Alexander Shcherbak via Getty Images
Χρήστος Ζιώγας*
Η διαδικασία επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων επέφερε επιδείνωση των ελληνορωσσικών σχέσεων, η οποία «κεφαλοποιήθηκε» με την αμοιβαία απέλαση μελών των διπλωματικών αντιπροσωπειών και ανταλλαγή αιχμηρών διακοινώσεων των αρμόδιων υπουργείων. Αν και η προαναφερθείσα αντιπαράθεση μπορεί να λογιστεί ως απότοκο της «επωφελούς» συμφωνίας των Πρεσπών, ποιός δύναται να υποστηρίξει ότι αυτή είναι η μόνη ή κυρίαρχη αιτία της; Εν γένει, ο βαθμός συνεργασίας ή αντιπαλότητας Ελλάδας- Ρωσσίας επηρεάζεται από τις συγκλίσεις και αποκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών, καθώς και από το ευρύτερο πλαίσιο των ρωσσοατλαντικών σχέσεων. Στην παρούσα συγκυρία, η προσπάθεια στρατηγικής χειραφέτησης της Τουρκίας, εν σχέσει με τα δυτικά προτάγματα, και η προσέγγισή της με την Ρωσσία προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα που επηρεάζει το δίπολο Αθήνας –Μόσχας.
Η Ελλάδα βρίσκεται εντός του δυτικού κόσμου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών και συμφερόντων. Η στρατηγική απόφαση να συμμετέχουμε στους δυτικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς δεν μας εμποδίζει a priori να αναπτύξουμε πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο, ότι η εκδήλωση και διαχείριση της ελληνικής κρίσης περιόρισαν την εν λόγω δυνατότητα. Η αναφορά για την ανάγκη άσκησης μίας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής ηχεί ως κανονιστική επιταγή και επωφελής στρατηγική επιλογή, όμως η εφαρμογή της είναι μία εξόχως δύσκολη διαδικασία. Η στρατηγική τοποθέτηση της Ελλάδας μεταξύ του τριγώνου Ουάσιγκτον – Μόσχας – Βρυξελλών, ούτως ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ελληνικές επιδιώξεις, αποτελεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο εγχείρημα˙ ας θυμηθούμε την περίοδο 2004-09 ή 1998-2001 κι ας αναλογιστούμε την τωρινή περίσταση.
Η βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, που εν πολλοίς δρομολογήθηκε και λόγω της επιδείνωσης των αντίστοιχων αμερικανοτουρκικών, θα ήταν εξαιρετικά απίθανο, και σημαντική διπλωματική μας επιτυχία, αν δεν επηρέαζαν δυσμενώς τις ελληνορωσσικές σχέσεις. Για την Ελλάδα η απειλή προέρχεται από την Τουρκία και αποτελεί διπλωματική «σπατάλη» η συνέχιση της ελληνορωσσικής διελκυστίνδας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να αποτρέπει τον αυξανόμενο τουρκικό αναθεωρητισμό, εν μέσω οικονομικών δυσχερειών και των ευρύτερων ανακατατάξεων του διεθνούς συστήματος. Η συγκεκριμένη κατάσταση παρουσιάζει ευκαιρίες αλλά και κίνδυνους, για τα λιγότερα ισχυρά κράτη, λόγω των διαχρονικότερων ηγεμονικών ανταγωνισμών και των σπανιότερων ηγεμονικών διευθετήσεων.
Εντός αυτού τους ιδιαιτέρως απαιτητικού πλαισίου οφείλει να δραστηριοποιηθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική. Η ορθολογική επιδίωξη της Ελλάδας να εξισορροπήσει την Άγκυρα και μέσω της διεύρυνσης των αμυντικών σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, στρατηγική «εξωτερικής εξισορρόπησης» που δεν συνιστά- τουλάχιστον μέχρι τώρα- συμμαχία, δημιουργεί επιπρόσθετες υποχρεώσεις σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, ο στρατηγικός εναγκαλισμός της Αθήνας με την Ουάσιγκτον, περισσότερο ή λιγότερο αναγκαίος, ήταν αναμενόμενο να επιφέρει ρωσσικές αντιδράσεις.
Η Ελλάδα παρά τους «δομικούς» περιορισμούς μπορεί να ασκεί μια πολυδιάστατη, ευπροσάρμοστη αλλά και ιεραρχημένη, κυρίως επί των ζητημάτων που αφορούν τον σκληρό πυρήνα- επιβίωση, ασφάλεια, ευημερία- του εθνικού συμφέροντος, εξωτερική πολιτική. Οι δυστοκίες του παρελθόντος και οι δυσκολίες του παρόντος αποδυναμώνουν τις, ακόμη και σήμερα κυρίαρχες, δεοντολογικές, ως προς τη φύση των διεθνών σχέσεων, προσεγγίσεις. Μακάρι η Ελλάδα να είχε την πολυτέλεια ώστε να ασκεί δεοντολογική εξωτερική πολιτική. Δυστυχώς, οι δεοντολογικές πρακτικές σπανίζουν στο διεθνές γίγνεσθαι, ούσες η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Η επιδείνωση των ελληνορωσσικών σχέσεων πρέπει να διακοπεί και στο μέτρο του δυνατού να αντιστραφεί, παρά τις σημαντικές αποκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών, επιδιώκοντας ένα επίπεδο διμερών σχέσεων καλύτερο από το υπάρχον. Θα ήταν χρήσιμο πριν κλιμακωθεί περαιτέρω η αντιπαράθεση με την Μόσχα να αναλογιστούμε ότι η Ρωσσία αποτελεί μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στο οποίο η στάση της πολλές φορές απέτρεψε αρνητικές εξελίξεις στο κυπριακό ζήτημα. Επίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κινήσει την διαδικασία «σωφρονισμού» της Τουρκίας. Μία, πολλή δύσκολη αλλά όχι και απίθανη, μερική έστω ανάταξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων θα επηρεάσει δυσμενώς τις ελληνοαμερικανικές. Σε αυτή την –απευκταία- περίπτωση καλό θα ήταν οι ελληνορωσσικές σχέσεις να επανακάμψουν, εκκινώντας από υψηλότερο του σημερινού σημείου.
Συμπερασματικά, αλλά χωρίς καμιά ντετερμινιστική διάθεση, η αντίστροφη πορεία των ελληνοαμερικανικών και αμερικανοτουρκικών σχέσεων ήταν, ως έναν βαθμό, αναμενόμενο ότι θα επηρέαζαν αρνητικά τις ελληνορωσσικές. Η ελληνική πλευρά καλό θα είναι να αποφύγει ενέργειες που θα οδηγήσουν σε παρόξυνση των σχέσεων Αθήνας και Μόσχας.
* Μεταδιδακτορικός Ερευνητής και Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Χρήστος Ζιώγας*
Η διαδικασία επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων επέφερε επιδείνωση των ελληνορωσσικών σχέσεων, η οποία «κεφαλοποιήθηκε» με την αμοιβαία απέλαση μελών των διπλωματικών αντιπροσωπειών και ανταλλαγή αιχμηρών διακοινώσεων των αρμόδιων υπουργείων. Αν και η προαναφερθείσα αντιπαράθεση μπορεί να λογιστεί ως απότοκο της «επωφελούς» συμφωνίας των Πρεσπών, ποιός δύναται να υποστηρίξει ότι αυτή είναι η μόνη ή κυρίαρχη αιτία της; Εν γένει, ο βαθμός συνεργασίας ή αντιπαλότητας Ελλάδας- Ρωσσίας επηρεάζεται από τις συγκλίσεις και αποκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών, καθώς και από το ευρύτερο πλαίσιο των ρωσσοατλαντικών σχέσεων. Στην παρούσα συγκυρία, η προσπάθεια στρατηγικής χειραφέτησης της Τουρκίας, εν σχέσει με τα δυτικά προτάγματα, και η προσέγγισή της με την Ρωσσία προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα που επηρεάζει το δίπολο Αθήνας –Μόσχας.
Η Ελλάδα βρίσκεται εντός του δυτικού κόσμου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών και συμφερόντων. Η στρατηγική απόφαση να συμμετέχουμε στους δυτικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς δεν μας εμποδίζει a priori να αναπτύξουμε πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Είναι όμως γεγονός αναμφισβήτητο, ότι η εκδήλωση και διαχείριση της ελληνικής κρίσης περιόρισαν την εν λόγω δυνατότητα. Η αναφορά για την ανάγκη άσκησης μίας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής ηχεί ως κανονιστική επιταγή και επωφελής στρατηγική επιλογή, όμως η εφαρμογή της είναι μία εξόχως δύσκολη διαδικασία. Η στρατηγική τοποθέτηση της Ελλάδας μεταξύ του τριγώνου Ουάσιγκτον – Μόσχας – Βρυξελλών, ούτως ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ελληνικές επιδιώξεις, αποτελεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο εγχείρημα˙ ας θυμηθούμε την περίοδο 2004-09 ή 1998-2001 κι ας αναλογιστούμε την τωρινή περίσταση.
Η βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, που εν πολλοίς δρομολογήθηκε και λόγω της επιδείνωσης των αντίστοιχων αμερικανοτουρκικών, θα ήταν εξαιρετικά απίθανο, και σημαντική διπλωματική μας επιτυχία, αν δεν επηρέαζαν δυσμενώς τις ελληνορωσσικές σχέσεις. Για την Ελλάδα η απειλή προέρχεται από την Τουρκία και αποτελεί διπλωματική «σπατάλη» η συνέχιση της ελληνορωσσικής διελκυστίνδας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να αποτρέπει τον αυξανόμενο τουρκικό αναθεωρητισμό, εν μέσω οικονομικών δυσχερειών και των ευρύτερων ανακατατάξεων του διεθνούς συστήματος. Η συγκεκριμένη κατάσταση παρουσιάζει ευκαιρίες αλλά και κίνδυνους, για τα λιγότερα ισχυρά κράτη, λόγω των διαχρονικότερων ηγεμονικών ανταγωνισμών και των σπανιότερων ηγεμονικών διευθετήσεων.
Εντός αυτού τους ιδιαιτέρως απαιτητικού πλαισίου οφείλει να δραστηριοποιηθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική. Η ορθολογική επιδίωξη της Ελλάδας να εξισορροπήσει την Άγκυρα και μέσω της διεύρυνσης των αμυντικών σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, στρατηγική «εξωτερικής εξισορρόπησης» που δεν συνιστά- τουλάχιστον μέχρι τώρα- συμμαχία, δημιουργεί επιπρόσθετες υποχρεώσεις σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, ο στρατηγικός εναγκαλισμός της Αθήνας με την Ουάσιγκτον, περισσότερο ή λιγότερο αναγκαίος, ήταν αναμενόμενο να επιφέρει ρωσσικές αντιδράσεις.
Η Ελλάδα παρά τους «δομικούς» περιορισμούς μπορεί να ασκεί μια πολυδιάστατη, ευπροσάρμοστη αλλά και ιεραρχημένη, κυρίως επί των ζητημάτων που αφορούν τον σκληρό πυρήνα- επιβίωση, ασφάλεια, ευημερία- του εθνικού συμφέροντος, εξωτερική πολιτική. Οι δυστοκίες του παρελθόντος και οι δυσκολίες του παρόντος αποδυναμώνουν τις, ακόμη και σήμερα κυρίαρχες, δεοντολογικές, ως προς τη φύση των διεθνών σχέσεων, προσεγγίσεις. Μακάρι η Ελλάδα να είχε την πολυτέλεια ώστε να ασκεί δεοντολογική εξωτερική πολιτική. Δυστυχώς, οι δεοντολογικές πρακτικές σπανίζουν στο διεθνές γίγνεσθαι, ούσες η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Η επιδείνωση των ελληνορωσσικών σχέσεων πρέπει να διακοπεί και στο μέτρο του δυνατού να αντιστραφεί, παρά τις σημαντικές αποκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών, επιδιώκοντας ένα επίπεδο διμερών σχέσεων καλύτερο από το υπάρχον. Θα ήταν χρήσιμο πριν κλιμακωθεί περαιτέρω η αντιπαράθεση με την Μόσχα να αναλογιστούμε ότι η Ρωσσία αποτελεί μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στο οποίο η στάση της πολλές φορές απέτρεψε αρνητικές εξελίξεις στο κυπριακό ζήτημα. Επίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κινήσει την διαδικασία «σωφρονισμού» της Τουρκίας. Μία, πολλή δύσκολη αλλά όχι και απίθανη, μερική έστω ανάταξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων θα επηρεάσει δυσμενώς τις ελληνοαμερικανικές. Σε αυτή την –απευκταία- περίπτωση καλό θα ήταν οι ελληνορωσσικές σχέσεις να επανακάμψουν, εκκινώντας από υψηλότερο του σημερινού σημείου.
Συμπερασματικά, αλλά χωρίς καμιά ντετερμινιστική διάθεση, η αντίστροφη πορεία των ελληνοαμερικανικών και αμερικανοτουρκικών σχέσεων ήταν, ως έναν βαθμό, αναμενόμενο ότι θα επηρέαζαν αρνητικά τις ελληνορωσσικές. Η ελληνική πλευρά καλό θα είναι να αποφύγει ενέργειες που θα οδηγήσουν σε παρόξυνση των σχέσεων Αθήνας και Μόσχας.
* Μεταδιδακτορικός Ερευνητής και Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δημοσίευση σχολίου