Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η εξαιρετικά προβληματική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και το γεγονός ότι η Τουρκία έχει ήδη ανοικτά δύο μέτωπα, στο Κουρδιστάν και τη Συρία, θα προσέδιδαν θεατρικό χαρακτήρα στις εντεινόμενες τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και δεν θα μας προκαλούσαν ιδιαίτερη ανησυχία. Όμως, τον τελευταίο καιρό έχει προκύψει μια πρωτοφανής σύγκλιση παραγόντων στο ελληνοτουρκικό σύστημα που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την τέλεια γεωπολιτική καταιγίδα.
Του Κωνσταντίνου Γρίβα*
Ο πρώτος από αυτούς τους παράγοντες είναι η ίδια η μετάλλαξη του διεθνούς συστήματος σε πολυπολικό, με την Τουρκία να φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε έναν από τους κυρίαρχους πόλους του. Και ένας τρόπος για να επιτύχει κάτι τέτοιο είναι να ελέγξει τον κρίσιμης σημασίας για τις παγκόσμιες ισορροπίες δίαυλο του Αιγαίου Πελάγους. Αυτό σημαίνει ότι ο τουρκικός επιθετικός αναθεωρητισμός ήλθε για να μείνει και δεν είναι ένα ευκαιριακό φαινόμενο.
Ένας δεύτερος παράγοντας είναι το κενό εξουσίας που έχει δημιουργηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, εξαιτίας του άτυπου αλλά αδυσώπητου εμφυλίου πολέμου που έχει ξεσπάσει μεταξύ του νέου Προέδρου και ενός ισχυρού κομματιού του κατεστημένου της Ουάσιγκτον. Έτσι, δημιουργείται ένα βραχύβιο παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία για να επιχειρήσει να αλλάξει το status quo στο Αιγαίο. Με αυτόν τον τρόπο θα ενισχύσει το γεωπολιτικό της χαρτοφυλάκιο, ώστε να επαναδιατυπώσει τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον με τον βέλτιστο για αυτήν τρόπο, μόλις ξεπεραστεί η κρίση στο εσωτερικό των ΗΠΑ και ξεκινήσει η αναδιαμόρφωση της αμερικανικής γεωστρατηγικής.
Επιπροσθέτως, η Άγκυρα επιδιώκει απεγνωσμένα να ενισχύσει τις θέσεις της και έναντι της Μόσχας, δεδομένου ότι η δυναμική της αφύσικης ρωσοτουρκικής (λυκο)φιλίας φαίνεται πως αγγίζει τα όριά της. Έτσι, ένας επαυξημένος τουρκικός έλεγχος του Αιγαίου θα προσέφερε στην Άγκυρα ένα ισχυρό χαρτί ώστε να πείσει τη Μόσχα πως μια «απρόθυμη φιλία» μαζί της θα ήταν προτιμότερη από μια ανοιχτά ανταγωνιστική σχέση.
Η Ισλαμοεθνικιστική Τουρκία και η «Υπό Κηδεμονία» Ελλάδα
Στο εσωτερικό τώρα της Τουρκίας, το άνοιγμα του κυβερνώντος κόμματος προς τους εθνικιστές, εξ αντικειμένου ωθεί την εξωτερική πολιτική της χώρας σε πιο επιθετικές πολιτικές έναντι των γειτόνων της. Σε αντίθεση δε με ότι γενικώς υποστηρίζεται, η προσέγγιση αυτή ενδέχεται να μην είναι μια προσωρινή κατάσταση, οφειλόμενη αποκλειστικώς στην προσπάθεια του Ερντογάν να υφαρπάξει τους ψήφους των εθνικιστών ώστε να κερδίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία στο επερχόμενο δημοψήφισμα. Αντιθέτως, για να καταφέρει να ξεπεράσει τα τεράστια εσωτερικά της προβλήματα, η Τουρκία του μέλλοντος είναι πιθανό ότι θα στηρίξει την ενότητά της σε ένα κράμα ισλαμοεθνικισμού. Και για να δέσουν τα εν πολλοίς αντιφατικά στοιχεία αυτών των δύο μεγεθών, απαιτείται μια ακραία επεκτατική πολιτική «εθνικού μεγαλείου».
Τέλος, ο παράγοντας που ενοποιεί όλα τα παραπάνω, διαμορφώνοντας μια γεωπολιτική φιάλη νιτρογλυκερίνης στο ελληνοτουρκικό σύστημα, είναι η εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, είναι πιθανόν ότι οι Τούρκοι θεωρούν πως η Αθήνα, έχοντας να αντιμετωπίσει το ζήτημα του κλεισίματος της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και τη γενικότερη ευρωπαϊκή «κηδεμονία», θα αντιδράσει «χλιαρά» σε κάποια «περιορισμένης κλίμακας» επιθετική τουρκική ενέργεια. Έτσι, η Άγκυρα θα πετύχει ένα μεγάλο βήμα στην διαρκή προσπάθειά της να καταστεί ο αναντίρρητος κυρίαρχος στο Αιγαίο και ο Ερντογάν θα καθιερωθεί ως μεγάλος ηγέτης. Δεν μπορούμε μάλιστα να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο πως οι Τούρκοι κρίνουν ότι θα υπάρξουν και ισχυρές πιέσεις από πλευράς των Ευρωπαίων «εταίρων» έναντι της Ελλάδας, οι οποίοι θα εκβιάσουν με ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή τη χώρα μας, έτσι ώστε να μην υπερασπίσει την εδαφική της ακεραιότητα.
Εν κατακλείδι, ενδέχεται η κυβέρνηση της Άγκυρας να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μπορεί να αναλάβει ένα «λελογισμένο ρίσκο» δημιουργώντας ένα επεισόδιο με την Ελλάδα, το οποίο θα λήξει γρήγορα, με ασφάλεια και με μεγάλα γεωπολιτικά κέρδη για την Τουρκία και πολιτικά κέρδη για τον Ερντογάν.
Άρα, για να εξασφαλιστεί η ειρήνη, η ελληνική πλευρά πρέπει να πείσει την Άγκυρα ότι το ρίσκο που θα αναλάβει μόνο λελογισμένο δεν θα είναι. Με άλλα λόγια, να εφαρμοστούν με θρησκευτική ευλάβεια οι αρχές της Αποτροπής. Κάτι που μέχρι στιγμής η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να το πράττει.
Μια ρεαλιστική αποτρεπτική πρόταση βασίζεται στο ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, παρόλα τα προβλήματα που τους έχει προκαλέσει η οικονομική κρίση, διαθέτουν ακόμη το δυναμικό να επιφέρουν συντριπτικό πλήγμα στο τουρκικό στράτευμα. Τέτοιο, που να καθιστά εξαιρετικά αμφίβολη την επίτευξη γεωπολιτικών κερδών από την Άγκυρα, ακόμη και αν κατάφερνε να παρουσιάσει κάποιας μορφής «νίκη» μετά το τέλος της σύρραξης.
Βέβαια, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Η αποτροπή μπορεί να αποτύχει λόγω λανθασμένων εκτιμήσεων, φόβων για απώλεια γοήτρου και για ένα σωρό άλλους λόγους. Η χώρα μας έχει εισέλθει σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο και πρέπει να είμαστε έτοιμοι για τα πάντα.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου