CARNEGIE MOSCOW CENTER
του Pavel Shlykov
Η αύξηση των πολιτικών εντάσεων και των διαμαχών στην Τουρκία, σε συνδυασμό με τις μαζικές συλλήψεις γνωστών δημοσιογράφων από τα ΜΜΕ της αντιπολίτευσης, και η ρωσό-τουρκική συνεργασία για ένα νέο South Stream, ήταν στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής στην Τουρκία και έχουν οδηγήσει την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες να την επικρίνουν σοβαρά. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά της τρέχουσας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι η αύξηση των εντάσεων στις σχέσεις με την Δύση και μια εικονική αναθεώρηση της φιλό-δυτικής συναίνεσης. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, τα βήματα και οι πρωτοβουλίες της εξωτερικής πολιτικής του Recep tayyip Erdogan με τα χρόνια, έχουν δημιουργήσει αμφιβολίες για την διατήρηση του φιλο-δυτικού προσανατολισμού της Άγκυρας, και έχει εγείρει υποψίες ότι η Τουρκία φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ενεργή παρέμβαση της Τουρκίας σε θέματα Μέσης Ανατολής, το φλερτ με την Χαμάς, η διαμεσολάβηση στη σχέση μεταξύ Δύσης και Ιράν, οι όλο και πιο τεταμένες σχέσεις με το Ισραήλ, και η απροθυμία να ακολουθήσει την δυτική πορεία στον αγώνα εναντίον της ISIS. Αυτά τα φαινόμενα λογικά οδηγούν στην αίσθηση ότι η Τουρκία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Δύση. Επίσης οδηγούν σε μια αναθεώρηση σχετικά με το πώς αντιλαμβανόμαστε την σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρά τις σχετικά επιτυχημένες μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις που το ΑΚΡ προωθεί από το 2002, οι πιθανότητες της Τουρκία να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ, περιορίζονται. Στα τελευταία 10 χρόνια η Ευρώπη δεν έχει ξεπεράσει τον σκεπτικισμό της αναφορικά με τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Άγκυρας. Στην πραγματικότητα, έχει γίνει πιο σκεπτική. Αυτή η τάση μπορεί να εξηγηθεί: Η Τουρκία έρχεται όλο και πιο κοντά στην Ευρώπη μέσω των θεσμικών της οργάνων, ενώ αποξενώνεται από αυτή στη νοοτροπία και την ψυχολογία της. Το 2004, περισσότεροι από το 75% του πληθυσμού στην Τουρκία, ήταν υπέρ της ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Το 2011 αυτός ο αριθμός είχε μειωθεί στο 48%. Σήμερα, ο αριθμός των ανθρώπων που υποστηρίζουν την εξέλιξη των σχέσεων με την Μέση Ανατολή και τις μουσουλμανικές χώρες, έχει αυξηθεί αισθητά. Όπως εμφανίζουν οι κοινωνιολογικές δημοσκοπήσεις, τόσο ο σκεπτικισμός της Τουρκίας έναντι της ΕΕ και ο σκεπτικισμός των Ευρωπαίων για την εμφατική φιλοδοξία της Τουρκίας να ενταχθεί στην ΕΕ, έχουν γίνει μεγαλύτεροι στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση Ευρωβαρόμετρο, που διεξήχθη για λογαριασμό της Κομισιόν αυτό το φθινόπωρο, αποκάλυψε ότι μόλις το 28% των Τούρκων πολιτών υποστηρίζουν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά υποστήριξης της ένταξης στην ΕΕ που έχουν καταγραφεί στην Τουρκία. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο του 2014, το 38% όσων συμμετείχαν σε δημοσκόπηση στην Τουρκία, ήταν υπέρ της ένταξης στην ΕΕ. Διατηρώντας την επαφή με την κοινή γνώμη, ο Τούρκος πρόεδρος Recep tayyip Erdogan έχει δηλώσει ότι “η ΕΕ δε έχει κανένα δικαίωμα να δίνει μαθήματα δημοκρατίας και θα πρέπει να κοιταχθεί η ίδια στον καθρέφτη¨. Μετά από την 10ετη επέτειο της απόφασης της ΕΕ να δώσει το πράσινο φως από τις επίσημες διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα, ο Erdogan προχώρησε στην συναισθηματική δήλωση ότι “σερνόμαστε ήδη την τελευταία δεκαετία. Η Τουρκία δεν θα γίνει ποτέ θυρωρός της Ευρωπαϊκής Ένωσης”.
Η επίσημη διακήρυξη του πρωθυπουργού Ahmet Davutoglu το φθινόπωρο του 2014, αποκάλυψε ότι η Άγκυρα επισήμως ακολουθεί ακόμη μια πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η Τουρκία αιτήθηκε για την πλήρη ένταξη το 1987 αλλά οι επίσημες διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν μόλις το 2005. Έκτοτε, μόλις 14 από τα 35 κεφάλαια της διαπραγμάτευσης έχουν ανοίξει, και μόλις ένα κεφάλαιο (Επιστήμη και Έρευνα), έχει κλείσει με επιτυχία.
Η κυβέρνηση του ΑΚΡ δεν έχει απορρίψει το “ευρωπαϊκό project” και υποστηρίζει ακόμη την ένταξη στην ΕΕ. Ωστόσο, η απόφαση του ΑΚΡ να παραμείνει σε τροχιά πλήρους ενοποίησης με την ΕΕ, έχει ήδη αποκτήσει έναν ρεαλιστικό και εκτελεστικό χαρακτήρα, ο οποίος βάζει κατά μέρος τις ιδεολογικές και συναισθηματικές διαστάσεις. Αυτή η εμμονή βοήθησε το καθεστώς Erdogan να ξεπεράσει εν μέρει τις κατηγορίες ότι καταστρέφει το κεμαλιστικό project εκσυγχρονισμού και τον κοσμικό χαρακτήρα της Τουρκίας. Επιπλέον, εντός του πλαισίου των διοικητικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που υπαγορεύονται από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, το ΑΚΡ έχει κατορθώσει να διευρύνει την κοινωνική του βάση και να ακρωτηριάσει τους αντιπάλους του (την κεμαλική ελίτ και τον στρατό).
Τόσο η επιμονή των Βρυξελλών όσο και η εντατικοποίηση των εσωτερικών προβλημάτων, έχουν αναγκάσει τους ηγέτες του ΑΚΡ να αλλάξουν την ρητορική τους. Αυτές τις ημέρες στην Τουρκία, η ιδέα της “εγγενούς αξίας” των μεταρρυθμίσεων, που αρχικά σχεδιάστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής. Αυτή η ιδέα προβάλει ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων εκσυγχρονισμού και της μελλοντικής ενοποίησης της Τουρκίας στην ΕΕ. “Θα συνεχίσουμε με τις μεταρρυθμίσεις ακόμη κι αν η ΕΕ δεν στέλνει πλέον ενθαρρυντικές ενδείξεις…. θα μετονομάσουμε τα κριτήρια της Κοπεγχάγης ως τα κριτήρια της Άγκυρας…. και τα κριτήρια Μάαστριχτ ως κριτήρια Κωνσταντινούπολης». Αυτές οι διακηρύξεις αποκαλύπτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της προσέγγισης του ΑΚΡ προς τον εκσυγχρονισμό και τη δυτικοποίηση. ΤΟ ΑΚΡ θεωρεί τον θεσμικό/τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και τον πολιτιστικό/ιδεολογικό εκσυγχρονισμό ως ξεχωριστά ζητήματα.
Η διαδικασία ενοποίησης με την ΕΕ αποκτά νέες διαστάσεις. Πρώτον, φαίνεται τραβηγμένο να φανταστεί κανείς ότι η ΕΕ θα είναι απρόθυμη να δώσει πλήρη ένταξη σε μια μουσουλμανική χώρα. Πραγματικά, η Ευρώπη μόνη της πέρασε από μια διαδικασία εξευρωπαϊσμού μέσω της διάδοσης ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Η Τουρκία έχει όλες τις απαραίτητες ικανότητες για τον εξευρωπαϊσμό μέσω της ένταξής της σε πανευρωπαϊκές δομές (ακολουθώντας το μοντέλο με το οποίο η ΕΕ εξευρωποίησε την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πολωνία, την Ρουμανία και άλλους). Και χάρη στην κοινή βυζαντινή κληρονομιά της (στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα) και στα κοινά τους σύνορα, η Τουρκία ιστορικά βρίσκεται πολύ κοντά στην Ευρώπη.
Η ερώτηση εδώ είναι σε ένα άλλο επίπεδο. Το οθωμανικό μοντέλο εκσυγχρονισμού σήμαινε ότι η εισαγωγή και προσαρμογή των ευρωπαϊκών τεχνολογιών και θεσμών χωρίς την υιοθέτηση μιας ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας. Ένας τέτοιος χρηστικός εκδυτικισμός απέτυχε να σταθεροποιήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αντιθέτως, διευκόλυνε την παρακμή της Υψηλής Πύλης. Οι αρχιτέκτονες της κεμαλιστικής επανάστασης είχαν μπροστά στα μάτια τους παραδείγματα μη επιτυχημένων εμπειριών με projects εκσυγχρονισμού τόσο από τους Νέους Οθωμανούς όσο και από τους Νεοτούρκους. Στο δικό του πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, ο Mustafa Kemal έδωσε έμφαση τόσο στην αξιοποίηση των δυτικών τεχνολογιών όσο και στην εισαγωγή της δυτικής κουλτούρας (“οι αξίες του σύγχρονου πολιτισμού”). Η κεμαλιστική επανάσταση σήμαινε να επιβάλλει στους πολίτες της “Νέας Τουρκίας” πολύ διαφορετικές ταυτότητες, που θα είναι βασισμένες στις ευρωπαϊκές αξίες του λαϊκισμού, του ατομικισμού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και της αστικής κοινωνίας, παρά της εθνικότητας. Η περιορισμένη επίδραση των μεταρρυθμίσεων του Ataturk και ο κεμαλιστικός εκδυτικισμός ήταν αναπόφευκτα, καθώς αυτές οι μεταρρυθμίσεις αντιπροσωπεύουν μια επανάσταση από τα άνω που δεν είχε μια κοινωνικό-πολιτιστική βάση. Οι Κεμαλιστές επικεντρώθηκαν σε αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις να έχουν πολύ μικρή επίδραση στους μη αστικούς πληθυσμούς. Κατά συνέπεια, οι κεμαλιστικές μεταρρυθμίσεις είχαν ως αποτέλεσμα τον διχασμό της τουρκικής κοινωνίας σε ευρωπαϊκό πληθυσμό που ζει στις μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Σμύρνη κ.α.) και σε έναν συντηρητικό αγροτικό πληθυσμό που διατήρησε τις ισλαμικές παραδόσεις.
Το ΑΚΡ του Recep Tayyip Erdogan έχει εφαρμόσει ένα μοντέλο εκσυγχρονισμού που διαφέρει από το κεμαλιστικό σε πολλές πτυχές (συμπεριλαμβανομένης της στάσης προς τον εκδυτικισμό και τα τεχνολογικά και πολιτιστικά επιτεύγματα της Δύσης). Τώρα, η ιδέα της Νέας Τουρκίας, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Κεμαλιστές στις δεκαετίες του 1920 και 1930 (ως ο περίφημος “τρόπος της Νέας Τουρκίας” του Ataturk), έχει γίνει όλο και πιο δημοφιλής. Αλλά η σημερινή έκφραση της “Νέας Τουρκίας” έχει αντικατοπτρίζει μια πλήρη αναθεώρηση από τους κύριους πυλώνες της κεμαλιστικής ιδεολογίας. Η τουρκική κοινωνία υφίσταται μια πρωτοφανή διαδικασία εκ-δυτικισμού. Η πολιτική πρακτική του Recep Tayyip Erdogan έχει αποδείξει την προσήλωση στις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά αυτή η προσήλωση έχει περισσότερο ρεαλιστικό και πρακτικό χαρακτήρα παρά πολιτιστικό και ιδεολογικό. Στη σημερινή Τουρκία, η δημοκρατία δεν είναι το μοναδικό matrix για όλα τα επίπεδα κοινωνικό-πολιτικών σχέσεων. Από μια μακρά λίστα δημοκρατικών αρχών (πολιτικό πλουραλισμό, ισονομία, εφαρμογή του νόμου, πολιτικές ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα, αστική κοινωνία έξω από την κυβέρνηση), το ΑΚΡ έχει επιλέξει μόνο μερικές. Μία από τις αρχές που επιλέγησαν είναι οι ελεύθερες εκλογές, διότι “οι εκλογές αποδείχθηκε ότι είναι ο βέλτιστος και πιο νόμιμος τρόπος να κερδίσει κανείς την εξουσία”.
Οι απειλές από τις Βρυξέλλες στο πλαίσιο της αύξησης των πολιτικών εντάσεων στην Τουρκία και της μαζικής κράτησης πολιτικών δημοσιογράφων, δεν έχει επηρεάσει πολύ τον Erdogan. Η συναισθηματική αντίδραση του Τούρκου προέδρου στις ομιλίες της Ύπατης Εκπροσώπου για διεθνή θέματα, Federica Mogherini ή του Ευρωπαϊκού Επιτρόπου για θέματα Περιφερειακής Πολιτικής, Johannes Hahn, αντικατοπτρίζει περισσότερο εκνευρισμό παρά απογοήτευση.
Ο Erdogan αξιολογεί πολύ υψηλά την δική του πολιτική κυριαρχία τόσο στα εσωτερικά όσο και σε εξωτερικά θέματα, και προσπαθεί να βρει μια καλή στρατηγική για να ελαχιστοποιήσει τους σημερινούς κινδύνους. Παρά την δυσαρέσκεια της ΕΕ, η οποία έχει γίνει σύνηθες χαρακτηριστικό της ρητορικής του Erdogan, και την τωρινή στάσιμη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας, η ΕΕ διατηρεί την επιρροή της στην Τουρκία, λόγω της μεγάλης εξάρτησης της τουρκικής οικονομίας από την ΕΕ. Πραγματικά, η Τουρκία έχει γίνει ένας όλο και πιο σημαντικός εμπορικός εταίρος για τις χώρες τηςΕΕ, αλλά η άνιση οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ ενισχύει την μόχλευση της ΕΕ πάνω στην Τουρκία. Ενώ η ΕΕ είναι ο πιο σημαντικός εταίρος εισαγωγών και εξαγωγών της ΕΕ, η Τουρκία κατατάσσεται μόλις στην έβδομη θέση της αγοράς εισαγωγών της ΕΕ και πέμπτη στην αγορά εξαγωγών. Το μερίδιο της ΕΕ στο συνολικό εμπόριο της Τουρκίας είναι εννέα φορές μεγαλύτερο από το τουρκικό μερίδιο στο συνολικό εμπόριο της ΕΕ. Επιπλέον, οι κάτοικοι της ΕΕ είναι υπεύθυνοι για τις περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις στην Τουρκία (το 2013, περισσότερες από το 70% των FDI προερχόταν από την ΕΕ). Αυτό προκαλεί στον Erdogan άλλη μία ανησυχία, την πιθανή επίδραση στην τουρκική οικονομίας μιας ενδεχόμενης κοινής ζώνης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ, η οποία βρίσκεται τώρα σε διαπραγματεύσεις. Δεδομένου ότι οποιαδήποτε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ε την ΕΕ ανοίγει την τουρκική αγορά σε αγαθά μέσω των ευρωπαϊκών duty-free, δεν χορηγεί το ίδιο duty-free status στα τουρκικά αγαθά που εξάγονται στην χώρα με την οποία η ΕΕ ολοκληρώνει την συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, οι ανησυχίες του προέδρου Erdogan για την Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση (ΤΤΙΡ), είναι προφανείς. Η Άγκυρα θεωρεί ότι η τωρινή κατάσταση αποτελεί μια ευκαιρία να αναθεωρήσει τη θέση της στις διαπραγματεύσεις τόσο με την ΕΕ όσο και τις ΗΠΑ.
Η Τουρκία βρίσκεται σε τροχιά ενίσχυσης του “ανατολικού φορέα” της πολιτικής της. Σήμερα τόσο η Ρωσία όσο και η Τουρκία έχουν βρεθεί σε παρόμοιες καταστάσεις. Και η Μόσχα και η Άγκυρα έχουν προσφάτως βρεθεί αποξενωμένες από τη δυτική παγκόσμια τάξη. Και ο Erdogan έχει υπολογίσει ότι μπορεί να συνειδητοποιήσει την φιλοδοξία του να είναι μια περιφερειακή υπερδύναμη μέσω της διευρυμένης συνεργασίας με τη Ρωσία και τις χώρες BRICKS. Οι νέες ρωσό-τουρκικές πρωτοβουλίες μπορεί να εκληφθούν ως ένα βήμα μακριά από την δυτική κυριαρχία στην περιοχή. Εκτός αυτού, αυτές οι νέες πρωτοβουλίες θα δώσουν επίσης την δυνατότητα στην Τουρκία να αυξήσει τη σημασία της στην Δύση γενικότερα και στην ΕΕ ειδικότερα (παρά τα αυξημένη αντί-τουρκικά αισθήματα στην Ευρώπη). Η Γερμανία έχει γίνει προσφάτως ένας από τους πιο σοβαρούς αντιπάλους της τουρκικής ενοποίησης στην Ευρώπη. Τόσο στην πολιτική όσο και στη ρητορική της Καγκελαρίου Angela Merkel, υπάρχει μια προφανής πρόθεση να ενισχυθεί η θέση της Γερμανίας στην Ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο το project του νέου South Stream, τον οποίο ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, Taner Yldiz χαρακτήρισε ως Turkish Stream, έχει ως στόχο να επηρεάσει αυτή την κατάσταση. Σε μια βραχυπρόθεσμη προοπτική, η Τουρκία περιμένει να γίνει ένας σημαντικός ενεργειακός κόμβος για τη Νότια Ευρώπη και να διαδραματίσει έναν ρόλο παρόμοιο με αυτόν που έχει η Γερμανία στη Βόρεια Ευρώπη. Με τον τρόπο αυτό, η τουρκική γεωπολιτική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, πρόκειται να αλλάξει. Αυτό ωστόσο, δεν είναι αρκετό για να αλλάξει τη δυναμική των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου