Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Λόγω της δράσης του ΡΚΚ, ο κουρδικός εθνισμός αναπτύσσεται δυναμικά όχι μόνο στις νοτιοανατολικές επαρχίες, οι οποίες είναι αμιγώς κουρδικές, αλλά και στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων όλης της Τουρκίας. Εκεί έχουν καταφύγει εκατομμύρια Κούρδων όχι μόνο λόγω της αστυφιλίας, αλλά και λόγω της πρακτικής του βίαιου ξεριζωμού αγροτικών κουρδικών πληθυσμών στη νοτιοανατολική Τουρκία μέσω των συστηματικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Ας σημειωθεί ότι κατά τη διάρκειά τους έχουν καταστραφεί σχεδόν 5.000 κουρδικά χωριά και οικισμοί. Με άλλα λόγια, ακόμα και η απόσχιση εδαφών δε θα έλυνε οριστικά το κουρδικό πρόβλημα. Το κουρδικό καρκίνωμα έχει κάνει μετάσταση. Το ΡΚΚ προσπαθεί να κατευθύνει τους Κούρδους εσωτερικούς πρόσφυγες να εγκατασταθούν στο τρίγωνο Μερσίνα-Άδανα-Αλεξανδρέττα.
Στόχος του είναι η δημιουργία πολυάριθμων κουρδικών κοινοτήτων στην περιοχή αυτή, ώστε να δημιουργηθούν οι πληθυσμιακές προϋποθέσεις για μελλοντική κουρδική έξοδο στη Μεσόγειο. Με βάση επίσημα στοιχεία, η πλειονότητα του πληθυσμού της Μερσίνας (λιμάνι) είναι Κούρδοι.
Για χρόνια η Δύση είχε επιδείξει μια περισσότερο ή λιγότερο σκανδαλώδη ανοχή, δίνοντας στην Άγκυρα τον χρόνο να λύσει στρατιωτικά το πρόβλημα. Οι σταυροφόροι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έκλειναν τα μάτια τους στο όνομα των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων. Από ένα σημείο και πέρα, όμως, ακόμα και οι Αμερικανοί άρχισαν να υποδεικνύουν την ανάγκη μιας πολιτικής λύσης.
«Ορεινοί Τούρκοι»
Από τη στιγμή, μάλιστα, που η Τουρκία τέθηκε σε τροχιά ένταξης στην ΕΕ, ήρθε αντιμέτωπη και με τις θεσμικές πιέσεις των Ευρωπαίων για την τήρηση των δημοκρατικών κανόνων και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το κλίμα άρχισε να αλλάζει αφενός λόγω των ακραίων κατασταλτικών μεθόδων, αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι η Τουρκία προσπάθησε εμμέσως να εξαγάγει το πρόβλημά της, διοχετεύοντας εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους Κούρδους στην Ευρώπη.
Για την τουρκική κρατική ιδεολογία, οι Kούρδοι ήταν «ορεινοί Tούρκοι»! Ο ισχυρισμός αυτός σήμερα έχει τόσο πολύ καταρρεύσει, που τον έχουν εγκαταλείψει ακόμα και οι σκληροπυρηνικοί Τούρκοι εθνικιστές. Η πάγια στρατηγική του κεμαλισμού να αφομοιώσει το κουρδικό στοιχείο στο τουρκικό έθνος έχει ναυαγήσει οριστικά. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι τη διευκόλυναν παρά πολύ η κοινή μουσουλμανική θρησκεία και η σε μεγάλο βαθμό επικράτηση της τουρκικής γλώσσας.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό και δεν επιδέχεται πλέον στρατιωτική λύση. Ακόμα και στην περίπτωση που ο τουρκικός στρατός κατάφερνε να συντρίψει τους αντάρτες, η Τουρκία δε θα έπαυε ως κράτος να αντιμετωπίζει το αίτημα των Κούρδων για εθνική χειραφέτηση και απελευθέρωση.
Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την τουρκική στατιστική υπηρεσία, από τα 75-80 εκατομμύρια Τούρκων πολιτών περίπου τα 25 είναι κουρδικής καταγωγής. Η δημογραφική ανάπτυξη του κουρδικού στοιχείου, μάλιστα, είναι μεγαλύτερη της δημογραφικής ανάπτυξης του τουρκικού στοιχείου, γεγονός που αργά αλλά σταθερά διαφοροποιεί υπέρ των Κούρδων την πληθυσμιακή αναλογία. Σύντομα ο ένας στους τρεις πολίτες της Τουρκίας θα είναι Κούρδος.
Πολιτική αφομοίωσης
Η πολιτική της αφομοίωσης των Κούρδων άρχισε όταν το κεμαλικό καθεστώς ένιωσε ότι είχε σταθεροποιηθεί στην Ανατολή, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (1923). Για να επιτύχει τη συμμετοχή των κουρδικών φυλών στον πόλεμο για την εκδίωξη των «απίστων» από την Ανατολία, ο Κεμάλ τους είχε υποσχεθεί στα συνέδρια του Ερζερούμ (Αύγουστος του 1919) και της Σεβάστειας (Σεπτέμβριος του 1919) ισότιμη συμμετοχή στο νέο κράτος. Μετά τη Λωζάννη ξέχασε τις υποσχέσεις και άρχισε να απαγορεύει τη χρήση της κουρδικής γλώσσας και τη δράση των κουρδικών οργανώσεων.
Η πολιτική αυτή προκάλεσε την κουρδική εξέγερση του Σεϊχη Σαΐντ (1925). Σποραδικές εξεγέρσεις σημειώθηκαν μέχρι το 1938, αλλά πάντα πνίγονταν στο αίμα. Ανάμεσα σ’ εκείνες τις εξεγέρσεις και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ΡΚΚ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οι παλαιότερες κουρδικές εξεγέρσεις ήταν φυλετικές, ή είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα (αντίδραση στην κατάργηση του Χαλιφάτου). Ακριβώς γι’ αυτό άφηναν περιθώρια στην κεμαλική εξουσία να συνοδεύει την καταστολή με πολιτικές αναγκαστικών εκτοπισμών και ενσωμάτωσης του κουρδικού στοιχείου στην τουρκική κοινωνία.
Από τη στιγμή, όμως, που με το σύγχρονο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα οι Kούρδοι απέκτησαν ξεχωριστή εθνική συνείδηση, βιώνουν την τουρκική κυριαρχία ως κατάκτηση. Γι’ αυτό έχουν κατά κανόνα μετατραπεί σε ενεργούς ή παθητικούς, σε εμφανείς ή αφανείς αντιπάλους του τουρκικού κράτους. Αυτός είναι ο λόγος που έχουν συρρικνωθεί οι πιθανότητες επίτευξης μιας ήπιας πολιτικής λύσης, η οποία μακροπρόθεσμα να μην αμφισβητεί το ενιαίο της Tουρκίας.
Καταλύτης διάβρωσης
Το ένοπλο κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα λειτούργησε σαν καταλύτης μιας ευρύτερης διεργασίας αποσταθεροποίησης και διάβρωσης του μετακεμαλικού καθεστώτος. Πέρα απ’ αυτό, όμως, όσο το ΡΚΚ μένει όρθιο σ’ αυτό τον αντάρτικο πόλεμο, τόσο θα είναι ο νικητής στο πολιτικό επίπεδο. Όπως έχει πει ο Κίσσινγκερ, το αντάρτικο που δεν ηττάται νικάει, ενώ ο στρατός που δεν νικάει ηττάται. Η ρήση του ταιριάζει γάντι στην περίπτωση.
Παρότι οι αντάρτες έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα, που τους δυσκολεύουν στο επιχειρησιακό επίπεδο, παραμένουν ικανοί να προκαλούν στρατιωτικές απώλειες, οικονομική αιμορραγία, πολιτικό κόστος και κυρίως να αμφισβητούν εμπράκτως την κυριαρχία του τουρκικού κράτους. Το αντάρτικο, άλλωστε, δεν επιδιώκει να επιβληθεί στρατιωτικά στο τουρκικό κράτος. Αυτό είναι αδύνατον.
Προκαλώντας του αιμορραγία σ’ όλα τα επίπεδα, όμως, προσπαθεί να διαμορφώσει τους όρους μιας πολιτικής λύσης του Κουρδικού. Είναι προφανές ότι αυτή η προοπτική αλλάζει τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή. Από τη μία πλευρά η Τουρκία είναι ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη κι από την άλλη είναι χώρα με ένα καρκίνωμα στο εσωτερικό της.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου