Του ΝΙΚΟΥ ΜΕΛΕΤΗ
Η Συμφωνία των Πρεσπών, μια Συμφωνία που αφήνει ανοικτούς λογαριασμούς μεταξύ των δυο χωρών και υποδαύλισε την δυσπιστία και την καχυποψία στον ελληνικο λαό για τα κίνητρα και τις μεθοδεύσεις που οδήγησαν στον συμβιβασμό, αποτελεί ηδη πραγματικότητα και είναι αμετάκλητη.
Οι ευθύνες της κυβέρνησης που δεν προσπάθησε να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια στην διαπραγματευση προκειμένου να επιτύχει μια καλύτερη Συμφωνία, καθώς οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα, είναι σαφείς. Όπως είναι επίσης ξεκάθαρες οι ευθύνες της κυβέρνησης που επιχείρησε να χρησιμοποιήσει το Σκοπιανό για να τραβήξει τις διαχωριστικές γραμμές που δεν μπόρεσε να τραβήξει τα τελευταία τέσσερα χρόνια στο πολιτικό σκηνικό, όταν υλοποιούσε το δικό της Μνημόνιο με την στήριξη και αγαστή συνεργασία με τους ΑΝΕΛ και τον Πάνο Καμμένο.
Οι ευθύνες της ΝΔ είναι επίσης προφανείς, καθώς επέλεξε να ψαρεύει σε θολά νερά και να μην έχει μεχρι τέλους παραδεχθεί ρητά ότι η επίσημη θεση της είναι η σύνθετη ονομασία, συνεπώς δεν υιοθετεί το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μια και Ελληνική». Η προσπάθεια εγκλωβισμού της ΝΔ ηταν προδιαγεγραμμένη να αποτύχει, καθώς ο κ. Μητσοτάκης εκ του ασφαλούς μπόρεσε να ασκήσει κριτική στην Συμφωνία, γνωρίζοντας ότι αφου τεθεί σε ισχύ και παραξει αποτελέσματα είναι σχεδόν αδύνατον να ανατραπεί.
Αρκεί όμως να εξαντλείται η συζήτηση της επομένης ημέρας της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών, απλώς και μονο στο πως και κατά πόσο θα επηρεάσει το εσωτερικό πολιτικό παιγνίδι;
Ένα μείζονος σημασίας ζήτημα όπως η διαφορά με την ΠΓΔΜ κρίνεται και μπαίνει στην ζυγαριά με γνώμονα το αν κέρδισε πόντους η ΝΔ στην Βόρεια Ελλάδα και αν ο κ. Τσίπρας κέρδισε τον Δανελλη, την Παπακώστα και την Κουντουρά…
Η Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε τυπικά τέλος σε μια αντιπαράθεση η οποία δεν εξαντλείται απλώς στην υιοθέτηση μιας νέας ονομασίας από την γειτονική χώρα αλλά ακουμπάει λεπτά ζητήματα ταυτότητας, εθνικές ευαισθησίες, και ευαίσθητες χορδές και στις δυο πλευρές των συνόρων.
Η κυβέρνηση από την αρχή εστίασε την προσοχή της απλώς και μόνο στην επίτευξη λύσης. Όχι μιας λύσης που θα εδινε οριστικά και με ορθό και ολοκληρωμένο τρόπο λύση στο ονοματολογικό. Αλλά απλώς μια λύση που θα μπορούσε να υποστηρίξει, προβάλλοντας ως άλλοθι, όπως και στο Μνημόνιο την «κακή κατάσταση που κληρονόμησε» για να δηλώσει ότι ήταν η καλύτερη δυνατή λύση (όπως ήταν και το τρίτο Μνημόνιο του 2015).
Προφανώς η διαπραγμάτευση δεν ήταν μια απλή εύκολη εξίσωση, όμως υπήρχαν κόκκινες γραμμές που τελικά παρακάμφθηκαν, και θεωρήθηκε ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος θα θεραπεύσει τα πάντα..
Για να πέτυχει τον στόχο της η κυβερνηση έκανε μια διαπραγματευτική υπέρβαση, θεωρώντας ότι αυτό που αρκεί, δεν είναι παρά η διαφοροποίηση της Αρχαίας Μακεδονίας από το Σλαβικό στοιχείο που εγκαταστάθηκε αρκετούς αιώνας αργότερα στο μέρος της γεωγραφικής έννοιας της Μακεδονίας που σήμερα αποτελεί την επικράτεια της ΠΓΔΜ.
Αυτό αποτέλεσε όμως και το μεγάλο δώρο στην άλλη πλευρά, καθώς της δόθηκε η δυνατότητα να εξασφαλίσει την συναίνεση της Ελλάδας για την νομιμοποίηση του Μακεδονισμού όπως προέκυψε μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι φυσικά στην εποχή του Μακεδονικού Βασιλείου.
Εξάλλου η αποδοχή της ονομασίας με αναφορά στο Ιλιντεν αυτό ακριβώς αποτύπωνε και ας θυμίσουμε ότι η ονομασία αυτή που ειχε γινει αρχικα αποδεκτή από την Ελλάδα αποσύρθηκε μονο μετά το κύμα κατακραυγής στο εσωτερικό.
Όμως η λύση που βρέθηκε ήταν ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο: ότι αφορά το σλαβικό χαρακτήρα του Μακεδονισμού, είναι αποδεκτό από την Ελλάδα πλέον… Και μονο ετσι επιτεύχθηκε η Συμφωνία η οποία κατοχυρώνει για την άλλη πλευρά την «μακεδονική» γλώσσα, «μακεδονικό πολιτισμό και κουλτούρα», «Μακεδόνες» με την απλή διευκρίνηση ότι έχει σλαβική και όχι αρχαιοελληνική προέλευση.
Όμως φυσικά η αναφορά σε «Μακεδονία» και «Μακεδόνα» όσες διευκρινήσεις κι αν υπάρχουν σε επόμενο άρθρο της Συμφωνίας (συγκεκριμένα το άρθρο7), έχει σημείο αναφοράς το σύνολο της γεωγραφικής έννοιας «Μακεδονία» και αυτό ακριβώς είναι η βάση του αλυτρωτισμου ..
Η Συμφωνία πλέον μετά από λίγες ημερες θα τεθεί και επίσημα σε ισχύ και θα αρχίσει να παράγει αποτελέσματα.
Η εφαρμογή της θα αποδειχθεί ίσως πολύ πιο δύσκολη στην πράξη από ότι ήταν η διαπραγμάτευση και υπογραφή της. Γιατί πλέον δεν θα αφορά μόνο τους διαπραγματευτές ή τους υπουργούς εξωτερικών και τους δυο πρωθυπουργούς, αλλα θα απευθύνεται στους δυο λαούς, οι οποίοι όλο αυτό το διάστημα εκτός της καχυποψίας και της εχθρότητας που υπηρχε έχουν μπολιαστεί τωρα με το μικρόβιο της συνωμοσιολογίας, ότι οι «ξένοι, ο Σόρος, οι ιδεοληπτικοί αριστεροί κλπ» επέβαλλαν μια άδικη Συμφωνία.
– Παρά τους πανηγυρισμούς για την αλλαγή της ονομασίας του κράτους σε Βόρεια Μακεδονία, οι πολίτες δεν έχουν ενημερωθεί ουτε εχουν προετοιμασθεί κατάλληλα ώστε να υποδέχονται π.χ. αθλητικούς συλλόγους που θα έχουν την ονομασία «Μακεδονία», ότι θα συναντούν φροντιστήρια «Μακεδονικής γλώσσας» σε πόλεις της Μακεδονίας, ότι θα δουν να δημιουργούνται Κέντρα «Μακεδονικού» Πολιτισμού, και σε καθημερινές σχέσεις και ανταλλαγές θα πρέπει να δεχθούν, όπως προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών, την χρήση του όρου «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» από τους πολίτες και φορείς της άλλης πλευράς…
Και αυτά δεν είναι παρά μόνο η αρχή μιας δύσκολής και επίπονης διαδρομής. Γιατί μπορεί όλοι να πιστεύουν ότι η κοινή ευρωπαϊκή πορεία θα παραμερίσει και περιθωριοποιήσει εντάσεις, εθνικισμούς και αντιπαραθέσεις. Αλλά δεν ζούμε σε μια ομαλή εποχή και στην ίδια την Ε.Ε. υπάρχει έξαρση των εθνικισμών και του λαϊκισμού, που στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να «επενδύσει» στις γκρίζες ζώνες της Συμφωνίας.
Η Ελλάδα παραμένει ισχυρή χώρα, παρά τα Μνημόνια, και η ευημερία και επιβίωση της γειτονικής χώρας, της (σε λίγες ημερες) Βόρειας Μακεδονίας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Ελλάδα. Η χώρα μας δεν εκμεταλλεύθηκε τα όπλα αυτά για την επίτευξη μιας καθαρής Συμφωνίας. Ας τα χρησιμοποιήσει τουλάχιστον από δω και πέρα…
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου