20-10-2014
ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ
Δεν πρέπει να εξεπλάγη κανείς στα Βαλκάνια από την κατάληξη (την αναγκαστική διακοπή) του ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ των εθνικών ομάδων της Σερβίας και της Αλβανίας στο Βελιγράδι την περασμένη Τρίτη. Μπορεί να έχουν γίνει βήματα προς την ομαλοποίηση της κατάστασης μεταξύ των χωρών που προέκυψαν από τη βίαιη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά, όπως σημείωσε ο έμπειρος Σταύρος Τζίμας στην «Καθημερινή» της Πέμπτης, «κάτω από τις στάχτες του πολέμου εξακολουθούν να σιγοκαίνε εθνικισμοί». Γιατί δεν ησυχάζουν τα Βαλκάνια;
Η άμεση απάντηση είναι ότι πολλές διενέξεις βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα. Το Κοσσυφοπέδιο (όπου οι Αλβανοί κήρυξαν την ανεξαρτησία τους το 2008, μετά την παρέμβαση του ΝΑΤΟ υπέρ τους στον πόλεμο του 1999), είναι ενδεικτικό της εύφλεκτης επικάλυψης των γεωγραφικών διεκδικήσεων και της ιστορικής μνήμης των διαφόρων εθνοτήτων που μοιράζονται την περιοχή. Ενώ το Κοσσυφοπέδιο ήταν κομμάτι της Σερβίας για αιώνες, για πολλά χρόνια Αλβανοί αποτελούσαν την πλειονότητα του πληθυσμού του. Οταν το 1989, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας να διαφαίνεται στον ορίζοντα, ο Σέρβος ηγέτης Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς θέλησε να επιβεβαιώσει την υπεροχή των Σέρβων στο Κόσοβο, ακύρωσε την αυτονομία του, χτίζοντας το προφίλ του ως εθνικιστή ηγέτη και εξοργίζοντας τους Αλβανούς. Οι τριβές οδήγησαν στον πόλεμο του 1999 και την κήρυξη της ανεξαρτησίας.
Οι Σέρβοι είχαν την ιστορική «ιδιοκτησία» της περιοχής, οι Αλβανοί, όμως, είχαν αποκτήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης (μέσω χρησικτησίας, θα μπορούσαμε να πούμε) και δεν δέχονταν να τη χάσουν. Η παρέμβαση των ΗΠΑ και άλλων μελών του ΝΑΤΟ φάνηκε να λύνει το πρόβλημα οριστικώς προς όφελος των Αλβανών. Η Σερβία, φυσικά, δεν αποδέχεται την αλλαγή συνόρων και την απώλεια σημαντικού τμήματός της, πόσο μάλλον όταν υπάρχει μια σερβική μειονότητα στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο, η οποία θέλει να παραμείνει μέρος της Σερβίας. Ετσι, παρόλο που το Βελιγράδι πιέζεται από την Ε.Ε. (στην οποία θέλει να ενταχθεί) το πρόβλημα παραμένει άλυτο. Οπως συμβαίνει με τόσες άλλες διενέξεις στην περιοχή, οι εμπλεκόμενοι προτιμούν να ζουν με την εκκρεμότητα (και την ελπίδα της τελικής επικράτησης εναντίον των εχθρών τους) παρά να αποδεχτούν μια ειρήνη που θα τους δεσμεύει σε λύση συναινετική που απέχει από την απόλυτη νίκη.
Πέρα από την επικάλυψη των γεωγραφικών διεκδικήσεων και την απαίτηση του κάθε λαού να είναι κυρίαρχος στη μεγαλύτερη δυνατή περιοχή, σημαντικός παράγοντας στις διενέξεις είναι η «σύμπηξη του χρόνου», όπου οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να διαχωρίσουν το παρελθόν από το παρόν. Για τους Σέρβους, π.χ., το Κοσσυφοπέδιο είναι το ίδιο σημαντικό σήμερα, και έχει την ίδια συμβολική αξία, όσο ήταν τις ημέρες της ηρωικής μάχης εναντίον Οθωμανών εισβολέων το 1389. Για τους Αλβανούς, με τον ζωηρό αλυτρωτισμό τους, το Κόσοβο είναι μόνο μέρος μιας σειράς εδαφικών διεκδικήσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Γι’ αυτό η σημαία της «Μεγάλης Αλβανίας» που εμφανίστηκε στο γήπεδο του Βελιγραδίου προκάλεσε τέτοια οργή στη Σερβία, τόση ευφορία στην Αλβανία και βίαιες διαδηλώσεις εναντίον μελών της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία - για να μη ξεχνά κανείς ότι και η Ελλάδα είναι στόχος αλυτρωτισμού.
Οι ακραίοι εθνικισμοί, που βάζουν το πάθος της στιγμής πάνω από το μακροχρόνιο συμφέρον της συνύπαρξης με τους γείτονες, αποκαλύπτουν κοινωνίες σε παλινδρόμηση, ανασφαλείς και αγχωμένες με την ανάγκη να επιβληθούν σε εχθρούς. Δείχνουν, επίσης, ότι αυτοί οι λαοί δεν εμπιστεύονται τους διεθνείς κανόνες -τον νόμο- και ότι δεν τους πτοούν οι πραγματικές συνέπειες των πράξεών τους. Με τη φαντασίωση ότι μπορούν να επιβάλουν τις διεκδικήσεις τους στους άλλους (πάντα οπλισμένοι με τα ιστορικά τους «δίκια»), αδιαφορούν για το γεγονός ότι ίσως δεν έχουν τα εφόδια ή τις αντοχές για πόλεμο. Ισως ξέχασαν τον πόνο και τον κίνδυνο, μέσα στον ενθουσιασμό και τον ατομικό και ομαδικό ναρκισσισμό που τους θέλει πάντα νικητές. Πολλοί λαοί στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και σε άλλες περιοχές, επιδεικνύουν τέτοια συμπεριφορά, με αποτέλεσμα οι εθνικισμοί να είναι έτοιμοι να φουντώσουν με την ελάχιστη αφορμή.
Η μόνη πραγματική λύση είναι η ενσωμάτωση τέτοιων ευαίσθητων περιοχών σε υπερεθνικές οντότητες που μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια και την ευημερία των ατόμων, των ομάδων και των εθνών χωρίς να έχει πια τόση σημασία η «ιδιοκτησία» του γεωγραφικού χώρου. Αυτή ήταν η υπόσχεση και η επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ας μην το ξεχνάμε στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στο Βερολίνο. Ούτε στα Βαλκάνια.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου