εάν η Τουρκία πρόκειται στην πραγματικότητα να επωφεληθεί από τη δολοφονία του Κασέμ Σουλεϊμανί».
Σημειώνεται, άλλωστε, ότι τα ραντάρ με τα οποία οι δυτικοί παρακολουθούν τις ιρανικές κινήσεις συνεχίζουν να βρίσκονται στην Τουρκία. Αλλά και από την πλευρά όσων πρόσκεινται στην Τεχεράνη, οι επεκτατικές κινήσεις της σουνιτικής Τουρκίας εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με καχυποψία εγείροντας αντιδράσεις. Μέσα μαζικής ενημέρωσης τα οποία προωθούν τις ιρανικές θέσεις (al-Manar, al-Mayadin) αρέσκονται στο να στηλιτεύουν τους Τούρκους με την κατηγορία ότι εκείνοι στηρίζουν σουνίτες φονταμενταλιστές που μάχονται ενάντια στους σιίτες της Χεζμπολάχ, όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Hillel Frisch στην Jerusalem Post. Η καχυποψία είναι, με άλλα λόγια, αμοιβαία.
Καχυποψία, βέβαια, υπάρχει πλέον διάχυτη και στις σχέσεις της Δύσης με την Τουρκία του ισλαμοεθνικιστή Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στο εν λόγω μέτωπο, ωστόσο, υπάρχει και μπόλικη… συνένοχη ανοχή από την πλευρά της Δύσης απέναντι στις αλλεπάλληλες τουρκικές προκλήσεις (τις απανωτές στρατιωτικές εισβολές στη Συρία, την κατάφωρη και συνεχιζόμενη παραβίαση του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη, τις πειρατικές κινήσεις της Άγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ, τις απειλές κατά της Ελλάδας κ.ά.), είτε πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ.
Παρατηρώντας τις εξελίξεις, διερωτάται κανείς ποια είναι τελικώς εκείνα τα δεδομένα που επιτρέπουν στους Τούρκους να αποθρασύνονται ζητώντας… τον κόσμο όλο. Αντλώντας διαπραγματευτικό κεφάλαιο μέσα από (λυκο)φιλίες και σχέσεις ανοχής, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιδίδεται σε ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου από τη Λιβύη έως τη Συρία και το Ιράκ, εκβιάζοντας τη μισή υφήλιο με την ανοχή της άλλης μισής. Για όσο του βγαίνει, προφανώς και θα συνεχίζει... με τον κίνδυνο βέβαια να βρεθεί κάποια στιγμή σοβαρά εκτεθειμένος ενώπιον εχθρών και «φίλων»... Και η ανοχή, άλλωστε, έχει τα όριά της.
Η Μόσχα από την πλευρά της θα ήθελε να δει την Τουρκία: να απομονώνει στην πράξη όλους εκείνους τους τζιχαντιστές που συνεχίζουν να δρουν στα βορειοδυτικά της Συρίας και να αποκαθιστά σταδιακά τους δεσμούς της με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ. Υπέρ της αποκατάστασης των δεσμών με τον Άσαντ έχει μάλιστα σπεύσει τα τελευταία 24ωρα να πάρει θέση και η κεμαλική τουρκική αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), δια στόματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Το καθεστώς Ερντογάν, ωστόσο, καλεί τη Ρωσία… να βγει από τη μέση και βγαίνει στην αντεπίθεση κάνοντας τα ακριβώς αντίθετα: πλήττοντας με πυρά θέσεις του Άσαντ εντός της Συρίας, μεταφέροντας στρατεύματα και όπλα σε υποτίθεται αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες πέραν των τουρκικών συνόρων…
Πολλά τα αγκάθια
Όσο για τα αγκάθια στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας, εκείνα ποικίλουν. Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς ρωσοτουρκικά ρήγματα:
στη στήριξη που συνεχίζουν να παρέχουν οι Ρώσοι προς το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ,
στην κάλυψη που συνεχίζουν να παρέχουν οι Τούρκοι προς τους τζιχαντιστές που δρουν στα μέτωπα της βορειοδυτικής Συρίας ενάντια στον Άσαντ,
στην απροθυμία των Τούρκων να διαχωρίσουν τους τζιχαντιστές από τους μετριοπαθείς στην επαρχία Ιντλίμπ,
στον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία προσπαθεί να εργαλειοποιήσει το θέμα των «τουρκογενών» Τατάρων της Κριμαίας διεκδικώντας έτσι ρόλο και λόγο στη ρωσική γειτονιά,
αλλά και στη στήριξη που παρέχουν οι Ρώσοι (μέσω της ομάδας μισθοφόρων Wagner του του Γιεβγκένι Πριγκόζιν, φίλου του Ρώσου προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν) στις δυνάμεις του ορκισμένου εχθρού της Τουρκίας στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ στη Λιβύη.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω ρηγμάτων, θα πρέπει να ερμηνευτούν και όσα διεμήνυσε στις 3 Φεβρουαρίου ο Ερντογάν από το Κίεβο της Ουκρανίας: όταν αποκήρυξε ως «παράνομη» την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία (επαναλαμβάνοντας έτσι μια πάγια θέση της τουρκικής πλευράς), αλλά και όταν δήλωσε ότι η Τουρκία θα συνεχίσει «από κοινού με την κυβέρνηση της Ουκρανίας» να στηρίζει τους «Τατάρους Τούρκους της Κριμαίας».
Στη σκιά των τελευταίων επεισοδιακών εξελίξεων, αποκτούν ιδιαίτερο «νόημα» όμως και όσα γράφει η γνωστή Τουρκάλα δημοσιογράφος Μπαρτσίν Γινάντς στην Hurriyet, ότι δηλαδή «η Μόσχα φέρει επίσης ευθύνη για τους θανάτους Τούρκων στρατιωτών στη Συρία», ότι «υπάρχει μια πολύ ασύμμετρη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας» και ότι η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία, που «δεν μπορεί να θεωρείται στρατηγική», «κινδυνεύει να εξελιχθεί σε σχέση στρατηγικής εξάρτησης» για την Άγκυρα.
Τουρκία και Ιράν
Και εντάξει… ενάντια στη Ρωσία οι Τούρκοι έχουν πολεμήσει πολλές φορές στο παρελθόν, γεγονός το οποίο ενδεχομένως να εξηγεί σε έναν βαθμό και τις όποιες μεταξύ τους δυσκολίες «στρατηγικής» συμπόρευσης. Με το Ιράν ωστόσο από την άλλη, οι Τούρκοι διαμηνύουν ότι έχουν τα ίδια σύνορα εδώ και 400 χρόνια, από τη Συνθήκη του Ζουχάμπ του 1639 και έπειτα. Ακόμη και στο κατά κοινή ομολογία «περίπλοκο» τουρκοϊρανικό μέτωπο ωστόσο, υπάρχουν παλαιόθεν εστίες καχυποψίας, αντικρουόμενα συμφέροντα και ρήγματα που επιβιώνουν.
Η σουνιτική Τουρκία παρακολουθεί με ανησυχία την επιδιωκόμενη επέκταση της ιρανικής σιιτικής επιρροής σε χώρες όπως είναι η Συρία (καθώς φιλοϊρανοί proxies έχουν πολεμήσει και συνεχίζουν να πολεμούν υπέρ του Άσαντ), ο Λίβανος (ο πρόεδρος του οποίου, Μισέλ Αούν, προσφάτως στηλίτευσε το οθωμανικό παρελθόν προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο με την Άγκυρα) και το Ιράκ. «Η Τουρκία αντιμετωπίζει το Ιράν ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα στη Συρία και στο Ιράκ. Για αυτό και ένα αποδυναμωμένο ιρανικό δίκτυο από proxies είναι ευπρόσδεκτη εξέλιξη για την Τουρκία», σημειώνει σε δημοσίευμά του το… καταριανό Al Jazeera, με τον συντάκτη-αναλυτή Taha Ozhan να διερωτάται χαρακτηριστικά «εάν η Τουρκία πρόκειται στην πραγματικότητα να επωφεληθεί από τη δολοφονία του Κασέμ Σουλεϊμανί».
Σημειώνεται, άλλωστε, ότι τα ραντάρ με τα οποία οι δυτικοί παρακολουθούν τις ιρανικές κινήσεις συνεχίζουν να βρίσκονται στην Τουρκία. Αλλά και από την πλευρά όσων πρόσκεινται στην Τεχεράνη, οι επεκτατικές κινήσεις της σουνιτικής Τουρκίας εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με καχυποψία εγείροντας αντιδράσεις. Μέσα μαζικής ενημέρωσης τα οποία προωθούν τις ιρανικές θέσεις (al-Manar, al-Mayadin) αρέσκονται στο να στηλιτεύουν τους Τούρκους με την κατηγορία ότι εκείνοι στηρίζουν σουνίτες φονταμενταλιστές που μάχονται ενάντια στους σιίτες της Χεζμπολάχ, όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Hillel Frisch στην Jerusalem Post. Η καχυποψία είναι, με άλλα λόγια, αμοιβαία.
Καχυποψία, βέβαια, υπάρχει πλέον διάχυτη και στις σχέσεις της Δύσης με την Τουρκία του ισλαμοεθνικιστή Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στο εν λόγω μέτωπο, ωστόσο, υπάρχει και μπόλικη… συνένοχη ανοχή από την πλευρά της Δύσης απέναντι στις αλλεπάλληλες τουρκικές προκλήσεις (τις απανωτές στρατιωτικές εισβολές στη Συρία, την κατάφωρη και συνεχιζόμενη παραβίαση του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη, τις πειρατικές κινήσεις της Άγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ, τις απειλές κατά της Ελλάδας κ.ά.), είτε πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ.
Παρατηρώντας τις εξελίξεις, διερωτάται κανείς ποια είναι τελικώς εκείνα τα δεδομένα που επιτρέπουν στους Τούρκους να αποθρασύνονται ζητώντας… τον κόσμο όλο. Αντλώντας διαπραγματευτικό κεφάλαιο μέσα από (λυκο)φιλίες και σχέσεις ανοχής, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιδίδεται σε ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου από τη Λιβύη έως τη Συρία και το Ιράκ, εκβιάζοντας τη μισή υφήλιο με την ανοχή της άλλης μισής. Για όσο του βγαίνει, προφανώς και θα συνεχίζει... με τον κίνδυνο βέβαια να βρεθεί κάποια στιγμή σοβαρά εκτεθειμένος ενώπιον εχθρών και «φίλων»... Και η ανοχή, άλλωστε, έχει τα όριά της.
Δημοσίευση σχολίου