του Αλέξανδρου Τάρκα
Στην ελληνική κοινή γνώμη παγιώνεται η αντίληψη πως η Δύση έχει ήδη «ξεγραμμένο» τον Ερντογάν, παρότι στις διεθνείς σχέσεις η περίοδος δύο ετών είναι εξαιρετικά μεγάλο διάστημα για τη διατύπωση προβλέψεων. Η διπλωματική εικόνα που διαμορφώνεται στην Ουάσιγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όμως, είναι ότι ο παρών κύκλος εξελίξεων στην Άγκυρα δεν θα κλείσει πριν από τις, ταυτόχρονες, προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2019.
Ασφαλώς, όπως και στην Ελλάδα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών στην Τουρκία το φθινόπωρο του 2018, ή την άνοιξη του 2019. Σχεδόν κανείς (ο ίδιος ο Ερντογάν, η αντιπολίτευση και οι ξένες ενδιαφερόμενες χώρες), όμως, δεν επιθυμεί έναν αιφνιδιασμό που θα καθιστούσε ακόμα πιο ασταθή μια ευρεία περιοχή από τη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολία μέχρι τη Μεσόγειο.
Άλλωστε, μέχρι τότε θα υπάρχουν, έτσι κι αλλιώς, αρκετοί απρόβλεπτοι παράγοντες. Πρώτον, η επιβαρυμένη υγεία του κ. Ερντογάν. Δεύτερον, οι θύλακοι εναντίον του (αν και εξασθενημένοι μετά τις εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις και τα υπουργεία). Τρίτον, η πίεση λόγω του Κουρδικού και του Μεταναστευτικού.
Οι ΗΠΑ επιζητούν σταθερότητα
Σύμφωνα με ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, οι ΗΠΑ είναι οι πρώτες που δεν βιάζονται για την άσκηση πίεσης προς τον Τούρκο πρόεδρο. Δεν θέλουν να ριψοκινδυνεύσουν απρόβλεπτες εξελίξεις, όπως αυτές από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 μέχρι πρόσφατα.
Οι προ καιρού συνομιλίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στην Ουάσιγκτον ήταν επιτυχημένες. Πρώτον, επειδή εδραίωσαν επικοινωνία με μια, μέχρι πρότινος, «αντιπαθή» αριστερή κυβέρνηση. Δεύτερον, εντάχθηκε πιο ουσιαστικά η Ελλάδα στον αμερικανικό στρατηγικό-αμυντικό σχεδιασμό. Δεν πρόσφεραν, ωστόσο, κάτι νέο σε σχέση με την Άγκυρα.
Αντιθέτως, ο πρόεδρος Τραμπ φέρεται να μη συμμερίζεται, στην πλήρη έκτασή του, τον οξύτατο προβληματισμό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, του Στέητ Ντηπάρτμεντ και του Πενταγώνου. Το συνοπτικό συμπέρασμα είναι ότι καμιά αρμόδια αμερικανική υπηρεσία δεν έχει πια εμπιστοσύνη στην Άγκυρα και, ιδιαίτερα, στον πρόεδρο Ερντογάν. Κανείς, όμως, στην Ουάσιγκτον δεν θέλει να χαθεί η Τουρκία για τη Δύση μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Στο δε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, οι ίδιοι φορείς επείγονται για κρίσιμα ζητήματα, όπως η αντιτρομοκρατική συνεργασία με την Τουρκία και αποφεύγουν να ανοίξουν πολλά μέτωπα συζητήσεων. Ως προς το Κυπριακό, που αποτελεί πάντοτε ζήτημα προβληματισμού, οι ΗΠΑ δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο πρωτοβουλίας του ΟΗΕ μετά την άνοιξη του 2018, αλλά η τουρκική πλευρά δεν ανοίγει τα χαρτιά της.
Ευρωπαϊκή αναμονή μέχρι τις εκλογές
Ομοίως, οι συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική του νέου κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας δείχνουν πως θα τηρηθεί στάση αναμονής έναντι της Τουρκίας. Όπως έχουμε επισημάνει εδώ και μήνες, η προεκλογική ένταση θα αντικατασταθεί από μετεκλογική εκτόνωση. Κύριοι άξονες της γερμανικής πολιτικής, μετά την ανάληψη καθηκόντων της νέας κυβέρνησης, θα παραμείνουν η αντίθεση στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ με ταυτόχρονη υποστήριξη της Κοινής Δήλωσης του Μαρτίου 2016 για το Μεταναστευτικό και της αναβάθμισης της τελωνειακής σχέσης.
Πρακτικά η κ. Μέρκελ και οι εταίροι της θα προτιμήσουν, ως τις τουρκικές εκλογές του 2019, αφενός να καλύψουν τα νώτα τους (κοινώς, ο κ. Ερντογάν να μην ανοίξει πολύ την «κάνουλα» του Μεταναστευτικού), αφετέρου να εξασφαλίσουν οικονομικά οφέλη από την αύξηση των εμπορικών συναλλαγών.
Παρόμοια στάση κατά των αναβαθμισμένων ενταξιακών συνομιλιών της Τουρκίας και υπέρ της αναθεώρησης-βελτίωσης της τελωνειακής σχέσης έχει και η Γαλλία. Το πολύ θετικό στοιχείο είναι ότι ο πρόεδρος Μακρόν και ο υπουργός Εξωτερικών Λε Ντριάν φέρονται, επίσης, να ενδιαφέρονται εντονότατα για την ενεργειακή συνεργασία με την Κύπρο, παρά τα μη ικανοποιητικά αποτελέσματα των πρώτων γεωτρήσεων από την TOTAL στην ΑΟΖ της Μεγαλονήσου.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου